Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ορός [ὀρός] ο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. το διαφανές κιτρινωπό υγρό συστατικό του αίματος, το οποίο αποτελεί υπολειμματικό προϊόν της πήξης του: ανθρώπινος/ζωικός ~. Αρνητικός/θετικός (πρότυπος) ~ (ελέγχου) (: στα αντισώματα ιού, βλ. οροαρνητικός). ~ αναφοράς. Ανάλυση/δείγμα/εξέταση ~ού. Αμυλάση/ασβέστιο/κάλιο/μαγνήσιο/νάτριο/φεριτίνη ~ού (: σε αιματολογικές εξετάσεις). Ανίχνευση αντισωμάτων/ουσίας στον ~ό. Τα επίπεδα/οι τιμές της (χοληστερίνης) στον ~ό. Βλ. οροαντίδραση, πλάσμα. 2. ΦΑΡΜΑΚ. υδατικό διάλυμα αλάτων ή σακχάρων, ίδιας μοριακής συγκέντρωσης με το πλάσμα του αίματος, το οποίο χορηγείται για θεραπευτικούς σκοπούς· συνεκδ. η φιάλη που το περιέχει ή η σχετική συσκευή χορήγησής του: τεχνητός ~. ~ γλυκόζης. Έγχυση ~ού.|| Στατό ~ού. Του έβαλαν ~ό. Του αφαίρεσαν/του έβγαλαν τον ~ό. 3. ΙΑΤΡ. σκεύασμα με αντισώματα κατά συγκεκριμένης ασθένειας, τα οποία προέρχονται από ζώο που έχει εμβολιαστεί για αυτή ή άνθρωπο που έχει αναρρώσει από αυτή, το οποίο χρησιμοποιείται θεραπευτικά ή προληπτικά: αντιτετανικός/θεραπευτικός ~. Του χορηγήθηκε (άνοσος/πολυδύναμος) ~. Βλ. εμβόλιο. 4. καλλυντικό με κρεμώδη υφή και αντιγηραντική ή συσφικτική δράση: αντιρυτιδικός/ενυδατικός ~. ~ αδυνατίσματος/σύσφιξης. ~ ματιών. ~ με υαλουρονικό οξύ. Πβ. σέρουμ. ● ΣΥΜΠΛ.: ορός γάλακτος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. υπολειμματικό προϊόν που παράγεται από το γάλα κατά την παρασκευή τυριού ή καζεΐνης, το οποίο σε υγρή κατάσταση περιέχει λακτόζη, πρωτεΐνες, λιπαρά: ~ ~ σε σκόνη. ΣΥΝ. τυρόγαλα & τυρόγαλο (1) [< γαλλ. lactosérum, 1908] , φυσιολογικός ορός: ΦΑΡΜΑΚ. που χρησιμοποιείται κυρ. ως αντισηπτικό: αποστειρωμένος ~ ~. Διάλυμα ~ού ~ού. Καθαρισμός της πληγής/ξέπλυμα των φακών επαφής (βλ. τεχνητά δάκρυα)/ρινική πλύση (επαφής) με ~ό ~ό. [< γαλλ. sérum physiologique] , ορός της αλήθειας βλ. αλήθεια [< 1,3: αρχ. ὀρός 2,3,4: γαλλ. sérum, αγγλ. serum]
  • όρος [ὅρος] ό-ρος ουσ. (αρσ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} συνθήκη, νομικής συνήθ. ισχύος, η τήρηση της οποίας είναι απαραίτητη, για να είναι κάτι έγκυρο και επίσημο: απαράβατοι/γενικοί/δεσμευτικοί/ευνοϊκοί/θεσμικοί/περιοριστικοί/προνομιακοί/ρητοί/συμπληρωματικοί ~οι. ~οι συμβολαίου/συμφωνητικού/συναλλαγής. ~οι ασφαλείας/δανείου/δόμησης/παροχής (υπηρεσιών)/πρόσβασης/προστασίας (δεδομένων)/υλοποίησης (πράξης). Αναθεώρηση/αποδοχή/απόρριψη/άρση/γνωστοποίηση/διασφάλιση/διατύπωση/έγκριση/θέσπιση/καθορισμός/παραβίαση/τήρηση/τροποποίηση ~ων. ~οι αμοιβής και εργασίας. ~οι συμμετοχής σε διαγωνισμό. Οι παρακάτω/παραπάνω ~οι αφορούν ... Οι ~οι διέπονται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ισχύουν οι ~οι και οι περιορισμοί της σύμβασης. Ο νόμος ορίζει τους ~ους για ... Συμμόρφωση με τους ~ους της διακήρυξης. Πβ. διάταξη, ρήτρα. 2. προϋπόθεση: Κύριος/πρωταρχικός ~ για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας είναι ... (εμφατ.) ~οι και προϋποθέσεις. 3. λέξη ή φράση, συνήθ. εξειδικευμένη, που αποδίδει μια έννοια από συγκεκριμένο τομέα, πεδίο, κλάδο: γενικός/ειδικός ~. Αδόκιμος/επίσημος/σύνθετος ~. Εμπορικός/λογοτεχνικός/(οικο)νομικός/πολιτικός/τεχν(ολογ)ικός/φιλοσοφικός ~. Ανάλυση/αντικατάσταση/απόδοση/αποσαφήνιση/επεξήγηση/επικράτηση/επινόηση/ερμηνεία/κατάργηση/μετάφραση/ορθότητα/συντομογραφία ~ου. Η ουσία/σημασία ενός ~ου. Καθιερωμένοι/προτεινόμενοι ~οι. ~ της γλωσσολογίας/γραμματικής. Οι διεθνείς ~οι μιας επιστήμης. Λεξικό ιατρικών ~ων. Γλωσσάριο/ευρετήριο ~ων. Ο ~ περιγράφει/σημαίνει ... Ο ~ "..." χρησιμοποιείται καταχρηστικά. Κέντρον Ερεύνης Επιστημονικών ~ων και Νεολογισμών (της Ακαδημίας Αθηνών). Αναζήτηση ~ων στο διαδίκτυο. Βλ. ορολογία. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (επιστ.) καθένα από τα βασικά στοιχεία που συνιστούν μια δομή: (ΓΛΩΣΣ.) Οι κύριοι ~οι μιας πρότασης (: υποκείμενο και κατηγόρημα).|| (ΜΑΘ.) ~οι της ακολουθίας/της γεωμετρικής προόδου/της εξίσωσης/του κλάσματος (: αριθμητής και παρανομαστής)/του πολυωνύμου.όροι (οι): κατάσταση, συνθήκες: ~ διαβίωσης. ● ΣΥΜΠΛ.: μέσος όρος βλ. μέσος, όρος σύγκρισης βλ. σύγκριση, σειρά των όρων βλ. σειρά ● ΦΡ.: άνευ όρων & χωρίς όρους: χωρίς προϋποθέσεις: Παραδόθηκαν/συνθηκολόγησαν ~ ~. [< γαλλ. sans conditions] , εφ' όρου ζωής (λόγ.): για όσο ζει κάποιος, ισόβια: εγγύηση/επικαρπία/μάθηση/σύνταξη ~ ~. Πβ. διά βίου., με την κυριολεκτική έννοια/σημασία του όρου: στην κυριολεξία, κυριολεκτικά., με/υπό όρους & κάτω από όρους: που εξαρτάται από ορισμένες προϋποθέσεις: ~ ~ αποδοχή/προσφορά/συνεργασία/υποστήριξη. Δέχτηκε, αλλά ~ ~. Αφέθηκε ελεύθερος ~ ~., με/υπό τον όρο & με/υπό έναν όρο: μόνο με την προϋπόθεση ότι: Συμφωνώ με/υπό τον όρο να ... Θα έρθω στη δεξίωση με/υπό έναν όρο: να ..., επί ίσοις όροις βλ. ίσος, με την καλή έννοια (του όρου) βλ. καλός [< αρχ. ὅρος, αγγλ. term, γαλλ. terme, αγγλ.-γαλλ. condition]
  • όρος [ὄρος] ό-ρος ουσ. (ουδ.) {όρ-ους | -η, -έων} (λόγ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. βουνό. ● ΣΥΜΠΛ.: το Άγιο(ν) Όρος βλ. άγιος, το όρος της Αφροδίτης βλ. Αφροδίτη ● ΦΡ.: η επί του Όρους Ομιλία βλ. ομιλία, παίρνω τα (όρη και τα) βουνά βλ. βουνό, στα όρη, στ' άγρια βουνά βλ. βουνό, ώδινεν όρος και έτεκε μυν βλ. μυς [< αρχ. ὄρος]
  • οροσειρά [ὀροσειρά] ο-ρο-σει-ρά ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. σειρά από βουνά που αποτελούν μια ενότητα: απόκρημνη/βραχώδης/δύσβατη/επιβλητική/χαμηλή/χιονισμένη/ψηλή ~. Παράλληλες ~ές. Η απόληξη/οι κορυφές/οι παρυφές/οι πλαγιές/οι πρόποδες/οι υπώρειες της ~άς.|| Υποθαλάσσια ~ (: μεσοωκεάνια ράχη). ΣΥΝ. βουνοσειρά [< γερμ. Gebirgskette, γαλλ. chaîne de montagnes]
  • ορόσημο [ὁρόσημο] ο-ρό-ση-μο ουσ. (ουδ.) 1. καθοριστικό γεγονός ή επίτευγμα σε έναν τομέα ή καθετί που σημαίνει την αρχή σημαντικών εξελίξεων: αρχιτεκτονικό/ιστορικό/κρίσιμο/παγκόσμιο/πολιτικό/πολιτιστικό ~. (ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση/βιβλίο/έργο/ημερομηνία/κτίριο/στιγμή/συνεργασία/ταινία/χρονιά-~. Με ~ το έτος ... Η υπογραφή της συμφωνίας αποτελεί ~ στις σχέσεις των δύο χωρών. Πβ. ιστορική στιγμή, καμπή, σταθμός. Βλ. σημείο αναφοράς. 2. διακριτό σημάδι καθορισμού των ορίων εδαφικής έκτασης· γενικότ. καθετί που θέτει όρια: τεχνητά/φυσικά ~α. ~α (όμορων) ακινήτων/πάρκου. Μετακίνηση ~ων. Βλ. οριοθέτηση, χωρομέτρηση.|| ~ ενός έργου (: που καθορίζει την προθεσμία ολοκλήρωσής του). Βλ. -σημο. [< γερμ. Grenzzeichen]

