ακολούθως [ἀκολούθως] α-κο-λού-θως επίρρ. 1. στη συνέχεια: Οι γενικές οδηγίες παρατίθενται ~. 2. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. (+ προς) σύμφωνα με: ~ προς το καταστατικό/τις προδιαγραφές. ● ΦΡ.: ως ακολούθως (λόγ.): ως εξής: Η δομή του προγράμματος έχει ~ ~: ... [< αρχ. ἀκολούθως, γερμ. wie folgt]
απ- βλ. απο-
αποτέλεσμα [ἀποτέλεσμα] α-πο-τέ-λε-σμα ουσ. (ουδ.) {αποτελέσμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. κατάληξη ή συνέπεια ενέργειας ή διαδικασίας: αισθητικό/άμεσο/αναμενόμενο/απρόβλεπτο/απροσδόκητο/αρνητικό/έμμεσο/εξαιρετικό/επιδιωκόμενο/ευνοϊκό/θετικό/λογικό/στατιστικό/τραγικό ~. Ακουστικό/ηχητικό/οπτικό ~. Τα ~ατα του πειράματος. Σχέση αιτίου ~ατος. Το καλύτερο/χειρότερο δυνατό ~. ~ διαπραγματεύσεων/πίεσης. Αναμενόμενα μαθησιακά ~ατα. Καταλήγω/οδηγούμαι/φτάνω σε ~. Το ~ ήταν να ... Οι θεραπείες δεν είχαν κανένα ~. Σημασία έχει η προσπάθεια και όχι το ~ (: το ~ μετράει). Η επανάσταση ήταν ~ (= απόρροια, επακόλουθο) της κοινωνικής καταπίεσης. ~ μηδέν (: για παταγώδη αποτυχία). Και ποιο το ~; Θεαματικά ~ατα από ...|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ατα αναζήτησης (στο διαδίκτυο). 2. επίσημη κρίση, αξιολόγηση -συχνά με αριθμητικά δεδομένα- αγώνα, διαγωνισμού, εξετάσεων, ψηφοφορίας· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) το αντίστοιχο επίσημο έγγραφο: εκλογικό/τελικό ~. Οριστικά/προσωρινά/συγκριτικά ~ατα. Δίκαιο/ισόπαλο/νικηφόρο ~ (= σκορ). Ιατρικά ~ατα. Αλλοίωση/αμφισβήτηση/πρόβλεψη (του) ~ατος. ~ατα ερευνών (πβ. πόρισμα)/προπό. Παίρνω (τα) ~ (: τα μαθαίνω). Βγήκαν τα ~ατα (= ανακοινώθηκαν επίσημα). Σύμφωνα με τα ~ατα της έρευνας ...|| Ανάρτηση των ~άτων. 3. ΜΑΘ. αυτό που εξάγεται και γενικότ. προκύπτει από αριθμητική πράξη, λύση μαθηματικού προβλήματος: γενικό/μερικό/συνολικό ~. ~ αφαίρεσης/πρόσθεσης. Η άσκηση έχει δύο τρόπους επίλυσης, που οδηγούν στο ίδιο ~. Πβ. εξαγόμενο. 4. ΦΙΛΟΣ. γεγονός που προκαλείται από ορισμένη αιτία. ● ΣΥΜΠΛ.: αποτελέσματα χρήσης & (λόγ.) χρήσεως: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των κερδών ή ζημιών από τις οικονομικές πράξεις, δραστηριότητες επιχείρησης. ● ΦΡ.: από το αποτέλεσμα & (λόγ.) εκ του αποτελέσματος: για κρίση, διαπίστωση, συμπέρασμα που βασίζεται στην τελική έκβαση κατάστασης και όχι σε ό,τι προηγήθηκε: ~ ~ συνάγεται/τεκμαίρεται (ότι/πως) … Όλα κρίνονται ~ ~. ~ ~ φαίνεται ότι οι ενέργειές μας απέδωσαν καρπούς., έχει ως αποτέλεσμα: προκαλεί (κάτι), έχει ως συνέπεια, οδηγεί σε: Η κρίση είχε ~ την ανάσχεση του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας. ~ ~ να ..., με αποτέλεσμα να ...: Καθυστέρησε, ~ ~ μη βρει θέση. ΣΥΝ. με συνέπεια να ..., φέρνει αποτέλεσμα: έχει επιθυμητή κατάληξη: Η επιμονή/προσπάθειά της έφερε ~. Η συζήτηση δεν έφερε κανένα ~., χωρίς/δίχως αποτέλεσμα: μάταια, άδικα, χωρίς αντίκρισμα: αναζήτηση/διάλογος/έρευνα ~ ~. Αγωνίζομαι/πολεμώ ~ ~. Προσπάθησα να του αλλάξω γνώμη, αλλά ~ ~., ως αποτέλεσμα (+ γεν.): λόγω, εξαιτίας, ως συνέπεια: Η κλιματική αλλαγή ~ ~ του φαινομένου του θερμοκηπίου., συνδυασμός αποτελεσμάτων βλ. συνδυασμός [< αρχ. ἀποτέλεσμα, γαλλ. résultat, αγγλ. result]
βαθμός βαθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. καθένας από τους αριθμούς-υποδιαιρέσεις μιας κλίμακας μέτρησης ενός μεγέθους· ειδικότ. μονάδα συστήματος μέτρησης: (ΜΕΤΕΩΡ.) Η θερμοκρασία άγγιξε τους/έφτασε τους/σκαρφάλωσε στους σαράντα ~ούς Κελσίου.|| (ΓΕΩΦ.) Σεισμός μεγέθους 4,6 ~ών της κλίμακας Ρίχτερ.|| (ΙΑΤΡ.) Έχει τρεις ~ούς μυωπία.|| (ΧΗΜ.) Αλκοολικός ~ του οίνου. ~ καθαρότητας (του νερού)/οξύτητας (= πεχά). 2. αριθμός ή γράμμα που δηλώνει την αξιολόγηση της επίδοσης μαθητή, φοιτητή ή άλλου εξεταζόμενου ή διαγωνιζόμενου: (στο σχολείο:) ~ προαγωγής από την Α' στη Β' Λυκείου. Απολυτήριο με (συνολικό/τελικό) ~ό (= μέσο όρο) 18 ("λίαν καλώς"). Βγήκαν οι ~οί των εξετάσεων. Μοιράστηκαν οι ~οί (= οι έλεγχοι). Είχε καλούς ~ούς στα μαθήματα.