Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 6 εγγραφές  [0-6]


  • ψηφίο ψη-φί-ο ουσ. (ουδ.) 1. γραφικό σύμβολο αραβικού αριθμού: Το 25 είναι αριθμός με δύο ~α (= διψήφιος).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Δυαδικό ~ (= μπιτ). 2. (παλαιότ.) γράμμα: τα ~α του αλφαβήτου. 3. ΤΥΠΟΓΡ. στοιχείο: μαύρα ~α σε λευκό φόντο. ● ΣΥΜΠΛ.: δεκαδικό (ψηφίο) βλ. δεκαδικός [< μτγν. ψηφίον 'πετραδάκι, ψηφιδωτό', αγγλ. digit, γαλλ. ~, 1968]
  • ψηφιοθήκη ψη-φι-ο-θή-κη ουσ. (θηλ.): ψηφιακή βιβλιοθήκη.
  • ψηφιολέξη ψη-φι-ο-λέ-ξη ουσ. (θηλ.) (επίσ.): ΠΛΗΡΟΦ. μπάιτ.
  • ψηφιοποίηση ψη-φι-ο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή δεδομένων σε ψηφιακή μορφή: ~ αρχείων/βιβλίων/εγγράφων/εικόνας/έργων τέχνης/ήχου (βλ. διακωδικοποίηση)/(έντυπου) υλικού/χειρογράφων. Τρισδιάστατη ~ μνημείων/μουσειακών αντικειμένων. Βλ. -ποίηση, σκανάρισμα. [< αγγλ. digitization, 1954, digitalization, 1959]
  • ψηφιοποιητής ψη-φι-ο-ποι-η-τής ουσ. (αρσ.): ΠΛΗΡΟΦ. συσκευή ψηφιοποίησης. Βλ. σαρωτής. [< αγγλ. digitizer, 1953, γαλλ. digitaliseur, 1975]
  • ψηφιοποιώ [ψηφιοποιῶ] ψη-φι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ψηφιοποι-εί, -ώντας | ψηφιοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: ΠΛΗΡΟΦ. μετατρέπω σε ψηφιακή μορφή: ~ήθηκαν ιστορικά αρχεία. ~ημένες: εφημερίδες. ~ημένα: άρθρα/βιβλία/γλωσσικά δεδομένα (= γλωσσικοί πόροι). Βλ. αποδιαμορφωτής, -ποιώ, σκανάρω. [< αγγλ. digitize, 1953, digitalize, 1955, γαλλ. digitaliser, 1970]

αποδιαμορφωτής

αποδιαμορφωτής [ἀποδιαμορφωτής] α-πο-δι-α-μορ-φω-τής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. συσκευή που ψηφιοποιεί αναλογικό σήμα. Βλ. μόντεμ, φωρατής. [< αγγλ. demodulator, 1942, γαλλ. démodulateur, 1953]

δεκαδικός

δεκαδικός, ή, ό δε-κα-δι-κός επίθ.: ΜΑΘ. που έχει ως βάση το δέκα: ~ή: μορφή/τιμή. ~ά: πολλαπλάσια. ● ΣΥΜΠΛ.: δεκαδικό (ψηφίο): ενός δεκαδικού αριθμού που, ως μικρότερο της μονάδας, γράφεται δεξιά από την υποδιαστολή: στρογγυλοποίηση ~ού ψηφίου. Το τρίτο ~ ~ του 0,175 είναι το 5., δεκαδικό σύστημα: που έχει ως βάση δυνάμεις του δέκα: ~ μετρικό ~ (: σύστημα μέτρων και σταθμών). Μετατροπή στο ~ ~., δεκαδικός (αριθμός): που μπορεί να γραφεί με τη μορφή κλάσματος, του οποίου ο αριθμητής είναι οποιοσδήποτε ακέραιος αριθμός και ο παρονομαστής δύναμη του δέκα: περιοδικός ~ ~. Πράξεις ~ών. Το 2,14 και το 0,5 είναι ~οί ~οί. [< μτγν. δεκαδικός ‘που ανήκει σε δεκάδα’, γαλλ. décimal]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

σαρωτής

σαρωτής σα-ρω-τής ουσ. (αρσ.) 1. ΠΛΗΡΟΦ. συσκευή που μεταφέρει στον ηλεκτρονικό υπολογιστή εικόνες, κείμενα, σχέδια, μετατρέποντάς τα σε ψηφιακή μορφή, έτσι ώστε να καταστεί δυνατή η αξιοποίησή τους από τον χρήστη (αποθήκευση, επεξεργασία, προώθηση, εκτύπωση): έγχρωμος/επαγγελματικός/ηλεκτρονικός/φορητός/ψηφιακός ~. ~ δικτύου/λέιζερ/χειρός. ~ γραμμωτού κώδικα/εγγράφων/φιλμ/φωτογραφιών. Επίπεδοι ~ές. ~ές δακτυλικών αποτυπωμάτων. ~ές με λογισμικό οπτικής αναγνώρισης. Βλ. αντιγραφικό, περιφερειακή συσκευή/μονάδα. ΣΥΝ. σκάνερ 2. ΤΕΧΝΟΛ. κάθε ηλεκτρονικό σύστημα σάρωσης, ανίχνευσης: τρισδιάστατος ~. ~ές ασφαλείας/θερμοκρασίας (: σε αεροδρόμια, για ανίχνευση αντικειμένων ή επιβατών που έχουν πυρετό). Πβ. ανιχνευτής.|| (ΙΑΤΡ.) Εικόνες από ιατρικό ~ή (βλ. αξονικός, μαγνητικός τομογράφος). ~ές PET (: για την απεικόνιση του εγκεφάλου). [< μτγν. σαρωτής 'αυτός που σκουπίζει' 1: αμερικ. scanner, 1968, 2: αγγλ. ~, 1927]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.