Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ψωμί ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]
  • ψωμιέρα ψω-μιέ-ρα ουσ. (θηλ.): θήκη με καπάκι για τη φύλαξη του ψωμιού ή σκεύος για την τοποθέτηση και το σερβίρισμά του: θερμαινόμενη/μεταλλική/ξύλινη ~. Βλ. -ιέρα.

αλάτι

αλάτι [ἁλάτι] α-λά-τι ουσ. (ουδ.) {αλατ-ιού} & (λόγ.) άλας 1. αλμυρή, συνήθ. λευκή, κρυσταλλική ουσία, γνωστή χημικά ως χλωριούχο νάτριο (NaCl), η οποία αποτελεί βασικό συστατικό του θαλασσινού νερού ή απαντάται ως ορυκτό και χρησιμοποιείται ως καρύκευμα ή για τη διατήρηση τροφών: ακατέργαστο/βιομηχανικό/επιτραπέζιο/θαλασσινό (: από εξάτμιση νερού σε αλυκή)/ιωδιούχο/κρυσταλλικό/μαγειρικό ή κοινό/ορυκτό (: ροζ ~ Ιμαλαΐων)/χοντρό/ψιλό ~. Κόκκοι ~ιού. ~ και πιπέρι. Μια κουταλιά/πρέζα ~. Δίαιτα/συνταγές/φαγητό χωρίς ~ (πβ. ανάλατος, άναλος). Το φαΐ έχει λίγο/πολύ/θέλει κι άλλο ~. Βάζω/προσθέτω/ρίχνω ~ στο φαγητό (βλ. αλατίζω).|| Καθαρίζουν τους δρόμους από το χιόνι, ρίχνοντας ~.|| Κολλάνε πάνω μου τα ~ια από τη θάλασσα. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) οτιδήποτε κάνει κάτι ενδιαφέρον: Το χιούμορ είναι το ~ της επικοινωνίας. Το ψέμα είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). ● Υποκ.: αλατάκι (το) ● ΦΡ.: (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι: για συμφιλίωση μετά από παρεξήγηση: Κι αν είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω, ~ ~., (ρίχνω/βάζω) αλάτι στην πληγή (μτφ.): επιτείνω με τα σχόλια ή τις παρατηρήσεις μου μια ήδη οδυνηρή κατάσταση: Μη ρίχνεις ~ ~! ~ ~ η μνήμη., δεν φοβάται ο παστουρμάς τ' αλάτι (παροιμ.): για άνθρωπο σκληραγωγημένο που δεν πτοείται από τα βάσανα και τις δοκιμασίες της ζωής. Πβ. ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται., φάγαμε ψωμί κι αλάτι (προφ.): για άτομα που συνδέονται με δεσμούς πολύχρονης και δοκιμασμένης φιλίας: Μαζί ~ ~., κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι βλ. χέζω, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας [< μεσν. αλάτι < μτγν. ἁλάτιον < αρχ. ἅλας]

αρτο- & αρτ-

αρτο- & αρτ-: α' συνθετικό ουσιαστικών που αναφέρονται στο ψωμί: αρτο-βιομηχανία/~κλασία/~ποιείο. Αρτ-εργάτης.

βούτυρο

βούτυρο βού-τυ-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ύρου} ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. 1. εδώδιμη λιπαρή ουσία λευκοκίτρινου χρώματος, σε στερεή και μαλακή μορφή, που παράγεται από επεξεργασία γάλακτος και χρησιμοποιείται στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική: αγελαδινό/αλατισμένο/ανάλατο/άνυδρο (= βουτυρέλαιο)/κατσικίσιο/νωπό/πρόβειο/φρέσκο ~. Ψωμί με ~ και μαρμελάδα/μέλι. Αλείψτε το ταψί με ~. Το ~ λιώνει. Βλ. στακο~. 2. ανάλογη ουσία που παρασκευάζεται από τους σπόρους διάφορων φυτών: ζωικό/φυτικό ~. ~ καριτέ/καρύδας/μάνγκο/φιστικιών (= φιστικοβούτυρο). Πβ. μαργαρίνη.βουτύρου: που περιέχει βούτυρο: καραμέλες/κρουασάν/μπισκότα ~ (= βουτυράτα). ● Υποκ.: βουτυράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: βούτυρο (του) κακάο βλ. κακάο ● ΦΡ.: βούτυρο στο ψωμί (μτφ.): για καθετί που ενισχύει κάποιον ή κάτι, που αποβαίνει προς όφελός του: ~ ~ των κερδοσκόπων/των λαϊκιστών. Ρυθμίσεις που αποτελούν ~ ~ των εμπόρων/των πολυεθνικών. [< αρχ. βούτυρον, αγγλ. butter, γαλλ. beurre]

