Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

άβυσσος

άβυσσος [ἄβυσσος] ά-βυσ-σος ουσ. (θηλ.) {αβύσσ-ου} 1. αμέτρητο θαλάσσιο ή γήινο βάθος: απύθμενη/αχανής ~. Βλ. βάραθρο.|| (ΩΚΕΑΝ.) Η ζώνη της ~ου.|| (μτφ.) Τον κατάπιε η ~ (= χάθηκε).|| (ΛΟΓΟΤ.) Η μαύρη ~ (= ο Άδης, η κόλαση). 2. (μτφ.) ανεξιχνίαστη, μυστηριώδης, χαοτική κατάσταση ή αχανής και χαώδης χώρος: σκοτεινή/ψυχική ~. Η ~ του ασυνείδητου/του έρωτα/του χρόνου.|| Η ~ του Διαστήματος. Πβ. χάος. 3. (μτφ.) μεγάλη διαφορά, αγεφύρωτο χάσμα: ιδεολογική/πολιτική ~. ~ απόψεων. ~ μεταξύ των γενεών/των (κοινωνικών) τάξεων. Μας χωρίζει ~. ● ΦΡ.: άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)!: για ανεξήγητες, μη αναμενόμενες συμπεριφορές ή ενέργειες., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής βλ. γκρεμός [< 1: μτγν. ἄβυσσος, γαλλ. abysse, αγγλ. abyss]

αδελφός

αδελφός [ἀδελφός] α-δελ-φός ουσ. (αρσ.) {αδελφοί κ. αδέλφια (τα)} & (προφ.) αδερφός 1. πρόσωπο αρσενικού γένους, με το οποίο έχει κάποιος κοινό τον ένα ή και τους δύο γονείς: αγαπημένος/αμφιθαλής (= αυτάδελφος)/δευτερότοκος/δίδυμος/ετεροθαλής/μεγαλύτερος/μικρότερος/πρωτότοκος ~. Σιαμαίοι ~οί. Βλ. γυναικάδελφος.|| Θετός ~.|| (συντομ. σε εμπορική επωνυμία) Αφοί ... 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο ή σύνολο ατόμων με το οποίο κάποιος συνδέεται με ισχυρούς δεσμούς: οι Κύπριοι ~οί μας. Δεν είμαστε απλώς φίλοι, αλλά ~οί. Πβ. σύμμαχος, συμπαραστάτης, σύντροφος.|| (για πρόσ. που ανήκει στην ίδια θρησκευτική κοινότητα) Ομόδοξοι/ορθόδοξοι ~οί. Οι εν Χριστώ ~οί (= χριστιανοί).|| (οικ.-ως προσφών.) Άντεξες πολλά/Κουράστηκα, ~έ μου! 3. (συνήθ. ως προσφών.) καλόγερος, μοναχός: Ο ~ Θεόδωρος. Τα κελιά των ~ών. ● Υποκ.: αδελφούλης (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: μεγάλος αδελφός (μτφ.): σύστημα εξουσίας και γενικότ. παρακολούθησης και συλλογής δεδομένων για τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πολιτών: τηλεοπτικός ~ ~. ~ ~ και στα κινητά/στους χώρους εργασίας. Βλ. κρυφή κάμερα. [< αγγλ. Big Brother, 1949] , πνευματικός/ή αδελφός/ή: ΕΚΚΛΗΣ. πρόσωπο με το οποίο έχει κάποιος τον ίδιο νονό (ή σπανιότ. εξομολόγο) και συνήθ. μτφ. μοιράζεται κοινές αρχές. ● ΦΡ.: (β)ρε αδερφέ (επιφωνηματικά): για έκφραση αγανάκτησης, διαμαρτυρίας, ειρωνείας: Άνθρωποι είμαστε ~ ~, λέμε και καμιά ανοησία! Και δεν μπήκε στον κόπο, έτσι ~ ~, να πει μια καλημέρα!, οχ/ωχ, αδερφέ! (επιφών.): για έκφραση αδιαφορίας, έλλειψης διάθεσης για κάτι: ~ ~! Γιατί να ασχοληθώ, τι θα κερδίσω; ~ ~! Και αύριο μέρα είναι. ~ ~! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα; Βλ. οχαδερφισμός. [< 1,2: αρχ. ἀδελφός, μτγν. ἀδερφός 3: μεσν. αδελφός]

αθανασία

αθανασία [ἀθανασία] α-θα-να-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. η αιώνια ύπαρξη: (ΛΑΟΓΡ.) Βοτάνι/νερό που χαρίζει την ~. Δοξασίες περί ~ας. ΣΥΝ. αιωνιότητα (1), αφθαρσία ΑΝΤ. θνητότητα (2) 2. (μτφ.) η συνέχιση της ύπαρξης στη μνήμη των ανθρώπων: Αγγίζω/εξασφαλίζω/κατακτώ την ~. Ζω/περνώ στην ~. Με το έργο του κέρδισε την ~. Ο ηρωικός του θάνατος του χάρισε την ~. ΣΥΝ. υστεροφημία ● ΣΥΜΠΛ.: η αθανασία της ψυχής: φιλοσοφική και θρησκευτική αντίληψη σύμφωνα με την οποία η ψυχή εξακολουθεί να υπάρχει και μετά θάνατον. [< αρχ. ἀθανασία]

αλλόφυλος

αλλόφυλος, η, ο [ἀλλόφυλος] αλ-λό-φυ-λος επίθ. (παρωχ.): που ανήκει σε διαφορετική φυλή ή έθνος: ~οι: εισβολείς.|| (συνήθ. ως ουσ.) Αφομοίωση/ένταξη ~ύλων. Κοινωνία που ανέχεται τον ~ο, τον αλλόγλωσσο, τον αλλόθρησκο. Πβ. αλλο-γενής, -εθνής. ΑΝΤ. ομόφυλος (2) ● ΦΡ.: αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων (ΠΔ): λέγεται όταν κάποιος επιλέγει να ζημιωθεί και ο ίδιος, προκειμένου να υποστούν βλάβη οι εχθροί του. [< αρχ. ἀλλόφυλος]

ανάποδα

ανάποδα [ἀνάποδα] α-νά-πο-δα επίρρ.: αλλιώτικα ή αντίθετα απ' ό,τι συνηθίζεται ή θεωρείται σωστό, φυσιολογικό: Έβαλε τις κάλτσες/την μπλούζα ~ (= από την ανάποδη· πβ. μέσα έξω). Οδηγεί/πάει ~ (: στο αντίθετο ρεύμα ή προς τα πίσω). (ΝΑΥΤ.) ~ ολοταχώς. Το πλοίο κάνει ~. Οι δείκτες γυρίζουν ~ (: από δεξιά προς αριστερά). (για νεογέννητο:) Το παιδί βγαίνει/έρχεται ~ (: με τα πόδια, αντί με το κεφάλι προς τα έξω). Το αμάξι βρέθηκε ~ (= αναποδογυρ-, ντελαπαρ-, τουμπαρ-ισμένο).|| ~ τα κατάλαβες (: αντίθετα από αυτά που ισχύουν). ● ΦΡ.: (μου) έρχονται/πηγαίνουν (όλα) ανάποδα (προφ.): (μου) συμβαίνουν δυσάρεστα, αντίθετα απ' ό,τι περιμένω: Μου ήρθαν όλα ~ στη δουλειά και δεν μπόρεσα να ..., βγάζω την πίστη/την ψυχή κάποιου ανάποδα (προφ.): τον ταλαιπωρώ, τον εξουθενώνω: Μου έβγαλε ~ ~ μέχρι/ώσπου να ..., βλέπει/κοιτάζει τα ραδίκια/τα κυπαρίσσια ανάποδα (αργκό): έχει πεθάνει, είναι νεκρός., κακά, ψυχρά κι ανάποδα (προφ.-εμφατ.): πολύ άσχημα: -Πώς πέρασες; -~ ~! Τους ήρθαν όλα ~ ~. ΣΥΝ. τα στραβά και (τα) ανάποδα, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα (προφ.): ταλαιπωρήθηκα πολύ, εξουθενώθηκα: ~ ~, μέχρι να γράψω την εργασία μου., μου έρχεται ανάποδα να ... (προφ.): δεν μου αρέσει, δεν μου πάει να: ~ ~ μου ζητήσουν βοήθεια και ν' αρνηθώ., ξυπνάω ανάποδα (προφ.): είμαι κακόκεφος και κατ' επέκτ. απότομος με τους άλλους από την αρχή της μέρας: ~ησε ~ σήμερα και του φταίνε όλα., τη βλέπω ανάποδα (νεαν. αργκό): αλλάζω διάθεση, θυμώνω, εκνευρίζομαι: Μόλις μου έκλεισε το ακουστικό, την είδα ~., το πήρε ανάποδα/από την ανάποδη (προφ.): παρεξήγησε κάτι που έγινε ή ειπώθηκε: Θα σου πω κάτι, αλλά μην το πάρεις ~. Πβ. παίρνω/βλέπω κάτι στραβά, το πήρε αλλιώς., θα σε κρεμάσω (ανάποδα)! βλ. κρεμώ, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, τα στραβά και (τα) ανάποδα βλ. στραβός [< μεσν. ανάποδα]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

βαριέμαι

βαριέμαι βα-ριέ-μαι ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαρέθηκα} 1. αισθάνομαι ανία, πλήξη: ~ αφάνταστα/αφόρητα/θανάσιμα. Πώς ~ σήμερα (: δεν έχω όρεξη για τίποτα)! ~ να κάνω συνέχεια τα ίδια και τα ίδια. Βλ. σκυλο~. 2. χάνω την αντοχή μου, κουράζομαι ψυχικά: Βαρέθηκα (= μπούχτισα) ν' ακούω συνέχεια τις ίδιες δικαιολογίες. Σ' έχω βαρεθεί πια (= δεν σε αντέχω άλλο)! Πβ. απαυδώ. ● ΦΡ.: βαριέμαι που ζω (εμφατ.): πλήττω υπερβολικά., δε βαριέσαι: ως ενθάρρυνση, σε περιπτώσεις που δεν αξίζει κάποιος να στενοχωριέται, να ανησυχεί ή να ταλαιπωρείται για κάτι: ~ ~, ας γίνει ό,τι θέλει/θα τα καταφέρουμε και χωρίς αυτόν. Βλ. τι τα θες., το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς (παροιμ.): η διαρκής επανάληψη ενοχλεί, κουράζει., τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου (εμφατ.): δεν τον/την αντέχω άλλο., όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω [< μεσν. βαριούμαι]

βασανίζω

βασανίζω βα-σα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {βασάνι-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, βασανίζ-οντας, -όμενος, βασανι-σμένος} 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια: Τον ~σαν ανελέητα/απάνθρωπα/φρικτά, για να να ομολογήσει. ~στηκε στα κρατητήρια. ~σμένα: ζώα/κορμιά. Πβ. κακοποιώ. 2. (μτφ.) υποβάλλω κάποιον σε ψυχική ή σωματική δοκιμασία· ταλαιπωρώ, παιδεύω: Το θέμα που με ~ει είναι ... Πες μου τι σε ~ει (= απασχολεί). Τον ~ει το άγχος/η ιδέα ότι .../~ουν οι έγνοιες/οι σκέψεις. Μίλα μου και μη με ~εις άλλο (: μη με κρατάς σε αγωνία)! ~εται από αναπάντητα ερωτήματα/τις τύψεις. ~στηκε στη ζωή του.|| Αρρώστια που ~ει (= μαστίζει) χιλιάδες ανθρώπους. ~όταν (= υπέφερε) από αφόρητους πόνους/αϋπνίες.|| ~σμένος: λαός/τόπος (βλ. πολυβασανισμένος). ~σμένη: ψυχή. ~σμένοι (και εξαθλιωμένοι) από τη φτώχεια και τους πολέμους. ΣΥΝ. κατατρύχει, τυραννώ (1) 3. (μτφ.-προφ.) εξετάζω εξαντλητικά: Μην το ~εις άδικα το θέμα/το πράγμα! Πβ. λεπτολογώ, (ξε)ψειρίζω. ● ΦΡ.: βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου: καταβάλλω έντονη διανοητική και ψυχική προσπάθεια: Το πρόβλημα είναι απλό, μη ~εις (άλλο) ~ σου. Πάψε να ~εις ~ σου με αυτές τις ανοησίες.|| Όσο και αν ~ το κεφάλι/το μυαλό μου, δεν μπορώ να θυμηθώ. [< αρχ. βασανίζω] ΒΑΣΑΝΙΖΩ