άγιος

άγιος, α, ο [ἅγιος] ά-γι-ος επίθ. (κ. ά-γιος, ά-για, ά-γιο) {-ου (λόγ.) -ίου, -ας (λόγ.) -ίας} 1. που σχετίζεται με τον Θεό, το θείο ή και τη χριστιανική λατρεία: αγία: εικόνα/μετάληψη/Οικογένεια/πρόθεση/προσκομιδή. Άγιο: δισκοπότηρο/Ευαγγέλιο. Άγια: Θεοφάνια/λείψανα/Μυστήρια/πάθη. Το Άγιο και Μέγα Σάββατο. Το άγιο όνομα του Κυρίου. Ευχές για τις άγιες μέρες του Πάσχα/των Χριστουγέννων. ~ ο Θεός (βλ. παν~). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. Α, συντομ. Άγ. κ. Αγ.) πρόσωπο που τιμά η Εκκλησία λόγω του ενάρετου βίου και των θαυματουργών συχνά ιδιοτήτων του και λατρεύεται από τους πιστούς: Ο ~ Γεώργιος/Νικόλαος. Η Αγία Αικατερίνη. Οι Άγιοι Απόστολοι. Των Αγίων Πάντων. Η Εκκλησία τον έκανε Άγιο (= τον αγιοποίησε). Πβ. Αϊ & Άι, αγιο-.|| (σε γεν. για να δηλωθεί η μέρα της γιορτής ενός Aγίου) Σήμερα είναι του Αγίου Δημητρίου.|| (ως ουσ.) Άγιος, Αγία (ο/η): πολιούχος/προστάτης/τοπικός ~. Στρατιωτικοί Άγιοι. Οι βίοι των Αγίων. Βλ. όσιος, μάρτυρας. 3. (συνεκδ.) για εκκλησία που είναι αφιερωμένη σε έναν Άγιο και κατ' επέκτ. για τη γύρω περιοχή: Θα συναντηθούμε μπροστά στον Άγιο Ανδρέα.|| Μένω στον Άγιο Σώστη. 4. χαρακτηρισμός ή προσφώνηση ανώτερων κληρικών, ιδ. μητροπολιτών: Tι να κάνω Άγιε ηγούμενε/πάτερ; Βλ. αγιότητα. 5. (μτφ.) ευσεβής, ενάρετος, ιερός: άγια/αγία: γυναίκα/μορφή. ~ άνθρωπος! Δεν είναι και κανένας ~ (: παραβιάζει ηθικές αρχές και κανόνες).|| Άγια/αγία: ζωή. Πβ. όσιος. ● Ουσ.: Άγια (τα): ΕΚΚΛΗΣ. τα Τίμια Δώρα, ο άρτος και ο οίνος της Θείας Ευχαριστίας και συνεκδ. η χρονική στιγμή της περιφοράς τους: Προσκύνησε τα ~., άγιο (το): ΘΡΗΣΚ. οτιδήποτε ιερό και αγνό (σε αντιπαράθεση με το μιαρό και το βέβηλο) θεωρείται ότι αποτελεί την ουσία της ύπαρξης, το θείο: Λατρεία προς το όσιο, το ιερό, το ~. ● επίρρ.: άγια ● ΣΥΜΠΛ.: άγια χώματα 1. & αγιασμένα χώματα (μτφ.) για να δηλωθεί η ιερότητα του εδάφους, του μέρους, από το οποίο συνήθ. κατάγεται κάποιος: Πατώ/προσκυνώ/υπερασπίζομαι/φιλώ τα ~ ~ της πατρίδας. 2. ΕΚΚΛΗΣ. (με κεφαλ. τα αρχικά Α, Χ) τα μέρη όπου έζησε ο Χριστός., τα Άγια των Αγίων 1. ΕΚΚΛΗΣ. το ιερό του ναού: Το τέμπλο χωρίζει τον κυρίως ναό από ~ ~. ΣΥΝ. Ιερό/Άγιο Βήμα 2. (μτφ., με α πεζό) τα ιερά και τα όσια, το σπουδαιότερο στοιχείο: ~ ~ του Γένους μας/του πολιτισμού. Πβ. πεμπτουσία., το Άγιο(ν) Όρος: αυτόνομη μοναστική πολιτεία στη χερσόνησο του Άθω που αποτελεί το κέντρο του ορθόδοξου μοναχισμού: Ιερά Κοινότης του ~ίου ~ους (: όργανο που ασκεί τη διοικητική εξουσία). Πολιτικός διοικητής του ~ίου ~ους., Αγία Tριάδα βλ. τριάδα, Αγία Γραφή βλ. γραφή, Άγια Νύχτα βλ. νύχτα, αγία ράβδος βλ. ράβδος, Αγία Τράπεζα βλ. τράπεζα, Αγία/Τιμία/Τίμια Ζώνη βλ. ζώνη, άγιες μέρες βλ. μέρα, Άγιο Μύρο βλ. μύρο, Άγιο Πνεύμα βλ. πνεύμα, Άγιο Φως βλ. φως, Άγιοι Τόποι βλ. τόπος, η Αγία Έδρα βλ. έδρα, η αγία πόλη βλ. πόλη, Θεία Κοινωνία βλ. κοινωνία, ιερά σκεύη βλ. σκεύος, Ιερό/Άγιο Βήμα βλ. βήμα, Πανάγιος/Άγιος Τάφος βλ. τάφος, Τίμια/Άγια δώρα βλ. τίμιος, τίμιο/άγιο ξύλο βλ. ξύλο ● ΦΡ.: είχα Άγιο: φάνηκα τυχερός, ιδ. σε περίπτωση ατυχήματος: Είχε ~ ο οδηγός που έπεσε σε χαράδρα και δεν έπαθε τίποτα., και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει: ακόμα και ο καλός χρειάζεται μερικές φορές πίεση ή και απειλή, για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ή για να εξυπηρετήσει κάποιον., καλά και άγια (συνήθ. ακολουθεί εναντίωση): πολύ καλά, πολύ σωστά: ~ ~ έπραξες. ~ ~ μίλησες, όμως δεν βλέπω έργα., καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... & καλός, χρυσός, αλλά ...: για να μετριάσει κάποιος την επικριτική του άποψη για άτομα ή ενέργειες: ~ ~, αλλά μιλάει πολύ. ~ ~ ο διάλογος, αλλά από ουσία μηδέν!, κάνει/παριστάνει τον Άγιο/την Αγία: προσποιείται τον αγνό και άκακο: Μη μου ~εις ~, γιατί ξέρω τι κουμάσι είσαι., κι/και άγιος ο Θεός (επιτατ.): για να δηλωθεί ότι επαναλαμβάνεται κάτι συχνά: αραλίκι/διάβασμα/κουβέντα/κουτσομπολιό ~ ~., κολάζει και Άγιο (εμφατ.): για γυναίκα συνήθ. που είναι αρκετά προκλητική: Με το βλέμμα/κορμί/ντύσιμό της ~ ~., μα τον Άγιο: όρκος για επιβεβαίωση λόγων ή πράξεων: ~ ~ Δημήτριο/μα την Αγία Ελεούσα, αν δεν έρθεις, δεν ξέρω τι θα κάνω., τα άγια τοις κυσί [τά ἅγια τοῖς κυσί] (ΚΔ): σε περιπτώσεις που εμπιστεύεται κάποιος την προστασία και την τήρηση κανόνων δικαίου, αξιών και γενικότ. ιερών πραγμάτων σε ανάξια πρόσωπα., του Αγίου Ποτέ (προφ.): (συνήθ. ως έκφρ. αγανάκτησης) για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει: Πότε θα έρθεις; ~ ~. ΣΥΝ. τον μήνα που δεν έχει Σάββατο, (είναι) της Αγίας Καθίστρας βλ. καθίστρα, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, μην τάξεις του Άγιου/σε Άγιο κερί και του παιδιού/σε παιδί κουλούρι βλ. τάζω, σαν τον Άγιο/Όσιο Ονούφριο βλ. Ονούφριος [< αρχ. ἅγιος, μτγν. ἅγιος]