ελιά

ελιά [ἐλιά] ε-λιά ουσ. (θηλ.) 1. ΒΟΤ. αειθαλές αιωνόβιο μεσογειακό δέντρο (επιστ. ονομασ. Olea europaea, οικογ. Oleaceae) και συνεκδ. ο καρπός του από τον οποίο παράγεται το ελαιόλαδο: άγρια (= αγρι~)/γέρικη/ήμερη ~. ~ και λάδι. Κτήμα με ελιές (= ελαιώνας). Ραβδίζουν/τινάζουν τις ελιές. ΣΥΝ. ελαία, ελαιόδεντρο.|| Βρώσιμες/επιτραπέζιες/μαύρες/πράσινες/τσακιστές ελιές. Ελιές θρούμπες/ξιδάτες. Πάστα/πατέ/πολτός ελιάς. Κουκούτσια από ελιές. Έβαλε τις ελιές στο νερό, για να ξεπικρίσουν. Πβ. ελαιόκαρπος. Βλ. χονδρο~. 2. ΙΑΤΡ. καφέ ή μαύρη κηλίδα στο δέρμα: ελιές με δείγματα δυσπλασίας. Πβ. σπίλος. Βλ. κρεατο~. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. κομμάτι βοδινού κρέατος από τον αυχένα του ζώου: ~ χωρίς κόκαλο. Βλ. λαιμός, σπάλα. ● Υποκ.: ελίτσα (η): στις σημ. 1 και 2. ● ΣΥΜΠΛ.: δάκος της ελιάς βλ. δάκος, κλάδος ελαίας/κλαδί ελιάς βλ. ελαία ● ΦΡ.: ψωμί κι ελιά/ελιές (μτφ.-προφ.): φτωχική, λιτή διαβίωση: Τη βγάζει με ~ ~., Νοέμβρη οργώματα κι ελιές/από το θέρος ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές βλ. απολείπει [< μεσν. ελιά, γαλλ.-αγγλ. olive] ΕΛΙΑ

