Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • όρκα [ὅρκα] όρ-κα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. & όρκη: σαρκοφάγο, μεγαλόσωμο θαλάσσιο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Orcinus orca) με μεγάλα κωνικά δόντια, μαύρη ράχη και πλευρά, άσπρη κοιλιά, καθώς και μεγάλο ραχιαίο πτερύγιο: Η ~ λέγεται και φάλαινα δολοφόνος. 2. (μτφ.) εύσωμη και κακιά γυναίκα. Πβ. φάλαινα. [< 1: γαλλ. orque]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.