αλήθεια

αλήθεια [ἀλήθεια] α-λή-θεια ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) -είας} 1. αυτό που συμφωνεί με ό,τι πραγματικά υπάρχει ή συμβαίνει, γενικότ. η ίδια η πραγματικότητα: αδιάσειστη/αναμφισβήτητη/αναπόφευκτη/αντικειμενική/απλή/γυμνή (: χωρίς ενδοιασμούς για την αποκάλυψή της)/δυσάρεστη/επώδυνη/ιστορική/μισή/προφητική/σκληρή/υποκειμενική/ωμή ~. Αποδεικνύω/αποκρύπτω/αποσιωπώ/βλέπω/γνωρίζω/μαθαίνω/παραδέχομαι/συνειδητοποιώ την ~. Αναζήτηση/αποκατάσταση/γνώση/διαστρέβλωση/εύρεση της ~ας. Αποκαλύφθηκε/έλαμψε η ~. Η ~ βρίσκεται (κάπου) στη μέση. Τελικά ποια είναι η ~; Δεν λέει πάντοτε την ~. Ο ισχυρισμός/η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην ~. Αντιλαμβάνονται την ~ με διαφορετικό τρόπο. Θα σας πω πικρές ~ειες. Mύθοι/παραμύθια και ~ειες για το Διάστημα. Βλ. φιλ~.|| (σε όρκο ενώπιον δικαστηρίου) Ορκίζομαι να πω την ~ και μόνο την ~.|| (ΓΛΩΣΣ.) Συνθήκες ~είας (: προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, για να θεωρηθεί αληθές το περιεχόμενο των προτάσεων). ΑΝΤ. αναλήθεια, πλάνη1, ψέμα (1), ψεύδος 2. η ιδιότητα κάποιου πράγματος να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Αμφισβητώ/αποδεικνύω/ελέγχω/εξακριβώνω/επιβεβαιώνω την ~ των επιχειρημάτων/των καταγγελιών/των λόγων/της μαρτυρίας. Πβ. ακρίβεια, εγκυρότητα, ορθότητα. 3. αρχή, γνώση για την οποία δεν αμφιβάλλει κανείς: αιώνια/απόλυτη/άρρητη/αυταπόδεικτη/βιβλική/διαχρονική/δογματική/επιστημονική/θεμελιώδης/ιστορική/μαθηματική/μεταφυσική/(οντο)λογική/φιλοσοφική/χριστιανική ~. Κρυφές ~ειες. Αμφισβήτηση θεμελιωδών ~ειών. Πβ. αξίωμα. 4. γενικά παραδεκτή άποψη: Είπε μια μεγάλη ~. Στη συζήτηση ακούστηκαν πολλές ~ειες. Βλ. απόφθεγμα, σοφία. ● ΣΥΜΠΛ.: δόση/ίχνος αλήθειας: μέρος, ποσοστό, βαθμός αλήθειας: Δεν υπάρχει ~ ~ (= η παραμικρή αλήθεια) στους ισχυρισμούς της/στο δημοσίευμα. Υπάρχει αρκετή/κάποια/μια δόση ~ στις φήμες., ορός της αλήθειας & (λόγ.) ορός αληθείας: ουσία που προκαλεί ελαφριά νάρκωση και χορηγείται, για να ωθήσει αυτόν που ανακρίνεται, να μιλήσει ελεύθερα. Βλ. ανιχνευτής ψεύδους, ναρκανάλυση. [< αγγλ. truth serum, 1924, γαλλ. sérum de vérité] , τιμή αληθείας: η αλήθεια ή αναλήθεια μίας πρότασης ή δήλωσης: Το σύστημα της λογικής που εισηγήθηκε ο Αριστοτέλης βασίζεται στην αρχή ότι μία πρόταση μπορεί να λάβει δύο ~ές ~, την αλήθεια ή το ψεύδος. [< αγγλ. truth-value, 1903] ● ΦΡ.: από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια (παροιμ.): τα παιδιά και οι ψυχικά ασθενείς εκφράζονται με μεγαλύτερο αυθορμητισμό και ειλικρίνεια., για να λέμε/πούμε/πω την (καθαρή/μαύρη) αλήθεια: πρέπει να παραδεχτώ ή να αναγνωρίσω ότι: ~ ~, έφταιγες κι εσύ λίγο/τέτοια εξέλιξη δεν την περιμέναμε., η αλήθεια είναι/είναι αλήθεια ότι/πως (εμφατ.): είναι γεγονός, η πραγματικότητα είναι ότι ... : ~ ~ δεν μου αρέσει .../εργάστηκε πολύ σκληρά., η στιγμή/ώρα της αλήθειας: η ώρα της κρίσης, η στιγμή για κάτι σημαντικό: Έρχεται/έφτασε/πλησιάζει ~ ~. [< αγγλ. the moment of truth, 1932] , μα την αλήθεια (προφ.): έκφρ. επιβεβαίωσης: Ευχάριστη έκπληξη ~ ~! Ήθελα, ~ ~, να ήξερα πού βρίσκεται αυτή τη στιγμή!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται βλ. λέω [< αρχ. ἀλήθεια, γαλλ. vérité, αγγλ. truth, γερμ. Wahrheit]

Αφροδίτη

Αφροδίτη [Ἀφροδίτη] Α-φρο-δί-τη ουσ. (θηλ.) 1. ΑΣΤΡΟΝ. ο δεύτερος από τον Ήλιο πλανήτης του ηλιακού συστήματος, ο οποίος βρίσκεται ανάμεσα στον Ερμή και τη Γη. (ΑΣΤΡΟΛ.) Η ~ στον Αιγόκερω. ΣΥΝ. Έσπερος 2. (μετωνυμ.) εξαιρετικά όμορφη γυναίκα. ● ΣΥΜΠΛ.: το όρος της Αφροδίτης: ΑΝΑΤ. το γυναικείο εφήβαιο. [< γαλλ. mont de Vénus] [< αρχ. Ἀφροδίτη]