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

κερδίζω

κερδίζω κερ-δί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κέρδ-ισα, -ίσει, -ήθηκε, -ηθεί, κερδίζ-οντας, κερδ-ισμένος} 1. αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: ~ισε την αγωγή/τον αγώνα/τη δίκη/τις εκλογές/το ματς (= πήρε)/τον πόλεμο. Τους ~ισε όλους και με διαφορά! Με ~ισε στο σκάκι. ~ισαν (με) 2-1 την αντίπαλη ομάδα. Βλ. ξανα~.|| Θέλει πάντα να ~ει. Ο τυχερός αριθμός που ~ει είναι το ... Ποιος ~ει μέχρι τώρα (: ποιος προηγείται στο σκορ); ΑΝΤ. ηττώμαι, χάνω (5) 2. αποκτώ κάτι ωφέλιμο ή επιθυμητό, λόγω τύχης ή ικανοτήτων, κατακτώ: Ο νικητής ~ει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Οι υπερτυχεροί που κληρώθηκαν ~ουν δώρα αξίας ... ~ισε το πρώτο βραβείο/το λαχείο/το χρυσό μετάλλιο/τον τίτλο/το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο παίκτης ~ισε πέναλτι/φάουλ. ~ισαν γνώσεις/την ελευθερία τους/εμπειρίες. Έχει ~ίσει δόξα και χρήμα/(επάξια) μια θέση στο πάνθεον των ...|| Τι θα ~ίσω, αν σου αποκαλύψω την αλήθεια (: τι όφελος θα έχω); ~ισα πολλά από το ταξίδι (: ωφελήθηκα).|| ~ την αγάπη/την εμπιστοσύνη/το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/την προτίμηση/τη φιλία κάποιου. Σε ~ει με την απλότητά της/με την πρώτη ματιά (= γοητεύει). Τα βιολογικά προϊόντα ~ουν την αγορά. ~ισε το κοινό με τον λόγο του. Έχει κάνει τα πάντα, για να την ~ίσει (: ερωτικά). Ο σεβασμός ~εται, δεν επιβάλλεται. 3. βγάζω χρήματα από την εργασία μου ή με άλλο τρόπο: Πόσα ~εις από αυτή τη δουλειά; ~ει πάνω από ... ευρώ το μήνα. ~ίσαμε σημαντικά ποσά. Πβ. αποκομίζω, οικονομώ, προσπορίζομαι.κερδίζει (μτφ.-προφ.) ΑΝΤ. χάνει 1. (+ σε) υπερέχει, υπερτερεί: Το έργο του ~ (= πλεονεκτεί) σε πρωτοτυπία και πολυμορφία. 2. βελτιώνεται, αναδεικνύεται: Ωραίο τραγούδι που ~ πολύ, όταν παίζεται ζωντανά. ● ΦΡ.: βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου & κερδίζω τη ζωή μου: εξασφαλίζω, συνήθ. μέσω εργασίας, τα απαραίτητα, για την επιβίωσή μου, χρήματα ή υλικά αγαθά: ~ ~ ως δημοσιογράφος/καθαρίστρια. ~ει ~ με κόπο και ιδρώτα., βγαίνω/είμαι (ο) κερδισμένος (μτφ.): ωφελούμαι: Βγήκε ~ από την υπόθεση. Ήταν ο μεγάλος ~ των εκλογών.|| (απειλητ.) Όποιος του πηγαίνει κόντρα, δεν θα βγει ~., κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο: προσπαθώ να αναπληρώσω τις ελλείψεις, τα κενά που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές μου., κερδίζω χρονιά/τάξη (παλαιότ.): δικαιούμαι να πάω στο σχολείο λίγο νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της ημερομηνίας γέννησής μου., κερδίζω χρόνο (μτφ.): συντομεύω τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τον παρατείνω προς όφελός μου: Πηγαίνω στη δουλειά με τη μηχανή, για να ~ίσω ~.|| Μας είπε ψέματα, προσπαθώντας να ~ίσει ~. Πβ. αγοράζω χρόνο., κέρδισε το εισιτήριο (μτφ.): κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια σημαντική δραστηριότητα: ~ ~ της συμμετοχής. ~ ~ για τον τελικό του διαγωνισμού., έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις βλ. εντύπωση, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, κερδίζει έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζει/παίρνει πόντους βλ. πόντος1, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, τον/την κέρδισε το τραγούδι βλ. τραγούδι [< μτγν. κερδίζω]

μεροκάματο

μεροκάματο με-ρο-κά-μα-το ουσ. (ουδ.) {-ου | -α} (προφ.): εργασία μιας μέρας και κυρ. η αντίστοιχη αμοιβή: γερό/διπλό/κατώτατο/κατώτερο/μέσο/σίγουρο/σταθερό/φτηνό/χαμηλό ~. Τρέχει όλη μέρα για το ~. Δεν βγαίνει (εύκολα) το ~. Ζητούν να αυξηθεί το ~. Δουλεύει δύο ~ατα (: σε δύο δουλειές), για να τα φέρει βόλτα. Πβ. μισθός. ΣΥΝ. ημερομίσθιο, μεροδούλι ● ΦΡ.: το μεροκάματο του τρόμου: για επικίνδυνη και κακοπληρωμένη εργασία. [< γαλλ. le salaire de la peur] [< μεσν. ημεροκάματον]