βαστώ

βαστώ [βαστῶ] βα-στώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαστ-άς ..., -ούν (σπανιότ.) -άνε | βάστ-αγε, βάστ-αξα κ. -ηξα, -ιέμαι, -ώντας} & βαστάω (προφ.) 1. & (λαϊκό) βαστάζω: κρατώ, πιάνω, σηκώνω: Βάστα με από το χέρι και μη με αφήνεις! Βάστα λίγο την τσάντα. ~αγε το μωρό στην αγκαλιά. Δεν μπορώ να ~ήξω τόσο βάρος. 2. συγκρατώ, περιορίζω: Δεν μπορούσα να ~άξω τα δάκρυά/τον θυμό μου. Βάστα τα νεύρα σου. Βαστάτε με, θα τον δείρω. Με το ζόρι ~ιέμαι να μην γελάσω. Δεν ~ιέμαι άλλο από την ανυπομονησία (= δεν κρατιέμαι)! 3. αντέχω, υπομένω: Δεν ~ άλλο τέτοια ταπείνωση (: δεν την ανέχομαι). Βάστα γερά (: μην το βάζεις κάτω, κάνε κουράγιο)! Θα αγωνίζομαι όσο ~ά η ψυχή μου.|| ~ούν τα κότσια σου (= έχεις το θάρρος); 4. κατάγομαι, προέρχομαι από: ~άει από καλή οικογένεια/πλούσιο σπίτι. 5. φροντίζω, διαχειρίζομαι, έχω την ευθύνη: Ποιος σου ~άει το μαγαζί/τα παιδιά (= προσέχει) όσο λείπεις; ~άει μόνη της ολόκληρη επιχείρηση. 6. (για χρήματα) έχω στο πορτοφόλι ή την τσέπη μου: ~άς καθόλου λεφτά/ψιλά πάνω σου; 7. τηρώ: ~ το λόγο/τις υποσχέσεις μου.βαστά & βαστάει 1. διαρκεί: ~ πολύ καιρό η κακοκαιρία. Πόση ώρα ~ η ταινία; Το γλέντι ~αξε μέχρι το πρωί.|| Τα νεύρα του δεν ~ούν για πολύ (: του περνούν γρήγορα). 2. είναι ανθεκτικός, αντέχει: Τα καλά υλικά/υφάσματα ~άνε χρόνια. Δεν θα ~ήξει για πολύ ακόμα η οροφή (: θα πέσει)! 3. στηρίζει: Οι κολόνες ~άνε/~ούν το σπίτι. (ΣΥΝ. υποβαστάζουν). Το ράφι δεν ~άει όλα τα βιβλία. Το κλαδί δεν θα σε ~ήξει, θα πέσεις κάτω., βάστα!: στάσου, κάτσε: ~ (= όπα)! Πολλή φόρα πήρες! ● ΦΡ.: (αν) σου βαστά(ει): (αν) τολμάς, (αν) έχεις το θάρρος: Σου ~ να τον αντιμετωπίσεις στα ίσια; (απειλητ.) Έλα να λογαριαστούμε/κόπιασε αν σου βαστά (= αν κοτάς)., βαστιέται/κρατιέται καλά (προφ.): βρίσκεται σε καλή σωματική ή οικονομική κατάσταση: ~ ~ παρά την ηλικία του., δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αντέχω: ~ ~ να σε βλέπω λυπημένη. Πώς το ~αξε η καρδιά σου να την στενοχωρήσεις;|| Σου ~ (η καρδιά) να τους προδώσεις; ΣΥΝ. δεν μου πάει (η καρδιά) να ..., το βαστάω (σε κάποιον): δεν ξεχνώ το κακό που μου έκανε και περιμένω να του το ανταποδώσω. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) γινάτι, κρατώ κακία σε κάποιον, το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. βαστώ]

βγαίνω

βγαίνω βγαί-νω ρ. (αμτβ.) {βγήκα, βγω, προστ. βγες (λαϊκό) έβγα, βγείτε (λαϊκό) (ε)βγάτε, βγαίν-οντας, βγαλμένος} 1. μετακινούμαι προς τα έξω, μεταβαίνω σε άλλο χώρο από αυτόν στον οποίο βρίσκομαι: ~ στον δρόμο/στο μπαλκόνι/στο προαύλιο. ~ από το αυτοκίνητο/το δωμάτιο/τη θάλασσα/το νοσοκομείο (= παίρνω εξιτήριο)/τη φυλακή (= αποφυλακίζομαι). ~ για τρέξιμο/ψώνια (= πάω). Θα βγω (για) να δω τι γίνεται. Βγήκε (έξω) στη βροχή/στον ήλιο/στο κρύο. Βγήκε από τον αγώνα (: για παίκτη)/την πορεία του (= παρέκκλινε, παρεκτράπηκε). Βγήκε από αριστερά (: για να κάνει προσπέραση). ~οντας (= καθώς ~εις) δεξιά, είναι ένα κτίριο. Πβ. εξέρχομαι, πηγαίνω. Βλ. εισέρχομαι, μπαινο~, ξανα~, παρα~.|| (για διασκέδαση) ~ (έξω) τα βράδια. ~ (μια) βόλτα/ραντεβού. Θα βγω για καφέ/ποτό/φαγητό (με παρέα). Βγήκαμε να γιορτάσουμε/ξεσκάσουμε. Ετοιμάζομαι να/δεν έχω διάθεση να βγω.|| Τα ζώα ~ουν από τη φωλιά τους.|| Το πλοίο βγήκε στ' ανοιχτά (πβ. ανοίγομαι)/στη στεριά. Η μπάλα βγήκε (= κατέληξε) άουτ.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Βγες από το ίντερνετ/το πρόγραμμα. ΑΝΤ. μπαίνω (1) 2. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι: ~ στα κανάλια/στην τηλεόραση. Βγήκε να κάνει δηλώσεις/ξαφνικά μπροστά μου/στο τηλέφωνο (= απάντησε).|| ~ στον κινηματογράφο/στην πίστα/στο σανίδι/στο τραγούδι (: ξεκινώ καριέρα).|| ~ καλά στις φωτογραφίες (: έχω φωτογένεια). 3. (μτφ.) απαλλάσσομαι, ξεφεύγω από μια συνήθ. δυσάρεστη κατάσταση: Βγήκε από την αφάνεια/τη δοκιμασία/τη δύσκολη θέση. Βγες, επιτέλους, από τον λήθαργο/τη μιζέρια/τη ρουτίνα! Πώς να βγω από αυτό το αδιέξοδο/δίλημμα;|| Η χώρα θα βγει από την κρίση. 4. (μτφ.) οδηγούμαι σε μια κατάσταση: ~ στην αγορά εργασίας/στη ζωή/στη σύνταξη (: συνταξιοδοτούμαι). Βγήκα νοκ άουτ. Έχω βγει εκτός εαυτού (= έχω εξοργιστεί)/εντελώς από τους ρυθμούς μου (= έχω αποσυντονιστεί).|| (ΑΘΛ.) Ο παίκτης βγήκε οφσάιντ. Η ομάδα βγήκε στον αιφνιδιασμό/στην αντεπίθεση.|| (σε παιχνίδι με τράπουλα) Έχω τρεις άσους, ~ (: νίκησα, τελείωσα)! 5. (συνήθ. στον αόρ.) αναδεικνύομαι, αποδεικνύομαι: Βγήκε νικητής/πρωταθλητής. ~ ζημιωμένος/κερδισμένος/χαμένος. Μέσα από τις δοκιμασίες ~ουμε πιο δυνατοί. Βγήκε ζωντανός από το ατύχημα. Μακάρι να βγω (= να φανώ) ψεύτης!|| (ειρων.) Μας βγήκες (: έγινες, προέκυψες) και αισθηματίας τώρα.|| Όνειρα που ~ουν αληθινά. Ποιο κόμμα βγήκε πρώτο στις εκλογές (= εξελέγη); Η άσκηση δεν έχει βγει σωστή (: δεν έχει σωστό αποτέλεσμα). Δεν πιστεύω να βγει σκάρτο το μηχάνημα. 6. (μτφ.) αποκλίνω, παρεκκλίνω: Μη ~ετε από το θέμα. Βγήκα εκτός προγράμματος.βγαίνει 1. απομακρύνεται, αφαιρείται, αποσπάται (από τη θέση του): Πώς βγαίνει ο λεκές (= καθαρίζει) από τα ρούχα;|| Μου βγήκε το κουμπί (= ξηλώθηκε)/το τακούνι (= ξεκόλλησε).|| Μου βγήκε το χέρι (= έπαθα εξάρθρωση).|| (μτφ.) Να βγουν (= να πέσουν) οι μάσκες! 2. παράγεται, εξάγεται, εξέρχεται ή προέρχεται: Το λάδι ~ από την ελιά.|| ~ καπνός/μια άσχημη μυρωδιά (: αναδίδεται)/μια κραυγή (: ακούγεται)/μια φήμη (: διαδίδεται). Δεν μου ~ει (η) φωνή (: δεν μπορώ να μιλήσω).|| Από πού ~ το όνομά σου; Από πού βγήκε η λέξη/η παροιμία/η φράση; Τραγούδια που βγήκαν (μέσα) από την ψυχή του λαού.|| (για φυτό) ~ουν άνθη την άνοιξη (πβ. φυτρώνω). Δεν έχουν βγει τα πορτοκάλια ακόμη (: δεν είναι ακόμα η εποχή τους).|| Δεν ~ουν πολλά λεφτά από την επιχείρηση. 3. εμφανίζεται: ~ ένα μήνυμα στην οθόνη.|| Μου ~ουν τα απωθημένα μου. Η κούραση από χθες μάς βγήκε σήμερα.|| Σταμάτησε να βρέχει και βγήκε ήλιος.|| ~ουν σπυριά στο πρόσωπο/τρίχες στο σώμα. Του βγήκε καρούμπαλο/(για μωρό:) το πρώτο δοντάκι. Του έχουν βγει (= έχει βγάλει) εξανθήματα στα χέρια. 4. προκύπτει, απορρέει: Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα/το συμπέρασμα που ~ (= πηγάζει, συνάγεται) από την ιστορία; Και τι ~ει/θα βγει από τη συζήτηση; Δεν θα βγει τίποτα καλό απ' αυτή την υπόθεση. 5. γίνεται γνωστό κάτι· κοινοποιείται, κυκλοφορεί: Πότε θα βγει η απόφαση/η διάγνωση/το κατηγορητήριο (= εκδοθεί)/το πρόγραμμα (/η προκήρυξη) των εξετάσεων; Δεν έχουν βγει ακόμα οι βαθμοί/τα αποτελέσματα.|| Μη βγουν παραπέρα/προς τα έξω αυτά που λέμε!|| ~ ένα βιβλίο (= εκδίδεται)/ένα σιντί (= κυκλοφορεί). Ένα προϊόν ~ σε κυκλοφορία (πβ. στην αγορά)/πολλά χρώματα. Βγήκε νέα έκδοση/νέο τεύχος. Η ταινία θα βγει σε ντιβιντί/σύντομα στους κινηματογράφους (= θα προβληθεί). 6. φτάνει σε ένα σημείο, αποτέλεσμα ή τέλος· οδηγεί, καταλήγει: Ο δρόμος ~ προς τη/στη θάλασσα.|| Άστο κι όπου/κι ό,τι βγει!|| Δεν ~ η δουλειά/η ύλη (: δεν τελειώνει στον προκαθορισμένο χρόνο).|| Πώς θα βγει (= θα περάσει) ο μήνας με τόσο λίγα χρήματα; ● ΦΡ.: βγαίνει (σε κάποιον) από (τα) αριστερά/δεξιά (μτφ.-προφ.): επιχειρηματολογεί ή ασκεί κριτική σε βάρος κάποιου, χρησιμοποιώντας τις θέσεις της Αριστεράς/Δεξιάς., βγαίνω εκτός: (συνήθ. στον αθλητισμό) αποκλείομαι: Ο παίκτης βγήκε ~ παιχνιδιού., βγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω σχέση, συνήθ. αισθηματική, ερωτική. Πβ. τα φτιάχνω., δεν βγαίνει τίποτα: δεν έχουμε κανένα αποτέλεσμα, όφελος, κέρδος: ~ ~ με την γκρίνια/με το να παραπονιόμαστε!, δεν βγαίνω/δεν βγαίνει (προφ.): δεν μου φτάνουν τα χρήματα: ~ ~ με ένα μισθό/οικονομικά (: δεν τα φέρνω βόλτα). Θα το κλείσουμε το μαγαζί, γιατί ~ ~ουμε.|| Ίσα που βγαίνει το μεροκάματο (: με δυσκολία το εξασφαλίζω). Δεν ~ουν τα έξοδα., δεν μου βγαίνει: δεν μπορώ να κάνω ή να εξωτερικεύσω κάτι: Η εξίσωση ~ ~ (: δεν μπορώ να τη λύσω). Θέλω να του πω κάτι/προσπαθώ αλλά ~ ~ (: διστάζω, ντρέπομαι).|| (σπανιότ. δεν μπορώ να θυμηθώ:) Δεν μου 'ρχεται τώρα, ~ ~., μου (τη) βγαίνει (κάποιος) (αργκό): μου πάει κόντρα, με ανταγωνίζεται: Ήθελε να μου τη βγει κι από πάνω!|| Στα αθλητικά δεν ~ ~ κανένας (: είμαι ασυναγώνιστος)!, μου βγαίνει (προφ.): νιώθω κάτι και θέλω να το εξωτερικεύσω: Μου βγήκε τελείως αυθόρμητα να τον αγκαλιάσω., μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι: ταλαιπωρούμαι πολύ, παιδεύομαι, δεινοπαθώ: Όλη μέρα τούς ~ ~ για ένα μεροκάματο. Της βγήκε ~ στη δουλειά. ΣΥΝ. μου βγαίνει ο κώλος, μου βγήκε η γλώσσα, μου βγήκε η μέση, (δεν) βγάζω/βγαίνει νόημα βλ. νόημα, ακόμη δε(ν) βγήκε απ' τ' αβγό (και) ... βλ. αβγό & αυγό, από το ένα αυτί μπαίνει (και) από το άλλο βγαίνει βλ. αυτί, βγάζω (κάτι) από τη μύτη κάποιου/μου βγαίνει (κάτι) από τη μύτη βλ. μύτη, βγάζω κάποιον λάδι/κάποιος βγαίνει (/τη βγάζει) λάδι βλ. λάδι, βγάζω το λαρύγγι μου/μου βγαίνει το λαρύγγι βλ. λαρύγγι, βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι βλ. παιχνίδι, βγάζω/βγαίνει (κάτι) στο σφυρί βλ. σφυρί, βγάζω/βγαίνει είδηση βλ. είδηση, βγάζω/βγαίνουν (τα άπλυτα κάποιου) στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει από το συρτάρι βλ. συρτάρι, βγαίνει η ψυχή (κάποιου) βλ. ψυχή, βγαίνει στα κεραμίδια βλ. κεραμίδι, βγαίνει στη δημοσιότητα βλ. δημοσιότητα, βγαίνει στη φόρα βλ. φόρα2, βγαίνει στην αγορά βλ. αγορά, βγαίνει στην κόντρα βλ. κόντρα, βγαίνει στον αφρό βλ. αφρός, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, βγαίνω (από) μπροστά βλ. μπροστά, βγαίνω αληθινός βλ. αληθινός, βγαίνω από το καβούκι μου βλ. καβούκι, βγαίνω από το τούνελ βλ. τούνελ, βγαίνω από το(ν) δρόμο (μου) βλ. δρόμος, βγαίνω ασπροπρόσωπος βλ. ασπροπρόσωπος, βγαίνω καθαρός βλ. καθαρός, βγαίνω στη γύρα βλ. γύρα, βγαίνω στον αέρα βλ. αέρας, βγαίνω φωτογραφία βλ. φωτογραφία, βγαίνω/βγάζω στο μεϊντάνι βλ. μεϊντάνι, βγαίνω/κατεβαίνω/βρίσκομαι/είμαι στους δρόμους βλ. δρόμος, βγαίνω/με βγάζει από τα ρούχα μου βλ. ρούχο, βγαίνω/περνώ στην παρανομία βλ. παρανομία, βγαίνω/στήνω παγανιά βλ. παγανιά, βγήκαν τα μαχαίρια (από τα θηκάρια)/βγήκαν τα κουμπούρια βλ. μαχαίρι, βγήκε στο θέατρο/στη σκηνή βλ. θέατρο, βγήκε στο κλαρί βλ. κλαρί, βγήκε στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, βγήκε/έχει βγει στην πιάτσα βλ. πιάτσα, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν μου βγαίνει λέξη βλ. λέξη, έβγαλε/βγήκε βρόμα ότι ... βλ. βρόμα, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, με βγάζει/βγαίνει παλικάρι βλ. παλικάρι, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει βλ. μήνας, μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! βλ. ψυχή, μου βγαίνει (κάτι) ξινό/βγάζω (κάτι) ξινό (σε κάποιον) βλ. ξινός, μου βγαίνει ο κώλος βλ. κώλος, μου βγαίνει τ' όνομα βλ. όνομα, μου βγήκε η γλώσσα βλ. γλώσσα, μου βγήκε η μέση βλ. μέση, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου βγήκε μάπα βλ. μάπα, μου βγήκε σε κακό βλ. κακό, μου βγήκε σε καλό βλ. καλό, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου τη βγαίνει με κόκκινο βλ. κόκκινος, μπες-βγες βλ. μπαίνω, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, σε καλό να μας βγει βλ. καλό, το ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο βλ. ξύλο, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση, φτου και βγαίνω βλ. φτου, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει βλ. χρόνος ● βλ. βγάζω [< αρχ. ἐκβαίνω, μεσν. εβγαίνω, γαλλ. sortir, αγγλ. come out] ΒΓΑΙΝΩ