βουνό

βουνό βου-νό ουσ. (ουδ.) 1. φυσικό ύψωμα γης που ξεπερνά τα τριακόσια μέτρα σε ύψος (είναι δηλ. μεγαλύτερο από τον λόφο): απόκρημνο/ιερό/κακοτράχαλο/καταπράσινο/χιονισμένο/ψηλό ~. Γυμνό/φαλακρό ~ (: χωρίς δέντρα). (ΜΥΘ.) Το ~ των θεών (: ο Όλυμπος). Κορυφή/μονοπάτια/πλαγιά/πρόποδες (παρυφές/ρίζες/υπώρειες) ~ού. Τσάι/χόρτα του ~ού. Απάτητα/δασωμένα/δύσβατα/πετρώδη ~ά. ~ά με απότομα φαράγγια/βαθιές χαράδρες/πλούσια βλάστηση. ~ά και πεδιάδες. ~ που υψώνεται στα βόρεια του νομού. Διασχίζω/κατεβαίνω το ~. Ανεβαίνω στο/το ~. Ο ήλιος έδυσε πίσω από τα ~ά. Περιοχή που περιβάλλεται από ~ά. Πβ. όρος. Βλ. παγόβουνο, πρόβουνο.|| (Αθλήματα/σπορ ~ού:) Ποδηλασία/σκι ~ού. Ανάβαση/αναρρίχηση/ορειβασία/πεζοπορία σε ~. 2. (κατ΄επέκτ.) ορεινή περιοχή: άνθρωπος του ~ού (= βουνίσιος). Διακοπές/ταξίδι στο ~ (βλ. στη θάλασσα). Ζει στα ~ά. 3. (μτφ.-εμφατ.) πληθώρα, σωρός· ειδικότ. για κάτι πολύ δύσκολο, ακατόρθωτο ή μεγάλο, ογκώδες: ~ από άπλυτα (= ίσα με το ταβάνι)! ~ά σκουπιδιών/από σκουπίδια. Σκυμμένος πάνω από ένα ~ βιβλία. Πβ. πλήθος, στοίβα, σωρεία.|| ~ οι δυσκολίες/τα εμπόδια/τα προβλήματα/τα χρέη. Η υπόθεση μού φαίνεται/φαντάζει ~! Πβ. σκόπελος, τροχοπέδη, φραγμός.|| Κύματα ~ά (= τεράστια). ● Υποκ.: βουναλάκι & (λαϊκό-λογοτ.) βουνάκι & βουνί (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ποδήλατο βουνού βλ. ποδήλατο ● ΦΡ.: (να ζήσεις) σαν τα ψηλά βουνά!: ευχή για υγεία και μακροζωία: Να 'σαι γερός ~ ~!|| Έργο αθάνατο σαν ~ ~., από το βουνό κατέβηκε; (ειρων.-μειωτ.): για άνθρωπο ανίδεο ή αγροίκο, αγενή. ΣΥΝ. κατέβηκε/ήρθε/είναι από τα Γκράβαρα, βουνά και λαγκάδια: δύσβατες περιοχές, συνήθ. μακρινές: Περάσαμε μέσα από ~ ~., βουνό με βουνό δεν σμίγει: για να δηλωθεί ότι υπάρχει πάντα η πιθανότητα να ξανασυναντηθούν δυο άνθρωποι. Βλ. καλώς τα μάτια μου τα δυο!, σαν τα χιόνια!, η τρέλα δεν πάει στα βουνά (πάει στους ανθρώπους) (παροιμ.): λέγεται για πράξεις παράλογες, απερίσκεπτες., μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια (παροιμ.): όποιος έχει συναντήσει μεγάλες δυσκολίες στο παρελθόν, αντιμετωπίζει πιο ψύχραιμα τις αντιξοότητες. ΣΥΝ. ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται, ο άνθρωπος/η πίστη κινεί βουνά (μτφ.): μπορεί να πετύχει ακόμα και κάτι θεωρητικά ανέφικτο., παίρνω τα (όρη και τα) βουνά (μτφ.) 1. φεύγω μακριά, συνήθ. επειδή βρίσκομαι σε κίνδυνο ή/και σε απόγνωση. 2. (σπάν.) τρελαίνομαι, παραφρονώ., στα όρη, στ' άγρια βουνά & στα όρη και στα βουνά (προφ.): πάρα πολύ μακριά (και απόκρημνα): Τι γύρευαν ~ ~ μες στα μεσάνυχτα; Ήταν ανάγκη να τρέχεις ~ ~;, τύχη βουνό (προφ.): (συνήθ. σε περίπτωση σοβαρού ατυχήματος) πολύ μεγάλη, εξαιρετική τύχη: ~ ~ είχε ο οδηγός του ΙΧ που έπεσε στον γκρεμό και σώθηκε., βοήθα με να σε βοηθώ ν' ανεβούμε (σ)το βουνό βλ. βοηθώ, κράτα με να σε κρατώ (ν' ανεβούμε στο βουνό) βλ. κρατώ, μαύρη είναι η νύχτα στα βουνά (μαύρη σαν καλιακούδα) βλ. νύχτα, όταν/αν/άμα δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ βλ. Μωάμεθ [< μεσν. βουνό(ν)]

εμβόλιο

εμβόλιο [ἐμβόλιο] εμ-βό-λι-ο ουσ. (ουδ.) {εμβολί-ου} 1. ΙΑΤΡ. ενέσιμη χορήγηση υλικού που περιέχει εξασθενημένα ή χημικά τροποποιημένα μικρόβια ή ιούς, ώστε ο οργανισμός να αρχίσει να παράγει αντισώματα για να τους καταπολεμήσει και να αποκτήσει ανοσία στη λοιμώδη νόσο που προκαλούν· συνεκδ. εμβολιασμός ή σπανιότ. το σχετικό σημάδι που αφήνει στο δέρμα: αντιγριπικό/αντιφυματικό ~. Πολλαπλά/πολυδύναμα ~α (: σε μία ένεση περιλαμβάνονται αντιγόνα πολλών ασθενειών). (κυρ. για παιδί) Έκανε (= εμβολιάστηκε)/του έκαναν το ~ της ηπατίτιδας Α και Β/ιλαράς, ερυθράς και παρωτίτιδας/μηνιγγίτιδας/πολιομυελίτιδας. ~ κατά του κορονοϊού. || ~ για τον καρκίνο της μήτρας. Βλ. μαντού, ορός, τοξοειδές. 2. ΓΕΩΠ. (σπάν.-επίσ.) μπόλι ή μπόλιασμα. ● ΣΥΜΠΛ.: τριπλό εμβόλιο βλ. τριπλός [< πβ. μτγν. ἐμβόλιον ‘λόγχη, αυτό που εντίθεται’ 1: γαλλ. vaccin]