ξερός

ξερός, ή, ό ξε-ρός επίθ. 1. που δεν έχει νερό, υγρασία, χυμούς, φρεσκάδα ή βλάστηση, που έχει ξεραθεί ή αποξηρανθεί: ~ός: θάμνος (= μαραμένος)/καιρός/ποταμός (= ξεροπόταμος)/τόπος (= ξερότοπος). ~ή: ατμόσφαιρα/γη/λίμνη. ~ό: δέντρο/δέρμα/έδαφος (πβ. άνυδρος)/κλίμα/λουλούδι/νησί (= ξερονήσι)/περιβάλλον/πηγάδι (= ξεροπήγαδο)/στόμα/φυτό/χορτάρι/χώμα. ~ά: κλαδιά/φύλλα (= ξερόφυλλα)/χείλη (= αφυδατωμένα). Έβαλε φωτιά να κάψει τα ~ά χόρτα (= ξερόχορτα).|| ~ός: βασιλικός/δυόσμος. ~ή: μυζήθρα/σταφίδα. ~ό: δενδρολίβανο/κρεμμύδι/ψωμί (= μπαγιάτικο). ~οί: χουρμάδες (= αποξηραμένοι. ΑΝΤ. φρέσκος). ~ές: (κόκκινες) πιπεριές/φακές. ~ά: δαμάσκηνα/κουκιά/σύκα/φασόλια/φρούτα.|| ~ό: κρέας (: που έχει ψηθεί πολύ, δεν είναι ζουμερό). Πβ. κατάξερος, ξηρός. 2. σκέτος, χωρίς συμπλήρωμα, τυπικός, ψυχρός ή απότομος: ~ό: μάθημα/πιάτο/φαγητό. ~ές: γνώσεις.|| ~ή: απάντηση/καλημέρα. ~ό: αντίο/γεια/ευχαριστώ/ναι/όχι/ύφος. ~ά: λόγια.|| (για ήχο) ~ός: θόρυβος/κρότος (: ξαφνικός και σύντομος, χωρίς αντήχηση). ~ή: φωνή. ΣΥΝ. στεγνός (2) 3. (μτφ.) αποσβολωμένος, κατάπληκτος· αναίσθητος, σε βαθύ ύπνο ή νεκρός: Έμεινε ~ (= άναυδος, άφωνος) μόλις έμαθε τα νέα.|| Έπεσε ~ για ύπνο/στο κρεβάτι (: σαν κούτσουρο). Έπεσε ~ από την κούραση/το πολύ ποτό/το φαγητό/τον φόβο του (πβ. λιπόθυμος, σέκος, τέζα).|| Τον χτύπησαν και τον άφησαν ~ό (: στον τόπο). ● Ουσ.: ξερό (το) (προφ.-μειωτ.) 1. κεφάλι, κυρ. ανόητου ανθρώπου: Βάλε το ~ σου να δουλέψει. 2. χέρι ή πόδι· ξεράδι: Κάτω τα ξερά σου! Πάρε τα ~ά (= κουλά) σου από πάνω μου! ● επίρρ.: ξερά ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι βλ. κεφάλι ● ΦΡ.: εξ και ξερός (προφ.-ειρων.): για κάποιον που επαναλαμβάνει συνεχώς το "ε"., και ξερό ψωμί (εμφατ.): ως έκφραση έντονης ή/και αποκλειστικής προτίμησης ή υποστήριξης σε κάποιον ή κάτι: (όνομα ομάδας, χωριού, καλλιτέχνη) ~ ~! ΣΥΝ. και τα μυαλά στα κάγκελα, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ζημιώνονται, τιμωρούνται εξίσου αθώοι και ένοχοι. [< μεσν. ξερός, γαλλ. sec]

