Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωοληψία [ᾠοληψία] ω-ο-λη-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. διαδικασία λήψης ωαρίων από τις ωοθήκες που γίνεται με παρακέντηση, στα πλαίσια εξωσωματικής γονιμοποίησης. Βλ. εμβρυομεταφορά, -ληψία.

εμβρυομεταφορά

εμβρυομεταφορά [ἐμβρυομεταφορά] εμ-βρυ-ο-με-τα-φο-ρά ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. το τελικό στάδιο της εξωσωματικής γονιμοποίησης, οπότε γίνεται επιλογή ενός ή περισσότερων εμβρύων και μεταφορά τους στην κοιλότητα της μήτρας: ~ βλαστοκύστεων. Ωοληψία και ~. Βλ. κρυοσυντήρηση. [< αγγλ. embryo transfer, 1966]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.