ίσος

ίσος, η, ο [ἴσος] ί-σος επίθ. 1. που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά στοιχεία με κάποιον ή κάτι άλλο: ~η: έκταση. ~ο: βάρος. ~οι: όγκοι. ~ες: διαστάσεις/ποσότητες. ~α: μερίδια. ~ σε αριθμό (= ισάριθμος)/μέγεθος (= ισομεγέθης)/μήκος (= ισομήκης)/ύψος (= ισοϋψής). Διαιρώ/κόβω/χωρίζω κάτι σε ~α μέρη. Είναι ~οι στο ανάστημα/στη δύναμη/στην ταχύτητα.|| (ΓΕΩΜ.) ~ες: γωνίες. ~α: κλάσματα/τρίγωνα. Το τετράγωνο έχει και τις τέσσερις πλευρές του ~ες μεταξύ τους.|| Ένα κιλό είναι ~ο με χίλια γραμμάρια (= ισούται).|| (ίδιος για όλους) ~η: μεταχείριση. ~η αμοιβή για ~η εργασία. ~ες ευκαιρίες. Αγωνίζομαι για/διεκδικώ ~α δικαιώματα. Πβ. ισοδύναμος, ισότιμος, όμοιος. ΑΝΤ. άνισος. 2. (ειδικότ. για πρόσ.) που έχει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, που βρίσκεται στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλον: Όλοι οι πολίτες είμαστε ~οι απέναντι στον νόμο (πβ. ισόνομος). Τον θεωρώ ~ο μου και τον σέβομαι (πβ. ισάξιος). 3. (προφ.) ίσιος, ευθύς, ομαλός: ~ος: δρόμος. Το έδαφος δεν είναι ~ο. Πβ. επίπεδος. ● ΦΡ.: επί ίσοις όροις (λόγ.) & με ίσους όρους: ισότιμα, χωρίς διακρίσεις: αντιμετώπιση/μεταχείριση/συμμετοχή ~ ~. Διαγωνίζονται/συνδιαλέγονται ~ ~. Αντικειμενική και ~ ~ ενημέρωση., ίσα βάρκα, ίσα νερά (παροιμ.): χωρίς οικονομικές απώλειες αλλά και χωρίς κέρδη: Ο απολογισμός του ταμείου είναι ~ ~. Πβ. (μου) έρχεται μία η άλλη., πρώτος μεταξύ ίσων: πρόσωπο που είναι επικεφαλής ομάδας ατόμων, τα οποία έχουν τα ίδια δικαιώματα ή την ίδια εξουσία με αυτόν. [< λατ. primus inter pares] , σαν/ως ίσος προς ίσο(ν): με ισότητα, χωρίς να μειονεκτεί ο ένας έναντι του άλλου: Μιλάω (με/σε κάποιον) ~ ~. ΣΥΝ. ισότιμα, στα ίσ(ι)α (προφ.) 1. σε ίση ποσότητα, σε ίσα μέρη: Μοιράζω ~ ~. 2. ευθέως, χωρίς περιστροφές: Του μίλησα ~ ~. Πες μου ~ ~ τι θέλεις! Αντιμετωπίζω κάποιον ~ ~. Πβ. καταπρόσωπο, κατά-μουτρα, -φατσα.|| (αργκό) Την πέφτω (σε κάποιον) ~ ~ (= κάνω καμάκι). 3. σαν ίσος προς ίσο: Τον κόντραρε/πάλεψε ~ ~. Παίζει ~ ~ τον αντίπαλο του. 4. για δήλωση ισοπαλίας: Δύο λεπτά πριν από το τέλος ο αγώνας ήρθε ~ ~. Η ομάδα ξανάφερε το παιχνίδι ~ ~. 5. σε ευθεία γραμμή: Γλίτωσε το ατύχημα, γιατί ξανάφερε το αυτοκίνητο/τιμόνι ~ ~ (= το ίσιωσε). Ο πίνακας/τοίχος δεν είναι ~ ~ του (= είναι στραβός)., (κρατώ/τηρώ) ίσες αποστάσεις βλ. απόσταση, ανταποδίδω/αποδίδω τα ίσα βλ. ανταποδίδω, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, σε ανώτερη/ίδια/ίση/καλύτερη/κατώτερη/χειρότερη μοίρα (με κάποιον/κάτι) βλ. μοίρα ● βλ. ίσα1, ίσο [< αρχ. ἴσος]

καλός

καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]

μέσος

μέσος, η, ο μέ-σος επίθ. 1. που βρίσκεται στη μέση ή παρεμβάλλεται μεταξύ δύο άκρων, τοπικών ή χρονικών: ~η: βαθμίδα (= ενδιάμεση, βλ. ανώτερη, βασική, κατώτερη). ~ο: επίπεδο (βλ. αρχάριο, προχωρημένο). Πύραυλος ~ου βεληνεκούς.|| (ΑΝΑΤ.) ~ος: εγκέφαλος (= μεσεγκέφαλος). ~η: φλέβα. ~ο: αυτί (βλ. έξω, έσω)/νεύρο. Πβ. κεντρικός, μεσιανός. Βλ. ακριανός, πρώτος, τελευταίος.|| (ΙΣΤ., συχνά με κεφαλ. Μ) ~η Νεολιθική Εποχή (περ. 5800-5300 π.Χ.) (βλ. πρώιμος, ύστερος). ΣΥΝ. μεσαίος (2) 2. (συνήθ. για μεγέθη, φαινόμενα) που αποτελεί τον μέσο όρο: ~ος: πληθωρισμός (βλ. μηδενικός)/ρυθμός (αύξησης/μεταβολής· βλ. αργός, γρήγορος). ~η: απόκλιση/απόσταση (π.χ. της Γης από τον Ήλιο, βλ. αστρονομική μονάδα)/θερμοκρασία (μιας περιοχής σε ορισμένη χρονική περίοδο· βλ. ελάχιστη, μέγιστη)/καθυστέρηση (πληρωμής)/στάθμη (της θάλασσας)/τάση/ταχύτητα (βλ. στιγμιαία). ~ο: μοριακό βάρος. ~ες μηνιαίες απολαβές. 3. (μτφ.) που εμφανίζει τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του συνόλου στο οποίο ανήκει· ειδικότ. που δεν ξεχωρίζει από το συνηθισμένο, δεν ξεπερνά τον μέσο όρο: ο ~ αναγνώστης/Έλληνας/Ευρωπαίος/καταναλωτής/πολίτης/τηλεθεατής. Πβ. κοινός, συνηθισμένος.|| Άνθρωποι/άτομα ~ου (: μετρίου) αναστήματος/~ης μόρφωσης. Επιχειρήσεις ~ου μεγέθους (= μεσαίες). 4. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από μέτρο, απουσία ακροτήτων: Υποστήριξε μια ~η (πβ. ουδέτερος) θέση. Τα βλέπει όλα άσπρο-μαύρο· γι' αυτόν δεν υπάρχει ~η (= ενδιάμεση) κατάσταση. ΑΝΤ. ακραίος, υπερβολικός. 5. ΓΡΑΜΜ. που σχετίζεται με τη μέση διάθεση: ~ος: αόριστος/μέλλοντας. ~α: ρήματα. Βλ. μεσοπαθητικός. ● Ουσ.: μέσος (ο) 1. ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) παίκτης που συνήθ. αγωνίζεται στη μεσαία γραμμή της ομάδας του: αριστεροπόδαρος/διεθνής ~. Πβ. χαφ. Βλ. αμυντικός, επιθετικός, λίμπερο, μπακ, στόπερ. ΣΥΝ. κεντρώος 2. ΑΝΑΤ. το μεσαίο δάχτυλο του χεριού ή σπανιότ. του ποδιού. Βλ. παράμεσος. ΣΥΝ. μεσαίος 3. ΜΑΘ. {σπανιότ. στον πληθ. μέσοι} μέσος όρος: ο ~ του πληθυσμού. [< 1: αγγλ. midfielder, 1940 2: αρχ. μέσος] ● ΣΥΜΠΛ.: μέση διάθεση: ΓΡΑΜΜ. στην οποία ανήκουν ρήματα που δηλώνουν ότι το υποκείμενό τους ενεργεί και ταυτόχρονα δέχεται την ενέργεια αυτή (π.χ. ντύνομαι, πλένομαι, χτενίζομαι). Βλ. ενεργητική, ουδέτερη, παθητική διάθεση., Μέσοι Χρόνοι (οι): ΙΣΤ. ο Μεσαίωνας. Πβ. σκοτεινοί χρόνοι. Βλ. αρχαιότητα, νεότεροι χρόνοι. [< γαλλ. Moyen Âge] , μέσος όρος 1. ΜΑΘ. -ΣΤΑΤ. το αποτέλεσμα που εξάγεται από την πρόσθεση αριθμών ή τιμών και τη διαίρεση του αθροίσματός τους με τον αριθμό που αντιπροσωπεύει το πλήθος τους: αριθμητικός ~ ~. ~ ~ βαθμολογίας/ετήσιων αποδοχών/ηλικίας/θερμοκρασίας/κόστους (συντήρησης)/πτυχίου. Ο ~ ~ ζωής. Δείκτης νοημοσύνης κάτω του ~ου ~ου (: του μετρίου)/πάνω από το ~ο ~ο. Βγάζω/βρίσκω/υπολογίζω τον ~ο ~ο. Πβ. μέση τιμή. 2. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) όρος συλλογισμού που περιέχεται και στις δύο προτάσεις του. [< 1: γαλλ. moyenne 2: γαλλ. moyen terme] , δευτεροβάθμια/μέση εκπαίδευση βλ. εκπαίδευση, κινητός μέσος (όρος) βλ. κινητός, Μέση Ανατολή βλ. ανατολή, μέση ηλικία βλ. ηλικία, μέση τιμή βλ. τιμή, μέσο κόστος βλ. κόστος, μέσος ανάλογος (δύο αριθμών) βλ. ανάλογος ● ΦΡ.: κατά μέσο(ν) όρο: σύμφωνα με υπολογισμό του μέσου όρου, ανάμεσα στο λιγότερο ή μικρότερο και το περισσότερο ή μεγαλύτερο: αυξήσεις 30% ~ ~ στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων., μέση οδός/λύση: που δεν διακρίνεται από ακρότητες, που χαρακτηρίζεται από μέτρο: Βρέθηκε η ~ λύση. Δεν υπάρχει ~ ~. Εδώ δεν χωράνε ~ες λύσεις. ΣΥΝ. χρυσή τομή (1), εν μέση οδώ βλ. οδός [< αρχ. μέσος, γαλλ. moyen 5: μτγν. ~]

