Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • όραση [ὅραση] ό-ρα-ση ουσ. (θηλ.) 1. μία από τις πέντε βασικές αισθήσεις με την οποία τα αντικείμενα του εξωτερικού περιβάλλοντος γίνονται αντιληπτά μέσω του φωτός που εκπέμπουν ή ανακλούν και το οποίο ενεργοποιεί τον αμφιβληστροειδή χιτώνα: (ΙΑΤΡ.) έγχρωμη/κεντρική/νυχτερινή/πανοραμική/περιφερική/στερεοσκοπική/υπέρυθρη ~. Αδύνατη/ελαττωματική/θαμπή/θολή/κοντινή/μακρινή/μειωμένη/μερική/οξεία/περιορισμένη/τυφλή/φυσιολογική/χαμηλή ~. Απώλεια/βοηθήματα/διαταραχές/έλλειψη/επιδείνωση/παθήσεις (πβ. αμετρωπία)/προβλήματα ~ης. Γωνία/πεδίο ~ης. Γυαλιά/φακοί ~ης. Βελτίωση της ~ης και της οπτικής οξύτητας. Το μάτι είναι το όργανο της ~ης.|| (μτφ.) Η πνευματική ~ του νου (βλ. ενόραση).|| (στον πληθ.-κυρ. σε θρησκευτικά κείμενα:) Οράσεις (: οράματα) και αποκαλύψεις. ΑΝΤ. τυφλότητα 2. ΠΛΗΡΟΦ. κλάδος της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής που ασχολείται με την υπολογιστική επεξεργασία εικόνων του φυσικού κόσμου: μηχανική/ψηφιακή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διπλή όραση: ΙΑΤΡ. διπλωπία., υπολογιστική όραση: ΠΛΗΡΟΦ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη δημιουργία μηχανών οι οποίες μπορούν να επεξεργάζονται πραγματικές εικόνες και να ανακτούν τις απαραίτητες πληροφορίες για την επίλυση ενός προβλήματος. Βλ. τεχνητή νοημοσύνη. [< αγγλ. computer vision] , διόφθαλμη όραση βλ. διόφθαλμος [< 1: αρχ. ὅρασις, γαλλ. vue, vision]

διόφθαλμος

διόφθαλμος, η, ο δι-ό-φθαλ-μος επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: διόφθαλμη όραση: ΦΥΣΙΟΛ. ικανότητα των ματιών να βλέπουν κάθε αντικείμενο σαν ένα με ταυτόχρονη αντίληψη του βάθους: στερεοσκοπική και ~ ~. Βλ. αμβλυωπία. [< μτγν. διόφθαλμος 'που έχει δύο μάτια', γαλλ. binoculaire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.