Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωραίος , α, ο [ὡραῖος] ω-ραί-ος επίθ. {ωραιότ-ερος, -ατος}: που αρέσει, που προκαλεί ευχαρίστηση, θαυμασμό, ικανοποίηση, συνήθ. λόγω της εμφάνισής του: ~ος: άνδρας (πβ. γόης, κούκλος, ομορφάντρας). ~α: γυναίκα (πβ. Αφροδίτη, καλλονή, κούκλα). Είναι αντικειμενικά ~.|| (ΜΥΘ.) Η ~α Ελένη. Η ~α κοιμωμένη (: ηρωίδα παραμυθιού).|| ~ο: πρόσωπο/σώμα. ~α: χείλη (= ζωγραφιστά). Τα ~ερα μάτια που έχω δει στη ζωή μου! Τι ~α φωνή!|| ~ος: πίνακας. ~α: διακόσμηση. ~ο: μέρος (για διακοπές)/τοπίο. ~ες: εικόνες/παραλίες. ~α: σπίτια/σχέδια. Με ~ο τρόπο. Πβ. όμορφος.|| ~ες: γεύσεις. ~α: γλυκά/φαγητά (= νόστιμα).|| ~ο: όνομα (= εύηχο).|| ~α: εμπειρία/παρέα (= ευχάριστη). ~ες: αναμνήσεις/εποχές/ιδέες/στιγμές.|| Είναι ~ο (πράγμα) να ...|| (ειρων.) Μπράβο, ~α συμπεριφορά!|| Το ~ο (= αστείο) είναι ότι άλλα έλεγε πριν και άλλα λέει τώρα. ΑΝΤ. άσχημος (1) ● Ουσ.: ωραίο (το): η έννοια, το ιδανικό της ομορφιάς: το ~ στην τέχνη/στη φύση. Λάτρεις του ~ου. Δεν έχει αίσθηση/αντίληψη του ~ου. [< γαλλ. le beau] ● επίρρ.: ωραία: Τι ~ που περάσαμε! Έχεις ντυθεί πολύ ~!|| (ειρων.) ~ τα κατάφερες! ● ΣΥΜΠΛ.: το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο, Ωραία Πύλη βλ. πύλη, ωραίο φύλλο βλ. φύλλο ● ΦΡ.: ωραίος! (προφ., συνήθ. για άνδρα): ως έκφραση αποδοκιμασίας, επίπληξης ή ειρωνείας., μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, τι καλά/τι ωραία! βλ. καλά [< μτγν. ὡραῖος, γαλλ. beau]

ανθηρός

ανθηρός, ή, ό [ἀνθηρός] αν-θη-ρός επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.) που βρίσκεται σε περίοδο ακμής, κυρ. οικονομικής: ~ή: επιχείρηση/(τοπική) οικονομία. ~ό: εμπόριο. Πβ. ακμαίος, εύρωστος.|| Τα πράγματα δεν είναι τόσο ~ά (= αισιόδοξα, ευχάριστα). 2. (κυριολ.) ανθισμένος. Πβ. θαλερός. Βλ. -ηρός. ● επίρρ.: ανθηρά ● ΦΡ.: όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά (μτφ.-συχνά ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι βρίσκεται σε καλό δρόμο. [< 1: γαλλ. florissant 2: αρχ. ἀνθηρός]

καλά

καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]

πρωία

πρωία πρω-ί-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.): οι πρώτες ώρες της ημέρας, πρωί. Κυρ. στις ● ΦΡ.: μέχρι πρωίας: μέχρι τα ξημερώματα: γλέντι/διασκέδαση/χορός ~ ~. Ξεφάντωσαν ~ ~., μια/μία ωραία πρωία & μια καλή πρωία & ένα ωραίο πρωινό: για κάτι που συνέβη μια μέρα ξαφνικά και αναπάντεχα: ~ ~ αποφάσισα να ..., από/απ' το πρωί ως/μέχρι το βράδυ βλ. βράδυ [< μτγν. πρωΐα]

