ψηφίδα ψη-φί-δα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καθένα από τα μικρά κομμάτια πέτρας ή άλλου υλικού που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ψηφιδωτού: γυάλινες/ορυκτές/πολύχρωμες ~ες. Βλ. μαρμαρο~.|| ~ες κουζίνας/μπάνιου/πισίνας. Βλ. πλακάκι.|| (μτφ.) Μια ακόμη ~ στο παζλ της κρίσης. [< αρχ. ψηφίς 'βοτσαλάκι', μεσν. ~]
πλακάκι
πλακάκι πλα-κά-κι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ. πλακάκια} : μικρή πλάκα από πηλό για την επένδυση δαπέδων, τοίχων και ενίοτε άλλων επιφανειών: κεραμικά/λευκά/χρωματιστά ~ια. ~ια κουζίνας/μπάνιου. ~ια ματ/πορσελάνης (: γυαλιστερά). ~ια εξωτερικών χώρων (: ανάγλυφα για να μη γλιστρούν). Πάτωμα με ~ια ή μάρμαρο. Τα ~ια έπεσαν/ξεκόλλησαν (από τον σεισμό). Βάζω/περνάω ~ια. Ξηλώνω τα ~ια. Βλ. είδη υγιεινής, μωσαϊκό, υαλότουβλο. ΣΥΝ. πλακίδιο (1) ● ΦΡ.: τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) (αρνητ. συνυποδ.): συνεργάζομαι, ακολουθώ κοινή τακτική ή έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, για την εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων, συνήθ. με σκοπό την αλληλοκάλυψη. Πβ. τα βρίσκω με κάποιον.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.