μυς

μυς [μῦς] ουσ. (αρσ.) {μυ (λόγ.) μυός, μυ | μύες (καταχρ.) μυς, μυών, μυς (καταχρ.) μύες} 1. ΑΝΑΤ. όργανο του σώματος που αποτελείται από ίνες και ιστό και έχει τη δυνατότητα να κάνει συσπάσεις, καθιστώντας εφικτή την εκτέλεση κινήσεων: αναπνευστικός/ανταγωνιστής/θωρακικός/καρδιακός/κοιλιακός/σφιγκτήρας ~. ~ες των ποδιών/του προσώπου/του σώματος. Ατροφία/εκγύμναση/ελαστικότητα/ενδυνάμωση/ηλεκτροδιεγέρτης/θλάσεις/κακώσεις/συστολή/τάση/τράβηγμα των ~ών. Η άσκηση σφίγγει/φουσκώνει τους ~ (βλ. μπόντι-μπίλντινγκ). Το μασάζ τονώνει/χαλαρώνει τους ~. Πβ. μυώνας.|| Τεχνητοί ~ες.|| (προφ.) Έχει ~ (= είναι γεροδεμένος, σωματώδης). Είναι όλο ~ (= πολύ γυμνασμένος). 2. ΖΩΟΛ. (αρχαιοπρ.) ποντίκι. Βλ. επίμυς. ● ΣΥΜΠΛ.: σκελετικός/γραμμωτός μυς: ΑΝΑΤ. που συνδέεται με τον σκελετό και εκτελεί γρήγορη, ισχυρή και συνήθ. εκούσια συστολή. [< αγγλ. skeletal/striated muscle] , γλουτιαίοι (μύες) βλ. γλουτιαίος, δικέφαλος (μυς) βλ. δικέφαλος, λείοι μύες βλ. λείος, μιμικοί μύες βλ. μιμικός, σκαληνοί μύες βλ. σκαληνός, τετρακέφαλος (μηριαίος μυς) βλ. τετρακέφαλος, τραπεζοειδής μυς βλ. τραπεζοειδής, τρικέφαλος μυς βλ. τρικέφαλος ● ΦΡ.: ώδινεν όρος και έτεκε μυν (παροιμ.): για μεγαλεπήβολο εγχείρημα που είχε δημιουργήσει υψηλές προσδοκίες, αλλά το αποτέλεσμα αποδείχθηκε ασήμαντο. [< αρχ. μῦς, αγγλ.-γαλλ. muscle]

ομιλία

ομιλία [ὁμιλία] ο-μι-λί-α ουσ. (θηλ.) {ομιλιών} 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα άρθρωσης λόγου και ο ιδιαίτερος, προσωπικός τρόπος χρήσης της γλώσσας από κάθε ομιλητή με σκοπό την έκφραση και την επικοινωνία· φωνή, λαλιά: καθημερινή/προφορική/φυσική ~. Ανάπτυξη/διαταραχές (βλ. λογοθεραπεία)/προβλήματα της ~ας.|| Ακούγονται ~ες από το διπλανό διαμέρισμα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Αναγνώριση ~ας (από υπολογιστή). Ψηφιακή επεξεργασία ~ας. Σύστημα μετατροπής κειμένου σε συνθετική ~. ΣΥΝ. μιλιά (1) 2. (επίσ.) ανάπτυξη ορισμένου θέματος ενώπιον ακροατηρίου: αναλυτική/ανοιχτή/δημόσια/εισαγωγική/εναρκτήρια/ενημερωτική/επετειακή/επιστημονική/ιστορική/κεντρική/κομματική/κρίσιμη/μνημειώδης/πολιτική/προεκλογική/σύντομη/τηλεοπτική ~. Εντυπωσιακή/εξαιρετική/επιτυχημένη/σημαντική ~. ~-διάλεξη/μάθημα. Απόσπασμα/σημεία ~ας. ~ δημάρχου/διευθυντή/καθηγητή/προέδρου/υπουργού. ~ στη Βουλή (πβ. αγόρευση)/σε εγκαίνια/σε συνέδριο. Πρόσκληση σε ~. ~-παρουσίαση. Στο επίκεντρο της ~ας της βρέθηκε η κλιματική αλλαγή. Αυτά τόνισε στην ~ του ο πρωθυπουργός. Διοργάνωση/κύκλος/σειρά ~ών. Πβ. διάλεξη.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ορθόδοξη ~. ~ περί μετανοίας/νηστείας. Βλ. κήρυγμα. 3. συζήτηση, συνομιλία, συνδιάλεξη: (ΤΗΛΕΠ.) Προγράμματα ~ας σε κινητά τηλέφωνα. Κάρτα ανανέωσης/οικονομικό πακέτο χρόνου ~ας. 4. προφορά: Από την ~ του κατάλαβα ότι ήταν Γάλλος. Βλ. διάλεκτος, ιδίωμα. 5. ΘΕΑΤΡ. {στον πληθ.} υπαίθριες λαϊκές παραστάσεις που δίνονται κυρ. στη Ζάκυνθο κατά τη διάρκεια της Αποκριάς. ● ΣΥΜΠΛ.: καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση ● ΦΡ.: η επί του Όρους Ομιλία: ΕΚΚΛΗΣ. ο ευαγγελικός λόγος του Χριστού που περιλαμβάνει τους μακαρισμούς και την Κυριακή Προσευχή και αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της χριστιανικής διδασκαλίας. [< μτγν. ὁμιλία, αγγλ. speech 1: πβ. γαλλ. parole]

οριοθέτηση

οριοθέτηση [ὁριοθέτηση] ο-ρι-ο-θέ-τη-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.-επίσ.) οριοθεσία: εντοπισμός, καθορισμός ή/και αποσαφήνιση ορίων: αυθαίρετη/αυστηρή ~. Γεωγραφική/εδαφική/θαλάσσια ~. ~ αιγιαλού/ακινήτων/δασών/έκτασης/έργου/οικισμών/οικοπέδων/(πληγείσας/προστατευόμενης) περιοχής/υφαλοκρηπίδας/χειμάρρου/χώρου (βλ. χωροθέτηση). Γραμμή/μελέτη/πλαίσιο ~ης.|| Εννοιολογική/θεσμική/ιδεολογική/νομική/πολιτική/συνταγματική ~. ~ αρμοδιοτήτων/δικαιωμάτων/θέματος/καθηκόντων/προβλήματος/ρόλων/στόχων/τιμών/υποχρεώσεων. ~ του περιεχομένου των συνομιλιών. ~ των σχέσεων μεταξύ ... Πβ. περιχαράκωση. ΣΥΝ. οροθεσία, οροθέτηση [< γαλλ. délimitation]

οροαντίδραση

οροαντίδραση [ὀροαντίδραση] ο-ρο-α-ντί-δρα-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αντίδραση η οποία δείχνει την ύπαρξη αντισώματος ή αντιγόνου στον ορό του αίματος. [< γαλλ. séroréaction, αγγλ. seroreaction]