βρασμός

βρασμός βρα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.) 1. ΦΥΣ. κατάσταση κατά την οποία υγρό μετατρέπεται σε αέριο υπό την επίδραση θερμότητας, σχηματίζοντας φυσαλίδες σε όλο τον όγκο του. Πβ. κοχλασμός. Βλ. εξάτμιση, εξαέρωση. ΣΥΝ. βράση (1), βράσιμο (1) 2. η διαδικασία της ζύμωσης: ο ~ του μούστου. ΣΥΝ. βράση (3) 3. (μτφ.) αναστάτωση, αναβρασμός: ψυχικός ~. ΣΥΝ. αναταραχή ● ΣΥΜΠΛ.: σημείο βρασμού/ζέσης: ΦΥΣ. θερμοκρασία στην οποία ένα υγρό, κάτω από ορισμένη ατμοσφαιρική πίεση, αρχίζει να βράζει. [< αγγλ. boiling point] ● ΦΡ.: εν βρασμώ ψυχής & ψυχικής ορμής: ΝΟΜ. σε κατάσταση ψυχικής υπερέντασης που εμποδίζει τη σκέψη: ανθρωποκτονία ~ ~.|| (κατ' επέκτ., προφ.) Μην πάρεις αποφάσεις ~ ~ (πβ. εν θερμώ). [< μτγν. βρασμός]

γελώ

γελώ [γελῶ] γε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γελ-άς, -ά κ. -άει | γέλ-ασα, -ιέμαι, -άστηκα, -ώντας, -ασμένος} & γελάω 1. εκφράζω ευχάριστο συναίσθημα, χαρούμενη διάθεση με γέλιο, παράγοντας συνήθ. χαρακτηριστικό ήχο: ~ αυθόρμητα/δυνατά/νευρικά. ~ με το ανέκδοτο/τα αστεία του. ~ πολύ με αυτόν τον ηθοποιό. Με κάνεις να/και ~άω! Καιρό είχα να ~άσω έτσι/τόσο (πολύ). ~άει με το παραμικρό. Κρατήθηκα να μη ~άσω με αυτά που άκουγα. Πώς να μη ~άει κανείς με τα καμώματά του; Ακόμα ~ με το πάθημά μας! ~ούσε ολόκληρος (: ήταν πολύ χαρούμενος).|| (Μου/του) ~ασε με νόημα. ΣΥΝ. χαμο~.|| Ο κόσμος θέλει να ~άσει (= να διασκεδάσει).|| Δεν ~ (= αστειεύομαι), το θέμα είναι σοβαρό. Πβ. παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι.|| ~ με κάποιον/εις(/σε) βάρος του. ~ από μέσα μου (: συνήθ. για χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση που δεν εκδηλώνεται φανερά. Πβ. περι~). Βλ. χαζο~. ΑΝΤ. κλαίω (1) 2. ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Είναι πολύ έξυπνος και δεν τον ~άς εύκολα. Το νου σου/πρόσεξε μη σε ~άσουν! (Φαίνεται να) σε απασχολεί κάτι, δε με ~άς εμένα. Πίστευα ότι θα μου δώσουν τη θέση, αλλά ~άστηκα.|| Αν νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι, ~άστηκες (= πέφτεις έξω, σφάλλεις). Αν πιστεύετε ότι θα υποχωρήσουμε, σας ~άσανε. Αν δεν ~ιέμαι, αυτός είναι ο ... (πβ. αν δεν κάνω λάθος). ● ΦΡ.: ας γελάσω (προφ.): ως ειρων. σχόλιο για κάτι: Αν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο; ~ ~ (= δεν έχω καθόλου)!, ας μη γελιόμαστε (προφ.): ας μην έχουμε αυταπάτες, ας είμαστε ρεαλιστές: ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να πούμε πως πετύχαμε., γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος (παροιμ.): στο τέλος φαίνεται ποιος είναι σε πλεονεκτική θέση. [< γερμ. Wer zuletzt lacht, lacht am besten] , γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του: είναι εμφανώς πολύ χαρούμενος., γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων (προφ.-εμφατ.): γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι., είναι να γελάς/να γελάει κανείς ... (προφ.): για κάτι γελοίο: ~ ~ με τις δικαιολογίες/την μεγαλομανία του., θα σε γελάσω (προφ.): για να δηλώσει κάποιος άγνοια ή αβεβαιότητα: Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο δρόμο μένει, ~ ~., με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου (προφ.): για κάτι αξιοπερίεργο που ακούει ή βλέπει κάποιος, όμως δυσκολεύεται να το πιστέψει: Μη/μήπως ~ ~; Άκουσα/βλέπω καλά ή ~ ~; Αν δεν με ~ τα μάτια μου, αυτός είναι ο ..., μην το γελάς!/το γελάς; (προφ.): για κάτι που δεν είναι απίθανο να συμβαίνει ή να συμβεί: Μην το γελάς, αυτός είναι ικανός για τα πάντα!, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, γαργάλησέ με να γελάσω βλ. γαργαλώ, γελάει κάτω από τα μουστάκια του βλ. μουστάκι, γελάνε και τα τσιμέντα βλ. τσιμέντο, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, δεν είναι παίξε-γέλασε βλ. παίζω, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει βλ. τύχη, θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος βλ. πικραμένος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός, θα γελάσουν και οι κότες βλ. κότα, να κλάψω ή να γελάσω; βλ. κλαίω, ούτε κλαίει ούτε γελάει βλ. κλαίω, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα ● βλ. γελασμένος [< αρχ. γελῶ, γαλλ. rire, αγγλ. laugh]