πύλη

πύλη πύ-λη ουσ. (θηλ.) 1. είσοδος κτιρίου ή του περιτειχίσματός του· συνεκδ. η μεγάλη πόρτα που τη φράζει: η (κεντρική/κύρια/πλαϊνή) ~ του αεροδρομίου/του εργοστασίου/της Μονής/του ναού/του νοσοκομείου/του πανεπιστημίου/του στρατοπέδου/του σχολείου. Πβ. πυλώνας.|| (ΑΡΧΑΙΟΛ., για τείχος) Η ανατολική/βόρεια ~ της πόλης/του φρουρίου. Η ~ του Αδριανού/των Λεόντων. Βλ. τετράπυλο.|| Διάβηκε/πέρασε την (γιγαντιαία/επιβλητική) ~ του κάστρου. Άνοιξαν/έκλεισαν οι ~ες. Βλ. τάφρος. 2. (μτφ.) οτιδήποτε επιτρέπει την είσοδο, το πέρασμα σε κάτι άλλο: (για γεωγραφική θέση, στρατηγικής συνήθ. σημασίας) Ελλάδα, η ~ της Ευρώπης προς την Ανατολή.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) Νεφρική/πνευμονική ~. ~ες του ήπατος. Διαμπερές τραύμα με ~ εισόδου/εξόδου.|| (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του τρανζίστορ. Λογικές ~ες (: ηλεκτρονικά κυκλώματα που δέχονται μία ή περισσότερες εισόδους και εκτελώντας μία λογική πράξη παράγουν μία έξοδο).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ες δικτύων (= κοινοί κόμβοι δύο ή περισσότερων δικτύων). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ιστοσελίδα που λειτουργεί ως αφετηρία διαδικτυακής πλοήγησης, η οποία συμπεριλαμβάνει συνήθ. μηχανή αναζήτησης, θεματικό κατάλογο ιστοσελίδων και υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου: βιβλιογραφική/ειδησεογραφική/εκπαιδευτική/θεματική/μουσική/τουριστική ~. Δικτυακή/ηλεκτρονική/ψηφιακή ~ αναζήτησης/ενημέρωσης. Ευρωπαϊκή ~ για την επαγγελματική κινητικότητα. ~ πληροφοριών/πρόσβασης. Επιχειρηματικές/φωνητικές ~ες. Κεντρική σελίδα/φόρουμ της ~ης. ΣΥΝ. πόρταλ ● ΣΥΜΠΛ.: (Υψηλή) Πύλη: ΙΣΤ. το σουλτανικό ανάκτορο· (κυρ. συνεκδ.) η οθωμανική κυβέρνηση., οι πύλες της κολάσεως/του Άδη & (προφ.) της κόλασης: η είσοδος της κόλασης ή του κάτω κόσμου· κατ' επέκτ. η ίδια η κόλαση ή ο κάτω κόσμος: (μτφ.) Ο πόλεμος άνοιξε τις ~ της κολάσεως (: σήμανε την απαρχή μεγάλων καταστροφών)., οι πύλες του Παραδείσου & του ουρανού: η είσοδος του Παραδείσου· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο Παράδεισος., Ωραία Πύλη: ΕΚΚΛΗΣ. η μεσαία από τις τρεις θύρες του τέμπλου που οδηγούν στο ιερό. ● ΦΡ.: ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της: αρχίζει να λειτουργεί, να δέχεται κόσμο: Η Έκθεση/το εμπορικό κέντρο/το Ίδρυμα ... άνοιξε ~ της/του (στο κοινό). Πβ. εγκαινιάζω., προ των πυλών (λόγ.): (κυρ. ως προειδοποίηση) πλησιάζει, επίκειται: Ο εχθρός (βρίσκεται/είναι) ~ ~.|| Εκλογές/καύσωνας/πολιτική κρίση ~ ~! Πβ. επί θύραις/προ των θυρών. [< 1: αρχ. πύλη 3: αμερικ. portal, 1990]