|| (στις πανελλήνιες:) Υπολογισμός του γενικού ~ού πρόσβασης (βλ. μόρια). Ανακοίνωση των ~ών εισαγωγής (= βάσεων).|| (στην τριτοβάθμια εκπαίδευση:) Γραπτός/προφορικός ~. Ο ~ του πτυχίου.|| -Τι ~ό πήρες στο τεστ; -Είκοσι/εκατό στα εκατό (= άριστα). ΣΥΝ. βαθμολογία (1) 3. ΑΘΛ. μονάδα ή μονάδες που δίνονται σε παίκτη ή ομάδα: Απέσπασε/πήρε τον ~ό της ισοπαλίας. Τσίμπησε ~ό. Έχασε/κέρδισε/συγκέντρωσε (πολύτιμους/χρυσούς) ~ούς. ΣΥΝ. βαθμολογία (1), πόντος1 (3) 4. ένταση, επίπεδο, μέτρο, ποσότητα: ~ ενεργειακής απόδοσης/κλίσης (μιας επιφάνειας)/παραμόρφωσης/υγρασίας.|| ~ ακρίβειας (μιας πρόβλεψης)/δυσκολίας (των θεμάτων)/σταθερότητας (των τιμών). ~ ανάπτυξης (βλ. ρυθμός). Επίτευξη του επιθυμητού ~ού ασφάλειας. Εκτίμηση ~ού επικινδυνότητας. Διατήρηση υψηλού ~ού/μείωση του ~ού ετοιμότητας. Σε ποιο/τι ~ό αντιμετωπίστηκαν τα προβλήματα; Πβ. ποσοστό.|| ~ αξιοπιστίας/βεβαιότητας/εμπιστοσύνης/επίδρασης/ευθύνης. Σε ενοχλητικό/μεγάλο/σημαντικό ~ό. Στον υπέρτατο ~ό. Αναισθησία στον μέγιστο ~ό. Κοροϊδία πρώτου ~ού. …για να διαπιστωθεί ο ~ στον οποίο έχει επιτευχθεί εξάλειψη φαινομένων ρατσισμού και ξενοφοβίας. 5. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. θέση σε ιεραρχική κλίμακα: στέρηση ~ού. Συνταξιοδοτήθηκε με τον ~ό του Διοικητή/Προϊσταμένου. Βλ. βαθμολόγιο.|| Οι ~οί των νοσοκομειακών γιατρών (: Επιμελητής Α'/Β', Διευθυντής).|| (ΣΤΡΑΤ.) Οι ~οί στον Στρατό Ξηράς/στην ΠΑ/στο ΠΝ. (Σώματα Ασφαλείας:) Οι ~οί στην ΕΛ.ΑΣ./στο Λιμενικό/στην Πυροσβεστική. Βλ. Στρατηγός, (Αντι/Υπο)στράτηγος, Ταξίαρχος, (Αντι)Συνταγματάρχης, Ταγματάρχης, (Ανθ)Υπο)Λογαγός, Ανθυπασπιστής, (Αρχι/Επι)Λοχίας, Δεκανέας. Βλ. (Αντι/Υπο)Ναύαρχος, (Αντι/Αρχι/(Ανθ)Υπο)Πλοίαρχος, Πλωτάρχης, Σημαιοφόρος, (Αρχι/Επι)Κελευστής, Δίοπος. Βλ. (Αντι/Υπο)Πτέραρχος, Ταξίαρχος, (Αντι)Σμήναρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Σμηναγός, (Αρχι/Επι/Υπο)Σμηνίας. Βλ. (Αρχι/Αστυ)φύλακας, (Ανθ)Υπ)Αστυνόμος. Βλ. (Αντι/Αρχι)Πύραρχος, (Επι/(Ανθ)Υπο)Πυραγός, Πυρονόμος, (Αρχι)Πυροσβέστης. Βλ. αγρο-νόμος, -φύλακας. 6. κατάταξη, σειρά σε κλίμακα βαρύτητας: (ΙΑΤΡ.) ~ αναπηρίας/κακοήθειας. Ασθενείς με μεγάλου/σοβαρού ~ού νεφρική ανεπάρκεια. ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμός πολυωνύμου: ΜΑΘ. ο μεγαλύτερος από τους εκθέτες της μεταβλητής που εμφανίζεται σε ένα πολυώνυμο. [< γαλλ. degré d'un polynôme] , πρώτου/δευτέρου/τρίτου βαθμού: κατηγοριοποίηση που δηλώνει κλίμακα ιεραρχίας, πολυπλοκότητας, σπουδαιότητας: (ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ.) οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης ~ ~.|| (ΜΑΘ.) Εξισώσεις/πολυώνυμα ~ ~.|| (ΙΑΤΡ.) Διαστρέμματα/θλάσεις ~ ~. Βλ. έγκαυμα.|| (ΝΟΜ.) Φόνος πρώτου/δευτέρου βαθμού. [< αγγλ. first/second/third degree] , (συγγενείς/συγγένεια) πρώτου/δευτέρου/τρίτου ... βαθμού βλ. συγγένεια, βαθμοί σύγκρισης βλ. σύγκριση, βαθμός συγγένειας βλ. συγγένεια, βαθμός/βαθμοί ελευθερίας βλ. ελευθερία, θετικός βαθμός βλ. θετικός, συγκριτικός βαθμός βλ. συγκριτικός, υπερθετικός βαθμός βλ. υπερθετικός ● ΦΡ.: σε τέτοιο βαθμό, που (να)/ώστε να ...: τόσο πολύ ή τόσο καλά, ώστε ...: Παρουσιάζει τις καταστάσεις εξιδανικευμένες ~, που (να) φαντάζουν ανυπόστατες. Δεν τον γνωρίζω ~, ώστε να του λέω τα πάντα. Σε/στο ~ (= σημείο) μάλιστα που ..., στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί: όσο με αφορά: ~ ~, είμαι υπεύθυνος (: αλλά μέχρι ενός σημείου)., ως έναν βαθμό & (λόγ.) μέχρι(ς) ενός βαθμού: μέχρι ενός σημείου: Η άποψή του είναι, ~ ~, δικαιολογημένη/κατανοητή/σωστή. ~ ~, έχει δίκιο. Πβ. κάπου, κάπως. [< γαλλ. jusqu'à un certain degré] , ανάκριση τρίτου βαθμού βλ. ανάκριση, στο μέτρο/στον βαθμό που βλ. μέτρο, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός [< 1,5: μτγν. βαθμός 2,3,4,6: γαλλ. degré, αγγλ. degree]