ορολογία

ορολογία [ὁρολογία] ο-ρο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των εξειδικευμένων λέξεων, των όρων που χρησιμοποιούνται σε έναν γνωστικό τομέα, σε μια επιστήμη: βασική/γενική/ειδική/επαγγελματική/επιστημονική/τεχνική ~. Διεθνής/ξένη ~. Αθλητική/διπλωματική/εκκλησιαστική/εμπορική/επιχειρησιακή/ιατρική/κοινοτική/μουσική/ναυτική/(οικο)νομική/στρατιωτική ~. Η ~ του διαδικτύου/της πληροφορικής. Γλωσσάριο/λεξικό ~ας. Πβ. ονοματολογία. Βλ. αργκό, κοινωνιόλεκτος, μεταγλώσσα. 2. ΓΛΩΣΣ. συστηματική μελέτη ειδικών όρων, λέξεων και εκφράσεων που χρησιμοποιούνται για να ονομάσουν πράγματα και έννοιες και οι γενικές αρχές που τη διέπουν: επιτροπή ~ας. Βλ. λεξικογραφία, ορογραφία, -λογία. [< γαλλ. terminologie, αγγλ. terminology]

σειρά

σειρά σει-ρά ουσ. (θηλ.) 1. ομάδα προσώπων ή όμοιων πραγμάτων, στοιχείων, που βρίσκονται το ένα μετά το άλλο ή δίπλα στο άλλο: ~ από βουνά (= ορο~)/δέντρα/κίονες/κτίρια. Η πρώτη ~ των εδράνων/θεατών/συνέδρων. Κάθονται/περιμένουν υπομονετικά στη ~ (πβ. γραμμή, ουρά). Μπήκε στη ~ για να αγοράσει εισιτήριο. Πίνακες κρεμασμένοι στη ~. Καθίσματα της δεύτερης ~άς. Αεροσκάφος με σαράντα ~ές θέσεων. Βλ. γραμματο~, συμβολο~. 2. γραμμή, στίχος κειμένου: η πρώτη ~ των υποτίτλων. Οι τελευταίες ~ές του άρθρου. Τρεις ~ές από το τέλος της σελίδας. Πβ. αράδα. 3. σύνολο γεγονότων, συμβάντων, εκδηλώσεων, που σχετίζονται κυρ. θεματικά και ακολουθούν χρονικά το ένα το άλλο: ~ διαλέξεων (= κύκλος)/ερωτημάτων/λαθών/μέτρων/ομιλιών/σεμιναρίων/συναντήσεων/συναυλιών/χειρισμών. (Μια) ~ από δραστηριότητες/ήττες/νίκες (= σερί)/πρωτοβουλίες. Δύσκολη ~ αγώνων. Ο πρωθυπουργός ξεκίνησε ~ επαφών με τους πολιτικούς αρχηγούς. Πβ. ακολουθία, αλυσίδα. 4. σύνολο ομοειδών πραγμάτων που συνδέονται μεταξύ τους με κάποιον τρόπο, συνήθ. έχουν κοινά χαρακτηριστικά, παράγονται ή πωλούνται μαζί: ~ ασκήσεων/δώρων/εργαλείων/υπολογιστών. Αναμνηστική ~ γραμματοσήμων/νομισμάτων. Πλήρης ~ σκευών μαγειρικής. Νέα/ολοκληρωμένη ~ επίπλων. ~ περιποίησης προσώπου-σώματος-μαλλιών.|| (για βιβλία) Εκδοτική/ιστορική/φιλοσοφική ~. ~ αστυνομικής/ξένης λογοτεχνίας.|| Μια ~ από θέματα/μελέτες/στοιχεία. Μια ~ από προβλήματα/προβλημάτων (= πλήθος). 5. ΤΗΛΕΟΡ. καθημερινό ή εβδομαδιαίο τηλεοπτικό συνήθ. πρόγραμμα με το ίδιο καστ ή θέμα: αισθηματική/δραματική/κοινωνική/κωμική/μεταγλωττισμένη/νεανική/ραδιοφωνική ~. ~ δράσης/μυστηρίου/περιπέτειας/τρόμου/φαντασίας. Τα γυρίσματα/τα επεισόδια/οι ήρωες/οι πρωταγωνιστές της ~άς. ~ τριών ωριαίων ντοκιμαντέρ. Ελληνικές/ξένες ~ές που προβάλλονται από τα κανάλια. ~ές βασισμένες σε λογοτεχνικά έργα. Πβ. σίριαλ. 6. κατάταξη δεδομένων ή προσώπων σύμφωνα με ορισμένα κριτήρια· ειδικότ. αλληλουχία: αριθμητική/αύξουσα/συντακτική/τυχαία/φθίνουσα/χρονολογική ~. Αξιολογική ~ υποψηφίων. Πβ. ταξινόμηση.|| Παρουσιάστε τις σκέψεις σας με λογική ~ (πβ. ειρμός, συνοχή). (σε ασκήσεις) Βάλτε τις λέξεις στη σωστή ~. Μπείτε στη ~ (: στοιχηθείτε). 7. θέση που κατέχει κάποιος ή κάτι σε ένα σύνολο: ~ αναφοράς/εκκίνησης/εμφάνισης/επιτυχίας/κατάταξης. Μπήκα με καλή ~ στη σχολή. Μου πήρε τη ~.|| (προφ.) Δεν είναι της ~άς του (: δεν ανήκουν στην ίδια κοινωνική τάξη). ΣΥΝ. σινάφι. 8. ΣΤΡΑΤ. το σύνολο των στρατευσίμων που κατατάσσονται στις Ένοπλες Δυνάμεις την ίδια χρονική περίοδο· (συνεκδ.-αργκό) ο ίδιος ο στρατιώτης που ανήκει στο σύνολο αυτό: (επίσ.) Eκπαιδευτική ~ Στρατευσίμων Oπλιτών (ακρ. EΣΣO). ~ που απολύθηκε/παρουσιάστηκε/υπηρετεί. Αριθμός ~άς. Πβ. κλάση.|| (ως προσφών.) Γεια σου, ρε ~. 9. (προφ., συνήθ. με κτητ. αντων.) τάξη, σύστημα, πρόγραμμα: (Δεν) έχει ~ και συνέχεια. Έλειψε δύο φορές και βγήκε από/έχασε τη ~ του. ● Υποκ.: σειρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ομόλογη σειρά: ΧΗΜ. ομάδα οργανικών ενώσεων με κοινό γενικό μοριακό τύπο και ίδιες χημικές ιδιότητες: Τα αλκάνια/οι αλκοόλες είναι ~ ~. [< αγγλ. homologous series] , σειρά των όρων: ΓΛΩΣΣ. η θέση των κύριων όρων μέσα στην πρόταση: Η ~ ~ στα Ελληνικά είναι ελεύθερη. [< αγγλ. word order] , αλφαβητική σειρά βλ. αλφαβητικός ● ΦΡ.: (είναι/έρχεται/φτάνει η) σειρά μου να ...: είναι, έρχεται η ώρα για κάποιον να πάθει ή να κάνει κάτι, σύμφωνα με μια χρονική ακολουθία: Έφτασε/ήρθε η ~ της να απαντήσει/απολογηθεί. Σειρά σου τώρα να ..., βάζω (κάτι) στη/σε σειρά 1. τακτοποιώ, διευθετώ: ~ουν σε ~ τις προτεραιότητές τους. Ας βάλουμε τα πράγματα στη ~ τους. Προσπαθεί να βάλει τη ζωή/τις σκέψεις του σε μια ~. Πβ. ξεκαθαρίζω, οργανώνω. 2. (σπάν.) δρομολογώ: Ο δήμαρχος έχει βάλει σε ~ έργα πνοής για την πόλη. [< γαλλ. mettre en ligne] , εκτός σειράς: για κάτι που δεν εντάσσεται σε ένα ομοιογενές σύνολο ή δεν ακολουθεί ορισμένη κατάταξη, ιεραρχία: δημοσιεύματα ~ ~.|| Ήθελε να μιλήσει ~ ~., με τη σειρά: το ένα μετά το άλλο (ή ο ένας μετά τον άλλον): ~ ~, μην μπερδευόμαστε. Ένα-ένα θέμα, ~ ~, όχι όλα μαζί. Καλούνται ~ ~ να πουν τη γνώμη τους. [< γαλλ. par ordre] , με τη σειρά μου: για κάτι που γίνεται σύμφωνα με μια ακολουθία, συνήθ. χρονική: Να σας καλημερίσω κι εγώ ~ ~. Διατυπώστε κι εσείς ~ σας το δικό σας σχόλιο., με/κατά/σε σειρά: με βάση συγκεκριμένη κατάταξη: ~ ~ αρχαιότητας/εκλογής/επιτυχίας/ηλικίας/προτεραιότητας/προτίμησης/σπουδαιότητας/συχνότητας. Πρωταγωνιστούν με ~ εμφάνισης οι ... Προβάλλεται το δέκατο κατά ~ επεισόδιο. Τρίτο στη ~ κριτήριο. , μπαίνει στη/σε σειρά: (μτφ.) μπαίνει σε τάξη, διευθετείται, ρυθμίζεται: Μην ανησυχείς, όλα ~ουν στη ~ (= τακτοποιούνται) με λίγη προσπάθεια. Η ζωή μας έχει μπει σε μια ~. Ας βρεθεί μια λύση, για να μπουν τα πράγματα στη ~ τους., παίρνει σειρά: για κάτι που έχει δρομολογηθεί και πρόκειται να πραγματοποιηθεί: Έργα που έχουν πάρει ~ και υλοποιούνται. , ποιος/τι έχει σειρά; (προφ.): ποιος είναι ο επόμενος· τι θα ακολουθήσει;: ~ ~ τώρα; Ποιος ~ να παίξει;, σύνδεση σε/εν σειρά: ΗΛΕΚΤΡ. κατά την οποία όλα τα στοιχεία βρίσκονται υπό την ίδια ένταση, ενώ η ολική τάση στα άκρα του κυκλώματος ισούται με το άθροισμα των τάσεων στα άκρα του κάθε στοιχείου. ΑΝΤ. παράλληλη σύνδεση/διάταξη, της σειράς & (σπάν.) της αράδας (μειωτ.): ως χαρακτηρισμός για κάτι ευτελές ή κοινό, συνηθισμένο: ταινία ~ ~. Φτηνή μπίρα ~ ~. (σπανιότ. για πρόσ.) Καλλιτέχνες/τραγουδιστές ~ ~., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά βλ. πράγμα, επί σειρά(ν) ετών βλ. έτος [< μτγν. σειρά, γαλλ. ordre, rang, série 5: αγγλ. series, 1949]

