Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ωτόλιθος [ὠτόλιθος] ω-τό-λι-θος ουσ. (αρσ.): ΑΝΑΤ. σκληρός ιστός αποτελούμενος από ανθρακικό ασβέστιο ο οποίος βρίσκεται στο εσωτερικό αυτί των σπονδυλωτών και συμμετέχει στην αισθητηριακή αντίληψη: Η ηλικία των ψαριών καταγράφεται στους ~ους. [< γαλλ.-αγγλ. otolith]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.