γνωστός, ή, ό γνω-στός επίθ. 1. που τον γνωρίζουν: ~ός: παραλήπτης. ~ή: ιστορία/τακτική (= συνηθισμένη)/φράση. ~ό: τραγούδι. ~οί: κύκλοι (βλ. περίγυρος). Έγινε διεθνώς/ευρέως/παγκοσμίως ~. Ακολουθεί η ~ή διαδικασία (= τυπική). Κάπου την ξέρω, είναι ~ή φάτσα/φυσιογνωμία (= γνώριμη). ~ στην ανθρωπότητα/στην αρχαιότητα/στο κοινό/στον κόσμο/στο πανελλήνιο/στην πιάτσα/στο χώρο της πολιτικής. Έμεινε ~ στην ιστορία ως ... ~ με την επωνυμία/το όνομα/τον τίτλο ... ~ για τους αγώνες/τις ιδέες του. ~ από το έργο του/τη συμμετοχή του στο .../τη συνεργασία του με ... Καθιστώ/κάνω κάτι ~ό (= γνωστοποιώ). Είναι σε όλους/τοις πάσι ~ό ότι/πως ... (πβ. πασίγνωστος).|| (ως ουσ., προφ.) Τι κάνεις; Tα ~ά. ΑΝΤ. άγνωστος 2. που έχει αποκτήσει φήμη, διάσημος: ~ός: επιστήμονας/καλλιτέχνης (πβ. προβεβλημένος)/οίκος μόδας. ~ή: εταιρεία/μάρκα. Υπεύθυνος ~ού πολυκαταστήματος. ~ και ξακουστός σ' όλο τον κόσμο (βλ. ονομαστός). Έγινε γρήγορα ~ στον χώρο του θεάματος. Πβ. επώνυμος, φημισμένος.|| (αρνητ. συνυποδ.) ~ός: απατεώνας/κακοποιός/τρομοκράτης. Πβ. διαβόητος. ● Ουσ.: γνωστός, γνωστή (ο/η): πρόσωπο με το οποίο γνωριζόμαστε, έχουμε οικειότητα: κοινός ~. Συγγενείς/φίλοι και ~οί. Είναι ~ μου. Έχω ~ό στην επιτροπή/στο υπουργείο (πβ. βύσμα, γνωριμία, κονέ, μέσο). Πβ. γνώριμος. Βλ. φίλος. ● ΣΥΜΠΛ.: γνωστοί-άγνωστοι: ταραχοποιά στοιχεία που δρουν ανενόχλητα, χωρίς να συλλαμβάνονται από τις Αρχές: Χτύπησαν πάλι οι ~ ~. Βλ. κουκουλοφόρος., αδίδακτο/άγνωστο, διδαγμένο/γνωστό (κείμενο) βλ. κείμενο ● ΦΡ.: γνωστός και μη εξαιρετέος (συνήθ. ειρων.): για πρόσωπο αρκετά γνωστό: Παρών και ο ~ ~ εκδότης κουτσομπολίστικης φυλλάδας., ως γνωστό(ν) (λόγ.): όπως όλοι γνωρίζουν: ~ ~, τέθηκε σε εφαρμογή ο νέος επενδυτικός νόμος. [< αρχ. γνωστός]
ένδειξη [ἔνδειξη] έν-δει-ξη ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) στοιχείο που επιβεβαιώνει ή καθιστά βάσιμο και φανερό κάτι: πιθανή/πρόσθετη/χρονολογική ~. Χωρίς την παραμικρή ~. Ανησυχητικές/δυσοίωνες ενδείξεις. Η παρουσία αμμωνίας αποτελεί ~ ρύπανσης των υδάτων. Υπάρχουν βάσιμες/ορατές/σοβαρές ενδείξεις ανάκαμψης/για λύση του θέματος/ότι η κατάσταση βελτιώνεται. Ενδείξεις αστάθειας/ενοχής. Πβ. απόδειξη, δείγμα, δείξη, σημείο. Βλ. αντ~.|| (αναγραφή, σημείωση:) Με την ~ «κατεπείγον». Γεωγραφική ~ ποιότητας (βλ. ΠΟΠ). 2. (επιστ.) τιμή, σύμβολο ή ειδοποίηση που εμφανίζεται στην οθόνη συσκευής ή οργάνου (μέτρησης) ή σε ταμπλό: ηλεκτρονική/φωτεινή/ψηφιακή ~. ~ αναμονής κλήσης/θερμοκρασίας/καυσίμων/λειτουργίας/(στάθμης) νερού/πίεσης. Πβ. ενδείκτης. 3. ΙΑΤΡ. {συνήθ. στον πληθ.} σύμπτωμα που επιβάλλει συγκεκριμένη θεραπεία: ~ διαβήτη. Κλινικές/προειδοποιητικές ενδείξεις (μιας νόσου). Ενδείξεις φαρμάκων. ΑΝΤ. αντένδειξη (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποχρώσες ενδείξεις βλ. αποχρών ● ΦΡ.: σε/ως ένδειξη & (λόγ.) εις/προς ένδειξη (+ γεν.): ως έκφραση: ~ ~ αγάπης/αλληλεγγύης/διαμαρτυρίας/καλής θέλησης/φιλίας. [< 1, 3: αρχ. ἔνδειξις, γαλλ.-αγγλ. indication]
εξής [ἑξῆς] ε-ξής επίρρ. 1. (ονοματική χρήση, με άρθρο) ακόλουθος, επόμενος, παρακάτω: (ως επίθ.) Έχω την ~ απορία. Διδάσκονται τα ~ μαθήματα.|| (ως ουσ.) Θα ήθελα να πω, σας ρωτώ το ~: ... Η συνέλευση αποφάσισε τα ~: ... Πβ. κάτωθι. 2. (απόλ. αριθμ. + και) μετά, στη συνέχεια, ακολούθως (συντομ. κ.εξ.): Διάβασα από τη σελίδα εκατό και ~. ● ΦΡ.: στο εξής: στο μέλλον, εφεξής: ~ ~ να είσαι πιο προσεκτικός! Από τώρα και ~ ~ όλες οι αποφάσεις θα λαμβάνονται ομόφωνα. , ως εξής: με τον ακόλουθο τρόπο, έτσι: Η κατάσταση έχει ~ ~: ... Η παράγραφος διαμορφώνεται ~ ~: ..., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος βλ. εδώ, και ούτω καθεξής/καθ' εξής βλ. ούτω(ς) [< αρχ. ἑξῆς ‘ο ένας μετά τον άλλο (ν), συνέχεια’]
