ψάθα ψά-θα ουσ. (θηλ.) 1. πλέγμα από στελέχη φυτών που ανήκουν στα αγρωστώδη (κυρ. βούρλα, καλάμια), το οποίο χρησιμεύει για την κατασκευή διάφορων αντικειμένων· ειδικότ. λεπτό ψάθινο στρώμα για την παραλία ή ψάθινο χαλάκι (εισόδου οικίας): ξύλινη καρέκλα με ~. Καλάθι (βλ. πλεκτός)/καπέλο (βλ. ψαθάκι) από ~. Πβ. ψαθί. Βλ. άχυρο, μπαμπού.|| ~ θαλάσσης. (για λουόμενο:) Άπλωσε την/ξάπλωσε στην ~.|| ~ πατώματος.2. ΒΟΤ. ποώδες, πολυετές, μονοκοτυλήδονο φυτό (επιστ. ονομασ. Typha latifolia), που ευδοκιμεί σε βάλτους· συνεκδ. το μακρύ και εύκαμπτο στέλεχός του. ΣΥΝ. τύφη 3. ΝΑΥΤ. (κυρ. παλαιότ.) μεγάλο πανί σε σχήμα τραπεζίου, στην πλώρη ιστιοφόρου. Βλ. ράντα1, σακολέβα, φλόκος. ● ΦΡ.: πέθανε/έμεινε στην ψάθα (προφ.): πέθανε ή απόμεινε μόνος ή/και πάμφτωχος. [< μεσν. ψάθα]
άχυρο[ἄχυρο] ά-χυ-ρο ουσ. (ουδ.) & (λαϊκό) άχερο 1. το καλάμι των σιτηρών που απομένει μετά το αλώνισμα και την αφαίρεση του καρπού: χοντρό/ψιλό ~. Ένα δεμάτι ~α.2. (μτφ.) αχυράνθρωπος. 3. (μτφ.) για κάτι που έχει τις ιδιότητες του άχυρου (είναι άγευστο, ξηρό ή ξανθό): Είναι σκέτο ~!Δεν τρώγεται με τίποτα. Μαλλιά σαν ~. ● ΦΡ.: (γυρεύει/ψάχνει/ζητά) ψύλλους (/ψύλλο)/βελόνα (/βελόνες) στ' άχυρα (μτφ.): για να δηλωθεί η δυσκολία, η ματαιότητα ή η σχολαστικότητα μιας αναζήτησης. Πβ. ματαιοπονώ., δεν τρώω άχυρα/σανό (μτφ.-προφ.): δεν είμαι αφελής, δεν μπορεί να με εξαπατήσει κάποιος εύκολα. Πβ. τρώω/μασάω κουτόχορτο., έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του (μτφ.-προφ.): είναι ηλίθιος., δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα βλ. γάιδαρος [< αρχ. ἄχυρον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.