Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ψείρα [ψεῖρα] ψεί-ρα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ.-ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} έντομο που προσβάλλει τον άνθρωπο και τα ζώα (επιστ. ονομασ. Pediculus humunus capitis)· ζει παρασιτικά στα τριχωτά μέρη του σώματος, προκαλώντας φλεγμονή που εκδηλώνεται με κνησμό: αβγά ~ας (= κόνιδα). ~ες του τριχωτού της κεφαλής/εφηβαίου. Έπιασε/έχει/κόλλησε ~ες. Βλ. εξωπαράσιτα, ξεψειρίζω, φθειρίαση, τύφος.|| (ειδικότ., για τις ~ες του κεφαλιού:) Λοσιόν/σαμπουάν/χτένα (ή χτενάκι) για ~ες. Οι ~ες μολύνουν κυρίως παιδιά σχολικής ηλικίας.|| (κατ' επέκτ.) ~ες των φυτών (= φυτοπαράσιτα· ειδικότ. για τη μελίγκρα). Βλ. σιταρόψειρα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. μικρόφωνο (πέτου) ή ακουστικό πολύ μικρού μεγέθους. Βλ. κάψα1. 3. πολύ μικρό κοκαλάκι (κλάμερ) για τα μαλλιά: πολύχρωμες ~ες. 4. (μτφ.-προφ.) ψείρας. ● ψείρες (οι) (μτφ.-προφ.) 1. πράγματα ανούσια, ασήμαντα, ανάξια λόγου: Όλα αυτά είναι ~ μπροστά στα μεγάλα οικονομικά προβλήματα. 2. μικροσκοπικά γράμματα, που δυσκολεύουν την ανάγνωση. ● Υποκ.: ψειρούλα & ψειρίτσα (η): στις σημ. 1, 3. ● ΦΡ.: αλί που/άμα το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες βλ. κούτρα [< 1: μεσν. ψείρα 2: αγγλ. bug, 1946]
  • ψείρας ψεί-ρας ουσ. (αρσ.) (προφ.): πολύ σχολαστικός, λεπτολόγος. ΣΥΝ. ψείρα (4)

εξωπαράσιτα

εξωπαράσιτα [ἐξωπαράσιτα] ε-ξω-πα-ρά-σι-τα ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. εξωπαράσιτο} : ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. παράσιτα που ζουν πάνω στο δέρμα του οργανισμού που τα φιλοξενεί: ~ σκύλου και γάτας. Βλ. παρασιτοκτόνο, τσιμπούρι, ψείρα, ψύλλος. ΑΝΤ. ενδοπαράσιτα [< αγγλ.-γαλλ. ectoparasites]

κάψα1

κάψα1 κά-ψα ουσ. (θηλ.) 1. (επιστ.) προστατευτικό περίβλημα διαφόρων δομών ή βακτηρίων: (ΑΝΑΤ.) ινώδης ~. Αρθρική (πβ. θύλακας)/κρανιακή/νεφρική ~. Η έξω/έσω ~ του εγκεφάλου.|| (ΒΙΟΛ.) Η ~ του πνευμονιόκοκκου. 2. ΤΕΧΝΟΛ. το μπροστινό μέρος του μικροφώνου: δυναμική/πυκνωτική (καρδιοειδής) ~. ~ πέτου (πβ. ψείρα). 3. ΒΟΤ. είδος καρπού, ο οποίος περιέχεται σε ξηρό περίβλημα (κέλυφος). 4. ΧΗΜ. δοχείο τήξης ή εξάτμισης. [< 1,2,4: γαλλ. capsule 3: μεσν. κάψα]

κούτρα

κούτρα κού-τρα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): μέτωπο· συνεκδ. κεφάλι ή μυαλό. Πβ. γκλάβα, κούτελο. ● ΦΡ.: αλί που/άμα το 'χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες (παροιμ.): για άτομο που δεν μπορεί να αποβάλει τα έμφυτα ελαττώματά του και αποτυγχάνει συχνά., κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω [< μεσν. *κούτρα < λατ. scutra ‘γαβάθα, καζάνι’]

σιταρόψειρα

σιταρόψειρα σι-τα-ρό-ψει-ρα ουσ. (θηλ.) (κοινό): ΖΩΟΛ. -ΓΕΩΠ. μικρό έντομο (επιστ. ονομασ. Sitophilus granarius ή Calandra granaria) με σκούρο χρώμα και μακρύ ρύγχος, που προσβάλλει τους καρπούς του σιταριού. Βλ. μελίγκρα. [< μεσν. σιταρόψειρα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.