Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωοθέτης [ᾠοθέτης] ω-ο-θέ-της ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. αιχμηρό σωληνοειδές όργανο στο άκρο της κοιλιάς του θηλυκού σε πολλά έντομα, μέσω του οποίου εναποτίθενται τα αβγά ή/και δημιουργείται μία τρύπα, ως υποδοχέας αυτών. Βλ. κεντρί. [< γαλλ. ovipositeur, αγγλ. ovipositor]

κεντρί

κεντρί κε-ντρί ουσ. (ουδ.) {κεντρ-ιού} 1. ΖΩΟΛ.-ΒΙΟΛ. αιχμηρό όργανο ορισμένων ζώων με το οποίο τσιμπούν το θύμα τους και εγχέουν δηλητήριο στο σώμα του: ~ σαλαχιού/σκορπιού/σφήκας. Αφαίρεση ~ιού μέλισσας από το δέρμα. 2. (μτφ.) καυστικό σχόλιο: το ~ της κριτικής. Πβ. αιχμή, καρφί. Βλ. μπηχτή. [< μτγν. κεντρίον]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.