φύλλο

φύλλο φύλ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} καθένα από τα λεπτά, πεπλατυσμένα, μεμβρανώδη και συνήθ. πράσινα μέρη που εκφύονται στον βλαστό ή τα κλαδιά των φυτών και των δέντρων, το οποίο αποτελεί βασικό όργανο της φωτοσύνθεσης, της διαπνοής και της αναπνοής: απολιθωμένα/βελονοειδή/κίτρινα/μαραμένα/ξερά/οδοντωτά/πεσμένα/σαρκώδη/σκληρά/σχιστά/χλωρά ~α. ~α δάφνης/ελιάς/καπνού/κάππαρης. Τα μέρη/νεύρα του ~ου. Το θρόισμα των ~ων. Δέντρα που ρίχνουν τα ~α τους τον χειμώνα (= φυλλοβόλα). Πέφτουν τα ~α. Η ροδιά άρχισε να βγάζει ~α. Βλ. παράφυλλα, φύλλωμα.|| Σαλάτα με ~α ρόκας.|| Τρέμω σαν το ~ (: από τον φόβο ή το κρύο). 2. ΒΟΤ. {συνήθ. στον πληθ.} πέταλο: τα ροζ ~α του τριαντάφυλλου. Πβ. σέπαλο. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με φύλλο δέντρου: ακρυλικά/ξύλινα/πλαστικά/πολυκαρβονικά/χαλύβδινα ~α. ~α αλουμινίου/αμιάντου/γυαλιού/ζελατίνης/καπλαμά. Στεφάνι από ~α χρυσού.|| Φούστα με ~α (: κομμάτια υφάσματος ραμμένα μαζί). 4. εφημερίδα: απογευματινό/ημερήσιο/κυριακάτικο/πρωινό/σημερινό ~. ~ της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Αριθμός ~ου. Έκδοση/κυκλοφορία του ~ου. Αρχείο ~ων. Βλ. τεύχος. 5. ορθογώνιο συνήθ. κομμάτι χαρτιού: άκοπα/ανταλλακτικά/τυπογραφικά ~α. ~α εκτύπωσης/ντοσιέ/σημειώσεων. Τα ~α του βιβλίου/τετραδίου. Διπλώνω/κόβω/σκίζω/τσαλακώνω ένα ~. Γράψτε το όνομά σας σε ένα ~. Μπλοκ ριγέ πενήντα ~ων.|| Το γύρισε το ~ (: άλλαξε τακτική). Πβ. σελίδα. Βλ. εξώ-, οπισθό-, παρά-φυλλο. ΣΥΝ. κόλλα (2) 6. επίσημο συνήθ. έγγραφο που έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο ή εξυπηρετεί ορισμένο σκοπό: ενημερωτικό/συμπληρωματικό ~. ~ αδείας/αξιολόγησης (εκπαιδευτικού/μαθητή)/ασκήσεων/ελέγχου/καταχώρησης (αποδείξεων)/μισθοδοσίας/υπολογισμού (αξίας ακινήτου). Φυλάξτε το ~ οδηγιών χρήσης (πβ. μπροσούρα, προσπέκτους). Πβ. φυλλάδιο. 7. ΜΑΓΕΙΡ. πλατύ στρώμα ζύμης, κατάλληλο κυρ. για πίτες και γλυκίσματα: έτοιμο/λεπτό/παραδοσιακό/τραγανό/χωριάτικο ~. ~ κουρού/σφολιάτας. Πολύ λεπτό ~ ζύμης για μπακλαβά. Ανοίγω ~. Απλώνουμε το ~ σε βουτυρωμένο ταψί. 8. τραπουλόχαρτο: Ανακατεύω τα ~α. Παίρνω/πετάω/ρίχνω/τραβάω ένα ~.|| Ποιος κάνει ~α (: μοιράζει); Έχω κακό/καλό ~ (: συνδυασμό χαρτιών· πβ. χέρι). ΣΥΝ. χαρτί (4) 9. κινητό τμήμα παραθύρου, πόρτας ή επίπλου: αναδιπλούμενα ~α. Τα ~α της ντουλάπας. Βλ. (παρα)θυρόφυλλο. ● Υποκ.: φυλλαράκι (το): κυρ. στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: κινητά φύλλα: άδετες κόλλες χαρτιού: Βιβλία/κώδικες που τηρούνται σε ~ ~. Βλ. δελτίο, καρτέλα., κίτρινο φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η ομάδα που χάνει· συνεκδ. ήττα., ροζ φύλλο αγώνα: ΑΘΛ. (στο μπάσκετ) αντίγραφο του φύλλου αγώνα που παίρνει η νικήτρια ομάδα· συνεκδ. νίκη., υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο: ΠΛΗΡΟΦ. λογισμικό που χρησιμοποιείται κυρ. για αριθμητικούς υπολογισμούς, στο οποίο τα δεδομένα οργανώνονται σε στήλες και κελιά: επεξεργασία ~ών ~ων. [< αγγλ. spreadsheet, 1981] , φύλλο αγώνα & (λόγ.) αγώνος (επίσ.): ΑΘΛ. (στα ομαδικά αθλήματα) επίσημο έγγραφο στο οποίο καταγράφονται πληροφορίες σχετικές με συγκεκριμένο αγώνα και όλα τα συμβάντα που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκειά του και αμέσως μετά τη λήξη του: Το ~ ~ καίει τους γηπεδούχους (: είναι ιδιαίτερα επιβαρυντικό γι' αυτούς)., φύλλο εργασίας 1. ΠΛΗΡΟΦ. λογιστικό φύλλο. 2. κομμάτι χαρτιού συνήθ. με ασκήσεις, ερωτήσεις: ~ ~ στη Χημεία. [< 2: αγγλ. worksheet, 1930] , ωραίο φύλλο: ΒΟΤ. κολεός., φύλλο κρούστας βλ. κρούστα, φύλλο πορείας βλ. πορεία, φύλλο συκής βλ. συκή ● ΦΡ.: ούτε ένα πράσινο φύλλο (μτφ.-προφ.): απολύτως τίποτα: Δεν μου έφερε ~ ~ από το ταξίδι του., φύλλο (και) φτερό (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί εξονυχιστικός έλεγχος ή διάλυση, ολοκληρωτική καταστροφή: Έκαναν ~ ~ το σπίτι του, για να βρουν ενοχοποιητικά στοιχεία.|| Με το που άνοιξα το βιβλίο, έγινε ~ ~., δεν κουνάει/κουνιέται φύλλο βλ. κουνώ, δίνω φύλλο πορείας (σε κάποιον) βλ. δίνω [< 1,2: αρχ. φύλλον, γαλλ. feuille 2: μεσν. ~. 7: πβ. αγγλ. phyllo & filo, 1950 8: ιταλ. carte]

