Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψευδομάρτυρας ψευ-δο-μάρ-τυ-ρας ουσ. (αρσ. + θηλ.) & (λόγ.) ψευδομάρτυς: ΝΟΜ. μάρτυρας που προβαίνει συνειδητά σε ψευδή κατάθεση. Βλ. ψεύδορκος. [< αρχ. ψευδομάρτυς]

ψεύδορκος

ψεύδορκος, η, ο ψεύ-δορ-κος επίθ. (σπάν.): ΝΟΜ. που διέπραξε ψευδορκία. Βλ. επίορκος, ψευδομάρτυρας. [< αρχ. ψεύδορκος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.