Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωμοπλάτη [ὠμοπλάτη] ω-μο-πλά-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. καθένα από τα δύο πλατιά τριγωνικά οστά που βρίσκονται στο επάνω μέρος της πλάτης και πίσω από τον θώρακα: εξάρθρωση ~ης. Βλ. ωμική ζώνη. 2. (κατ' επέκτ.) το αντίστοιχο τμήμα στην πλάτη ζώου και συνεκδ. το κρέας στο σημείο αυτό: χοιρινή ~. Πβ. σπάλα. [< αρχ. ὠμοπλάτη, γαλλ.-αγγλ. omoplate]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.