Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψαρονέφρι ψα-ρο-νέ-φρι ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. εξαιρετικής ποιότητας φιλέτο χοιρινού: (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ γεμιστό/με σάλτσα μουστάρδας. Βλ. κόντρα φιλέτο, μπον φιλέ, νουά.

κόντρα

κόντρα κό-ντρα επίρρ. (προφ.): ενάντια, εναντίον: Ταξιδέψαμε με τον άνεμο/καιρό ~ (: αντίθετα προς την κατεύθυνση του ανέμου).|| Παίζουμε ~ στους πρωταθλητές Ευρώπης. Παρασκηνιακές διαβουλεύσεις ~ στα συμφέροντά μας (ΑΝΤ. σύμφωνα με). Τα πράγματα μας ήρθαν ~ (πβ. ανάποδα, στραβά).|| (ως επίθ.) ~ επίθεση (: αντεπίθεση)/ξύρισμα (: με φορά από κάτω προς τα πάνω). ● ΣΥΜΠΛ.: κόντρα φιλέτο & (σπάν.) κόντρα μοσχάρι: διαλεχτό κομμάτι μοσχαρίσιου συνήθ. κρέατος από την οσφυϊκή χώρα του σφαγίου. Βλ. καρέ, κιλότο, λαιμός, μπριζόλα, σπάλα, ψαρονέφρι. [< γαλλ. contre-filet , 1926] , κόντρα τενόρος βλ. τενόρος, κόντρα φαγκότο βλ. φαγκότο ● ΦΡ.: κόντρα/αντίθετα/ενάντια στο ρεύμα/στον καιρό/στον άνεμο (μτφ.): ενάντια στα καθιερωμένα, στις τάσεις της εποχής: Πάμε ~ ~. Βλ. μέινστριμ., κρατάω κόντρα: σπρώχνω κάτι, στο οποίο ασκείται πίεση, προς την αντίθετη κατεύθυνση. ΣΥΝ. κρατώ αντίσταση (2), πάω/πηγαίνω κόντρα (προφ.): αντιστέκομαι, εναντιώνομαι: ~ ~ στο κατεστημένο/στην τύχη/στη φύση/στον χρόνο. Όλη την ώρα μου πάει ~., κόντρα στο κύμα βλ. κύμα [< μεσν. κόντρα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.