πολυτέλεια

πολυτέλεια πο-λυ-τέ-λει-α ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. κατάσταση πλούτου, κατά την οποία κάποιος περιστοιχίζεται από ακριβά και συνήθ. υψηλής ποιότητας υλικά αγαθά, που του παρέχουν άνεση: Ζει/μεγάλωσε (μέσα) στην ~. ΣΥΝ. χλιδή.|| Η ~ της διακόσμησης/της κατασκευής/του χώρου. Βλ. λουξ, τρυφηλότητα, υπερ~. 2. (κατ' επέκτ.) αγαθό ή δραστηριότητα που προσφέρει ευχαρίστηση, έχει κόστος και συνήθ. δεν είναι αναγκαίο/α: Ξοδεύει χρήματα σε ~ες (= λούσα). Επέτρεψε στον εαυτό του την ~ να πάει διακοπές.|| Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι ~, αλλά ανάγκη. 3. αγαθό που δεν είναι προσιτό, διαθέσιμο στους πολλούς, επειδή δεν υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα ή επειδή είναι ακριβό: Το νερό είναι ~ για το 1/6 του πληθυσμού της Γης. Τείνει να γίνει ~.πολυτελείας: προϊόντα ή υπηρεσίες υψηλής ποιότητας και κατ' επέκτ. ακριβός: αρώματα/αυτοκίνητα/διαμερίσματα/ενδύματα/ξενοδοχεία ~. Είδη ~.|| Τουρισμός ~. Φόρος ~ (: σε είδη ~ας). ● ΣΥΜΠΛ.: ψωμί πολυτελείας: λευκό, πολύ αφράτο ψωμί από αλεύρι καλής ποιότητας, ζάχαρη και συνήθ. βούτυρο., συνοδός/πόρνη πολυτελείας βλ. συνοδός ● ΦΡ.: (δεν) έχω την πολυτέλεια & (δεν) διαθέτω την πολυτέλεια: (δεν) έχω τη ευχέρεια, τα περιθώρια: Δεν έχουμε ~ ~ μιας ακόμα αποτυχίας/του χρόνου/να αδιαφορήσουμε. Έχει ~ ~ να επιλέγει. [< 1: αρχ. πολυτέλεια, γαλλ. luxe]

τσιαπάτα

τσιαπάτα τσια-πά-τα ουσ. (θηλ. + ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ιταλικό, άσπρο, παραλληλόγραμμο ψωμί με μικρές και μεγάλες τρύπες στην ψίχα του και αλευρωμένη τραγανή κόρα. Βλ. φοκάτσια. [< ιταλ. ciabatta]

χορταίνω

χορταίνω χορ-ταί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρτα-σα, χορτά-σει, χορταίν-οντας, χορτα-σμένος} 1. δεν αισθάνομαι πια πείνα (ή δίψα), νιώθω κορεσμό, επειδή έχω καταναλώσει την απαραίτητη ή περισσότερη από την κανονική ποσότητα τροφής (ή υγρών): ~σα (: έσκασα, μπούκωσα), δεν θέλω άλλο. Φάε να ~σεις. Πώς να ~σουν τόσα στόματα;|| (μτφ.-μειωτ.) ~σμένη κοιλιά. ~σμένοι (: εύποροι) και καλοπερασάκηδες.|| ~σαμε γλυκά/φαγητό (: φάγαμε πάρα πολλά/πολύ).|| Δεν μπορεί να ~σει τα παιδιά του (: να τα ταΐσει, να τα θρέψει, επειδή είναι φτωχός).|| (μτφ.) Τόσα χρήματα έβγαλε, δεν ~σε ακόμα; Δεν ~ει με τίποτα. ~ την επιθυμία μου για ... Φυσική ομορφιά που ~ει τις αισθήσεις. Πβ. ικανοποιώ. 2. (μτφ.) βιώνω κάτι όμορφο σε μεγάλο βαθμό: ~σα (από) αγκαλιές/φιλιά. ~σαμε ήλιο/θάλασσα/ύπνο/χορό (πβ. απολαμβάνω). ~σαν τα μάτια μας πράσινο. Έχει ~σει η ψυχή μου χαρές. Έχω ~σει δόξα/επιτυχίες. ~σμένος από αγάπη/έρωτα/πλούτο. Έφυγε απ' τη ζωή ~σμένος (πβ. γεμάτος, χορτάτος, ΑΝΤ. πεινασμένος). 3. (μτφ.) υφίσταμαι κάτι (άσχημο) σε υπερβολικό βαθμό, δεν αντέχω άλλο: ~σα απογοητεύσεις/δάκρυα/κλάμα/πόνο.|| ~σα (= βαρέθηκα) να μιλώ για ... ~σαμε λόγια/υποσχέσεις! Από φιλοσοφίες, έχουμε ~σει. Πβ. μπαφιάζω, μπουχτίζω.|| Μας ~σαν (= γέμισαν, τάισαν) διαβεβαιώσεις/(στα) ψέματα. ● ΦΡ.: δεν χορταίνω (προφ.): όσο πολύ κι αν κάνω κάτι, δεν το βαριέμαι: ~ ~ να σε κοιτάζω! Δεν σε χορταίνω!|| ~ ~ ν' ακούω μουσική. ~ ~ουν παιχνίδι.|| Μια θέα υπέροχη, να μην τη ~εις ποτέ., θα γυρίσει ο τροχός, θα χορτάσει κι ο φτωχός (γνωμ.): θα αλλάξει η τύχη, θα φτιάξουν τα πράγματα για τις οικονομικά ασθενέστερες ομάδες., τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο: (παροιμ.) πιο πολύ με βοήθησε η ηθική παρά η υλική ή οικονομική σου συμπαράσταση. [< μεσν. χορταίνω]

