ωμίτης [ὠμίτης] ω-μί-της ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. ορθοπαιδικό ελαστικό κάλυμμα το οποίο περιδένει και στηρίζει την ωμοπλάτη για την αντιμετώπιση θλάσεων, αρθρίτιδων, εξαρθρωμάτων: ~ μάλλινος. Βλ. νάρθηκας.2. κομμάτι υφάσματος που είναι ραμμένο στο σημείο όπου το ρούχο σκεπάζει τους ώμους: φόρεμα με ~η.
νάρθηκας
νάρθηκας νάρ-θη-κας ουσ. (αρσ.) {ναρθήκων} 1. ΙΑΤΡ. περίβλημα από άκαμπτο ή εύκαμπτο υλικό, το οποίο τοποθετείται γύρω από μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα ή διάστρεμμα, με σκοπό την ακινητοποίησή του: γύψινος (βλ. γυψο~)/μεταλλικός/πλαστικός/φουσκωτός ~. ~ γόνατος/θώρακα/καρπού (βλ. επικάρπιο)/ώμου (βλ. ωμίτης). Έχει το πόδι/χέρι του σε/στον ~α (: το έχει σπάσει· ΣΥΝ. στον γύψο). Πβ. ακινητοποιητής, κηδεμόνας, κολάρο. Βλ. φάκελος.2. ΙΑΤΡ. ειδική συσκευή που εφαρμόζεται στα δόντια της κάθε γνάθου, για θεραπευτικούς ή προστατευτικούς λόγους: (ενδο)στοματικοί ~ες. ~ες βρυγμού/λεύκανσης (= δισκάρια)/σύγκλεισης.|| Αθλητικοί ~ες (: για αποφυγή ατυχημάτων σε σπορ επαφής). ΣΥΝ. μασελάκι 3. ΑΡΧΙΤ. πρόναος χριστιανικού ναού. Βλ. εξω~, εσω~, λιτή, μεσονυκτικό(ν). ● ΦΡ.: (βάζει/μπήκε) στον γύψο/στο ψυγείο βλ. γύψος [< 1: αρχ. νάρθηξ, γαλλ. attelle 2: αγγλ. mouth guard 3: μτγν. ~]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.