έτσι [ἔτσι] έ-τσι επίρρ. 1. (τροπικό) με αυτόν τον ή με τον ίδιο τρόπο: Σου αρέσουν ~ τα μαλλιά μου; ~ γίνονται οι δουλειές σήμερα. ~ είχες πει. Πώς την πατήσαμε ~! Κράτα το ~ από την άκρη. Πώς τα κατάφερες ~; (επιτατ. + επίρρ.) Σας το λέω ~ απλά. Να γινόταν ένα θαύμα ~ ξαφνικά! Mην κάνεις ~. ~ έχω συνηθίσει/με έχουν μάθει. Μόνο εγώ βλέπω ~ τα πράγματα; ~ θα συνεχίσουμε. ~ γράφεται; ~ κάνουν οι φίλοι; ~ κι έγινε. Μας έδωσε ~ την ευκαιρία να επανεκτιμήσουμε την κατάσταση. Ιζήματα κάλυψαν τον πάγο, διατηρώντας τον ~ ανέπαφο. Μπα, ~ σου μάθανε να μιλάς; ~ λέμε εμείς από το νησί. Όπως κάθε χρόνο, ~ και φέτος κάναμε Πάσχα στο χωριό. -Θα γίνει καλά; -~ (= αυτό) νομίζω. Τα πράγματα δεν έχουν ~ (ακριβώς). (παρενθετικά) Το μειονέκτημά της, ας/να το πούμε ~, είναι ότι ...|| Γιατί/πώς είσαι ~; ~ έχει η ζωή/ο κόσμος. Αν είναι ~, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε. Πβ. τοιουτοτρόπως, ως ακολούθως, ως εξής. Βλ. αλλιώς, αλλιώτικα, διαφορετικά. 2. συνήθ. στην αρχή περιόδου για σύνδεση με τα προηγούμενα ή για να εκφράσει αποτέλεσμα, συμπέρασμα: (στο τέλος αφηγήσεων) Κι ~ έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. ~ η τελευταία έρευνα ανατρέπει τα προηγούμενα δεδομένα. ~, ένα χρόνο αργότερα, ολοκλήρωσε την πρώτη της ταινία. ~ για παράδειγμα ... ~ (= συνεπώς) η βαθμολογία διαμορφώνεται ως εξής ... 3. (προφ.) χωρίς συγκεκριμένο λόγο ή σκοπό: ~ το είπε (πβ. συμπτωματικά)/το έκανε στ' αστεία/για να γελάσουμε/για πλάκα. ~ μου ήρθε και το έγραψα. ~ του αρέσει/κάπνισε. ΑΝΤ. σκόπιμα 4. (ως δείκτης στο τέλος φρ.) (προφ.) για να ζητηθεί συγκατάθεση ή επιβεβαίωση: Θα έρθεις μαζί μας, ~ (= εντάξει, σύμφωνοι); 5. (ποσοτικό) (συνήθ. + επίθ.) τόσο: Πώς μπορείς να κάθεσαι ~ ήρεμος! Τι θες και φωνάζεις ~; Πώς πάχυνες ~; 6. (προφ.) για να δηλωθεί ευχή: Πες μου σε παρακαλώ, ~ να χαρείς την οικογένειά σου! Πβ. είθε, μακάρι. 7. (προφ.) δωρεάν, τζάμπα: Τη συμπάθησε και της το έδωσε ~. ● Ουσ.: έτσι (αργκό) 1. (ο) για γνωστό πρόσωπο του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται: Βγήκε/θα έρθει με τον ~ της. 2. (το) πείσμα, ιδιοτροπία: Με το ~ του όπου κι αν βρεθεί, κλέβει την παράσταση. ● ΦΡ.: δεν είναι έτσι (εμφατ.): για άρνηση ή για επιβεβαίωση (σε ερώτηση): ~ ~ όπως τα λες. ~ ~ τα πράγματα.|| Από την αρχή ήθελες να φύγεις, ~ ~ (: έτσι δεν είναι);, έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε (ειρων.): ο καθένας έχει τη δική του άποψη για γεγονότα και καταστάσεις, θεωρώντας ότι αυτή είναι η μόνη αντικειμενική. [< ιταλ. così è, se vi pare] , έτσι ή αλλιώς(/αλλιώτικα)/είτε έτσι είτε αλλιώς/έτσι (κι) αλλιώς (κι αλλιώτικα): με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη μια ή στην άλλη περίπτωση: Τι σημασία έχει αν τα πράγματα έγιναν ~ ~;, έτσι και: αν, σε περίπτωση που: ~ ~ αλλάξεις γνώμη, πες μου το. ~ ~ το μάθει, δεν θα σου ξαναμιλήσει.|| (απειλητ.) ~ ~ δω καμιά ύποπτη κίνηση, χάθηκες!, έτσι κι έτσι (προφ.) 1. μέτρια, ούτε καλά ούτε άσχημα, ούτε πολύ ούτε λίγο: -Πώς τα περνάς; -~ ~. Οι δουλειές πηγαίνουν ~ ~. Η ταινία ήταν ~ ~ (πβ. καλούτσικη).|| -Το κατάλαβες; -~ ~. Πβ. κομσί κομσά. 2. για αποφυγή περιττής επανάληψης ή λεπτομερούς αναφοράς: Βρήκαν τον δήμαρχο και του είπαν ~ ~. Του εξήγησα ότι ~ ~ έχει η κατάσταση. ~ ~ έμαθα, της είπε. Πβ. το και το. 3. σε κάθε περίπτωση: Και τι έχω να φοβηθώ; ~ ~ δεν μπορεί να μου κάνει τίποτε. Σκέφθηκα ~ ~ είμαι χαμένος, ας το ριψοκινδυνέψω. Πβ. έτσι κι αλλιώς., έτσι μπράβο/έτσι ντε! (προφ.): ως έκφραση επιδοκιμασίας, ενθάρρυνσης ή (σπάν.) ειρωνείας: ~ μπράβο, ωραία του τα είπες! ~ μπράβο, τα πηγαίνετε πολύ καλά!