αλεπού [ἀλεπού] α-λε-πού ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Vulpes vulpes) με μακρύ και λεπτό ρύγχος, μικρά μάτια, μυτερά αυτιά, κοντά και λεπτά πόδια και φουντωτή ουρά: αρκτική (= λευκή, πολική)/κόκκινη ή κοινή (: φορέας της λύσσας) ~. Η κολοβή ~ (: από μύθο του Αισώπου). Επιδρομές ~ούδων.|| (συνεκδ. η γούνα της αλεπούς) Παλτό με γιακά και μανσέτες από γκρίζα ~. Πβ. ρενάρ. 2. (μτφ.-οικ.) για πονηρό άνθρωπο: Είσαι μια ~ εσύ! Είναι μεγάλη ~ ο ...! Πβ. γάτα. Βλ. -ού4. ● Υποκ.: αλεπουδάκι (το), αλεπουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γριά αλεπού & γέρικη αλεπού (μτφ.): για έμπειρο και πονηρό άτομο μεγάλης ηλικίας: ~ ~ της πολιτικής., πονηρή αλεπού βλ. πονηρός ● ΦΡ.: η αλεπού εκατό χρονών, το αλεπουδάκι/αλεπόπουλο εκατόν δέκα (παροιμ.): για κάποιον που παριστάνει τον έξυπνο ή έμπειρο σε πεπειραμένο άτομο μεγαλύτερης ηλικίας., η γριά αλεπού δεν πιάνεται με ξόβεργες (παροιμ.): το πονηρό και με πείρα στη ζωή άτομο δεν ξεγελιέται εύκολα., ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη (παροιμ.): η πονηριά υπερέχει της σωματικής δύναμης., όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια (παροιμ.): ό,τι δεν είναι ικανός κάποιος να αποκτήσει, το περιφρονεί, το χλευάζει, το υποβαθμίζει., τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι;: για αταίριαστη ή ύποπτη παρουσία κάποιου σε μέρος στο οποίο δεν είναι αναμενόμενο να βρίσκεται. [< μεσν. αλεπού]
βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες. ● βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]
γίνομαι γί-νο-μαι ρ. {έγινα (λαϊκό) γίνηκα, γίνει, (λόγ.) γινόμενος, γινωμένος} & (λαϊκό) γένομαι {γενεί, γενόμενος} 1. αποκτώ μια ιδιότητα, αναπτύσσομαι, διαμορφώνομαι· μεταβάλλομαι σε κάτι διαφορετικό: Πώς ~ μέλος του φόρουμ; Μερικοί λένε ότι ο άνθρωπος γεννιέται, δεν ~εται. Πώς έγινε (= δημιουργήθηκε) το Σύμπαν; Ο ουρανός έγινε μαύρος (= μαύρισε). Εκνευρίστηκε και έγινε έξω φρενών/πυρ και μανία. Γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι. Τα προβλήματά του έγιναν πιο μεγάλα (= μεγάλωσαν). Τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις (: για επάγγελμα); Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου (= να με παντρευτείς); Τα αίτια της έκρηξης δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστά (= δεν έχουν γνωστοποιηθεί). Δεν είναι πια άρρωστος, έχει γίνει καλά (= έχει γιατρευτεί, θεραπευτεί).|| Με τη δράση των ενζύμων το γάλα ~εται γιαούρτι. Πβ. αλλάζω. Βλ. ξανα~, παρα~. 2. οδηγούμαι σε μια συνήθ. αρνητική κατάσταση, καταντώ: Μη ~εσαι παιδί (= μην παιδιαρίζεις), σκέψου ώριμα. Έτσι που έγιναν (= ήρθαν) τα πράγματα, τίποτα δεν μας σώζει. Έχει γίνει έρμαιο των παθών του. Τι θα γίνουν (= απογίνουν) τα φυτά μου, αν λείψω από το σπίτι; Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς εσένα; Πβ. καταλήγω. 3. μεταβάλλομαι αριθμητικά, φτάνω σε κάποιο αριθμό: Αν γίνουμε πολλοί, θα κλείσουμε τραπέζι. Από δύο που ήμασταν γίναμε πέντε (πβ. ανέρχομαι). ● γίνεται 1. πραγματοποιείται, συμβαίνει: Η δειγματοληψία ~ από επίσημη Αρχή (πβ. διεξάγεται, συντελείται). ~ονται έρευνες/μελέτες/πειράματα/προγράμματα επιμόρφωσης/σχέδια. Έγινε επεισόδιο/καβγάς/μάχη/πόλεμος/σεισμός/φασαρία. Τι θα γίνει άραγε, πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα; Πβ. λαμβάνει χώρα. Βλ. ξε~. 2. δημιουργείται, κατασκευάζεται· ετοιμάζεται· (για καρπό) ωριμάζει: Η μπίρα ~ από κριθάρι. Τα παιχνίδια γίνονται από ανακυκλώσιμα υλικά.|| Το φαγητό ~.|| Τα σύκα δεν έχουν γίνει ακόμη (βλ. γινωμένος). 3. (απρόσ. + να) είναι εφικτό, μπορεί να συμβεί: Δεν ~ να έρθω σήμερα, γιατί θα λείπω. ~ να συναντηθούμε λίγο αργότερα;|| Απίστευτο; Κι όμως, ~. Αυτό δεν ~, ξέχασέ το! 4. (απρόσ. + να) είναι δυνατόν: Δεν ~ να φταίω πάντα εγώ! Πώς ~ να είσαι τόσο αδιάφορη; (: πώς μπορείς να ...).|| Δεν ~ (= δεν πρέπει) να μιλάς έτσι! ● ΦΡ.: γίνομαι θέατρο/(δημόσιο) θέαμα/τσίρκο/νούμερο (μτφ.-προφ.): γελοιοποιούμαι, εκτίθεμαι δημόσια: Σταμάτα να γίνεσαι ~! ΣΥΝ. γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη), δεν γίνεται τίποτα 1. δεν μπορεί να προκύψει καλό αποτέλεσμα: Με γκρίνια/χωρίς δουλειά ~ ~. 2. δεν είναι δυνατόν να δοθεί λύση σε ένα πρόβλημα: Λυπάμαι, κύριέ μου, ~ ~ για την υπόθεσή σας!, δεν έγινε (και) τίποτα (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν είναι σοβαρό, άξιο σημασίας: Κοιτάξτε να τα βρείτε, ~ ~. Πβ. δεν χάθηκε/δεν χάλασε/δεν θα χαλάσει (κι) ο κόσμος., δεν ξέρεις τι σου γίνεται (προφ.): είσαι σε πλήρη σύγχυση, έχεις παντελή άγνοια: ~ ~, τα 'χεις χαμένα πια!|| ~ ~ από υπολογιστές. Στη χημεία δεν ξέρω τι μου ~. Πβ. έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα., έγινε! (προφ.-εμφατ.): εντάξει: -Θα τα πούμε το βράδυ. -~!, έγινε/γίνεται το έλα να δεις (προφ.): για μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, σύγχυση. ΣΥΝ. έγινε κόλαση/της κολάσεως, και τι έγινε/και τι μ' αυτό; (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, για να υποτιμηθεί κάτι: Δεν πήγες καλά στο τεστ αλλά ~ ~; Πβ. ε, και; (ε) κι έπειτα/ύστερα; και λοιπόν; ΣΥΝ. τι σημασία έχει;, κουβέντα/λόγος να γίνεται & σε κουβέντα να βρισκόμαστε (συχνά ειρων.): για άσκοπη συζήτηση: Δεν καταλήξαμε κάπου, απλά ~ ~., ό,τι έγινε έγινε & (λόγ.) ο γέγονε γέγονε (ΚΔ): συγκαταβατικά για κάτι αρνητικό που φαίνεται ανεπανόρθωτο ή δύσκολα αναστρέψιμο: ~ ~, από εδώ και πέρα να δούμε τι θα κάνουμε ... Καλώς ή κακώς ~ ~ και δεν αλλάζει. ΣΥΝ. ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται, ό,τι και να γίνει/ό,τι κι αν γίνει: ό,τι και να συμβεί, σε οποιαδήποτε περίπτωση: ~ ~, εμείς δεν το βάζουμε κάτω., πώς γίνεται/έγινε να .../και ...; (προφ.): πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει: ~ ~ να μην μπορείς να βρεις μια δουλειά; Πώς έγινε και κάναμε το ίδιο λάθος;, τι γίνεται/τι έγινε; & τι γίνεσαι; (προφ.): τι κάνεις; πώς είσαι; ~ ~, είσαι καλά; (οικ.) Τι μου γίνεσαι;, τι θα γίνει; (προφ.): για δήλωση αγανάκτησης, εκνευρισμού: ~ ~ (επιτέλους/τέλος πάντων), θα μας αφήσετε ήσυχους;, τι να γίνει;: για δήλωση συγκατάβασης, συμβιβασμού: ~ ~, δεν μπορείς να τα έχεις όλα. ~ ~, ό,τι έγινε δεν αλλάζει., ως μη γενόμενο(ς)/γενόμενη (λόγ.): σαν να μην έχει γίνει: Απέκρυψε το γεγονός και το θεώρησε ως μη γενόμενο., (γίνεται) της ανωμαλίας βλ. ανωμαλία, (κάποιος) γίνεται χαλί να τον πατήσεις βλ. χαλί, γίναμε από δυο χωριά (χωριάτες) βλ. χωριό, γίναμε μαντάρα βλ. μαντάρα, γίναμε/θα γίνουμε βίδες βλ. βίδα, γίνεται (μεγάλος/πολύς) ντόρος βλ. ντόρος, γίνεται σαλάτα βλ. σαλάτα, γίνεται της κακομοίρας βλ. κακομοίρης, γίνεται της τρελής/μουρλής/παλαβής βλ. τρελός, γίνεται το σώσε βλ. σώσε, γίνεται/γίναμε μύλος βλ. μύλος, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, γίνομαι αντιληπτός βλ. αντιληπτός, γίνομαι ένα (με κάποιον/κάτι) βλ. ένα, γίνομαι θηρίο βλ. θηρίο, γίνομαι κακός βλ. κακός, γίνομαι κώλος βλ. κώλος, γίνομαι λιώμα βλ. λιώμα, γίνομαι μπίλιες (με κάποιον) βλ. μπίλια, γίνομαι μπουρλότο βλ. μπουρλότο, γίνομαι πύραυλος βλ. πύραυλος, γίνομαι ρεζίλι/ρεντίκολο (των σκυλιών)/ρόμπα (ξεκούμπωτη) βλ. ρεζίλι, γίνομαι σκυλί βλ. σκυλί, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) βλ. βάρος, γίνομαι/είμαι κομμάτια βλ. κομμάτι, γίνομαι/είμαι περδίκι βλ. περδίκι, γίνομαι/είμαι πίτα βλ. πίτα, γίνομαι/είμαι σταφίδα βλ. σταφίδα, γίνομαι/είμαι στουπί/σκνίπα/φέσι/κουρούμπελο/λιώμα/ντέφι/ντίρλα/λιάρδα/κουνουπίδι βλ. στουπί, γίνομαι/είμαι τύφλα/τάπα στο μεθύσι βλ. τύφλα, δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση βλ. σύγκριση, έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, έγινα/γίνομαι θυσία για κάποιον βλ. θυσία, έγινε βούκινο βλ. βούκινο, έγινε διπλός/διπλάσιος βλ. διπλός, έγινε καπνός βλ. καπνός, έγινε κάρβουνο βλ. κάρβουνο, έγινε λαγός βλ. λαγός, έγινε Λούης βλ. Λούης, έγινε πραγματικότητα βλ. πραγματικότητα, έγινε/είναι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, έχω γίνει λάστιχο βλ. λάστιχο, κάνω (κάποιον) Τούρκο/γίνομαι Τούρκος βλ. Τούρκος, Τουρκάλα, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μένω/γίνομαι στήλη άλατος βλ. στήλη, μου γίνεται/έγινε τσιμπούρι βλ. τσιμπούρι, ντέφι να γίνει βλ. ντέφι, ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται βλ. ξεγίνεται, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει βλ. θέλω, όπερ και εγένετο βλ. όπερ, πες το κι έγινε βλ. λέω, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το πάθημα (γίνεται/μου έγινε/να σου γίνει) μάθημα βλ. πάθημα, χώμα είμαστε και χώμα θα γίνουμε βλ. χώμα ● βλ. γινωμένος [< μτγν. γίνομαι]
θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι. ● θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]
θερίζω θε-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. σπάν. αμτβ.) {θέρι-σα, θερί-στηκε, -σμένος, θερίζ-οντας} 1. ΓΕΩΡΓ. κόβω, με ειδική μηχανή ή παλαιότ. με δρεπάνι και σε συγκεκριμένο μήνα του χρόνου, φυτά με όρθιους βλαστούς, για να συγκομίσω τους καρπούς τους, να τα κάνω ζωοτροφή ή να κατασκευάσω με αυτά συγκεκριμένα αντικείμενα: ~σαν τη σοδειά/τα σπαρτά/τα στάχυα/τα χόρτα (βλ. αποψιλώνω). ~στηκε το στάρι. ~σμένος: κάμπος (ΑΝΤ. αθέριστος). ~σμένο: καλαμπόκι. ~σμένες: καλλιέργειες. ~σμένα: δημητριακά. Βλ. παρα~.|| (αμτβ.) Τον Ιούνιο ~ουν. Βλ. αλωνίζω, οργώνω. 2. (μτφ.) απολαμβάνω τα θετικά ή δέχομαι τα αρνητικά επακόλουθα των πράξεών μου: Θα ~σουν τους καρπούς των κόπων τους/τις συνέπειες της ανυπακοής τους. Πβ. αποκομίζω, δρέπω. ● θερίζει (μτφ.) 1. δημιουργεί έντονο αίσθημα κρύου ή πείνας ή προκαλεί διάρροια: (αμτβ.) ~ έξω το κρύο!|| Μας ~σε η πείνα. Κάτι έφαγα και με ~σε (βλ. κόψιμο). 2. προκαλεί ομαδικούς θανάτους ή μαζική καταστροφή· αποδεκατίζει: ~ η ασιτία/το έιτζ (σ)τις χώρες του Τρίτου Κόσμου (: μαστίζει, σπέρνει τον θάνατο). Πληθυσμοί που ~στηκαν από τις ασθένειες/τις επιδημίες/τη φτώχεια. Πβ. εξολοθρεύω, εξοντώνω.|| (κατ' επέκτ.) Η ανεργία ~/τα ναρκωτικά ~ουν (σ)τους νέους. Τους ~σε το χαλάζι (: προξένησε εκτεταμένες καταστροφές). ● ΦΡ.: ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις (ΚΔ, παροιμ.): η ανταμοιβή είναι ανάλογη των πράξεων. ΣΥΝ. όπως έστρωσε(ς)/στρώσει(ς), θα κοιμηθεί(ς)/θα πλαγιάσει(ς), όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος [< 1: αρχ. θερίζω]
καλύτερος, η, ο κα-λύ-τε-ρος επίθ. 1. (συγκρ.) πιο καλός: ελπίδα για έναν ~ο κόσμο. Έρχονται ~ες μέρες.|| Ήταν ~ και δίκαια νίκησε. Είσαι πολύ ~ός (= ανώτερός) του. ΑΝΤ. χειρότερος (1) 2. (υπερθ., συνήθ. με άρθρο) ο πιο καλός: βραβείο ~ης ταινίας. Ψηφίστηκε ως ο ~ ηθοποιός.|| H ~η (δυνατή) επιλογή/λύση (= η πιο ενδεδειγμένη· πβ. κάλλιστος). Προϊόντα στις ~ες τιμές (= στις πιο συμφέρουσες)!|| Ο ~ός μου φίλος (= o πιο αγαπημένος). Είσαι ο ~ άνθρωπος του κόσμου! Τα φετινά ήταν τα ~α γενέθλια της ζωής μου (= τα ομορφότερα, τα πιο ευτυχισμένα).|| (ως ουσ.) Ας κερδίσει ο ~! Θα προσπαθήσουμε για το ~ο! Βγήκε πρώτος ανάμεσα στους ~ους. Εύχομαι τα ~α (= τα βέλτιστα). ● ΦΡ.: ό,τι καλύτερο: το πιο καλό: Θέλουν ~ ~ για τα παιδιά τους. Έκανα ~ ~ μπορούσα! Είσαι ~ ~ έχω γνωρίσει/μου έχει συμβεί! Το να μείνεις χωρίς δουλειά σίγουρα δεν είναι κ(α)ι ~ ~.|| (ως ευχή:) Εύχομαι ~ ~ (= όλα τα καλά) σε σένα και την οικογένειά σου! ΑΝΤ. ό,τι χειρότερο, προς το καλύτερο: για να δηλωθεί σταδιακή βελτίωση: Η κατάσταση της υγείας του πάει ~ ~ (= βελτιώνεται, καλυτερεύει). Τα πράγματα αλλάζουν/εξελίσσονται ~ ~., τα καλύτερα έρχονται! & τα καλύτερα είναι μπροστά: (ως ενθάρρυνση) η κατάσταση θα βελτιωθεί: Μην ανησυχείς, ~ ~! Yπομονή, γιατί ~ ~!, (από/καλύτερα) μακριά και αγαπημένοι βλ. μακριά, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό βλ. εαυτός, η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση βλ. άμυνα, κλάσεις ανώτερος βλ. κλάση2, ο καλύτερος του χωριού βλ. χωριό, πρώτος και καλύτερος βλ. πρώτος, τόσο το καλύτερο/το χειρότερο βλ. τόσο [< μεσν. καλύτερος]