δειλός

δειλός, ή, ό δει-λός επίθ.: που δεν έχει θάρρος: (για πρόσ.) ~ό: ανθρωπάκι/παιδί. Πβ. λιγόψυχος, φοβητσιάρης.|| ~ή: πράξη/στάση. ~ό: ξεκίνημα. ~ά: μέτρα. Έκανε τα πρώτα της ~ά βήματα στον χώρο της τηλεόρασης. Πβ. διστακτικός. ΣΥΝ. άτολμος ΑΝΤ. γενναίος (1), θαρραλέος, τολμηρός (1) ● επίρρ.: δειλά ● ΦΡ.: δειλά-δειλά: (εμφατ.) διστακτικά, με φόβο: Κάνουν ~ ~ την εμφάνισή τους. Βλ. σιγά-σιγά. [< αρχ. δειλός]

θεός

θεός θε-ός ουσ. (αρσ.) 1. {χωρ. πληθ.} (με κεφαλ. Θ) (στις μονοθεϊστικές θρησκείες και συνήθ. στη χριστιανική) η υπέρτατη οντότητα που λατρεύεται ως δημιουργός του κόσμου: ο αληθινός/ένας και μοναδικός/πάνσοφος/παντοδύναμος/φιλεύσπλαχνος ~. Ο τριαδικός/τρισάγιος ~ (= η Αγία Τριάδα). Η βασιλεία/ο δούλος/το έλεος/η πρόνοια/το τέκνο/η ύπαρξη του ~ού. Οι τρεις υποστάσεις του ~ού (: Πατέρας, Yιός και Άγιο Πνεύμα). Παράκληση/πίστη/προσευχή στον ~ό. Λατρεύω τον/πιστεύω στον ~ό. Ζητώ από τον ~ό να ... Υπάρχει ~; Χαρίσματα που έδωσε ο ~ στον άνθρωπο. Να ευχαριστείς τον ~ό για όσα έχεις. Πβ. Κτίστης, Κύριος, Πανάγαθος, Παντοκράτορας, Πλάστης. Βλ. Παναγία, Χριστός.|| (ευχετ.) Ο ~ να σε ευλογεί/φωτίζει! Ο ~ να μας λυπηθεί! Με τη βοήθεια του ~ού ... (λόγ.) Είθε ο ~ να μας βοηθήσει! Πβ. Μεγαλοδύναμος.|| (προφ.) Δεν είμαι ~ να ξέρω τι θα συμβεί! Ζει ξεχασμένος από τον ~ό (: τον έχουν εγκαταλείψει όλοι). (για δήλωση απορίας:) Τι στον ~ό (= τι στο καλό) συμβαίνει;|| (στη γεν.) Βροχούλα/νεράκι/πλάσμα του ~ού (για κάτι αγνό, αθώο). Άνθρωπος του ~ού (για κληρικό ή ευσεβή άνθρωπο).|| Ο ~ των Εβραίων (: Ιεχωβά)/των μουσουλμάνων (: Αλλάχ).|| (για φυσικά φαινόμενα:) Αστράφτει/βρέχει ο ~. Βλ. θεούλης. 2. (στις πολυθεϊστικές θρησκείες) κάθε οντότητα με υπερφυσικές δυνάμεις, θεότητα: ποτάμιος ~. Αθάνατοι/ουράνιοι/τοπικοί/χθόνιοι ~οί.|| (ΜΥΘ.) ~ του κάτω κόσμου (: ο Πλούτωνας)/της μουσικής (: ο Απόλλωνας)/του πολέμου (: ο Άρης). Ο ~ Διόνυσος/Ήφαιστος/Ποσειδώνας. Οι δώδεκα ~οί του Ολύμπου/οι ολύμπιοι ~οί (πβ. πάνθεον). ~οί και ημίθεοι (βλ. ισόθεος)/ήρωες. ~οί και θνητοί. Δίας, ο πατέρας των ~ών και των ανθρώπων.|| Ο ~ του χρήματος (: ο μαμωνάς). 3. (μτφ.) όποιος ή ό,τι αποτελεί αντικείμενο λατρείας, θαυμασμού: ~ της υποκριτικής. Οι σύγχρονοι ~οί του ελληνικού αθλητισμού. (προφ.-επιτατ.) Eίσαι ~ (: άπαικτος, καταπληκτικός, φοβερός)! Τον έχουν σαν ~ό (βλ. αποθεώνω).|| Είναι ~ (= κούκλος, παίδαρος)! Τον έχουν κάνει ~ό (βλ. είδωλο, ίνδαλμα).|| Ο μοναδικός ~ του είναι το χρήμα. ● ΣΥΜΠΛ.: ο καλός Θεός/θεούλης (οικ.) 1. για δήλωση της καλοσύνης και της μεγαλοσύνης του Θεού: ~ ~ δεν αφήνει κανέναν αβοήθητο. Με λυπήθηκε ~ ~. 2. επίκληση στη θεία δύναμη για την επίτευξη κάποιου σκοπού: Μακάρι ~ ~ να σε βοηθήσει να πάρεις τη σωστή απόφαση., ο Λόγος (του Θεού) 1. ΕΚΚΛΗΣ. η Βίβλος ή γενικότ. η χριστιανική διδασκαλία, διδαχή: Δίδαξε τον ~ο ~. Ζει σύμφωνα με τον ~ο. Πβ. Ευαγγέλιο. 2. ΘΕΟΛ. & ο Υιός και Λόγος του Θεού/ο ενσαρκωμένος Λόγος του Θεού: το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Ιησούς Χριστός: η ενανθρώπηση του ~ου ~., (η) ευλογία (του) Θεού βλ. ευλογία, Άγνωστος Θεός βλ. άγνωστος, αρνάκι του Θεού βλ. αρνί, δώρο Θεού βλ. δώρο, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, ο Αμνός (του Θεού) βλ. αμνός, ο οίκος (του) Θεού βλ. οίκος, ο φτερωτός θεός βλ. φτερωτός ● ΦΡ.: (και/κι) ο Θεός βοηθός (ευχετ.): σε περιπτώσεις που κάποιος πρόκειται να αποτολμήσει κάτι: Άντε και/προχώρα και ~ ~! Πβ. ο Θεός να βάλει το χέρι του., από Θεού άρξασθε/άρξασθαι (λόγ.): πριν κάνουμε οτιδήποτε, ας προσευχηθούμε πρώτα στον Θεό να μας βοηθήσει., δεν έχει το Θεό του (οικ.): για πρόσωπο που δεν έχει φραγμούς ή συμπεριφέρεται με παράτολμο τρόπο: Άκου θράσος! Αυτός ο άνθρωπος ~ ~ (: είναι αθεόφοβος)! Δεν έχεις ~ σου πια (= δεν αντέχεσαι, είσαι ανυπόφορος)!, δόξα τω Θεώ/δόξα σοι ο Θεός/δόξα να 'χει ο Θεός/ο Κύριος (προφ.): έκφρ. ικανοποίησης από πιστό σε περιπτώσεις που πάνε καλά τα πράγματα: ~ ~ είμαι καλά/πέρασα τις εξετάσεις.|| (ειρων.) ~ ~, μας θυμήθηκες!, έδωσε ο Θεός (προφ.): ευτυχώς, επιτέλους: ~ ~ και προσγειωθήκαμε/φτάσαμε κάποια στιγμή., εκ/από Θεού (λόγ.): δοσμένος από τον Θεό: ~ ~ Λόγος/σοφία., ελέω Θεού (λόγ.): με τη χάρη και την ευσπλαχνία του Θεού: ~ ~ αυτοκράτορας/βασιλεία/πάπας.|| (ειρων.) ~ ~ εξουσία., ένας Θεός ξέρει (προφ.): κανείς δεν γνωρίζει: ~ ~ πότε θα τον ξαναδώ/πώς γλίτωσε/τι απέγινε! ΣΥΝ. Κύριος οίδε, ο Θεός και η ψυχή του!, έχει ο Θεός & κι έχει ο Θεός για όλους: προς δήλωση αισιοδοξίας, υπομονής, προσδοκίας για κάτι καλύτερο: Μην ανησυχείς, καλά να 'σαι ~ ~!|| Δεν βαριέσαι, ~ ~., Θεέ και Κύριε! (προφ.): για να δηλωθεί ευχάριστη ή δυσάρεστη συνήθ. έκπληξη: ~ ~ τι πράγματα είναι αυτά/τι άλλο θα δουν τα ματάκια μας (: έλα Χριστέ και Παναγιά/Χριστέ μου)!, Θεέ μου! (ως επιφών.): προς δήλωση: (αποδοκιμασίας/δυσαρέσκειας/έκπληξης:) Τι άλλο θ΄ακούσω, ~ ~! Τι ντροπή, ~ ~! Τι άνθρωπος, ~ ~! Έλα ~ ~! Τι πράγματα είν’ αυτά! (πβ. Θεός φυλάξοι, Χριστός κι Απόστολος).|| (παράκλησης/ευχής:) Βόηθα/λυπήσου με, ~ ~! ~ ~, κάνε/μακάρι να ...! ~ ~, δωσ' του δύναμη/φώτιση!|| (φόβου:) ~ ~ (= μαμά/μανούλα μου)! ΣΥΝ. Χριστέ μου/Χριστούλη μου!, θέλημα (του) Θεού: η θεϊκή βούληση ως νόμος ή παρέμβαση στα ανθρώπινα: Ήταν ~ ~ να συναντηθούμε (: ήταν γραφτό, μοιραίο)., Θεοί και δαίμονες: όλοι, οι πάντες: τους κυνηγούν ~ ~, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! & να συγχωρεθεί η ψυχή του (ευχετ.): ο Θεός να τον συγχωρήσει, να τον αναπαύσει., Θεός φυλάξοι!: έκφραση απευχής ή έντονης αποδοκιμασίας: Φαντάσου να συμβεί και τίποτα χειρότερο! ~ ~!|| Τι πράγματα είναι αυτά! ~ ~!, ο (ίδιος ο) Θεός να κατέβει κάτω (προφ.): για κανέναν λόγο, σε καμία περίπτωση: ~ ~, δεν αλλάζω γνώμη., ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί (παροιμ.): η θεϊκή δικαιοσύνη επέρχεται τελικά κι ας καθυστερεί: Από κάπου θα το βρει: ~ ~! Πβ. όλα εδώ πληρώνονται, έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ' ορά., ο Θεός είναι μεγάλος (προφ.): για δήλωση ελπίδας, αισιοδοξίας: ~ ~, θα μας βοηθήσει!, ο Θεός και η ψυχή του! (προφ.): για κάτι που δεν γνωρίζουμε ή για το οποίο δεν είμαστε βέβαιοι: Τώρα, τι θα γίνει/τι έγραψε/πώς πήγε στις εξετάσεις, ~ ~! ΣΥΝ. ένας Θεός ξέρει, ο Θεός μαζί σου!: (συχνά σε αποχαιρετισμό) ο Θεός να σε προστατεύει: Γεια σου/στο καλό και ~ ~!, ο Θεός να (σε/μας) φυλάει (προφ.): να (σε/μας) προστατεύει: ~ να μας ~ από τις αρρώστιες/τους σεισμούς! ~ να σε ~ απ' τη γλωσσοφαγιά της!, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός & να μη (το) δώσει ο Θεός (προφ.): μακάρι ή μακάρι να μη: ~ ~ (και) να μην αρρωστήσει/να πάνε όλα καλά.|| Εύχομαι να μη δώσει σε κανέναν ο Θεός τέτοιο πόνο!, ο Θεός να το κάνει (προφ.-μειωτ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος/κάτι δεν πληροί τις προδιαγραφές: Μείναμε σ' ένα ξενοδοχείο, (που) ~ ~ (ξενοδοχείο), σκέτο αχούρι!, προς Θεού/για το Θεό (επιτατ.): έκφραση αποτροπής, παράκλησης ή απόρριψης κάποιου ενδεχομένου: ~ ~, όχι άλλα λάθη! ~ ~, ας τους δοθεί μια ευκαιρία!|| ~ ~ δεν ήθελα να πω κάτι τέτοιο/δεν το εννοούσα. ~ ~ δεν το έκανα εσκεμμένα., πρώτα ο Θεός: με τη βοήθεια του Θεού, αν όλα πάνε καλά: Στο τέλος του χρόνου, ~ ~, επιστρέφει. Πβ. αν θέλει ο Θεός., συν Θεώ (λόγ.): με τη βοήθεια του Θεού., υπάρχει Θεός!: για να δηλωθεί ότι κάποιος νιώθει δικαίωση: Κατάλαβε το λάθος του και μου ζήτησε συγγνώμη. Τελικά ~ ~!, (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός βλ. θέλω, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, αγαπά ο Θεός τον κλέφτη, αγαπά και τον νοικοκύρη βλ. κλέφτης, άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει βλ. βουλή, αμαρτία από τον Θεό βλ. αμαρτία, αν θέλει ο Θεός βλ. θέλω, ανάγκα και (οι) θεοί πείθονται βλ. ανάγκη, απ΄ τον Θεό να τό 'βρει! βλ. βρίσκω, απειλεί θεούς και δαίμονες βλ. απειλώ, από μηχανής θεός βλ. μηχανή, βλέπω Θεού/Κυρίου πρόσωπο βλ. πρόσωπο, για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! βλ. όνομα, διάπυρος προς Θεόν/προς Κύριον ευχέτης βλ. ευχέτης, ενώπιον Θεού και ανθρώπων βλ. ενώπιον, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη βλ. θέλω, η δόξα του Θεού βλ. δόξα, ήμαρτον Παναγία μου/Θεέ μου/Χριστέ μου/Κύριε! βλ. ήμαρτον, Θε(έ)/Παναγιά/Xριστέ μου φύλαγε βλ. φυλάω, Θεός σχωρέσ'/να συγχωρεθούν τα πεθαμένα σου! βλ. πεθαμένος, Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) βλ. θέλω, κι αύριο μέρα (του Θεού) είναι βλ. μέρα, κι/και άγιος ο Θεός βλ. άγιος, κοιμήθηκε ο θεός βλ. κοιμάμαι, μάρτυς/μάρτυράς μου ο Θεός βλ. μάρτυρας, μετά φόβου Θεού βλ. φόβος, να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... βλ. καλά, ο δρόμος του Θεού/του Χριστού βλ. δρόμος, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη βλ. ψεύτης, ψεύτρα, ο Θεός να/ας με σ(υγ)χωρέσει/Θεέ μου συγχώρεσέ/σ(υγ)χώρα με βλ. συγχωρώ, οργή Θεού βλ. οργή, ποιος είδε τον Θεό και δεν (τον) φοβήθηκε βλ. βλέπω, στην ευχή του Θεού (και της Παναγίας) βλ. ευχή, στο έλεος του Θεού βλ. έλεος, τα ελέη του Θεού βλ. έλεος, τέλος και τω Θεώ δόξα βλ. τέλος, τέρμα Θεού βλ. τέρμα, το Θεό μπάρμπα να 'χεις βλ. μπάρμπας, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ, φόβος Θεού βλ. φόβος, φωνή λαού, οργή Θεού βλ. οργή, φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει βλ. καίω, φωτιά να σε κάψει! βλ. καίω, χαρά θεού βλ. χαρά, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. θεά [< αρχ. θεός]

