Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • όλμος [ὅλμος] όλ-μος ουσ. (αρσ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: ΣΤΡΑΤ. βλήμα που εκτοξεύεται από ολμοβόλο και συνεκδ. το ίδιο το όπλο: Έκρηξη/θραύσματα/ρίψη ~ων.|| Αυτοκινούμενος/ρυμουλκούμενος/φορητός ~. Επίθεση με ~ο. Οβίδες/πυρά ~ων. [< αρχ. ὅλμος ‘γουδί’, γαλλ. mortier]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.