καταλαβαίνω κα-τα-λα-βαί-νω ρ. (μτβ.) {κατάλαβα, καταλάβω, καταλαβαιν-όμαστε, καταλαβαίν-οντας} 1. γνωρίζω ή μπορώ να εξηγήσω στον εαυτό μου το νόημα, τη φύση ή την αιτία ενός πράγματος: ~ τις απόψεις σου/τη διαφορά/τη σημασία μιας λέξης. ~ ένα έργο τέχνης. Είναι δύσκολο να το καταλάβεις (: είναι δυσνόητο). Πβ. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ.|| ~ τι μου λες. Διαβάζω, αλλά δεν ~ τίποτα (βλ. αλαμπουρνέζικα). Όπως ~εις, η κατάσταση είναι κρίσιμη. Κάνει πως δεν ~ει (πβ. κάνει την πάπια/το κορόιδο). Aν κατάλαβα καλά, ... Λάθος (πβ. παρεξηγώ)/σωστά κατάλαβες! Το κατάλαβες (= μπήκες στο νόημα, το 'πιασες); Αδύνατο να το καταλάβω! Τόσες φορές του το είπα, αλλά δεν θέλει/δεν λέει να το καταλάβει. Πβ. εννοώ. Βλ. πολυ~, ψιλο~.|| (έκφρ. θυμού:) Δεν (το) κατάλαβα το ύφος σου!|| (έκφρ. απορίας) Δεν ~ πού βρίσκει την όρεξη και/να ...|| (για πρόσ.) Δεν μπορώ να τον καταλάβω (= να τον ψυχολογήσω).|| ~εις Γερμανικά (= μιλάς); || Δεν ~ τα γράμματά σου (: δεν τα βγάζω). 2. δείχνω κατανόηση, συμμερίζομαι: ~ τις ανησυχίες/τη στάση σου. Σε ~ απόλυτα. ~ πώς αισθάνεσαι/τι περνάς! Δεν με ~εις! Πβ. συμπονώ. ΣΥΝ. νιώθω (4) 3. συνειδητοποιώ· υποψιάζομαι: Τώρα ~ γιατί ... Δεν ~ει (= παραδέχεται) το λάθος του.|| Δεν κατάλαβα ότι ήσουν εσύ (= δεν σε αναγνώρισα)! Με πλησίασε χωρίς να τον καταλάβω.|| Το είχα καταλάβει απ' την αρχή ότι κάτι μας έκρυβε. ΣΥΝ. παίρνω χαμπάρι/είδηση/πρέφα/μυρωδιά 4. (προφ., για χρονικό διάστημα) αισθάνομαι: Φέτος δεν καταλάβαμε γιορτές/διακοπές (= δεν απολαύσαμε, δεν ευχαριστηθήκαμε). Πέρασε ο καιρός/η ώρα χωρίς να το καταλάβω (: πολύ γρήγορα). ● καταλαβαινόμαστε (προφ.): συνεννοούμαστε: Μου φαίνεται πως δεν ~.|| Με τον σύζυγό της ~ονται (= επικοινωνούν ψυχικά). ● ΦΡ.: (από) πού/πώς το κατάλαβες; (προφ.): για να εκφραστεί απορία ή έκπληξη: ~ ~ βρε θηρίο; (Kι) εσύ ~ ~; Καλά/μα ~ ~; Ναι, εγώ ήμουν, ~ ~; Aλήθεια, εσείς ~ ~ καταλάβατε;, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει (προφ.): του το κάνω αντιληπτό, του δημιουργώ συγκεκριμένη εντύπωση: Με άφησε να καταλάβω (= άφησε να εννοηθεί) ότι με συμπαθεί. Μου έδωσε να καταλάβω πως μπορώ να τον εμπιστευτώ. Να του δώσεις να καταλάβει πως δεν αστειεύεσαι., δεν καταλαβαίνω από κάτι (προφ.) ΣΥΝ. χαμπαριάζω 1. αγνοώ πλήρως ένα αντικείμενο: ~ ~ει (πολλά) από κλασική μουσική/υπολογιστές. ΣΥΝ. σκαμπάζω 2. δεν επηρεάζομαι, δεν πτοούμαι: ~ ~ει (= δεν παίρνει) από λόγια/παρακάλια.|| ~ ~ (από) ζέστη/κούραση/κρύο (= δεν καταβάλλομαι)., κατάλαβες; (προφ. δείκτης, συνήθ. στο τέλος φρ.) 1. χρησιμοποιείται για να επιβεβαιώσει την κατανόηση από τον ακροατή των λεγομένων: Μετά από αυτό δεν ήξερα τι να κάνω, ~; Mε ~ πώς το εννοώ, έτσι (= με πιάνεις, μπήκες); 2. εκφράζει αγανάκτηση ή απειλή: Άσε με ήσυχο, ~;|| Θα κάνεις ό,τι σου λέω, ~;, ό,τι καταλαβαίνεις (προφ.): ό,τι θεωρείς σωστό, πρέπον: Δώσε/κάνε/πράξε ~ ~!, τι καταλαβαίνω (που ...); (προφ.): τι κατορθώνω: Και τι κατάλαβες (= πέτυχες) τώρα που τους έκανες να τσακωθούν;, του δίνω και καταλαβαίνει (προφ.): κάνω κάτι σε υπερβολικό βαθμό: Πηγαίνει στο γυμναστήριο και του δίνει ~ (στις ασκήσεις). Είχαμε τέτοια πείνα που του δώσαμε και κατάλαβε (= φάγαμε πολύ)!, (δεν) καταλαβαίνεις ελληνικά; βλ. ελληνικός, δεν καταλαβαίνω/δεν ξέρω/δεν σκαμπάζω γρι βλ. γρι, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! βλ. καλά, μαζί μιλάμε και χώρια καταλαβαινόμαστε/καταλαβαίνουμε βλ. μαζί [< μεσν. καταλαβαίνω]
λάμπω λά-μπω ρ. (αμτβ.) {έλαμπ-ε, έλαμ-ψε, λάμ-ψει, λάμπ-οντας} 1. (μτφ.) ακτινοβολώ: Απόψε ~εις ολόκληρη! Μπήκε μέσα, ~οντας από χαρά. 2. (μτφ.) διακρίνομαι, διαπρέπω: ~ψε με το έργο του/στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Βλ. δια~. ● λάμπει: εκπέμπει ή αντανακλά φως: Ο ήλιος ~ε στον ουρανό. Τα κοσμήματά της ~αν. Πβ. φωτοβολεί.|| (κατ' επέκτ.) Τα πατώματα/τζάμια ~ουν (από καθαριότητα) (= απαστράπτουν, αστράφτουν, γυαλίζουν, λαμποκοπούν).|| Δέρμα που ~ από ομορφιά/υγεία. Τα μάτια του ~αν (= αστραπο-, φεγγο-βολούσαν, σπινθήριζαν) από ευτυχία/ικανοποίηση. Στο άκουσμα της είδησης, το πρόσωπό της ~ψε (= φωτίστηκε· ΑΝΤ. σκοτείνιασε).|| (μτφ.) Ζητούν να ~ψει (= να αποκαλυφθεί, να έρθει στο φως) η αλήθεια. ● ΦΡ.: ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός (παροιμ.): η εντυπωσιακή εμφάνιση πράγματος ή η συμπεριφορά προσώπου δεν αντιπροσωπεύει κατ' ανάγκη την πραγματική του κατάσταση ή αξία. Πβ. τα ράσα δεν κάνουν τον παπά. [< γαλλ. tout ce qui brille n' est pas or] , έλαμψε διά της απουσίας του βλ. απουσία [< αρχ. λάμπω]
νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]
ξεγίνεται ξε-γί-νε-ται ρ. {ξέγινε, ξεγίνει} (προφ.): αναιρείται αυτό που έγινε· κατ' επέκτ. επανορθώνεται: Τα γεγονότα δεν μπορούν να ξεγίνουν.|| Το κακό δυστυχώς δεν ~. ● ΦΡ.: ό,τι έγινε/γίνεται δεν ξεγίνεται: είναι ανεπανόρθωτο: Όλα αυτά ανήκουν πλέον στην ιστορία, ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι έγινε έγινε [< μεσν. ξεγίνομαι]