κατάθεση

κατάθεση κα-τά-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. τοποθέτηση χρηματικού ποσού σε πιστωτικό ίδρυμα για επένδυση ή/και φύλαξη: ελάχιστη/τραπεζική ~. ~ όψεως (: που παρέχει τη δυνατότητα άμεσης ανάληψης). ~ με πιστωτική κάρτα. Βλ. καταβολή, παρακαταθήκη, πληρωμή, παρα~, προ~. ΑΝΤ. ανάληψη (1) 2. (επίσ.) παράδοση, υποβολή (εγγράφου) σε αρμόδια Αρχή: αυτοπρόσωπη/εκπρόθεσμη/ηλεκτρονική ~. ~ αίτησης/αναφοράς/βαθμολογίας/δικαιολογητικών/μηχανογραφικού δελτίου/πιστοποιητικού/προτάσεων/υπομνήματος/υποψηφιότητας. ~ επερώτησης/νομοσχεδίου/τροπολογίας στη Βουλή.|| (ΝΟΜ.) ~ ένστασης/μήνυσης.|| ~ υπηρεσιακής ταυτότητας (: σε περίπτωση συνταξιοδότησης). Πβ. προσκόμιση. 3. ΝΟΜ. προφορική ή γραπτή αφήγηση συμβάντος ενώπιον δημόσιας Αρχής· μαρτυρία: ανώμοτη/ένορκη/επιβαρυντική/ψευδής (βλ. ψευδορκία) ~. Αντιφατικές ~έσεις. ~ του (αυτόπτη) μάρτυρα (= μαρτυρική ~)/μοναδικού επιζώντα. ~ στοιχείων. ~έσεις από συγγενείς των θυμάτων. Έδωσε ~ στην Αστυνομία. Του πήραν ~. Κατά την/στην ~ή του ενώπιον του ανακριτή δήλωσε ότι ... 4. (επίσ.) επίσημη τοποθέτηση σε συνήθ. ιερό χώρο· απόθεση: ~ του θεμέλιου λίθου (= θεμελίωση) του νέου νοσοκομείου. Πραγματοποιήθηκε ~ στεφάνου στο μνημείο των πεσόντων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Η ~ της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου (: εορτάζεται στις 31 Αυγούστου). 5. (μτφ.-επίσ.) έκθεση, παρουσίαση θέσεων και απόψεων: δημόσια/πολιτική ~. ~ γνώμης/γνώσης/επιχειρημάτων.καταθέσεις (οι): ΟΙΚΟΝ. χρηματικό ποσό που έχει κατατεθεί: αποταμιευτικές/δεσμευμένες/έντοκες/επενδυτικές/ιδιωτικές/τραπεζικές ~. ~ και ομόλογα. ~ εσωτερικού/με επιτόκιο ...%. ~ σε ευρώ/συνάλλαγμα. Απόδοση/βιβλιάριο/διαχείριση/μεταφορά/όριο ~έσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: κατάθεση (της) εντολής (επίσ.): παραίτηση από επίσημη ανάθεση: ~ ~ για σχηματισμό κυβέρνησης., κατάθεση (των) όπλων: ΣΤΡΑΤ. παύση των εχθροπραξιών, των ένοπλων επιθέσεων: ~ ~ και εκεχειρία/συνθηκολόγηση., κατάθεση ψυχής & προσωπική κατάθεση & κατάθεση καρδιάς (μτφ.) 1. ειλικρινής και εκ βαθέων εξομολόγηση: συγκλονιστική ~ ~ από τον διάσημο καλλιτέχνη. Έδωσε/έκανε (μια) ~ ~ ενώπιον του κοινού. 2. & κατάθεση ζωής: καταβολή πολύ μεγάλης προσπάθειας, ψυχική δοκιμασία: Το έργο του αποτελεί ~ ~. Πβ. προσφορά., προθεσμιακή κατάθεση & κατάθεση προθεσμίας: ΟΙΚΟΝ. που η ανάληψή της γίνεται μετά τη λήξη της προθεσμίας, με υψηλότερο επιτόκιο συγκριτικά με το εκάστοτε ισχύον., κατάθεση ταμιευτηρίου βλ. ταμιευτήριο [< μτγν. κατάθεσις, γαλλ. déposition]

Κούλουρη

Κούλουρη Κού-λου-ρη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): η Σαλαμίνα, κυρ. στη ● ΦΡ.: πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη (μτφ.-προφ.): κατατρόμαξα, φοβήθηκα πολύ. Πβ. πήρα μια τρομάρα. [< μεσν. Κούλουρη]

ματώνω

ματώνω μα-τώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μάτω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος, ματών-οντας} 1. προκαλώ αιμορραγία: Τον χτύπησε και του ~σε το πρόσωπο. Βλ. καταματωμένος.|| ~μένη: εξέγερση (= αιματοκυλισμένη).|| (μτφ.-λογοτ.) ~μένος: ήλιος (= κατακόκκινος, πβ. αιματοβαμμένος). 2. (μτφ.) καταβάλλω μεγάλο κόπο για κάτι, προσπαθώ πολύ: ~σα (για) να τον πείσω να έρθει μαζί μας. ~σε για να περάσει στις εξετάσεις.ματώνει 1. (για μέρος του σώματος) βγάζει αίμα: Το γόνατό/η μύτη του ~σε από το πέσιμο. 2. (μτφ.) αποδυναμώνεται, καταστρέφεται: Η αγορά ~ει εξαιτίας των κερδοσκόπων. ● ΦΡ.: ματώνει η καρδιά μου & ματώνει η ψυχή μου: (μτφ.) στενοχωριέμαι υπερβολικά, θλίβομαι, πονώ: Μάτωσε η ~ μου, όταν αντίκρισα το καμένο δάσος. Πβ. πικραίνω, πληγώνω., ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, ματώνει η τσέπη (κάποιου) βλ. τσέπη [< μεσν. αιματώνω]

μαυρίζω

μαυρίζω μαυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μαύρι-σα, -σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, μαυρίζ-οντας} 1. κάνω κάτι μαύρο ή σκούρο· γίνομαι μαύρος ή σκούρος: Η πυρκαγιά ~σε (= σκοτείνιασε) τον ουρανό. Ρούχα ~σμένα (: λερωμένα, μουτζουρωμένα) από την κάπνα.|| Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα δεν ~ει εύκολα (: από τον ήλιο). Η οθόνη του υπολογιστή ~σε. Τα μάτια μου ~σαν από την αϋπνία.|| Γύρισε με ~σμένο (= μελανιασμένο, πβ. χτυπημένο) μάτι από τον καβγά.|| (μτφ.) Κάτι ~ει (: υπάρχει, κινείται) εκεί στο βάθος. ΑΝΤ. ασπρίζω (1), ξασπρίζω (2) 2. (μτφ.) γεμίζω αρνητικά συναισθήματα: Μου ~σες τη διάθεση/μέρα. 3. (μτφ.-λαϊκό) καταψηφίζω: ~ έναν βουλευτή/μια κυβέρνηση/ένα κόμμα στις εκλογές. Υποψήφιος που ~στηκε. ● ΦΡ.: μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου & ~ η καρδιά μου & μου μαυρίζει/μαύρισε την ψυχή/καρδιά: στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω: Μαύρισε ~, μόλις είδα την κατάντια του. Μου μαύρισε την ψυχή με τα νέα του., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο βλ. ξύλο [< μεσν. μαυρίζω]

παρέα

παρέα πα-ρέ-α ουσ. (θηλ.) 1. ομάδα προσώπων που συνήθ. συνδέονται με φιλικές σχέσεις· συντροφιά: ανδρική (= αντρο~)/γυναικεία (= γυναικο~)/καλοκαιρινή/μεγάλη/μεικτή (: που αποτελείται από αγόρια και κορίτσια)/νεανική/παιδική/τηλεοπτική/τρελή/φοιτητική ~. ~ αγνώστων/νέων/συνομιλήκων. Ήμασταν μία ~ δέκα ατόμων. Ήρθε με ~ στο πάρτι (: με ένα ή περισσότερα άτομα). Είναι καινούργιος στην ~ μας. Έλα στην ~ μας! Δεν έχω ~ να πηγαίνω για τρέξιμο (: δεν έχω με ποιον να πάω).|| Κάνει ~ με κάποιον/μαζί του (= τον συναναστρέφεται)/με τους ομοίους του. Δεν τον κάνουμε ~. Κάνω/κρατώ ~ σε κάποιον. Κάνει καλή ~ (: είναι ευχάριστος/-η). Κόβω τις ~ες με κάποιον.|| (γενικότ. στον πληθ. τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεται κάποιος:) Έχει μπλέξει με κακές ~ες (= συναναστροφές). Κάνει εύκολα ~ες (= φίλους).|| Τα παιδιά κάθονταν στην αυλή ~ες ~ες (= κατά ομάδες). 2. (ως επίρρ.) μαζί, ομαδικά: Πήγαμε ~ στο πάρτι. 3. (μτφ.) ό,τι μας συντροφεύει: Η μόνη του πια ~ είναι τα βιβλία. ● Υποκ.: παρεάκι (το), παρεΐτσα (η), παρεούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η ψυχή της παρέας: μέλος παρέας που διακρίνεται για τον ενθουσιασμό του, τη ζωντάνια του, την κοινωνικότητά του, το χιούμορ του, την ικανότητά του να κάνει τους άλλους να περνούν ευχάριστα: Είναι ~ ~. [< ισπανοεβραϊκό parea < ισπ. pareja ‘ανδρόγυνο’]