|| ~ ντε! Να σκέφτεσαι αισιόδοξα!, έτσι όπως: κατά αυτόν τον τρόπο που: ~ ~ πάει η δουλειά/το πράγμα, θα τελειώσω σε καμιά εικοσαετία. Δεν είναι ~ ~ τα λέτε. ΣΥΝ. έτσι που (1), έτσι που 1. με τον τρόπο με τον οποίο: Ήταν επόμενο, ~ ~ φέρεσαι. ~ ~ το 'βαλες, θα πέσει. ΣΥΝ. έτσι όπως 2. ώστε: Το έγραψα ~ ~ να το καταλάβουν όλοι., έτσι σε θέλω (προφ.): (ως έκφρ. ενθάρρυνσης) μου αρέσεις έτσι όπως είσαι: ~ ~, να γελάς!, έτσι ώστε: με αποτέλεσμα: Ήταν τόσο σαφής, ~ ~ δεν υπήρξαν παρανοήσεις. Χρειάζονται περαιτέρω ενέργειες, ~ ~ να (= για να) λυθεί το πρόβλημα., μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς (προφ.): (προκειμένου να δηλωθεί διαρκής μεταβολή) τη μια φορά έτσι, την άλλη διαφορετικά: Μου τα λέει ~ ~. Είναι ~ ~. Άστατος ο καιρός, ~ ~., μόνο έτσι/έτσι μόνο: μόνο με αυτόν τον τρόπο: ~ ~ θα σωθεί η επιχείρηση. ~ ~ πετυχαίνεις τον σκοπό σου., ο έτσι ο αλλιώς (προφ.): για αρνητικούς συνήθ. χαρακτηρισμούς που αποδίδονται σε ένα πρόσωπο, χωρίς να δηλώνονται συγκεκριμένα: Γι' αυτούς ήταν ο κακός άνθρωπος, ο φονιάς, ~ ~., όχι κ(α)ι έτσι: για κάτι που θεωρείται υπερβολικό ή αποδοκιμάζεται από τον ομιλητή: Είπαμε εκμετάλλευση του φυσικού τοπίου, αλλά ~ ~! Ε, ~ ~, το παράκαναν!, ώστε έτσι (λοιπόν) (προφ.): συνοψίζοντας όσα προαναφέρθηκαν: Α, ~ ~ της είπε; ~ ~, ε; Τώρα θα δεις!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! βλ. λέω, έτσι για την ιστορία βλ. ιστορία, έτσι γουστάρω/έτσι μου γουστάρει βλ. γουστάρω, έτσι κι αλλιώς βλ. αλλιώς, έτσι λες; βλ. λέω, έτσι σου είπαν να λες; βλ. λέω, έτσι/αυτός είναι ο κόσμος! βλ. κόσμος, έτσι/τώρα εξηγείται! βλ. εξηγώ, κάπως έτσι βλ. κάπως, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, με το έτσι θέλω βλ. θέλω, μια έτσι, μια γιουβέτσι/και έτσι και γιουβέτσι/τη μια έτσι (και) την άλλη γιουβέτσι βλ. γιουβέτσι, πώς (κι) έτσι; βλ. πώς [< μεσν. έτσι]
έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]
έως & ως [ἕως & ὡς] έ-ως πρόθ.: δηλώνει τοπικό, χρονικό ή ποσοτικό όριο: ~ εκεί/πέρα. ~ το σπίτι. ~ το γόνατο. Έφτασε ~ το ποτάμι. Θα πάω ~ την πλατεία. Το τείχος εκτείνεται ~ τη θάλασσα.|| ~ πότε; ~ (αργά) το βράδυ/την Κυριακή/τις μέρες μας/σήμερα/του χρόνου. Από είκοσι ~ τριάντα ετών. Από τις τέσσερις ~ τις πέντε το απόγευμα. Από Δευτέρα ~ Παρασκευή. Τα ~ τώρα δεδομένα.|| Από δέκα ~ δεκαπέντε ευρώ. Μείωση ~ (και) είκοσι τοις εκατό. Μετρώ ~ το δέκα. Είχαν μαζευτεί ~ και (: κατά προσέγγιση, περίπου) διακόσια άτομα.|| Άνεμοι μέτριοι ~ ισχυροί. Από τον πρώτο ~ (και) τον τελευταίο.|| (επιτατ.) ~ και (= ακόμη και) αυτός φοβήθηκε. ΣΥΝ. μέχρι (1) ● ΦΡ.: έως/μέχρις ότου (να): μέχρι να, μέχρι τη στιγμή που: Οι διαπραγματεύσεις θα συνεχιστούν ~ ~ βρεθεί συμβιβαστική λύση. ΣΥΝ. ωσότου, ώσπου, από την αρχή ως/μέχρι το τέλος βλ. αρχή, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, είμαι ως/μέχρι εδώ βλ. εδώ, λίγο πολύ/λίγο ή πολύ/λίγο ως(/έως) πολύ βλ. λίγο, μέχρι/έως θανάτου βλ. θάνατος, μέχρι/έως πρότινος βλ. πρότινος, μέχρι/ως εδώ βλ. εδώ, μέχρι/ως το(ν) λαιμό βλ. λαιμός, ως εδώ (και μη παρέκει) βλ. εδώ, ως/μέχρι τότε βλ. τότε [< αρχ. ἕως]
θαύμα [θαῦμα] θαύ-μα ουσ. (ουδ.) {θαύμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό-λογοτ.) θάμα 1. καθετί που υπερβαίνει τους νόμους της φύσης και αποδίδεται συνήθ. σε θεϊκή παρέμβαση· ανέλπιστα θετική εξέλιξη: ζωντανό/προσωπικό ~. Τα ~ατα των Αγίων/της Παναγίας/του Χριστού. To μέγα ~ του Αγίου Φωτός. ~ατα και προφητείες. Πιστεύει στα ~ατα.|| (εμφατ.) Είναι ~ πώς τα κατάφερε. Μόνο σε ένα ~ ελπίζει τώρα. Δεν γίνονται ~ατα, μη γελιέσαι. Πάμε για το ~ (πβ. όνειρο). Ζω ένα (μικρό) ~. 2. (μτφ.) οτιδήποτε ξεπερνά τις ανθρώπινες προσδοκίες και προκαλεί έκπληξη και θαυμασμό: αναπτυξιακό/αρχιτεκτονικό (πβ. αριστούργημα)/οικονομικό/τεχνολογικό/φυσικό ~. Το απόλυτο ~. Τα ~ατα της επιστήμης/της ιατρικής. Τα επτά νέα/σύγχρονα ~ατα. Μνημείο που αποτελεί ~ τελειότητας. Εμβόλιο-~ κατά του φονικού ιού. (εμφατ.) Το ~ του έρωτα/της ζωής (= η γέννηση, πβ. μυστήριο).|| (ως επίθ.) Τι νοστιμιά, ~ γεύση! (πβ. μούρλια, ονειρεμένη)|| (ως επίρρ.) Περνάμε ~! ΣΥΝ. εξαίσια, θαυμάσια, τέλεια, τρέλα, υπέροχα, φανταστικά. ● ΣΥΜΠΛ.: θαύμα θαυμάτων (εμφατ.) 1. οτιδήποτε απίστευτο, αναπάντεχο: Αν κερδίσει η ομάδα, θα είναι/πρόκειται για ~ ~. 