Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωρίμανση [ὡρίμανση] ω-ρί-μαν-ση ουσ. (θηλ.) & ωρίμαση: ολοκληρωμένη ανάπτυξη, πλήρης ωριμότητα: βιολογική/πνευματική/σεξουαλική/σωματική/ψυχολογική ~.|| Η ~ των καρπών/φρούτων (= το ωρίμασμα). (ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ.) ~ του τυριού σε ειδικές εγκαταστάσεις. ~ του κρασιού στο βαρέλι (βλ. παλαίωση).|| (μτφ.) Η ~ μιας ιδέας/σκέψης/σχέσης.|| (ΙΑΤΡ.) Η ~ του ωαρίου.|| (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) Η ~ (δημόσιου) έργου (: σύνολο δραστηριοτήτων που απαιτούνται για την πλήρη προπαρασκευή του). [< γαλλ. maturité, maturation]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.