όπου [ὅπου] ό-που αναφορικό επίρρημα που δηλώνει: 1. τόπο: Δεν έχει ακόμα βρεθεί ο χώρος ~ (: που, στον οποίο) θα διεξαχθεί το συνέδριο. Γεννήθηκε στην πρωτεύουσα ~ και (: στην οποία και) πέρασε τα παιδικά της χρόνια.|| (εκεί που, οπουδήποτε, σε οποιοδήποτε μέρος) Κάτσε ~ βρεις.|| (μτφ.) Επιστρέψαμε εκεί/στο σημείο από ~ ξεκινήσαμε. 2. χρόνο: Πέρασε μία περίοδος ~ (: κατά την οποία) παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλαγές.|| (προφ.) Καθόμασταν και μιλούσαμε, ~ (: όταν) ξαφνικά χτύπησε η πόρτα. 3. κατάσταση, συνθήκες: Υπάρχουν περιπτώσεις ~ ... (= κατά τις οποίες ...). ● ΦΡ.: όπου αλλού: σε οποιοδήποτε άλλο μέρος ή σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση: Μπορούμε να συναντηθούμε σπίτι μου ή (και) ~ ~ θέλετε., όπου δει (αρχαιοπρ.): εκεί που ή σε όποιον πρέπει: Θα γίνουν, ~ ~, οι κατάλληλες διορθώσεις. Να αποδοθούν ευθύνες ~ ~!, όπου και να/κι αν: οπουδήποτε: ~ ~ να πάει, συναντάει γνωστούς. ~ ~ είσαι, θα 'ρθω να σε βρω.|| (μτφ.) ~ ~ καταλήξει αυτή η ιστορία, δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν νομιμοποιείται η βία απ' ~ ~ προέρχεται., όπου κι όπου (προφ.-συχνά ειρων.): οπουδήποτε: Δεν πάει ~ ~. Μόνο σε καλά εστιατόρια. Βλ. ό,τι κι ό,τι., όπου να 'ναι (προφ.) 1. σε λίγο, πολύ σύντομα: ~ ~ έρχεται/θα βρέξει. ΣΥΝ. από στιγμή σε στιγμή, από ώρα σε ώρα (1), οσονούπω 2. οπουδήποτε: Μην πετάς σκουπίδια ~ ~! -Πού θέλεις να πάμε; -(Πάμε) ~ ~., όπου παραπάνω (συντομ. ό.π./όπ.π.): ως παραπομπή στην αμέσως προηγούμενη πηγή: ό.π. σελ 13-74. ΣΥΝ. αυτόθι, ένθα ανωτέρω, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, όπου (κι αν) σταθώ κι όπου (κι αν) βρεθώ βλ. στέκομαι, όπου ακούς πολλά κεράσια, κράτα (και) μικρό καλάθι βλ. κεράσι, όπου γάμος και χαρά (κι) η Βασίλω πρώτη βλ. γάμος, όπου Γης βλ. γη, όπου γης (και) πατρίς βλ. γη, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας, όπου φτωχός κι η μοίρα του βλ. φτωχός, όπου φύγει φύγει βλ. φεύγω, όπου φυσά(ει) ο άνεμος βλ. άνεμος [< αρχ. ὅπου]
πρέπει πρέ-πει ρ. {έπρεπε} (απρόσ.) 1. (+ να) επιβάλλεται (από εσωτερική ή εξωτερική ανάγκη, υποχρέωση), χρειάζεται: ~ να λύσουν τις διαφορές τους κατά τρόπο ειρηνικό. ~ να συνεργαστούμε, για να πετύχουμε τους στόχους μας. Δεν ~ να χάνεις τις ελπίδες σου. Όλα όσα ~ να ξέρετε. Τι ~ και τι δεν ~ να κάνετε/νατρώτε. Τι ~ να θυμηθώ/κάνω/προσέξω; ~ να της δοθεί μια ευκαιρία. Η αίτηση ~ να υποβληθεί στην αρμόδια ΔΟΥ. Δεν ~ να κολυμπάμε αμέσως μετά το φαγητό. ~ να αυξηθούν οι δαπάνες για την παιδεία. Προϋποθέσεις που ~ να πληρούν οι υποψήφιοι. ~ να ληφθούν αυστηρά μέτρα. ~ να είμαστε πολύ προσεκτικοί στις κινήσεις μας. Πιστεύω ότι ~ να ... 2. (με επιρρ. σημ., + να) είναι πολύ πιθανό, είναι σχεδόν βέβαιο: Κάπου ~ να γλίστρησε (= μάλλον, κατά πάσα πιθανότητα γλίστρησε). Δεν ~ να την ξέρω. ~ να το ξέχασε. Η επισκευή ~ να τους κόστισε πολλά. ~ να 'χει πολλά λεφτά.|| (ως απάντηση σε γεγονός που εκπλήσσει:) Θα ~ να αστειεύεσαι (= πλάκα κάνεις)! 3. (+ γεν. προσ. αντων.) αξίζει, ταιριάζει σε κάποιον: Τους δίνεις αξία που δεν τους ~. Δεν της ~ τέτοια ζωή. Πβ. προσήκει. ● (θα) έπρεπε να 1. (θα) ήταν σωστό, επιβεβλημένο, αρμόζον: Θα ~ ~ ληφθούν υπόψη όλοι οι παράγοντες/μιλήσει πρώτα μαζί μου. Δεν ~ ~ τον πικράνεις. 2. (θα) ήταν ευχής έργο, χρήσιμο, (θα) άξιζε τον κόπο: ~ ~ να ήσουν εκεί να έβλεπες πόσο χαρούμενη ήταν. Πβ. μακάρι. ● Ουσ.: πρέπει (τα): οι υποχρεώσεις, ό,τι θεωρείται ή είναι επιβεβλημένο: Ξεχάστε τα ~ και τα μη. Βλ. θέλω (τα). ● ΦΡ.: ό,τι πρέπει (προφ.): ό,τι χρειάζεται, κατάλληλο, ταιριαστό: Ένα ζεστό τσάι είναι ~ ~ (στην περίπτωσή μας)., όπως πρέπει: όπως επιβάλλεται, αρμόζει: Όλα θα γίνουν, ~ ~. Βλ. κατά το δοκούν., όταν πρέπει: όταν χρειαστεί, όταν είναι αναγκαίο: Θα μιλήσω, ~ ~. [< αρχ. πρέπει]
σκοτώνω σκο-τώ-νω ρ. (μτβ.) {σκότω-σα, σκοτώ-σει, -θηκε, -μένος, σκοτών-οντας} 1. αφαιρώ τη ζωή ανθρώπου ή ζώου: Ο δράστης πυροβόλησε και ~σε εν ψυχρώ το θύμα. Οδηγός παρέσυρε και ~σε πεζό (: από αμέλεια). Τους περικύκλωσαν και τους ~σαν. (ως απειλή) Mην κουνηθείς, θα σε ~σω.|| ~ονται άμαχοι. ~θηκε σε δυστύχημα/έκρηξη/ενέδρα/επιδρομή/επίθεση/καβγά/καταδίωξη/ληστεία/μάχη/συμπλοκή/τροχαίο. ~θηκε με το αυτοκίνητο/τη μοτοσικλέτα του. ~θηκε από βόμβα/ηλεκτροπληξία/νάρκη/πυρά/σφαίρες. ~θηκε πέφτοντας στο κενό (= αυτοκτόνησε). Φάλαινες ~μένες από λαθροθήρες. Πβ. δολοφονώ, θανατώνω, φονεύω. 2. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) πληγώνω σωματικά ή ψυχικά κάποιον, εξαντλώ: Πρόσεξε, θα με ~σεις (= χτυπήσεις)! Έπεσε και ~θηκε (= τσακίστηκε).|| Αυτή η δουλειά με ~ει (= εξουθενώνει). Η αναμονή με ~ει. Η φυγή του με ~σε (: με έκανε κομμάτια). Βλ. απογοητεύω, πικραίνω, στενοχωρώ.|| (κατ' επέκτ. στην αθλητική αργκό, εξουδετερώνω αντίπαλο:) Μας ~σαν τα τρίποντα. 3. (μτφ.-προφ.) καταστρέφω· ξεπουλώ: Το ντόπινγκ ~ει τον αθλητισμό.|| (χιουμορ., κυρ. για μουσικό, τραγουδιστή, αναγνώστη) Το ~σε το κομμάτι/το ποίημα. Πβ. εκτελώ, κατακρεουργώ, κατα~.|| Το ~σαν το οικόπεδο (: το πούλησαν κοψοχρονιά). Οι έμποροι ~ουν τις τιμές (: τις μειώνουν πολύ). ● σκοτώνει: γίνεται αιτία για την απώλεια της ζωής ανθρώπου ή άλλου ζωντανού οργανισμού: Η πείνα ~ εκατομμύρια παιδιά. Το νέφος/η ρύπανση ~ χιλιάδες πολίτες κάθε χρόνο. Τον ~σε το κρύο/ρεύμα. (ελλειπτ.) Τα εγκεφαλικά/εμφράγματα ~ουν. Πβ. ξεκάνω, ξεπαστρεύω. ● Παθ.: σκοτώνομαι (μτφ.-προφ.-εμφατ.) 1. δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο ή μεγάλη προθυμία για κάτι, ασχολούμαι εντατικά με αυτό: ~ στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Βγαίνει συχνά, δεν ~εται και στο διάβασμα. ~ονται ποιος θα φτάσει πρώτος (πβ. σπρώχν-, συναγωνίζ-ομαι). ~θηκε να μας περιποιηθεί/να προλάβει (πβ. σπεύδω, τσακίζομαι). Γύρισε ~μένος από την/στην κούραση (= πεθαμένος, ψόφιος). (ειρων.) Καλά, μη ~θείς κιόλας· δεν χρειάζεται να βιάζεσαι … 2. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον, τσακώνομαι: ~θηκα με τη φίλη μου· μαλλιά κουβάρια γίναμε. Είναι ~μένοι μεταξύ τους και δεν μιλιούνται. ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα (προφ.) : που δεν είναι έντονο, ζωηρό., μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα ● ΦΡ.: λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα: (μου συμπεριφέρεται) σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό: Με κοιτάζει/μου μιλάει ~ ~., ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό & (σπάν.) ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει (μτφ.): οι δυσκολίες ενισχύουν, ισχυροποιούν όποιον τις αντιμετωπίζει. [< γερμ. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker, αγγλ. what doesn't kill you makes you stronger] , σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) (προφ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) τον δέρνω ανελέητα. Πβ. σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο). 2. (κυριολ.) τον ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου., σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου (μτφ.): ασχολούμαι με κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για να περάσει ο χρόνος: ~ ~, μέχρι να πάει πέντε. Σκότωνε ~ του στο καφενείο της γειτονιάς. Πβ. χαζολογάω, χασομερώ. ΣΥΝ. τρώω την ώρα (1), βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι βλ. μυρμήγκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν βλ. άλογο [< μεσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτόω, σκοτῶ ‘τυφλώνω, ζαλίζω’, αγγλ. kill, γαλλ. tuer]
τρώω τρώ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {τρως, τρώ-ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. τρώ(γ)ε, τρώτε, τρώγ-οντας | παρατ. έτρωγα, αόρ. έφαγα (να/θα φάω, φας…, προστ. φάε, φάτο < φά(γ)ε το), φαγώ-θηκε, -θεί, -μένος} & (λόγ.) τρώγω 1. βάζω τροφή, συνήθ. στερεή, στο στόμα μου, τη μασώ και την καταπίνω· γενικότ. γευματίζω ή καταναλώνω τροφή: ~ δημητριακά/κοτόπουλο/κρέας/λαχανικά/όσπρια/παγωτό/φρούτα/χόρτα/ψάρι/ψωμί. ~ μια μπουκιά. ~ βιαστικά/γρήγορα/λαίμαργα/πρόχειρα/σωστά. ~ με το πιρούνι/με τα χέρια. ~ με μέτρο/όρεξη. ~ μέχρι να χορτάσω. ~ για ευχαρίστηση. ~ για δύο (= διπλή μερίδα). ~ σαν βόδι/γουρούνι/ζώο/κτήνος (= πάρα πολύ). Πίνουμε και ~με καλά. Φάε, να έχεις δυνάμεις/να καρδαμώσεις. Βοηθάω κάποιον να φάει (πβ. ταΐζω).|| ~ (για) βραδινό (πβ. δειπνώ)/μεσημεριανό/πρωινό. ~ τρεις φορές την ημέρα. ~ έξω/σε εστιατόριο/(στο) σπίτι. Έλα να φάμε μαζί/παρέα (πβ. συντρώγω). Έχω ήδη φάει.|| ~ γλυκά. Οι χορτοφάγοι δεν ~νε κρεατικά. (σε νηστεία:) ~ με λάδι/θαλασσινά (βλ. αρταίνομαι, νηστεύω).|| (για ζώο) Η γάτα ~ει ποντίκια. Ζώα που ~νε χορτάρι (= βόσκουν). 2. (μτφ.-προφ.) ξοδεύω, δαπανώ, σπαταλώ: Έφαγε την περιουσία των γονιών του. Έφαγαν τα κονδύλια, χωρίς να ολοκληρώσουν τα έργα.|| ~ τον χρόνο μου άσκοπα. Έφαγα τα καλύτερά μου χρόνια/τα νιάτα μου στην ξενιτιά. Έφαγα τη ζωή μου στα χωράφια. Μου έφαγε (= πήρε) είκοσι λεπτά, για να βγάλω άκρη (πβ. απαιτώ).|| Το αυτοκίνητο ~ει πολλή βενζίνη. Βλ. κατα~. 3. (μτφ.-προφ.) κλέβω, οικειοποιούμαι: Του έφαγε τη γυναίκα/τη θέση/την πρωτιά/τη σειρά. Μου (τα) φάγανε τα λεφτά (πβ. καταχρώμαι, υπεξαιρώ). Πβ. βουτώ.|| (ειδικότ., για συσκευή με κερματοδέκτη) Μηχάνημα που ~ει τα κέρματα (λόγω ελαττωματικής λειτουργίας). 4. (μτφ.-αργκό) δέχομαι κάτι άκριτα, χωρίς αμφισβήτηση: Δεν τα ~ εγώ αυτά (= δεν τα πιστεύω, δεν ξεγελιέμαι, δεν εξαπατώμαι). ΣΥΝ. μασώ (3), χάφτω (1) 5. (μτφ.-προφ.) ταλαιπωρώ, κουράζω σωματικά ή ψυχικά: Με ~ει το παράπονο/το σαράκι. Με έφαγε με την γκρίνια της. Με έφαγαν οι δουλειές/οι δρόμοι/οι έγνοιες/τα ξενύχτια/οι τύψεις/οι υποχρεώσεις/τα χρέη. Τον έχει φάει ο έρωτας/το ποτό. Πβ. βασανίζω, κατα-βάλλω, -πονώ, τυραννώ. 6. (μτφ.-προφ., ως απολεξικοποιημένο ρ.) υφίσταμαι κάτι: ~ ανάποδη/κλοτσιά/κράξιμο/μούντζα/μπουνιά/χαστούκι. Έφαγα ένα μποτιλιάρισμα/μια τούμπα. Έφαγα όλη τη βροχή (στο κεφάλι). Θα φάει φυλακή (= θα φυλακιστεί). 7. (μτφ.-προφ.) δέχομαι: Τερματοφύλακας που δύσκολα ~ει γκολ. Η ομάδα έφαγε μια τεσσάρα.|| ~ καμπάνα/κλήση (για παράνομη στάθμευση)/ποινή (πβ. τιμωρούμαι). Ο ποδοσφαιριστής έφαγε κόκκινη κάρτα. 8. (μτφ.-προφ.) παραλείπω: ~ γράμματα (: δεν προφέρω καθαρά)/τις λέξεις διαβάζοντας (πβ. πηδώ). 9. (μτφ.-λαϊκό) σκοτώνω· διώχνω· νικώ: Τον έφαγαν τα ναρκωτικά. Πάει, τον φάγανε τον άνθρωπο (πβ. βγάζω από τη μέση, ξεπαστρεύω). (ως απειλή) Αν κουνηθείς, σε έφαγα.|| Τον έφαγαν από γραμματέα.|| Σε έφαγα σε ταχύτητα (πβ. κερδίζω). ● τρώει 1. (για έντομο) τσιμπά· (για ζώο) δαγκώνει ή κατασπαράζει: Με έφαγαν τα κουνούπια/οι μύγες/οι σκνίπες.|| Ο σκύλος όρμησε να με φάει. Τον έφαγε καρχαρίας. 2. (μτφ.-προφ.) διαβρώνει, φθείρει ή καταστρέφει (ένα υλικό): Η σκουριά ~ το μέταλλο. Τα γρανάζια/τα λάστιχα/οι τροχοί έχουν ~θεί από τη χρήση. ~θηκαν τα παπούτσια. 3. (μτφ.-προφ.) κόβει: Η μηχανή του κιμά τού έφαγε το δάχτυλο. Πβ. συνθλίβω. ● Παθ.: τρώγεται: για κάτι που μπορεί να αποτελέσει τροφή· για τροφή που μπορεί να καταναλωθεί, να φαγωθεί: Ανάλατο/άνοστο/ξαναζεσταμένο φαγητό που δεν ~. Το ρύζι ήθελε λίγο βράσιμο ακόμη, αλλά ~., τρώγομαι (μτφ.-προφ.) 1. μαλώνω, καβγαδίζω, τσακώνομαι: ~ονται μεταξύ τους για την προεδρία (= ανταγωνίζονται, διεκδικούν). ~ονται σαν τα κοκόρια/σαν τα σκυλιά. Πβ. σκυλο~. 2. δυσανασχετώ, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~εται, δεν τον αντέχω πια. Πβ. κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. 3. επιθυμώ έντονα ή απαιτώ επίμονα κάτι: ~εται (= ξύνεται) για καβγά. Φαγώθηκε να με συναντήσει. 4. (συνήθ. με άρνηση) είμαι συμπαθής: Δεν ~εται με τίποτα αυτός (: είναι αντιπαθής, ανυπόφορος). ● ΦΡ.: έφαγα τον κόσμο (μτφ.-προφ.): έψαξα παντού, πολύ: ~ ~ να σε βρω. , έχεις μαχαίρι, τρως πεπόνι (μτφ.-προφ.): αν έχεις τα απαιτούμενα μέσα ή την εξουσία, εξασφαλίζεις και τα ανάλογα αγαθά., θα σε φάει (μτφ.-προφ.): (κάτι αρνητικό) θα σου κάνει κακό: Το πείσμα/η περιέργειά σου ~ ~. , θα σε φάω: ως απειλή: Αν με μαρτυρήσεις, ~ ~.|| (χαϊδευτ.) Άτιμο, ~ ~., θα φάμε καλά (προφ.): θα καταναλώσουμε πολύ και καλό φαγητό και κατ' επέκτ. θα καλοπεράσουμε. , θα φας καλά! (ειρων.-χιουμορ.): θα καλοπεράσεις., μαύρο φίδι που σ' έφαγε/θα σε φάει: ως απειλή: ~ ~, όταν καταλάβουν τι ζημιά έχεις κάνει. Πβ. αλίμονό σου., ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε (κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας) (προφ.): για την αξία που αποδίδουν μερικοί στις εφήμερες απολαύσεις., τις τρώω (μτφ.