ψήφισμα ψή-φι-σμα ουσ. (ουδ.) {ψηφίσμ-ατος | -ατα, -άτων}: κείμενο που έχει επικυρωθεί από ένα σύνολο προσώπων ύστερα από ψηφοφορία· ειδικότ. νόμος ή πολιτειακό κείμενο με αυξημένη τυπική ισχύ: ηλεκτρονικό/ομόφωνο/προτεινόμενο ~. ~ γενικής συνέλευσης/της επιτροπής/της ομοσπονδίας/του συλλόγου/του Συμβουλίου Ασφαλείας/του συνεδρίου. ~ αλληλεγγύης/διαμαρτυρίας/καταδίκης/συμπαράστασης. Έγκριση/έκδοση/εφαρμογή/προτάσεις/(προ)σχέδιο/υιοθέτηση/υπογραφή του ~ατος. Επίδοση ~άτων. Το ~ κατατέθηκε από ... Οι απεργοί παρέδωσαν ~ με τα αιτήματά τους. Με ~ά του το σωματείο ζητά/καταγγέλλει/καταδικάζει/καλεί ...|| Νομοθετικό ~. ~ της Βουλής/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.|| (σπάν.) Το ~ του νομοσχεδίου. Πβ. (υπερ)ψήφιση. [< αρχ. ψήφισμα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.