2. ΕΚΚΛΗΣ. η Θεία Κοινωνία., παιδί-θαύμα & παιδί θαύμα: παιδί ή νεαρό άτομο με ταλέντο και ικανότητες ασυνήθιστες για την ηλικία του: Υπήρξε/χαρακτηρίστηκε ~ ~ στα μαθηματικά. Τα ~ιά ~ατα της μουσικής/του σινεμά. Πβ. ιδιοφυΐα. [< γερμ. Wunderkind, αγγλ. child prodigy, γαλλ. enfant prodige] , θαύμα της φύσης βλ. φύση ● ΦΡ.: κάνει θαύματα: κατορθώνει φοβερά πράγματα, έχει εντυπωσιακά αποτελέσματα: Η αγάπη/η τεχνολογία ~ ~. Νέο φάρμακο που ~ ~. Μηχάνημα που ~ ~ (πβ. κάνει παπάδες).|| (ειρων.) Το έκανε (πάλι) το θαύμα του και τα θαλάσσωσε. Πβ. θαυματουργώ., τα επτά θαύματα του κόσμου/της αρχαιότητας: μνημειώδη αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, η πυραμίδα του Χέοπα, οι κρεμαστοί κήποι της Βαβυλώνας, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, ο ναός της Άρτεμης στην Έφεσο, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο φάρος της Αλεξάνδρειας και ο Κολοσσός της Ρόδου., το όγδοο θαύμα (του κόσμου): δημιούργημα ασύλληπτης, εξαιρετικής τεχνικής: Κτίριο που θεωρήθηκε/χαρακτηρίστηκε ως ~ ~. [< γαλλ. la huitième merveille (du monde)] , ω του θαύματος!: επιφωνηματικά, ως έκφραση μεγάλης έκπληξης: Τον έψαχνα παντού και ξαφνικά, ~ ~, νάτος μπροστά μου! (συνηθέστ. ειρων.) Δεν ήξερε τίποτα, αλλά μόλις τον στρίμωξαν, ~ ~, τα θυμήθηκε όλα!, ως εκ θαύματος (λόγ.) & (σαν) από θαύμα: ανέλπιστα, αναπάντεχα: Γλίτωσε/επέζησε/σώθηκε ~ ~. ~ ~ δεν χτύπησε (πβ. από τύχη)! (ειρων.) Περιμένει, ~ ~, να λυθούν όλα του τα προβλήματα. [< γαλλ. (comme) par miracle] , αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα βλ. αλλού, εν τω άμα (και το θάμα/θαύμα) βλ. άμα, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα [< αρχ. θαῦμα, γαλλ.-αγγλ. miracle, γαλλ. merveille]
κόρη κό-ρη ουσ. (θηλ.) 1. θηλυκό παιδί, κυρ. σε σχέση με τους γονείς του: θετή (πβ. ψυχο~)/μονάκριβη/υιοθετημένη/φυσική ~. Η μεγαλύτερη/μικρότερη ~ τους. Η ~ του αδερφού (= ανιψιά)/της θείας (= ξαδέρφη)/του παιδιού (= εγγονή) μου. Την αγαπάει σαν ~ του. Σχέση μητέρας/πατέρα-~ης. Έχει δύο ~ες κι έναν γιο. Έχω ~ της παντρειάς. Ζήτησε το χέρι της ~ης τους. Πβ. θυγατέρα, κορίτσι. Βλ. κοπέλα, νέα, παρα~. 2. ΑΝΑΤ. το άνοιγμα στο κέντρο της ίριδας, από το οποίο εισέρχεται το φως στον οφθαλμό: διαστολή/συστολή της ~ης του ματιού. Πβ. μαυράδι. 3. ΑΡΧΑΙΟΛ. (στην αρχαϊκή πλαστική) νεανικό γυναικείο άγαλμα, ντυμένο, σε όρθια μετωπική στάση: αναθηματικές/μαρμάρινες ~ες. Επιτύμβιο ανάγλυφο ~ης. Βλ. κούρος. ● Υποκ.: κορούλα (η): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: κοράκλα (η) (λαϊκό): στη σημ. 1. ● ΦΡ.: ως κόρη(ν) οφθαλμού (λόγ.): ως κάτι εξαιρετικά πολύτιμο: Προσέχει την υγεία του ~ ~. [< αρχ. κόρη 3: αγγλ. kore, γαλλ. korê, γερμ. Kore]
κύμινο κύ-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό, ετήσιο ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cuminum cyminum) με λευκά ή ρόδινα άνθη και έντονο άρωμα· κυρ. συνεκδ. το μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους του: τριμμένο ~ (= ~ σε σκόνη). Σουτζουκάκια με ~. Βλ. κάρι, τσίλι. ● ΦΡ.: μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι (μτφ.-προφ.): αμέσως, πολύ γρήγορα: Θα έχω τελειώσει ~ ~! ΣΥΝ. στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν [< αρχ. κύμινον, γαλλ.-αγγλ. cumin]
μαγεία μα-γεί-α ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αισθητική απόλαυση που προκαλείται από κάτι εξαιρετικά όμορφο ή ενδιαφέρον: θεατρική/μουσική ~. Η ~ του βυθού/του κινηματογράφου/της νύχτας/του παραμυθιού/του τοπίου. Σκέτη ~ (= απόλυτα μαγευτική) η πανσέληνος του Αυγούστου! 2. ΛΑΟΓΡ. η τέχνη της επίκλησης υπερφυσικών δυνάμεων, για να πραγματοποιηθεί κάτι με τρόπο λογικά αδύνατο: λευκή/μαύρη ~ (: για πρόκληση ωφέλειας/βλάβης). Βλ. βουντού, ξόρκι, μαγγανεία, μάγια, φυλαχτό. ● ΦΡ.: ως δια μαγείας (λόγ.): με τρόπο απρόσμενο και ανεξήγητο: ~ ~, λύθηκε το πρόβλημα. [< γαλλ. comme par magie/enchantement] [< 1: γαλλ. magie, enchantement 2: αρχ. μαγεία]