-προφ.): με δέρνουν: Τις έφαγα και χωρίς να φταίω. (απειλητ.) Θα τις φας, για να μάθεις (πβ. θα σου τις βρέξω). ΣΥΝ. τις αρπάζω, τρώω ξύλο, το τρώει το φαΐ του/της (προφ.-ειρων.): είναι παχύς/παχιά., τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη (παροιμ.-συνήθ. μτφ.): όσο ικανοποιείται μια επιθυμία, τόσο πιο πολύ αυξάνεται. [< γαλλ. l'appétit vient en mangeant] , τρώω με τα μάτια/με το βλέμμα (μτφ.-προφ.): κοιτάζω επίμονα, συνήθ. ερωτικά. Πβ. γδύνω με τα μάτια., τρώω τη σκόνη (κάποιου) (αργκό): χάνω σε αναμέτρηση, μένω πίσω: Καλή ομάδα, αλλά τελικά έφαγε ~ του αουτσάιντερ! Νόμιζες ότι θα κέρδιζες, τώρα φάε ~ μου!, φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος δεν μπορεί να έχει κάτι που επιθυμεί πολύ και αρκείται μόνο να το βλέπει: Με τις τιμές που πήραν τα λαχανικά στις λαϊκές, ~ ~!, (για) κοίτα/κοιτάξτε έναν ... βλ. κοιτάζω, (το) έφαγε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! βλ. δαγκώνω, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν τρώω άχυρα/σανό βλ. άχυρο, δίνω/τρώω φύσημα βλ. δίνω, δούλεψε να φας και κλέψε να ’χεις βλ. δουλεύω, έφαγα ήττα βλ. ήττα, έφαγα πακέτο βλ. πακέτο, έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα, έχει φάει/έφαγε τα λυσσακά του βλ. λυσσακά, έχω φάει/έφαγα τη θάλασσα με το κουτάλι βλ. θάλασσα, ζω με/τρώω αέρα κοπανιστό βλ. αέρας, η εκδίκηση είναι ένα πιάτο/φαγητό που τρώγεται κρύο βλ. εκδίκηση, η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη βλ. αφέντης, αφέντρα, η φτήνια τρώει τον παρά βλ. φτήνια, θα του φάω/κόψω το λαρύγγι/τ' αυτί βλ. λαρύγγι, θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι βλ. μύγα, θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα βλ. ψωμί, θα φάμε κόλλυβα βλ. κόλλυβα, θα φάμε κουφέτα βλ. κουφέτο, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι βλ. λύκος, μασάω/τρώω σίδερα βλ. σίδερο, με τρώει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, με τρώει η μύτη μου βλ. μύτη, με τρώει η περιέργεια βλ. περιέργεια, με τρώει το μαράζι βλ. μαράζι, με τρώει το χέρι μου βλ. χέρι, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μη φας, έχουμε γλάρο/γλαρόσουπα βλ. γλαρόσουπα, μου έφαγε/μου 'φαγε τ' αυτιά βλ. αυτί, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, μου τρώει τα συκώτια/το συκώτι βλ. συκώτι, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει βλ. μάνα, να φαν κι/φάνε και οι κότες βλ. κότα, όποιος ανακατεύεται/μπλέκει με τα πίτουρα, τον τρών(ε) οι κότες βλ. ανακατεύω, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί, παθαίνω/τρώω (μεγάλο/χοντρό) τράκο βλ. τράκο, παίρνει/τρώει χρόνο βλ. χρόνος, πεινώ/τρώω σαν λύκος βλ. λύκος, πέσε πίτα να σε φάω βλ. πίτα, πήγε/έπεσε να με φάει βλ. πηγαίνω & πάω, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, ρουφάει/πίνει το αίμα/το μεδούλι κάποιου βλ. ρουφώ, σκάω από τη ζήλια μου/με τρώει η ζήλια βλ. ζήλια, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, τον έφαγε το μαύρο σκοτάδι βλ. σκοτάδι, τον/το τρώει η μαρμάγκα βλ. μαρμάγκα, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τρώγεται με τα ρούχα του βλ. ρούχο, τρώει με δέκα/με χρυσές μασέλες βλ. μασέλα, τρώει με χρυσά κουτάλια βλ. χρυσός, τρώει σαν πουλάκι βλ. πουλάκι, τρώει τα νύχια του για καβγά βλ. νύχι, τρώνε τα μουστάκια τους βλ. μουστάκι, τρώμε τις σάρκες μας βλ. σάρκα, τρώω (κάποιον) λάχανο βλ. λάχανο, τρώω κάτι με το κουτάλι βλ. κουτάλι, τρώω ξύλο βλ. ξύλο, τρώω πόρτα βλ. πόρτα, τρώω σκατά βλ. σκατό, τρώω σουτ βλ. σουτ1, τρώω στη μάπα/στη μούρη βλ. μάπα, τρώω τα σίδερα βλ. σίδερο, τρώω τάπα/ρίχνω σε κάποιον τάπα βλ. τάπα1, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τρώω του σκασμού/μέχρι σκασμού/το(ν) σκασμό βλ. σκασμός, τρώω φρίκη βλ. φρίκη, τρώω χώμα βλ. χώμα, τρώω ψωμί (από κάποιον) βλ. ψωμί, τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα βλ. κόλλημα, τρώω/καταβροχθίζω/πίνω/κατεβάζω τον αγλέο(υ)ρα/το καταπέτασμα/τ' άντερά μου/τον άμπακα/τον αβλέμονα βλ. αγλέουρας, τρώω/καταβροχθίζω/ρουφάω ένα βιβλίο βλ. βιβλίο, τρώω/κατεβάζω τον περίδρομο βλ. περίδρομος, τρώω/μασάω κουτόχορτο βλ. κουτόχορτο, τρώω/μασάω το παραμύθι (κάποιου) βλ. παραμύθι, τρώω/ξοδεύω από τα έτοιμα βλ. έτοιμος, τρώω/σπάω τα μούτρα μου βλ. μούτρο, φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά βλ. γάιδαρος, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, φάε την κρέμα/την κρεμούλα σου βλ. κρέμα, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα [< μτγν. τρώγω, μεσν. τρώω]
χειρότερος, η, ο χει-ρό-τε-ρος επίθ. 1. (συγκρ. του επιθέτου κακός) που αξιολογείται ως πιο κακός συγκριτικά με κάποιον άλλο: ~ του αναμενόμενου (πβ. κατώτερος). Αντί να βελτιωθεί, γίνεται ~. Στη ~η περίπτωση/των περιπτώσεων. Η κατάσταση αποδείχθηκε πολύ ~η (: πιο δύσκολη) απ' όσο περίμενα/υπολόγιζα. Η ημιμάθεια είναι ~η από την αμάθεια. Έχουμε αντιμετωπίσει/δει και ~α. Συνεχίζει να κάνει τα ίδια και ~α. Βλ. τρισ~. ΑΝΤ. καλύτερος (1) 2. (ως υπερθ. με τη συνοδεία οριστικού άρθρου) που κρίνεται ως ο πιο κακός από όλους τους ομοειδείς του: ο ~ εγκληματίας/εχθρός/μαθητής. Ο ~ (= μεγαλύτερος) κίνδυνος/πόνος. Ο ~ και καταστροφικότερος πόλεμος/χειμώνας. Επιβεβαιώθηκαν οι ~οι εφιάλτες/φόβοι μου. Το ημίχρονο άρχισε με τους ~ους (: τους πιο δυσμενείς) οιωνούς. Η ~η ανάμνηση/επιλογή/στιγμή (της καριέρας μου)/τιμωρία (βλ. επώδυνος). Η δεύτερη ~η επίδοση. Η ~η από άποψη εμφάνισης (: η πιο άσχημη). Είναι η ~η (: η πιο ακατάλληλη) ώρα για να του μιλήσεις. Έφυγε με τις ~ες εντυπώσεις (ΑΝΤ. καλύτερες). Διανύω μια από τις ~ες περιόδους/φάσεις της ζωής μου. ΣΥΝ. χείριστος ● Ουσ.: χειρότερο (το): η πλέον άσχημη κατάσταση: Φοβάμαι το ~. Τα ~ έρχονται/πέρασαν. Γλίτωσε/ξεπέρασε τα ~α. Προσπάθειες να αποτραπούν τα ~α. (Προ)ετοιμαστείτε για τα ~α. Υπάρχουν και ~α. ● επίρρ.: χειρότερα ● ΣΥΜΠΛ.: χειρότερη/χειρίστη περίπτωση: ΠΛΗΡΟΦ. κατάσταση η οποία αναγκάζει αλγόριθμο ή δομή δεδομένων να καταναλώσει τον περισσότερο χρόνο ή τους περισσότερους πόρους. [< αγγλ. worst-case, 1964] ● ΦΡ.: (και) μη χειρότερα: ως απευχή για να αποτραπεί το ίδιο ή μεγαλύτερο κακό· τα πράγματα θα μπορούσαν να ήταν ακόμα πιο άσχημα: Περαστικά σου και ~ ~! Και ~ ~ (να λες), θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί., ό,τι χειρότερο: το πιο κακό: Το να μείνεις χωρίς δουλειά είναι ~ ~. ΑΝΤ. ό,τι καλύτερο, απ' το κακό στο χειρότερο βλ. κακό, κάθε πέρ(υ)σι και καλύτερα, (κάθε φέτος και χειρότερα) βλ. πέρυσι, ούτε στον χειρότερο εχθρό μου βλ. εχθρός, τόσο το καλύτερο/το χειρότερο βλ. τόσο [< αρχ. χειρότερος]
