Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψήφισμα ψή-φι-σμα ουσ. (ουδ.) {ψηφίσμ-ατος | -ατα, -άτων}: κείμενο που έχει επικυρωθεί από ένα σύνολο προσώπων ύστερα από ψηφοφορία· ειδικότ. νόμος ή πολιτειακό κείμενο με αυξημένη τυπική ισχύ: ηλεκτρονικό/ομόφωνο/προτεινόμενο ~. ~ γενικής συνέλευσης/της επιτροπής/της ομοσπονδίας/του συλλόγου/του Συμβουλίου Ασφαλείας/του συνεδρίου. ~ αλληλεγγύης/διαμαρτυρίας/καταδίκης/συμπαράστασης. Έγκριση/έκδοση/εφαρμογή/προτάσεις/(προ)σχέδιο/υιοθέτηση/υπογραφή του ~ατος. Επίδοση ~άτων. Το ~ κατατέθηκε από ... Οι απεργοί παρέδωσαν ~ με τα αιτήματά τους. Με ~ά του το σωματείο ζητά/καταγγέλλει/καταδικάζει/καλεί ...|| Νομοθετικό ~. ~ της Βουλής/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.|| (σπάν.) Το ~ του νομοσχεδίου. Πβ. (υπερ)ψήφιση. [< αρχ. ψήφισμα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.