χωριάτικος

χωριάτικος, η, ο χω-ριά-τι-κος επίθ. 1. που αναφέρεται στο χωριό και τη ζωή του ή στον χωριάτη· (ειδικότ., για ζώα ή τρόφιμα) που εκτρέφεται σε χωριό ή παρασκευάζεται σε αυτό με παραδοσιακό τρόπο, από ντόπια και κατ' επέκτ. αγνά, φρέσκα υλικά: ~ος: γάμος (πβ. βλάχικος)/φούρνος. ~η: ζωή/ταβέρνα. ~ο: σπίτι. ~οι: χοροί. ~α: έθιμα/έπιπλα/πανηγύρια (πβ. λαϊκός)/ρούχα. Επίπλωση/καθιστικό σε ~ο στιλ/~ου τύπου (: ρουστίκ, φολκλόρ). Πβ. αγροτ-, γεωργ-ικός. ΑΝΤ. αστικός, πρωτευουσιάνικος.|| ~α: κοτόπουλα (: αλανιάρικα, ελευθέρας βοσκής).|| ~ο: αλεύρι/γιαούρτι/τυρί/φύλλο. ~ες: γεύσεις/πίτες/φρυγανιές. ~α: αβγά/ζυμαρικά/κουλούρια/λουκάνικα/παξιμάδια/προϊόντα/υλικά. Κόκορας ~ (με χυλοπίτες). Ομελέτα ~η. Βλ. σπιτικός. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη καλλιέργειας και καλών τρόπων: ~η: κουτοπονηριά/νοοτροπία/συμπεριφορά. ~ο: μυαλό. Πβ. άξεστος, βλάχικος. ΑΝΤ. εκλεπτυσ-, καλλιεργη-, πολιτισ-μένος. ● επίρρ.: χωριάτικα ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικη σαλάτα & (προφ.) χωριάτικη: ΜΑΓΕΙΡ. ελληνική σαλάτα που περιέχει κυρ. ντομάτα, αγγούρι, πράσινη πιπεριά, φέτα, ελιές και κρεμμύδι· σε αυτά προστίθεται αλάτι, λάδι και ρίγανη: κλασική ~ ~.|| (προφ.) Πιάσε μια ~! [< πβ. αγγλ. Greek salad, 1889] , χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που παρασκευάζεται με αλεύρι από σιτάρι και προζύμι, ζυμώνεται με τα χέρια και ψήνεται συνήθ. σε παραδοσιακό φούρνο με ξύλα· κατ' επέκτ. ψωμί παρόμοιου τύπου: ~ σταρένιο ψωμί.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.