χρόνος χρό-νος ουσ. (αρσ.) {χρόν-οι κ. ουδ. -ια} 1. ΦΥΣ. διάσταση η οποία εκφράζει ακολουθία γεγονότων που εκδηλώνονται στις διαστάσεις του χώρου: συντονισμένος παγκόσμιος ~ (: βάσει της ώρας Γκρίνουιτς). ~ ζώνης (: ο ~ κάθε χώρας, ο οποίος διαφέρει συνήθ. από τον παγκόσμιο κατά μία ή περισσότερες ώρες). Επίγειος ~ (: βάσει της κίνησης των σωμάτων του ηλιακού συστήματος).|| (ΦΥΣ.) Η διαστολή/έννοια/σχετικότητα του ~ου. Ανάλυση/μέτρηση του ~ου. Μεταβολή συναρτήσει του ~ου. Βλ. χωρόχρονος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Διεθνής ατομικός ~ (: με βάση το δευτερόλεπτο). 2. (γενικότ.) αλληλουχία γεγονότων: τα ίχνη/η ροή/τα σημάδια του ~ου. Με την πάροδο/το πέρασμα του ~ου ... (μτφ.) Ο ~ δεν γυρνά πίσω/είναι ο καλύτερος γιατρός (: απαλύνει τον πόνο)/κυλά/σταμάτησε τη στιγμή που .../τρέχει (: περνάει γρήγορα)/φεύγει. Ο ~ θα δείξει αν ... Ομορφιά ανεξίτηλη στον ~ο. Βλ. παρόν, παρελθόν, μέλλον. 3. διάστημα αόριστο ή σαφώς προσδιορισμένο, το οποίο μεσολαβεί μεταξύ δύο συμβάντων ή διατίθεται, για να γίνει κάτι: Πέρασε πολύς ~ από τότε που ...|| Ανεκμετάλλευτος/χαμένος ~. Εξοικονόμηση/στενότητα ~ου. Οργάνωση του ~ου. Ο ~ δεν μας παίρνει/φτάνει. Μας πιέζει ο ~. Δεν υπάρχει ~ για χάσιμο. Χάθηκε πολύτιμος ~. Ελλείψει ~ου και χρήματος δεν θα έρθουμε. Εξαντλώ τον ~ο (: τα χρονικά περιθώρια). Έχω άφθονο ~ο στη διάθεσή μου. Δώσε μου λίγο ~ο. Πώς περνάς τον ~ο σου; Εκμεταλλεύομαι σωστά/σπαταλώ τον ~ο μου. Δεν θα μου πάρει πολύ ~ο να ... (μτφ.) Μάχη με τον ~ο.|| (σε εξέταση:) Πόσο ~ο έχουμε (ακόμα); Τέλος ~ου. Πβ. καιρός, ώρα. 4. διάρκεια ενέργειας: (μέσος/συνολικός) ~ αναμονής/εξυπηρέτησης/επεξεργασίας/ζωής/φοίτησης. Συμβατικός ~ μίσθωσης. Δωρεάν ~ πρόσβασης στο ίντερνετ. Σύμβαση αορίστου ~ου. Αύξηση του εβδομαδιαίου εργάσιμου ~ου. Ανανέωση/κάρτες προπληρωμένου ~ου ομιλίας. 5. συγκεκριμένο χρονικό σημείο εκδήλωσης ή εκτέλεσης ενέργειας: ο ~ άφιξης/εκκίνησης υπολογιστή/λήξης. Οι ακριβείς ~οι των δρομολογίων. Τήρηση των συμφωνημένων ~ων παράδοσης. Πβ. ημερομηνία, ώρα.|| Ανακοίνωση του τόπου και του ~ου διεξαγωγής του συνεδρίου. Καθυστερήσεις στους ~ους πληρωμής.|| Ποιον ~ο ιδρύθηκε το ... Πβ. χρονιά.|| Έφτασε/ήρθε ο ~ για ... Πβ. στιγμή. 6. έτος: ο ~ έκδοσης του βιβλίου (: η χρονολογία). Η μεγαλύτερη μέρα/οι εποχές/οι μήνες του ~ου. Αλλαγή του ~ου. Μια φορά τον ~ο ... Όλο τον ~ο ... Πλασματικοί ~οι ασφάλισης. Εορτασμός των ... ~ων από ... Διάρκεια/περίοδος/συμβόλαιο/φυλάκιση ... ~ων. Πέρασε ένας ολόκληρος ~ από ... Είναι ο δεύτερος ~ μου στη δουλειά. Έβδομος ~ λειτουργίας της σχολής. Πού θ' αλλάξετε ~ο (: θα κάνετε Πρωτοχρονιά);|| (στην αρχή του έτους) Εύχομαι ο καινούργιος/νέος ~ να φέρει υγεία! Έθιμα για το καλό του ~ου. Πβ. χρονιά. 7. ΓΡΑΜΜ. γραμματική κατηγορία του ρήματος που δηλώνει τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) και το ποιόν ενεργείας (συνοπτικό, εξακολουθητικό, συντελεσμένο): ενεστωτικός/παροντικός ~. Στιγμιαίοι ~οι.|| (ως προς τον σχηματισμό τους:) Απλοί/περιφραστικοί ~οι.|| Οι αρχικοί ~οι του ρήματος. 8. ΑΘΛ. η ταχύτητα με την οποία ένας αθλητής καλύπτει δεδομένη απόσταση· επίδοση: αργός/γρήγορος/μέτριος ~. Δεν έπιασε/πέτυχε (καθόλου) καλό ~ο. Έκανε τον καλύτερο/ταχύτερο ~ο. Βελτιώνω τους ~ους μου. 9. ΜΟΥΣ. μονάδα μέτρησης μουσικών έργων, η οποία αντιστοιχεί σε έναν χτύπο· (στη βυζαντινή μουσική) διάρκεια φθόγγου: ρυθμικός ~. Ένδειξη ~ου (στην αρχή της σύνθεσης).|| (μέτρο:) Κομμάτι σε ~ο 2/4. Κρατώ τον ~ο.|| (τέμπο:) Σε αργό/γρήγορο ~ο.|| Απλός/ελάχιστος/σύνθετος ~. 10. διδακτικό έτος: στον τρίτο ~ο της φοίτησής του. Οι σπουδές διαρκούν ... ~ια. ● χρόνια (τα) 1. διάστημα συγκεκριμένων ετών: τα πρώτα/τελευταία ~ της ζωής του ... Τα περασμένα/προηγούμενα ~. Δύο ~ εγγύηση/κάθειρξη. Πέντε ~ παρουσίας/προσφοράς. Σύνταξη στα ... ~. Μέσα σε λίγα ~. Για τα επόμενα ~. Συμπληρώθηκαν ... ~ από ... Πώς περνούν τα ~; Πόσα ~ έχεις να τον δεις;|| (ηλικία:) Τα ~ βαραίνουν στις πλάτες του (: είναι ηλικιωμένος). Αχ και να 'χα τα ~ σου (: τα νιάτα σου)! 2. περίοδος ετών, στη ζωή κάποιου ή στην ανθρώπινη ιστορία: δύσκολα/χαρούμενα ~. Τα νεανικά/μαθητικά ~. Τα ~ της ωριμότητας (= η εποχή). Στα ~ μου, ... (: όταν ήμουν νέος).|| Τα παλιά τα ~ ... Πβ. καιρός., χρόνοι (οι): περίοδος ετών: κρίσιμοι ~. Ευρήματα των αλεξανδρινών/(ελληνο)ρωμαϊκών ~ων. Πβ. εποχή, καιρός., χρόνων & (προφ.) χρονών: για δήλωση ηλικίας· ετών: παιδί δέκα ~. Είναι πάνω από ... ~. Πόσων ~ είσαι; Έγινε ... ~.|| Αμάξι/σπίτι ... ~. ● Υποκ.: χρονάκια (τα), χρονάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: άγουρα χρόνια: η παιδική και κυρ. η εφηβική περίοδος της ζωής., αίσθηση του χρόνου: αντίληψη του χρόνου: ανεπτυγμένη ~ ~. Δεν έχει καμία ~ ~. Βλ. αίσθηση του χώρου., ελεύθερος χρόνος: οι ώρες της ημέρας που δεν προορίζονται για εργασία ή ύπνο: ασχολίες/διαχείριση του/δραστηριότητες/έλλειψη ~ου ~ου. Η βιομηχανία του ~ου ~ου. Αυξάνεται/μειώνεται ο ~ ~. Αξιοποιώ δημιουργικά/αφιερώνω/διαθέτω τον ~ο ~ο μου στα βιβλία/στη γυμναστική. Εγκαταστάσεις ~ου ~ου και αθλητισμού. Τι κάνεις στον ~ο ~ο σου; Δεν έχει καθόλου ~ο ~ο. Βλ. ανάπαυση, διασκέδαση, ψυχαγωγία., πραγματικός χρόνος 1. ΠΛΗΡΟΦ. πραγματική διάρκεια επεξεργασίας δεδομένων: ~ ~ εγκατάστασης/λήψης (αρχείου). Κινούμενη εικόνα σε ~ό ~ο.