όσμωση [ὄσμωση] ό-σμω-ση ουσ. (θηλ.) & ώσμωση 1. ΧΗΜ. διαδικασία κατά την οποία τα μόρια ενός διαλύτη διαχέονται από το αραιότερο προς το πυκνότερο διάλυμα μέσω μιας ημιπερατής μεμβράνης, προκειμένου να ισοσταθμιστεί η διαφορά στη μοριακή συγκέντρωση των δύο διαλυμάτων. 2. (μτφ.-απαιτ. λεξιλόγ.) αλληλεπίδραση και ειδικότ. σταδιακή και ασυνείδητη διαδικασία αφομοίωσης ή απορρόφησης: κοινωνική/πολιτική ~. ~ των αντιθέσεων/απόψεων/πολιτισμών. Πβ. διαπίδυση, μπόλιασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίστροφη όσμωση βλ. αντίστροφος [< γαλλ. osmose, αγγλ. osmosis < αρχ. ὠσμός ‘ώθηση’]
οσμωτικός, ή, ό [ὀσμωτικός] ο-σμω-τι-κός επίθ. & ωσμωτικός: ΧΗΜ. που σχετίζεται με τη διαδικασία της όσμωσης: ~ή: δράση/ενέργεια/ισορροπία. ~ό: δυναμικό/σοκ/φαινόμενο. ~ές: συνθήκες. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: οσμωτική πίεση: η διαφορά πίεσης ανάμεσα σε δύο διαλύματα διαφορετικών συγκεντρώσεων, τα οποία διαχωρίζονται από ημιπερατή μεμβράνη: ~ ~ του πλάσματος. [< γαλλ. pression osmotique] [< γαλλ. osmotique, αγγλ. osmotic]
οσμωτικότητα [ὀσμωτικότητα] ο-σμω-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & ωσμωτικότητα: ΧΗΜ. συγκέντρωση οσμωτικού διαλύματος: υψηλή/χαμηλή ~. ~ του ορού/των ούρων/του πλάσματος. Βλ. -ότητα. [< αγγλ. osmolarity, 1948]
οφείλω [ὀφείλω] ο-φεί-λω ρ. (μτβ.) {όφειλα, οφειλ-όταν (λόγ.) οφείλ-ετο, -όμενος} ΣΥΝ. χρωστώ 1. πρέπει να δώσω ή να επιστρέψω χρηματικό ποσό: Πόσα/τι σας ~; ~ει στην τράπεζα ... ευρώ. 2. έχω ηθική ή άλλη υποχρέωση, έχω καθήκον να κάνω κάτι: Μου ~εις μια απάντηση/εξήγηση/συγγνώμη. Δεν ~ τίποτα και σε κανέναν. Πρέπει να ξεκουραστείς, το ~εις στον εαυτό σου. ~ να δηλώσω/επισημάνω/προσθέσω/πω/υπογραμμίσω ότι ... ~ να ομολογήσω/παραδεχθώ ότι έκανα λάθος. ~ να της αναγνωρίσω ότι είναι η μόνη που τολμάει. ~εις να σέβεσαι τους κανόνες/να τηρείς τις υποσχέσεις σου. Κάθε καταναλωτής ~ει να γνωρίζει τα δικαιώματά του. Κάντε ό,τι νομίζετε, εγώ όφειλα να σας ενημερώσω. Όφειλες να με είχες προειδοποιήσει. Έπραξε ως/όπως όφειλε (= έπρεπε).|| (για φοιτητή) ~ει ένα μάθημα (: πρέπει να εξεταστεί σε αυτό και να το περάσει), για να πάρει το πτυχίο του. 3. αναγνωρίζω σε κάποιον το καλό που μου έκανε· αποδίδω: ~ στους γονείς μου πάρα πολλά/τα πάντα. Του ~ ευγνωμοσύνη/ένα (μεγάλο) ευχαριστώ. Με την ~όμενη τιμή.|| Η πόλη ~ει την ονομασία της ... Την επιτυχία του την ~ει στην εργατικότητά του. ● Παθ.: οφείλεται: έχει ως αιτία, προκαλείται από: Ασθένεια που ~ σε μικρόβιο. Πού/σε τι ~ το δυστύχημα; Το σφάλμα ~ αποκλειστικά σε λάθος εκτίμηση. Η βλάβη δεν ~ σε αμέλεια. Η παρανόηση ~όταν στο γεγονός ότι ...|| Η προαγωγή της ~ στη σκληρή δουλειά. ● ΦΡ.: ως μη όφειλε & ως μη ώφειλε/ώφελε (λόγ.): για κάτι που δεν έπρεπε να είχε/έχει συμβεί, αλλά συνέβη: Έκρυψε, ~ ~, την αλήθεια. [< αρχ. ὀφείλω]
περισσός, ή, ό πε-ρισ-σός επίθ. (λόγ.): περίσσιος, άφθονος: ~ή: έπαρση/ευλάβεια/τέχνη/υποκρισία. ~ό: θράσος. Με ~ή επιμέλεια/χαρά. ● ΦΡ.: (ως) εκ (του) περισσού: χωρίς να χρειάζεται, να είναι απαραίτητο: ~ ~, να αναφερθεί ότι ... [< αρχ. περισσός]
πλείστοι, ες, α [πλεῖστοι] πλεί-στοι επίθ. {σπανιότ. στον εν. πλείστος} (λόγ.): πολλοί: Νέο μοντέλο με ~ες τεχνολογικές καινοτομίες. ~α θέματα αντλούνται από ... ● Ουσ.: οι πλείστοι (απαιτ. λεξιλόγ.): οι περισσότεροι: ~ ~ από εμάς/(λογιότ.) εξ ημών ... Στις ~ες των περιπτώσεων ..., το πλείστο(ν): το μεγαλύτερο μέρος: ~ ~ της παραγωγής διατίθεται σε ... ● ΦΡ.: κατά το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο μέρος, στο μεγαλύτερο ποσοστό: Έκθεση που παρουσιάζει έργα σύγχρονων, ~ ~, ζωγράφων., πλείστοι όσοι : πάρα πολλοί, πολλοί και διάφοροι: ~ ~ ασχολήθηκαν με το θέμα. Έχουν καταγγείλει ~ες ~ες φορές την κατάσταση. Αντιμετωπίζουν ~α ~α προβλήματα., ως επί το πλείστον: κατά το μεγαλύτερο ποσοστό· κυρίως: Πολύς κόσμος, ~ ~ εργαζόμενοι, ...|| Αναφέρθηκε ~ ~ στα κοινωνικά προβλήματα. [< αρχ. πλεῖστοι]