παρηγοριά

παρηγοριά πα-ρη-γο-ριά ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) παρηγορία & (λαϊκό) παρηγόρια: ανακούφιση από τον ψυχικό πόνο, συμπαράσταση στη θλίψη· συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε παρηγορεί: λόγια/μηνύματα ~ιάς (= παρηγορητικά). Αναζητώ/προσφέρω/ψάχνω ~. Μας έδωσε ~. Έχω κάποιον/κάτι για ~. Μετά τον θάνατο του άνδρα της, βρήκε ~ στα παιδιά της. Καταφεύγει στο φαγητό για ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Θεία/ουράνια ~. Πβ. απαντοχή, παραμυθία.|| (ειρων.) Βραβείο/νίκη (της) ~ιάς. Ο τελικός της ~ιάς (= ο μικρός τελικός).|| Είσαι μεγάλη ~ για μένα. Το διάβασμα είναι η μοναδική του ~. ● ΦΡ.: ο καφές της παρηγοριάς: που σερβίρεται ύστερα από μνημόσυνα και κηδείες και κατ'επέκτ. μετά από αποτυχία ή σοβαρό πλήγμα που υπέστη κάποιος: Ήπιαμε τον ~έ ~., παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) (παροιμ.): για κάτι που φαντάζει παρήγορο, αλλά στην ουσία είναι άσκοπο και ανώφελο: Εδώ που φτάσαμε, όλα μοιάζουν λύσεις ανάγκης, ~ ~. [< μεσν. παρηγοριά < αρχ. παρηγορία]

περδικούλα

περδικούλα περ-δι-κού-λα ουσ. (θηλ.): μικρή πέρδικα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του: έχει αντοχές, δυνάμεις ή επιδεικνύει θάρρος, τόλμη: Τα έχει τα χρονάκια του, αλλά ~ ~. [< μεσν. περδικούλα]

πνεύμα

πνεύμα [πνεῦμα] πνεύ-μα ουσ. (ουδ.) {πνεύμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. νους, μυαλό, τρόπος σκέψης: Έχει αναλυτικό/ανοιχτό/επιστημονικό/επιχειρηματικό/ερευνητικό/κριτικό/μαθηματικό/μεθοδικό/οργανωτικό/φιλοσοφικό ~. Τα επιτεύγματα του ανθρώπινου ~ατος. Απελευθέρωση/καλλιέργεια του ~ατος. Άτομο με ετοιμότητα/ευρύτητα ~ατος. Δραστηριότητες που αναζωογονούν/διεγείρουν το ~. Η παράσταση μας βάζει στο ~ του συγγραφέα.|| (ως άυλη υπόσταση:) Το σώμα και το ~ (: η ψυχή). ΑΝΤ. σάρκα. 2. (κατ' επέκτ.) ο άνθρωπος ως προς τις νοητικές του ικανότητες και την προσωπικότητά του: Ένα από τα εξέχοντα/λαμπρότερα/πιο φωτεινά ~ατα της εποχής του. Είναι ανήσυχο/απαιτητικό/δημιουργικό/δραστήριο/εκλεπτυσμένο/ελεύθερο/εμπορικό/εφευρετικό/σπινθηροβόλο/στοχαστικό ~. Πβ. ιδιοσυγκρασία. 3. εξυπνάδα, οξύνοια: Γοητεύει με το οξύ και σπινθηροβόλο ~ του. 4. λογική, νοοτροπία, σύνολο αντιλήψεων: αυταρχικό/καταναλωτικό/μιλιταριστικό/φιλελεύθερο ~. Επικρατεί/κυριαρχεί ένα διαφορετικό/νέο ~. Κινούνται στο ίδιο (περίπου) ~. Πρόταση που δεν εναρμονίζεται/συμβιβάζεται/συνάδει με το ~ του νομοθέτη. Βρίσκονται κοντά στο/μακριά από το ~ και τις αναζητήσεις της σύγχρονης γενιάς. Υπό το ~ αυτό, θεωρούμε ότι ...|| Σύμφωνα με τις απαιτήσεις και το ~ της αγοράς. Έργο που εκφράζει το ~ της εποχής μας/των καιρών.|| Το αρχαιοελληνικό/χριστιανικό ~. Το ~ του Διαφωτισμού/Ολυμπισμού (: ολυμπιακό ~). Το ~ των προγόνων (= η πνευματική κληρονομιά). 5. νόημα, περιεχόμενο, η βαθύτερη ουσία: Σύμφωνα με το ~ του άρθρου/των κανονισμών/των όρων χρήσης ... Αντίθετοι με το ~ του νομοσχεδίου. Προσπαθεί να αποδώσει όσο το δυνατόν πιο πιστά/να συλλάβει το ~ του βιβλίου/του ποιήματος. Δεν συμβαδίζουν με το/ενεργούν ενάντια στο ~ των ειρηνευτικών συμφωνιών. 6. ψυχική διάθεση, στάση: με αδούλωτο/ακατάβλητο/(αντ)αγωνιστικό/μαχητικό/οικουμενικό/ομαδικό/συλλογικό/φιλικό ~. Διάλογος (μέσα) σε ~ αδελφοσύνης/εμπιστοσύνης/καλής θέλησης/κατανόησης/συνεργασίας. Προσπαθεί να τους εμφυσήσει το ~ του νικητή. Επέδειξε υψηλό ~ (= φρόνημα)/~ αυτοθυσίας.|| Το εορταστικό/εύθυμο ~ (= ατμόσφαιρα, κλίμα) των ημερών. 7. άυλη, υπερφυσική υπόσταση· ειδικότ. ξωτικό, φάντασμα: το Πνεύμα του Θεού (= η θεία δύναμη, χάρη).|| Πονηρό ~/το ~ του κακού (= ο διάβολος). (ΛΑΟΓΡ.) Έκαναν αγιασμό για να διώξουν/φύγουν τα κακά ~ατα.|| Αγαθά/καλά ~ατα. Τα ~ατα του δάσους. Βλ. αερικό, δαιμόνιο, καλικάντζαρος, νεράιδα, στοιχειό, τελώνιο.|| Ισχυριζόταν ότι επικοινωνεί με/καλεί τα ~ατα (= τις ψυχές των νεκρών· πβ. ίσκιος. Βλ. πνευματισμός). 8. ΓΡΑΜΜ. (στο πολυτονικό σύστημα) δασεία ή ψιλή. ● πνεύματα (τα) (προφ.): συναισθηματική κατάσταση, κυρ. ψυχική ένταση: Άναψαν/οξύνθηκαν τα ~. Προσπάθησε να ηρεμήσει/καθησυχάσει/κατευνάσει τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: Άγιο Πνεύμα: ΕΚΚΛΗΣ. το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας: Πατήρ, Υιός και ~ ~. Βλ. η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος., το γράμμα και το πνεύμα & το πνεύμα και το γράμμα: η διατύπωση και το περιεχόμενο: Εξετάζοντας ~ ~ των παραπάνω διατάξεων, ... [< γαλλ. l'esprit et la lettre ] , το πνεύμα και το ύφος & το ύφος και το πνεύμα: το περιεχόμενο και το ύφος: μετάφραση σύμφωνη με ~ ~ του πρωτοτύπου., το πνεύμα του νόμου: το ουσιαστικό περιεχόμενο ενός νόμου: Ενεργώ σύμφωνα με/παραβιάζω ~ ~. Πβ. το γράμμα του νόμου. [< γαλλ. l' esprit de loi] , αθλητικό πνεύμα βλ. αθλητικός, ακάθαρτο πνεύμα βλ. ακάθαρτος, άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία βλ. ελευθερία, Ζωοποιό Πνεύμα βλ. ζωοποιός, η χάρις/χάρη του Θεού/του Αγίου Πνεύματος βλ. χάρις, πνεύμα αντιλογίας βλ. αντιλογία, πνευματική διαύγεια/διαύγεια πνεύματος βλ. διαύγεια ● ΦΡ.: κάνω πνεύμα (προφ.-συνήθ. ειρων.): λέω ευφυολογήματα: ~ει ~ (= λέει εξυπνάδες) παρά χιούμορ. [< γαλλ. faire de l' esprit] , μπαίνω στο πνεύμα (προφ.): εξοικειώνομαι, προσαρμόζομαι· αρχίζω να καταλαβαίνω: Άρχισε να ~ει ~ (: στο κλίμα) της ομάδας/του παιχνιδιού. Πβ. εγκλιματίζομαι.|| Μπες στο ~ του κειμένου! Πβ. μπαίνω στο νόημα/πιάνω το νόημα/βάζω κάποιον στο νόημα., παρέδωσε το πνεύμα & (σπάν.) την ψυχή: (κυρ. ΕΚΚΛΗΣ.) πέθανε· (ειρων., για μηχάνημα ή συσκευή) σταμάτησε να λειτουργεί, χάλασε., πουλάω πνεύμα/εξυπνάδα (προφ.): κάνω τον έξυπνο: Θέλει/προσπαθεί να (μας) ~ήσει ~., μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι βλ. φτωχός, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! βλ. συναντώ, το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής βλ. σαρξ [< 1-5,7: αρχ. πνεῦμα 6: γαλλ. esprit 8: μτγν. σημ.]

πόνος

πόνος πό-νος ουσ. (αρσ.) 1. οδυνηρό αίσθημα που προκαλείται συνήθ. από χτύπημα, τραυματισμό ή άλλη σωματική ή οργανική βλάβη: σωματικός ~. Ανυπόφορος/αφόρητος/έντονος/επαναλαμβανόμενος/επίμονος/ισχυρός/ξαφνικός/παροδικός/συνεχής/τρομερός ~. Οξύς/χρόνιος ~. ~ στο δόντι (= πονόδοντος)/στο κεφάλι (= πονοκέφαλος). ~ των νεύρων (= νευρόπονος). Το κατώφλι/ο ουδός του ~ου. Αντιμετώπιση του ~ου. Μυϊκοί (= μυαλγίες)/ρευματικοί ~οι. ~οι αρθρώσεων (= αρθραλγίες)/περιόδου. Τον έπιασε (ένας) ~ στη μέση (βλ. οσφυαλγία). Αισθάνεται/έχει/νιώθει ~ο στην κοιλιά (= κοιλό-, στομαχό-πονο). Δεν αντέχει (σ)τον ~ο. Οι ~οι εντοπίζονται ... (: σημείο του ~ου). Πάσχει/υποφέρει από δυνατούς ~ους. Βογγάει/ουρλιάζει/σφαδάζει από τους ~ους. Φάρμακο που αμβλύνει/ανακουφίζει/απαλύνει/καταπραΰνει/κατευνάζει/μαλακώνει/μειώνει/σταματά τον ~ο/τους ~ους (: παυσίπονο). Βλ. -αλγία, -πονος1.|| Επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο ~ο (: ψευτογιατροί). ΣΥΝ. άλγος 2. μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια: αβάσταχτος/ανείπωτος/εσωτερικός/σιωπηλός/ψυχικός ~. Ο ~ της αγάπης/της απόρριψης/της απώλειας (= οδύνη)/του χωρισμού. Τον κυρίευσε ο ~. Μοιράζομαι τον ~ο μου με κάποιον. Δεν έχω πού να πω τον ~ο μου. Εξέφρασε τον ~ο του. Έχω τον ~ο μου και συ μου φωνάζεις. Αδιαφορώ για τον/συμμετέχω στον/συμπαραστέκομαι (: δείχνω συμπόνια) στον ~ο του άλλου.|| Ζωή γεμάτη ~ο/δάκρυα/πίκρες και ~ους (= βάσανα, ταλαιπωρίες). ΣΥΝ. καημός (1) ● πόνοι (οι) (προφ.): ωδίνες: Την έπιασαν οι ~. ● Υποκ.: πονάκι (το): στη σημ. 1: Με το παραμικρό ~ αρχίζει την γκρίνια. ● ΣΥΜΠΛ.: ιατρείο πόνου βλ. ιατρείο, κρεβάτι του πόνου βλ. κρεβάτι ● ΦΡ.: καθένας με τον πόνο του (προφ.-συχνά ειρων.): ο κάθε άνθρωπος έχει τις δικές του έγνοιες: Ο ένας θέλει αύξηση κι ο άλλος προαγωγή, ~ ~., με πόνο ψυχής: με βαθύτατη λύπη: ~ ~ αναγκάστηκα να ..., παίρνω (κάτι) επί πόνου (λόγ.): αποδίδω υπερβολική σημασία σε κάτι: Το πήρε (πολύ) ~ ~ το θέμα. Πβ. το πήρε κατάκαρδα., πνίγω τον πόνο μου (προφ.): προσπαθώ να τον ξεχάσω μέσα από κάτι: ~ει ~ του στη δουλειά/στο ποτό., τον παίρνει/πιάνει (ο) πόνος για κάτι/κάποιον (προφ.-ειρων.): δείχνει υποκριτικό ενδιαφέρον: Ξαφνικά/πολύ αργά/τώρα τους έπιασε/πήρε ο ~ για τους ανέργους/το περιβάλλον., μπρος στα κάλλη τι είν'/'ν' ο πόνος βλ. κάλλος, ξένος πόνος, ξένα δάκρυα βλ. ξένος, παίζεις με τον πόνο μου βλ. παίζω [< αρχ. πόνος]

