Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψηφίδα ψη-φί-δα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. καθένα από τα μικρά κομμάτια πέτρας ή άλλου υλικού που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ψηφιδωτού: γυάλινες/ορυκτές/πολύχρωμες ~ες. Βλ. μαρμαρο~.|| ~ες κουζίνας/μπάνιου/πισίνας. Βλ. πλακάκι.|| (μτφ.) Μια ακόμη ~ στο παζλ της κρίσης. [< αρχ. ψηφίς 'βοτσαλάκι', μεσν. ~]

πλακάκι

πλακάκι πλα-κά-κι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ. πλακάκια} : μικρή πλάκα από πηλό για την επένδυση δαπέδων, τοίχων και ενίοτε άλλων επιφανειών: κεραμικά/λευκά/χρωματιστά ~ια. ~ια κουζίνας/μπάνιου. ~ια ματ/πορσελάνης (: γυαλιστερά). ~ια εξωτερικών χώρων (: ανάγλυφα για να μη γλιστρούν). Πάτωμα με ~ια ή μάρμαρο. Τα ~ια έπεσαν/ξεκόλλησαν (από τον σεισμό). Βάζω/περνάω ~ια. Ξηλώνω τα ~ια. Βλ. είδη υγιεινής, μωσαϊκό, υαλότουβλο. ΣΥΝ. πλακίδιο (1) ● ΦΡ.: τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) (αρνητ. συνυποδ.): συνεργάζομαι, ακολουθώ κοινή τακτική ή έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον, για την εξυπηρέτηση αμοιβαίων συμφερόντων, συνήθ. με σκοπό την αλληλοκάλυψη. Πβ. τα βρίσκω με κάποιον.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.