φύλο

φύλο [φῦλο] φύ-λο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΙΟΛ. καθεμιά από τις δύο κατηγορίες, αρσενικό-θηλυκό, των ζωντανών οργανισμών και το σύνολο των χαρακτηριστικών που τις διακρίνουν με βάση τον αναπαραγωγικό τους ρόλο: το ανδρικό/γυναικείο ~. Βλ. χρωμόσωμα.|| Βιολογικό ~. Ο κοινωνικός ρόλος του ~ου. Στερεότυπα και προκαταλήψεις για τα δύο ~α. Η ισότητα/μάχη των δύο ~ων. Βλ. έμφυλος.|| Διαταραχή ταυτότητας ~ου (: του εσωτερικού και προσωπικού τρόπου με τον οποίο το άτομο βιώνει το φύλο του, ανεξάρτητα από τα βιολογικά του χαρακτηριστικά). Βλ. δυαδικός. 2. ΑΝΘΡΩΠ. ομάδα ανθρώπων με κοινά εθνολογικά ή ανθρωπολογικά γνωρίσματα: αρχαία ελληνικά/ινδοευρωπαϊκά/νοµαδικά ~α. Πβ. φυλή. 3. ΒΙΟΛ. ταξινομική κατηγορία οργανισμών με κοινά χαρακτηριστικά, ανάμεσα στην υπερκλάση και το υποφύλο. ● ΣΥΜΠΛ.: κοινωνικό φύλο: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθένα από τα δύο φύλα σύμφωνα με τα συμπεριφορικά, ψυχολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά που του αποδίδονται: διακρίσεις με βάση το ~ ~. Ιατρική του ~ού ~ου. Βλ. αρρενωπ-, θηλυκ-ότητα, φεμινισμός. [< αγγλ. gender, 1963] , το άλλο/αντίθετο φύλο: οι άντρες ή οι γυναίκες, αντίστοιχα: Η σχέση με το ~ ~., το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο: οι γυναίκες. [< γαλλ. le sexe faible, le beau/deuxième sexe] , το ισχυρό φύλο: οι άντρες. [< γαλλ. le sexe fort] , το τρίτο φύλο: οι ομοφυλόφιλοι. [< γαλλ. le troisième sexe] , αλλαγή φύλου βλ. αλλαγή [< αρχ. φῦλον ‘φυλή, λαός, γένος’, γαλλ. sexe]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.