ψάλλω & ψέλνω ψάλ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έψαλ-α, ψάλει, ψάλ-θηκε (λόγ.) εψάλη, ψαλ-θεί (συνηθέστ. λόγ. ψαλεί), ψάλλ-οντας κ. ψέλν-οντας, ψαλλ-όμενος} 1. τραγουδώ ύμνους και άσματα, κυρ. εκκλησιαστικούς/ά: Μετά τη Λειτουργία, θα ψαλεί επιμνημόσυνη δέηση. ~αν το Κύριε ελέησον/τροπάριο του Αγίου .../Χριστός ανέστη. Πβ. υμνώ.|| ~ει στον Ιερό Ναό ... (: είναι ψάλτης). Βλ. κρατάω το ίσο.|| ~αν τον Εθνικό Ύμνο/τα κάλαντα.2. (μτφ.) επαναλαμβάνω μονότονα: Έψελνε όλη την ώρα πάνω απ' το κεφάλι μου. Πβ. γκρινιάζω, μουρμουρίζω. ● ΦΡ.: τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον (μτφ.-προφ.): τον μαλώνω, τον κατσαδιάζω: Τους τα 'ψαλε κανονικά/χοντρά/για τα καλά!, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο βλ. αναβαλλόμενος, πλέκω/ψάλλω το εγκώμιο κάποιου βλ. εγκώμιο, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι [< 1: μτγν. ψάλλω ‘τραγουδώ με τη συνοδεία λύρας’]
αναβαλλόμενος
αναβαλλόμενος, η, ο [ἀναβαλλόμενος] α-να-βαλ-λό-με-νος επίθ.: που αναβάλλεται: ~η: φορολογία. ~ες: απαιτήσεις. ~α: έσοδα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο (προφ.): τρώω γερή κατσάδα από/κατσαδιάζω κάποιον. Πβ. ακούω τα σχολιανά μου, τα εξ αμάξης. ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο [< μτχ. ενεστ. του ρ. ἀναβάλλομαι, αγγλ. deferred]
εγκώμιο
εγκώμιο[ἐγκώμιο] ε-γκώ-μι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. προφορικός ή γραπτός λόγος με τον οποίο εκφράζεται θαυμασμός ή μεγάλη εκτίμηση για κάποιον ή κάτι: κολακευτικά/υπερβολικά ~α (πβ. κολακεία). ~α των κριτικών. Πρωτοβουλία/στάση άξια ~ίων (= επαίνων). Ακούω/γράφω/λέω ~α για κάποιον. Πβ. διθύραμβος, ύμνος.2. ΦΙΛΟΛ. λογοτεχνικό είδος ποιητικών ή πεζών έργων που γράφτηκαν με σκοπό να εξυμνήσουν πρόσωπα, έργα, ιδιότητες: τα ~α της Θεοτόκου. ● ΣΥΜΠΛ.: τα εγκώμια του Επιταφίου/της Μεγάλης Παρασκευής & τα εγκώμια: ΕΚΚΛΗΣ. τροπάρια με εγκωμιαστικό περιεχόμενο που ψάλλονται το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής. Βλ. Επιτάφιος Θρήνος. ● ΦΡ.: πλέκω/ψάλλω το εγκώμιο κάποιου: εγκωμιάζω, επαινώ, εκθειάζω: ~ ~ της ομάδας/του προέδρου/του τιμωμένου. Πβ. εξυμνώ, υμνολογώ. [< γαλλ. tresser des couronnes, des lauriers à qqn] [< αρχ. ἐγκώμιον, αγγλ. encomium]
εξάψαλμος
εξάψαλμος[ἑξάψαλμος] ε-ξά-ψαλ-μος ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.-προφ.) έντονες επιπλήξεις, αυστηρές παρατηρήσεις: ~ του προπονητή στους παίκτες. Πβ. κατσάδα, μάλωμα.2. ΕΚΚΛΗΣ. περιληπτική ονομασία για τους έξι ψαλμούς που ψάλλονται στην αρχή της ακολουθίας του Όρθρου. ● ΦΡ.: ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο: με επιπλήττουν/επιπλήττω έντονα κάποιον: Άργησε στη δουλειά και άκουσε τον ~ από το αφεντικό (πβ. ακούω τα σχολιανά μου). Του έψαλε ~ (= τον κατσάδιασε). ΣΥΝ. ακούω/ψέλνω/σέρνω σε κάποιον τον αναβαλλόμενο [< μεσν. εξάψαλμος]
κρατάω
κρατάωβλ. κρατώ
χεράκι
χεράκιχε-ρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (οικ.) χέρι: Γλυκό από τα χρυσά ~ια της μαμάς.|| (μτφ.) ~ φαγούρας (πβ. ξυστήρι πλάτης).2. χειρολαβή: τσάντες με εύκαμπτο πλαστικό ~. ΣΥΝ. χερούλι 3. η σπάλα του αρνιού ή του κατσικιού. 4. {κυρ. στον πληθ.} μικρό μαξιλαράκι, ανατομικά σχεδιασμένο για την εκγύμναση των χεριών κατά την προπόνηση των κολυμβητών: ~ια κολύμβησης.5. ΠΛΗΡΟΦ. (στην οθόνη του υπολογιστή) ο κέρσορας με τη μορφή λευκού χεριού που δείχνει κάτι. Βλ. βέλος. ● ΣΥΜΠΛ.: χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια ● ΦΡ.: βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου (προφ.): ζημιώνομαι από δικό μου λάθος: Δεν είμαι τρελός να βάλω ~ ~ (και) να βγάλω ~ ~., τα λέω ένα χεράκι (προφ.) 1. & τα ψέλνω ένα χεράκι: επιπλήττω, μαλώνω: Τα είπα/έψαλα ~ στους αρμόδιους και το φχαριστήθηκα. ΣΥΝ. τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον 2. συζητώ με κάποιον, συχνά σε έντονο τόνο: Ήρθε απ' το σπίτι και τα είπαμε ~., βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, χέρι-χέρι/χέρι με χέρι βλ. χέρι [< 5: αγγλ. hand (cursor)]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.