Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ψυχοφθόρος , ος/α, ο ψυ-χο-φθό-ρος επίθ. (λόγ.): που καταπονεί, ταλαιπωρεί ψυχικά το άτομο: ~ο: συναίσθημα. ~α: διαδικασία (των πέναλτι)/κατάσταση. Πβ. ψυχοβλαβής. Βλ. φθοροποιός. ΣΥΝ. ψυχοκτόνος ΑΝΤ. ψυχωφελής [< μτγν. ψυχοφθόρος]

φθοροποιός

φθοροποιός, ός, ό φθο-ρο-ποι-ός επίθ. (λόγ.): που προκαλεί φθορά ή την επιτείνει: ~ός: διαδικασία (= ψυχοφθόρα)/δράση/δύναμη (του χρόνου)/επίδραση. ~ό: έργο. ~ά: στοιχεία. Πβ. βλαβερός, επιβλαβής, καταστροφικός. Βλ. -ποιός. ΣΥΝ. φθαρτικός [< μτγν. φθοροποιός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.