|| (τώρα, ζωντανά, άμεσα:) Ενημέρωση/επικοινωνία/τηλεδιάσκεψη ~ού ~ου/που γίνεται σε ~ό ~ο (μέσω δορυφόρου). Θέσεις πλοίων/κίνηση στους δρόμους σε ~ό ~ο. 2. αληθινή διάρκεια: ο ~ ~ της συνομιλίας. Ο ελάχιστος/μέσος ~ ~ απασχόλησης/ασφάλισης/εργασίας/προϋπηρεσίας. Οι ~οί ~οι ολοκλήρωσης του έργου. [< 1: αγγλ. real time, 1953] , ακολουθία των χρόνων βλ. ακολουθία, ανενεργός χρόνος βλ. ανενεργός, άνεση χρόνου βλ. άνεση, αρκτικοί χρόνοι βλ. αρκτικός2, αστρικός χρόνος βλ. αστρικός, γεωμετρική εποχή/περίοδος βλ. γεωμετρικός, ηλιακός χρόνος βλ. ηλιακός, ηρωική εποχή/ηρωικά χρόνια βλ. ηρωικός, ιστορικοί χρόνοι βλ. ιστορικός, μελλοντικοί χρόνοι βλ. μελλοντικός, Μέσοι Χρόνοι βλ. μέσος, μηχανή του χρόνου βλ. μηχανή, μολυβένια χρόνια βλ. μολυβένιος, πανδαμάτωρ χρόνος βλ. πανδαμάτωρ, πέτρινα χρόνια βλ. πέτρινος, πίστωση χρόνου βλ. πίστωση, σκοτεινοί χρόνοι βλ. σκοτεινός, σκότωμα του χρόνου/της ώρας βλ. σκότωμα, το πλήρωμα του χρόνου βλ. πλήρωμα, χρόνος υποδιπλασιασμού βλ. υποδιπλασιασμός ● ΦΡ.: (είναι) χρόνια μπροστά (προφ.): είναι προχωρημένος, αναπτυγμένος: ~ ~ στην τεχνολογία. Ο άνθρωπος είναι ~ ~ (= μπροστάρης, πρωτοπόρος)., εκτός χρόνου: έξω από τα χρονικά όρια: (ΑΘΛ.) βολή ~ ~. Βγήκε ~ ~., εντός χρόνου: μέσα στο καθορισμένο χρονικό περιθώριο: Τερμάτισε ~ ~. Είμαστε ~ ~. Τα πάντα έγιναν ~ ~ και προγραμματισμού/προϋπολογισμού., η πατίνα του χρόνου: τα σημάδια που αφήνει ο χρόνος σε διάφορα αντικείμενα ή πρόσωπα· κατ΄επέκτ. το πέρασμα του χρόνου. [< γαλλ. la patine du temps] , θέμα/ζήτημα χρόνου: για κάτι που θα συμβεί οπωσδήποτε: Η επιχείρηση παραπαίει και είναι/θεωρείται ~ ~ να βάλει λουκέτο., και του χρόνου! (ευχετ.): (μακάρι να εορτασθεί ξανά ή συνεχιστεί κάτι ευχάριστο) και την επόμενη χρονιά: Άντε, ~ ~ να 'μαστε καλά, να ξαναβρεθούμε! ~ ~ με υγεία! Χρόνια πολλά! ~ ~!, με τα χρόνια: με την πάροδο του χρόνου. Πβ. με την ηλικία., ο χρόνος δεν πέρασε από πάνω του (προφ.): για άνθρωπο κάποιας ηλικίας που δείχνει νέος., ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας (προφ.): ο καιρός που περνά λειτουργεί προς όφελός μας ή εναντίον μας: Όσο καθυστερούν, ~ δουλεύει υπέρ μας., όσα/ό,τι φέρνει η ώρα δεν τα/το φέρνει ο χρόνος (όλος) (παροιμ.): σε μια μόνο στιγμή μπορούν να συμβούν τα πιο απροσδόκητα και συνήθ. δυσάρεστα πράγματα., παίρνει/τρώει χρόνο: (συνήθ. προς δήλωση δυσαρέσκειας) διαρκεί πολύ χρόνο μέχρι να υλοποιηθεί, είναι χρονοβόρο: Η διαδικασία μας έφαγε/πήρε πολύ ~. Δεν θα φάω τον πολύτιμο ~ σου., παίρνουν (κάποιον) τα χρόνια (προφ.): γερνά: Δεν μας έχουν πάρει (και) ~ (ακόμα). Νέοι είμαστε., πάνω στον χρόνο (προφ.) 1. λίγο πριν από τη συμπλήρωση ενός έτους ή αμέσως μετά από αυτή: Το μηχάνημα χάλασε ~ ~. 2. λίγο πριν από το τέλος του διαθέσιμου χρόνου ή τη στιγμή της λήξης του: Παρέδωσε το γραπτό του ~ ~., πίεση χρόνου: περιορισμένα χρονικά περιθώρια: Έχουμε/υπάρχει ασφυκτική ~ ~. Εργαζόμαστε κάτω από/με/υπό μεγάλη ~ ~. ΑΝΤ. άνεση χρόνου, σε χρόνο ρεκόρ/μηδέν/ντε τε/εξπρές: πάρα πολύ γρήγορα, αμέσως: Ετοιμάστηκε/ήρθε ~ ~. Τα εισιτήρια εξαντλήθηκαν ~ ρεκόρ. Ο κρατικός μηχανισμός κινητοποιήθηκε ~ ~. ΣΥΝ. πατ κιουτ, στο άψε σβήσε, στο πι και φι, στον χρόνο: στο παρελθόν, κατά τη διάρκεια των χρονικών περιόδων που προηγήθηκαν, στην πάροδο των ετών: αναδρομή/ταξίδι ~ ~. Τοπίο αναλλοίωτο ~ ~.|| Σχέση που αντέχει ~ ~., συν τω χρόνω (λόγ.): με το πέρασμα του καιρού: μειωμένη κίνηση ~ ~. Το κτίριο ~ ~ υπέστη φθορές. Τα προβλήματα αυξάνονται ~ ~. ΣΥΝ. προϊόντος του χρόνου, τα έχει τα χρονάκια του! (προφ.): δεν είναι τόσο νέος ή καινούργιος όσο δείχνει: Μη νομίζεις, ~ της!|| Ο υπολογιστής σου ~ ~., του χρόνου: την επόμενη χρονιά: Το ανέβαλαν/κανόνισαν για ~ ~. Βλ. φέτος, πέρυσι., χρόνια πολλά!: ευχή σε εορτάζοντα ή επ΄ευκαιρία επετείου ή θρησκευτικής εορτής· να ζήσεις πολλά χρόνια: ~ ~ και καλά! ~ ~ με υγεία και χαρά! ~ ~ και καλή χρονιά! ~ ~, να σε χαιρόμαστε! ~ ~ σε όσους γιορτάζουν! Βλ. εις πολλά έτη/έτη πολλά, να ζήσεις!, να τα εκατοστίσεις, να τα χιλιάσεις!, χρόνος μπαίνει, χρόνος βγαίνει: προς δήλωση συνήθ. αρνητικής κατάστασης, η οποία μένει αναλλοίωτη με την πάροδο του χρόνου: ~ ~, πάντα η ίδια ιστορία. Βλ. μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει., χρόνου φείδου (αρχ. γνωμ.): να εκμεταλλεύεσαι σωστά τον χρόνο σου, να μην τον σπαταλάς άσκοπα., (μέσα) σε εύλογο χρόνο βλ. εύλογος, αγοράζω χρόνο βλ. αγοράζω, από αρχαιοτάτων χρόνων βλ. αρχαίος, εκτός τόπου και χρόνου βλ. εκτός, κάθε χρόνο τέτοια μέρα βλ. μέρα, και του χρόνου διπλός/διπλή! βλ. διπλός, κακό χρόνο να 'χεις! βλ. κακός, κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο βλ. κερδίζω, κερδίζω χρόνο βλ. κερδίζω, μας άφησε χρόνους βλ. αφήνω, με βάθος χρόνου βλ. βάθος, ο έρως/έρωτας χρόνια δεν κοιτά βλ. έρως, ο κλέφτης και ο ψεύτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται βλ. κλέφτης, ο χρόνος είναι χρήμα βλ. χρήμα, πάρ' τον στον γάμο σου να σου πει «και του χρόνου» βλ. γάμος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος, προϊόντος του χρόνου βλ. προϊών, ροκανίζω τον χρόνο βλ. ροκανίζω, σαπουνίζοντας γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι βλ. γουρούνι, σαράντα χρόνια φούρναρης βλ. φούρναρης, σε ανύποπτο χρόνο βλ. ανύποπτος, σε βάθος χρόνου βλ. βάθος, σε εύθετο χρόνο βλ. εύθετος, τα βάθη του χρόνου/των αιώνων βλ. βάθος, τον κυνηγάει ο χρόνος βλ. κυνηγώ, χάνω τον καιρό μου/το(ν) χρόνο μου/την ώρα μου βλ. χάνω, χάσιμο χρόνου βλ. χάσιμο, χίλια/πολλά χρόνια θα ζήσεις! βλ. χίλιοι, χρόνια στο κουρμπέτι βλ. κουρμπέτι, χρόνια/καιρούς και ζαμάνια βλ. ζαμάνια [< 1-5,8: αρχ. χρόνος, γαλλ. temps 7,9: μτγν. χρόνος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