συνέχεια συ-νέ-χει-α ουσ. (θηλ.) 1. οτιδήποτε ακολουθεί, διαδέχεται ή συνδέεται με κάτι άλλο με εσωτερική συνοχή: άξια/ενδιαφέρουσα/συναρπαστική/τραγική ~. ~ των αγώνων/διαπραγματεύσεων/εξετάσεων (από αύριο, την επόμενη βδομάδα). Η ~ ενός βιβλίου/μιας εκπομπής/ενός έργου. Μυθιστόρημα/σειρά (= σίριαλ) σε ~ες. Διακρίσεων/επιτυχιών/προβλημάτων ~. Εύχομαι καλή ~ (στο έργο σας). Πβ. συνέχιση. H ~ στο επόμενο επεισόδιο/τεύχος. (για τηλεοπτική εκπομπή) Η ~ επί της οθόνης/μετά τις διαφημίσεις.|| (ΒΙΟΛ.) Κατά ~ ιστού. (ΜΑΘ.) ~ συνάρτησης. 2. διαρκής, χωρίς διακοπή, ύπαρξη ή λειτουργία ενός στοιχείου μέσα στον χρόνο: αδιάσπαστη/εθνική/ιστορική/λογική/πολιτισμική/φυσική ~. ~ της (ελληνικής) γλώσσας/της κληρονομιάς/του κράτους (= της θεσμικής και διοικητικής λειτουργίας του). Διακοπή/διατήρηση (της) ~ας. ΑΝΤ. ασυνέχεια ● ΦΡ.: δίνω συνέχεια (σε κάτι): εξακολουθώ να ασχολούμαι με κάτι ή να επιμένω σε αυτό, συνήθ. αρνητικό, δυσάρεστο: ~ ~ σε αντιπαράθεση/επεισόδιο/καβγά. Παρά την προσβολή που δέχτηκε, δεν έδωσε ~., στη συνέχεια & (λόγ.) εν συνεχεία: μετά, κατά την επόμενη στιγμή, ύστερα: Πρώτα μας ανακοίνωσε τα νέα και ~ ~ ζήτησε τη γνώμη μας. (Εξετάστηκαν οι μάρτυρες και) ~ ~ έλαβε τον λόγο ο εισαγγελέας. Τι ειπώθηκε στη ~ της συζήτησης; Στη ~ της εκδήλωσης θα μιλήσει ο ... ΣΥΝ. ακολούθως (1), ως συνέχεια (+ γεν.): ως διάδοχη κατάσταση, που συνεχίζει μια προηγούμενη παράδοση: η βυζαντινή αυτοκρατορία ~ ~ της ρωμαϊκής., έπεται/υπάρχει (και) συνέχεια βλ. έπομαι [< αρχ. συνέχεια, γαλλ. suite]
συνήθως συ-νή-θως επίρρ. {συνηθέστ-ερα, -ατα}: με πολύ μεγάλη συχνότητα, τις περισσότερες φορές: Έγινε και πάλι ό,τι συμβαίνει ~ (= κατά κανόνα). Οι ερωτήσεις που ~ υποβάλλονται. ΑΝΤ. σπάνια ● ΦΡ.: ως συνήθως: όπως συνηθίζεται, όπως πάντα: Οι παραδόσεις θα γίνουν ~ ~ στο αμφιθέατρο ...|| ~ ~, τα νέα τα έμαθα τελευταίος. Πβ. ως/όπως είθισται. [< αρχ. συνήθως]
τούτος, η, ο [τοῦτος] τού-τος δεικτ. αντων. {χωρ. κλητ.} & ετούτος (προφ.): αυτός: Ποιος είναι ~;|| ~ ο χειμώνας είναι ο χειρότερος. Η φωνή της λογικής είναι επιτακτική ~η τη στιγμή (= τώρα). Είχαμε φασαρίες ~ες τις μέρες.|| Έβγαλα ~ο το συμπέρασμα. Όλα ~α φαίνονται σήμερα πολύ μακρινά. Μιλήσαμε για ~α και για κείνα. ~ο δεν σημαίνει όμως ότι ... Και όχι μόνο ~ο, αλλά ... ● ΦΡ.: άνευ τούτου (λόγ.): χωρίς αυτό., για τούτο & (λόγ.) διά τούτο: γι' αυτό., επί τούτου 1. & (σπάν.-λόγ.) επί τούτω & επί τούτο: για τον λόγο ή τον σκοπό αυτό, επίτηδες: Το κάνει ~ ~, για να με εξοργίσει. Ο νόμος έγινε ~ ~ (πβ. ad hoc). Ο διαγωνισμός διενεργείται από την ~ τούτω συγκροτηθείσα επιτροπή. 2. σχετικά με αυτό: Θα ενημερωθείτε ~ ~. Η κυβέρνηση δεν θα τοποθετηθεί ~ ~. Ουδέν σχόλιον ~ ~!, και τούτο και το άλλο: για να δηλωθεί σειρά πραγμάτων, χωρίς να αναφερθούν λεπτομέρειες: Ας πάψουν επιτέλους να ζητάνε ~ ~., προς τούτο (λόγ.): για τον σκοπό, τον λόγο αυτό: Για τη λειτουργία του γραφείου απαιτείται ειδική ~ ~ άδεια., προς τούτοις (λόγ.): επιπλέον, επιπρόσθετα: ~ ~ αναφέρω ότι ... ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, προσέτι, τούτος εδώ/'δω (εμφατ.): Δεν έχω περάσει ξανά από ~α ~ τα μέρη.|| ~ ~ έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Μας αφηγήθηκε ~η 'δω την ιστορία (= την ακόλουθη)., ως εκ τούτου (λόγ.): επομένως, συνεπώς: επιχειρήματα αναληθή και ~ ~ παραπλανητικά., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! βλ. άλλος, εκτός/πέραν αυτού/τούτου βλ. εκτός, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! βλ. καλός, μ' αυτά/με τούτα και μ'εκείνα βλ. αυτός, ο πάνω κόσμος/ετούτος ο κόσμος βλ. πάνω & επάνω, τούτου δοθέντος βλ. δοθείς [< μεσν. τούτος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