Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψηφιοποιώ [ψηφιοποιῶ] ψη-φι-ο-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {ψηφιοποι-εί, -ώντας | ψηφιοποί-ησε, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ούμενος, -ημένος}: ΠΛΗΡΟΦ. μετατρέπω σε ψηφιακή μορφή: ~ήθηκαν ιστορικά αρχεία. ~ημένες: εφημερίδες. ~ημένα: άρθρα/βιβλία/γλωσσικά δεδομένα (= γλωσσικοί πόροι). Βλ. αποδιαμορφωτής, -ποιώ, σκανάρω. [< αγγλ. digitize, 1953, digitalize, 1955, γαλλ. digitaliser, 1970]

αποδιαμορφωτής

αποδιαμορφωτής [ἀποδιαμορφωτής] α-πο-δι-α-μορ-φω-τής ουσ. (αρσ.): ΗΛΕΚΤΡΟΝ. συσκευή που ψηφιοποιεί αναλογικό σήμα. Βλ. μόντεμ, φωρατής. [< αγγλ. demodulator, 1942, γαλλ. démodulateur, 1953]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.