πουλώ

πουλώ [πουλῶ] που-λώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {πουλ-ά κ. -άει ... | πούλ-ησα, -ιέται, -ήθηκε, -ημένος, -ώντας} & πουλάω 1. & (λόγ.) πωλώ {πωλ-εί, ... | πώλ-ησα, -είται, επωλήθη}: μεταβιβάζω υλικό αγαθό ή δικαίωμα σε κάποιον, έναντι χρηματικού ανταλλάγματος, ή προτίθεμαι να το κάνω: (για έμπορο, πωλητή) ~άει (= εμπορεύεται) βιβλία/έπιπλα/(οικιακές) συσκευές. Μου το ~ησε σε τιμή ευκαιρίας/φτηνά. ~ά (με) λιανική/χονδρική. Βλ. ακριβο~, μοσχο~, ξανα~, ξε~, δημοπρατώ, εκπλειστηριάζω, προπωλώ.|| (για ιδιοκτήτη) ~ησε το αυτοκίνητό του για/προς ... χιλιάδες ευρώ/έναντι ... χιλιάδων ευρώ. ~ησε όλα του τα υπάρχοντα. Αναγκάστηκε να ~ήσει το σπίτι του αντί πινακίου φακής/για ένα κομμάτι ψωμί/όσο όσο. Προτίθεται να ~ήσει το μερίδιό/τις μετοχές του. Πόσο (μου) το ~άς (= το δίνεις); Βλ. χαρίζω. ΑΝΤ. αγοράζω (1) 2. (μτφ.-προφ.) προδίδω: ~ησαν τις αξίες/τα ιδανικά/την πατρίδα/τους συντρόφους τους.|| ~ησε μυστικά/πληροφορίες στους ανταγωνιστές.|| Μας έταξε συνεργασία, αλλά τελικά μας ~ησε (= εγκατέλειψε, έριξε, κρέμασε). 3. (μτφ.-ειρων.) επιδεικνύω ορισμένη συμπεριφορά ή παρέχω, προσφέρω κάτι προσποιητά και υστερόβουλα: (Τους) ~άει αγριάδα/νταηλίκι/τσαμπουκά. Πβ. μοστράρω.|| Της ~άει έρωτα (= κάνει, παριστάνει τον ερωτευμένο). ~άει εκδούλευση.πουλάει: έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία, κάνει πολλές πωλήσεις· έχει μεγάλη πέραση, ζήτηση: Τα έργα του ~άνε.|| (για καλλιτέχνη) ~ πολύ στον κόσμο (πβ. τραβάει). Τραγουδιστής που έχει ~ήσει χιλιάδες δίσκους (: είναι δημοφιλής). ● Παθ.: πουλιέμαι (μτφ.-προφ.): εξαγοράζομαι, δωροδοκούμαι: ~ήθηκαν στον εχθρό. Βλ. πουλημένος., πουλιέται & (λόγ.) πωλείται: διατίθεται προς πώληση (στην αγορά)· (συνήθ. στον αόρ.) δίνεται σε αγοραστή έναντι χρηματικού ποσού, αγοράζεται: Έκανε μια βόλτα να δει τι ~ στα μαγαζιά. Ρούχα που ~ιούνται σε ακριβή/προσιτή/χαμηλή τιμή. Προϊόντα που ~ιούνται με δόσεις/έκπτωση.|| ~ήθηκε η επιχείρηση/εταιρεία. Πίνακας που ~ήθηκε μέσω ίντερνετ/σε δημοπρασία. ~ήθηκαν όλα τα εισιτήρια (= εξαντλήθηκαν). Οι δημιουργίες του ~ιούνται ευρέως. Το βιβλίο του ~ήθηκε σε εκατομμύρια αντίτυπα.|| (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.-προφ.) Η αγάπη/υγεία δεν ~. Ορισμένες αξίες δεν ~ιούνται., πωλείται: (σε αγγελία) προορίζεται για πώληση: ~ μονοκατοικία/οικόπεδο ... τετραγωνικών μέτρων. ~ ψηφιακή βιντεοκάμερα. ~ούνται αντίκες/διαμερίσματα. Βλ. ενοικιάζεται. ● ΦΡ.: να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον (προφ.): εμένα δεν μπορείς να με κοροϊδέψεις, να με ξεγελάσεις: Την ειρωνεία σου να πας να την ~!, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο (προφ.): μεταχειρίζομαι ή είμαι ικανός να χρησιμοποιήσω οποιοδήποτε αθέμιτο μέσο, για να εκπληρώσω ορισμένο σκοπό ή να ικανοποιήσω συγκεκριμένη επιθυμία μου: Θα πούλαγα και την ψυχή μου ~ ~, για να μάθω τι σκέφτεται. [< γαλλ. vendre son âme au diable] , σε ποιον/πού τα πουλάς αυτά; (προφ.): νομίζεις ότι μπορείς να με εξαπατήσεις, να με κοροϊδέψεις;, δίνει/πουλάει και το βρακί του βλ. βρακί, κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου βλ. φιγούρα, πουλά προστασία βλ. προστασία, πουλά φύκια για μεταξωτές κορδέλες βλ. φύκια, πουλάει και τη μάνα του βλ. μάνα, πουλάει παραμύθι(α)/φούμαρα βλ. παραμύθι, πουλάω μαγκιά βλ. μαγκιά, πουλάω μούρη/μόστρα βλ. μούρη, πουλάω πνεύμα/εξυπνάδα βλ. πνεύμα, πουλάω τρέλα βλ. τρέλα, πούλησε τη(ν) μπάλα βλ. μπάλα, πουλώ ακριβά το τομάρι/το πετσί μου βλ. τομάρι, σε πουλά(ει) και σ' αγοράζει βλ. αγοράζω ● βλ. πουλημένος [< μεσν. πουλώ < αρχ. πωλῶ, αγγλ. sell, γαλλ. vendre]

στόμα

στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]

τραβώ

τραβώ [τραβῶ] τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τραβ-άς ... | παρατ. τραβ-ούσα κ. τράβαγα, τράβ-ηξα, -ήξει, -ιέμαι, -ήχτηκα (λόγ.) -ήχθηκα, -ηχτεί (λόγ.) -ηχθεί, -ώντας, -ηγμένος} & τραβάω 1. κάνω κάποιον/κάτι να μετακινηθεί προς μια κατεύθυνση, συνήθ. ασκώντας ελκτική δύναμη προς το μέρος μου: ~ τις κουρτίνες. ~ηξα το χειρόφρενο (= έδεσα. ΑΝΤ. λύνω). ~ το χέρι μου από τη φωτιά (ΣΥΝ. απομακρύνω. ΑΝΤ. βάζω). ~ τη βάρκα στην ξηρά (βλ. ρυμουλκώ). Μη μου ~άς την μπλούζα, θα ξεχειλώσει. ~ούσε τον σκύλο από το λουρί. Δύο άλογα ~ούσαν την άμαξα (πβ. σέρνω). Τους ~ούσαν από τα μπουφάν. Το ~ηξα απότομα/με δύναμη και έσπασε. Τον ~ηξε από το μανίκι να φύγουν. Η θάλασσα τον ~ηξε στο(ν) βυθό της (= τον ρούφηξε). Όσο ~ιέται το σκοινί, σφίγγει ο κόμπος (βλ. τεντώνω).|| ~ηξε όπλο/το σπαθί του (πβ. βγάζω). ~ τη σκανδάλη (= πυροβολώ).|| ~ήξαμε κλήρο/ένα λαχνό.|| ~ το καζανάκι (: σηκώνω ή πιέζω το έμβολό του).|| Δεν μπορεί να ~ήξει μια ίσια γραμμή (: να σχεδιάσει).|| ~ μια γραμμή τηλεφώνου/καλώδιο (: κάνω επέκταση της καλωδίωσης).|| (μτφ.) Δεν θέλησαν να ~ήξουν (= οδηγήσουν) τα πράγματα στα άκρα. Βλ. πολυ~.|| (μτφ.) Τον ~άει από δω κι από κει (= σέρνει, τραβολογά). 2. αντλώ ή απορροφώ: ~ηξε νερό από το πηγάδι (πβ. βγάζω).|| Το ξύλο έχει ~ήξει υγρασία. Αφήνετε το κρέας να σιγοβράσει, μέχρι να ~ήξει τα υγρά του.|| Η ηλεκτρική σκούπα/η καμινάδα δεν ~άει (: σκόνη ή καπνό, αντίστοιχα).|| ~ηξε (= ήπιε) μια γουλιά καφέ/κρασί. ~ηξε μια ρουφηξιά (καπνού)/μια τζούρα από το τσιγάρο του (βλ. καπνίζω).|| Το ούζο ~ιέται με τα μεζεδάκια (: πίνεται ευχάριστα). 3. (μτφ.) υπομένω, υποφέρω· ταλαιπωρούμαι: Αχ, τι ~! ~ούσε τα πάνδεινα. ~ηξε πολλά. Τι ~ηξα για να τον πείσω! Το τι ~ήξαμε μέχρι να ... ~ηξα μεγάλη στενοχώρια/ταλαιπωρία.|| ~άει όλο το λούκι μόνος του.|| ~ιέται τόση ώρα άδικα. Ακόμα ~ιέται με τους γιατρούς/την εφορία. ~ιούνται στα δικαστήρια. Πβ. βασανίζ-, παιδεύ-ομαι.|| Με ~άει το δέρμα/στομάχι μου (= έχω έντονο αίσθημα τάσης). 4. (μτφ.) προσελκύω, συγκεντρώνω: Έχει τον τρόπο να ~ά τα βλέμματα/το ενδιαφέρον. Η είδηση μου ~ηξε την προσοχή. Το περιστατικό ~ηξε για λίγο τους προβολείς/τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το άθλημα δεν με ~ηξε ποτέ. Κατέβασαν τις τιμές, για να ~ήξουν κόσμο. Αυτό που με ~άει (= γοητεύει, ελκύει) σε έναν άντρα/σε μια γυναίκα ... Κάτι πάνω του με ~ούσε σαν μαγνήτης. ΑΝΤ. απωθώ. 5. κινηματογραφώ, μαγνητοσκοπώ· φωτογραφίζω: ~ ένα βίντεο/ένα μικρό φιλμάκι (πβ. φιλμάρω)/μερικά πλάνα/μια ταινία (= γυρίζω).|| ~ μια φωτογραφία (= βγάζω). 6. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: Του ~ηξε ένα βρίσιμο (= τον έβρισε)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μια μούντζα (= τον μούντζωσε)/μια μπουνιά/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα χέρι ξύλο (= τον έδειρε). Θα σου ~ήξω μια μήνυση που θα είναι όλη δική σου (πβ. υποβάλλω). 7. (προφ.) κατευθύνομαι, προχωρώ, πάω: ~ηξε βόρεια/για την πόλη/για το σπίτι του/κατά το ποτάμι/προς τον σταθμό. Για πού/προς τα πού ~άς; ~ηξε για να βρει την τύχη της στη Γερμανία. ~ούσαν για το μέτωπο. Ο ένας ~άει για την ανατολή και ο άλλος για τη δύση (: για πλήρη ασυνεννοησία).τραβάει (προφ.) 1. διαρκεί, κρατά, παρατείνεται: Το παιχνίδι ~ πολλή ώρα. Η συζήτηση θα ~ήξει για πολύ ακόμα. Η ίδια κατάσταση ~ηξε για πολλά χρόνια.|| (κυρ. στο α' πρόσ.) Το ~ήξαμε χθες ως τις τρεις (= το ξενυχτήσαμε). Πβ. παρα~. 2. (συνήθ. με άρνηση) αποδίδει: Το αυτοκίνητο δεν ~ (= δεν προχωρά) στην ανηφόρα. Το μηχανάκι ~ πολύ καλά.|| Η ομάδα δεν ~. Η ταινία δεν ~ούσε καθόλου (: ήταν κουραστική, βαρετή). Η κατάσταση/η σχέση μας δεν ~ άλλο. 3. έχει ζήτηση ή πέραση: Το προϊόν δεν ~ στην αγορά. Το άλμπουμ ~ (= πουλάει) πολύ περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε.|| Ο υποψήφιος δήμαρχος δεν ~ (= δεν έχει δημοτικότητα). 4. καταναλώνει: Η συσκευή ~ πολύ ρεύμα. ● Παθ.: τραβιέμαι 1. αποτραβιέμαι: ~ήχτηκε από την κοινωνική ζωή. Πβ. απο-μονώνομαι, -σύρομαι. 2. κάνω πίσω, παραμερίζω: ~ήχτηκε προς τον τοίχο τρομαγμένος. ~ήξου στην άκρη.|| Στην άμπωτη τα νερά της θάλασσας ~ιούνται προς τα μέσα. Πβ. υποχωρώ. 3. (λαϊκό-αρνητ. συνυποδ.) έχω ερωτική σχέση: ~ιέται με διάφορες. ~ιέται με τον ένα και τον άλλο. Πβ. τραβολογιέμαι. ● ΦΡ.: τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (προφ.): όταν κάποιος δεινοπαθεί και αγανακτεί: ~ ~ με όλους αυτούς τους άσχετους!, το τραβάει (μτφ.-προφ.) 1. το παρακάνει, το παρατραβά: Το ~ηξε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ταιριάζει με την περίσταση: ~ ~ ο καιρός το τζάκι (: κάνει αρκετό κρύο, ώστε να χρειάζεται να το ανάψουμε). Σήμερα θα φάμε σούπα, ~ ~ η μέρα., τράβα στην άκρη/στη(ν) μπάντα/παραπέρα (προφ.): παραμέρισε, πήγαινε στην άκρη: ~ ~ να περάσω! ~ήξου στην άκρη γιατί δεν βλέπω τίποτα. Βλ. κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα., τράβα! (λαϊκό): πήγαινε, άντε: ~ πίσω στη θέση σου/στο σπίτι σου. Aν δεν σ' αρέσει εδώ, ~ να βρεις καλύτερο μέρος. ~ στη δουλειά σου (: ασχολήσου με τα δικά σου, μην ανακατεύεσαι). Βρε άι ~ από δω (= φύγε, χάσου)/πιο κει (= παραμέρισε)!, τραβάει η όρεξή μου (κάτι) (προφ.): επιθυμώ: Τι ~ ~ σου (= τι σου αρέσει) να φας;|| Στο κατάστημα θα βρείτε ό,τι ~ ~ σας., τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) (προφ.): ποθώ, λαχταρώ: Κάνε ό,τι ~ ~ σου. Κερνάω καφέ, μπουγάτσα ή ό,τι άλλο ~ ~ σας., τραβάω κόλλημα (αργκό): έχω έμμονη ιδέα ή ασχολούμαι συνεχώς με κάτι: ~ει ~ με την μουσική/με τον τυπά. Πβ. τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα., τραβάω μπροστά (προφ.) 1. (μτφ.) πάω μπροστά, προοδεύω: Όποιος αξίζει, ~ει ~ (= προκόβει). 2. προπορεύομαι: Τράβα εσύ μπροστά και εγώ ακολουθώ από πίσω. Πβ. προηγούμαι., τραβάω τα μαλλιά μου & τραβάω τις κοτσίδες μου (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη αντίδραση σε κάτι, κατάπληξη, δυσαρέσκεια: ~ ~ με αυτά που βλέπω., τραβώ χαρτί (προφ.): παίρνω χαρτί από την τράπουλα., βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, και ξανά προς τη δόξα τραβά βλ. δόξα, και τράβα κορδέλα/κορδόνι βλ. κορδέλα, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! βλ. χορευτής, χορεύτρια, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τραβάει το αίμα μου (κάτι) βλ. αίμα, τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω βλ. κλαίω, τραβάω τ' αυτί κάποιου βλ. αυτί, τραβάω χρήματα βλ. χρήμα, τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί βλ. σχοινί, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τραβώ κουπί βλ. κουπί, τραβώ πιστόλι βλ. πιστόλι, τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου βλ. διάβολος, τραβώ το(ν) δρόμο μου βλ. δρόμος, τραβώ τον αδόξαστο βλ. αδόξαστος ● βλ. τραβηγμένος [< μεσν. τραβώ]

φεύγω

φεύγω φεύ-γω ρ. (αμτβ.) {έφυγ-α, φύγει, φεύγ-οντας} 1. μετακινούμαι από ένα σημείο ή μέρος και κατευθύνομαι προς ένα άλλο· γενικότ. απομακρύνομαι, αφήνω, εγκαταλείπω ένα σημείο, τόπο ή πρόσωπο: ~ αμέσως/σε πέντε λεπτά/το βράδυ. ~ για διακοπές/ταξίδι/το χωριό. Πότε ~εις (με το καλό); Ακόμη δεν ήρθες και ~εις; Είναι ώρα/λέω να ~ουμε σιγά-σιγά. ~ετε κιόλας; ~ε άπραγος/άρον-άρον/βιαστικά/κακήν κακώς/κρυφά/λίγο πριν τις τρεις/με τα πόδια/νευριασμένος/νηστικός/σαν κυνηγημένος/σφαίρα (= πολύ γρήγορα)/τρέχοντας. ~ε απ' το σπίτι του (: ανεξαρτητοποιήθηκε) πολύ μικρός. Τα μάζεψε κι ~ε. Δεν ήξερε από πού να φύγει. Άσ' την να φύγει. Δεν λέει να φύγει. Έκανε να φύγει, αλλά τον σταμάτησα. Πάμε να φύγουμε. Περίμενε/στάσου, μη ~εις! Φύγε από 'δώ/από μπροστά μου (= δίνε του, ξεκουμπίσου, πάρε δρόμο, στρίβε)! ~οντας, μην ξεχάσεις να κλειδώσεις.|| Το τρένο ~ει (= αναχωρεί) στην ώρα του/στις οκτώ. Τι ώρα ~ει (= αποπλέει) το πλοίο; ΑΝΤ. φτάνει.|| Σουρώνουμε τα μακαρόνια, για να φύγει (= στραγγίξει) το νερό.|| Θέλω να φύγω απ' αυτήν τη σχέση (= να χωρίσω). Φοβάται μην του φύγει (: μην τη χάσει). Βλ. απο~, δια~, εκ~, κατα~, ξανα~, προσ~, υπεκ~. ΑΝΤ. έρχομαι (1) 2. διακόπτω μια συνεργασία, σταματώ να συμμετέχω σε κάτι· αποχωρώ, απέρχομαι: ~ει από πρόεδρος. Με έδιωξαν, δεν ~α. Γιατί ~ες απ' τη δουλειά; ~ε με το κεφάλι ψηλά/πικραμένος. Αναγκάστηκα να φύγω. Δεν είναι λόγος αυτός για να φύγεις.|| Ο διευθυντής ~ει του χρόνου (= παίρνει σύνταξη). 3. παρεκκλίνω: Συγγνώμη, ~α απ' το θέμα μας (= βγήκα εκτός θέματος).φεύγει 1. εξαφανίζεται, παύει να υπάρχει: Αυτή η μυρωδιά δεν ~ με τίποτα. Το μαύρισμα ~ε. Οι λεκέδες ~αν με το πλύσιμο. Το κρύωμα άργησε να φύγει (= περάσει).|| Η έμπνευση έρχεται και ~. Για να σου φύγει η απορία, ... Νιώθω σαν να ~ε ένα βάρος από πάνω μου (: ανακουφίστηκα).|| (για χρόνο· κυλά, παρέρχεται:) Πόσο γρήγορα ~ουν οι μέρες/τα νιάτα/τα χρόνια! Τα σημαντικότερα γεγονότα της χρονιάς που ~ε. ~ε (= πάει) κι αυτό το καλοκαίρι.|| Μας ~αν (= ξοδέψαμε, σπαταλήσαμε) πολλά χρήματα.|| ~αν χιλιάδες εισιτήρια (= πουλήθηκαν). 2. ξεφεύγει: Μου 'φυγε το μαχαίρι και κόπηκα. Μου έχει φύγει ένα κουμπί/ένας πόντος απ' το καλσόν. Παραλίγο να του φύγει το τιμόνι.|| Κοίτα μη σου φύγει καμιά κουβέντα!|| Η μπάλα ~ε άουτ (= βγήκε, πέρασε)/κόρνερ/ξυστά πάνω απ' το δοκάρι. ● ΦΡ.: έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο & έφυγε (ευφημ.): πέθανε: ~ ξαφνικά απ' τη ζωή. Έφυγε άδικα/από κοντά μας/πρόωρα/νέος/σε βαθιά γεράματα., μου 'φυγε η ψυχή (προφ.-εμφατ.): τρόμαξα πολύ. ΣΥΝ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, όπου φύγει φύγει (προφ.): για να δηλωθεί άτακτη φυγή, ότι κάποιος σπεύδει να απομακρυνθεί από ένα μέρος: Μόλις άκουσαν τα περιπολικά, ~ ~ (= την έκαναν/κοπάνησαν, το ΄βαλαν στα πόδια/'σκασαν). Σε εξέλιξη η έξοδος του Αυγούστου· ~ ~ οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων., έφυγε από το κεφάλι μου βλ. κεφάλι, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, θα φύγει/έφυγε νύχτα βλ. νύχτα, μου βγήκε/μου 'φυγε ο πάτος/ο τάκος βλ. πάτος, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, μου/σου/του ... φεύγει η μαγκιά/το κλαπέτο βλ. μαγκιά, παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω βλ. καπέλο, περνώ/φεύγω μπροστά βλ. περνώ, σηκώνομαι και φεύγω βλ. σηκώνω, του 'στριψε/του λασκάρισε/του 'φυγε η/καμιά βίδα βλ. βίδα, φεύγω/βγαίνω απ' τη μέση βλ. μέση [< αρχ. φεύγω]

χούι

χούι χού-ι ουσ. (ουδ.) {χούγια} (προφ.): ιδιοτροπία, ενοχλητική συνήθεια, ιδιόρρυθμη ενασχόληση: Το 'χει ~ να ... Πότε το άρχισες αυτό το ~; Δεν μπορείς να του αλλάξεις τα χούγια. Τα χούγια δεν κόβονται. Ο καθένας με τα χούγια του. Πήρε όλα τα χούγια του πατέρα του. Πβ. ιδιορρυθμία, κουσούρι, παραξενιά. Βλ. αναποδιά, λόξα. ● ΦΡ.: πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι (παροιμ.): οι συνήθειες δεν αλλάζουν εύκολα. [< τουρκ. huy]

ψυχάρα

ψυχάρα ψυ-χά-ρα ουσ. (θηλ.) (αργκό): που έχει ψυχικό σθένος ή/και φιλότιμο· μαχητής. ● βλ. ψυχή

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.