σημείο

σημείο [σημεῖο] ση-μεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μέρος, θέση που προσδιορίζεται με ακρίβεια· ειδικότ. ορισμένη περιοχή του σώματος: ~ αναχώρησης/αφετηρίας/άφιξης/εισόδου-εξόδου/εκκίνησης/εστίασης/ισορροπίας/προορισμού/συνάντησης/τερματισμού. ~ ελέγχου διαβατηρίων/πώλησης προϊόντων/σύνδεσης των καλωδίων. ~ του χώρου. Μεθοριακό ~ διέλευσης. Κεντρικό ~ της πόλης. Το ακριβές ~ της πτώσης του μετεωρίτη. Το ανώτερο ~ της διαδρομής. Ευστόχησε από το ~ του πέναλτι. Πόλη χτισμένη σε στρατηγικό ~. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες του ~ου (= τόπου) που βρισκόμαστε. Τα φωτεινότερα ~α του ουρανού.|| ~ του θώρακα/κεφαλιού/ποδιού/χεριού. ~ στήριξης της πλάτης. 2. (μτφ.) τμήμα ευρύτερου συνόλου: Το θετικό ~ του κειμένου/νομοσχεδίου. Το επίμαχο ~ της εκπομπής/ομιλίας. Εξηγεί κάθε ~ των θέσεών της. Αρκετά ~α του βιβλίου είναι αμφιλεγόμενα. Διευκρίνισε τα δύσκολα/κυριότερα ~α της ύλης. Βασικά ~α της υπόθεσης παραμένουν αδιερεύνητα. Τα ενδιαφέροντα/κωμικά/μελανά ~α της παράστασης/ταινίας. Τα ~α-κλειδιά του σχεδίου διάσωσης. 3. συγκεκριμένη χρονική στιγμή· κατ' επέκτ. φάση, στάδιο: χρονικό ~. Στο ~ αυτό αξίζει/πρέπει να ... Από το ~ αυτό και μετά. Κομβικό/κρίσιμο ~ της εξέλιξης. Καθοριστικό ~ του αγώνα.|| Το πιο αποφασιστικό ~ της ιστορίας/πορείας της. Σε ποιο ~ της προετοιμασίας βρίσκεστε; Είναι στο καλύτερο ~ της καριέρας τους. 4. (μτφ.) (σε ποιοτική ή άλλου είδους κλίμακα) βαθμός: έσχατο ~ απανθρωπιάς/ξεπεσμού/παρακμής/υποτέλειας. Μέγιστο/ύψιστο ~ ακμής/δύναμης/μεγαλείου. Έχουν φτάσει στο ύστατο ~ εξευτελισμού. Στο ίδιο ~ ανάπτυξης. Σε ~ αγανάκτησης/απελπισίας/απόγνωσης. Μας ταλαιπώρησαν αφάνταστα, σε τέτοιο ~/σε ~ που δεν αντέχαμε άλλο. Σε/στο ~ μάλιστα που ... Ως ποιο ~/(λόγ.) μέχρι ποίου ~ου είναι διατεθειμένοι να ... Πβ. όριο. 5. σημάδι, αντικειμενική κυρ. ένδειξη: ~α ανάκαμψης/ανάρρωσης/βελτίωσης/κόπωσης/κούρασης/φθοράς/ύφεσης. Πβ. ίχνος, σύμπτωμα.|| Θεϊκά ~α. Πβ. οιωνός. 6. γραπτό σύμβολο: μουσικό/ορθογραφικό/τονικό/τυπογραφικό ~. Το ~ της αφαίρεσης (-)/της διαίρεσης (:)/του πολλαπλασιασμού (x)/της πρόσθεσης (+). (ΑΣΤΡΟΛ.) Τα ζωδιακά ~α (= ζώδια). 7. ΓΕΩΜ. το ελάχιστο, θεμελιώδες στοιχείο του χώρου, το οποίο θεωρητικά έχει θέση, αλλά όχι διαστάσεις: Οι διχοτόμοι των γωνιών ενός τριγώνου διέρχονται από το ίδιο ~ (βλ. έκκεντρο). ~ τομής των διαγωνίων. Έστω Α το δεδομένο ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σημεία ζωής: στοιχεία που δείχνουν ότι κάποιος βρίσκεται στη ζωή: Δεν δείχνει ~ ~ (: είναι νεκρός). (Δεν) υπάρχουν ~ ~ (βλ. σφυγμός).|| Δεν έχει δώσει ~ ~ (: έχει εξαφανιστεί, αγνοείται). [< γαλλ. signes de vie] , σημεία των καιρών (ΚΔ): αρνητικά συνήθ. γνωρίσματα συγκεκριμένης εποχής, που θεωρείται ότι προμηνύουν κάτι: ~ο ~ η απαξίωση της εντιμότητας. Τα ~ ~ δείχνουν ότι ..., σημείο μηδέν: η αρχή και κατ΄επέκτ. οριακή και συνήθ. κρίσιμη κατάσταση: Ξεκίνησε και πάλι από το ~ ~. ~ ~ για την ανάληψη της εξουσίας (πβ. ορόσημο).|| Σε ~ ~ οι διαπραγματεύσεις. Η ανθρωπότητα/οικονομία βρίσκεται στο ~ ~. Έχουμε φτάσει στο ~ ~ (: στο απροχώρητο, στο ναδίρ). Βλ. ώρα μηδέν. [< αγγλ. zero point] , σημείο πίεσης 1. στο οποίο ασκείται δύναμη: ~α ~ του σώματος. 2. (μτφ.) μέσο επιρροής, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα: Το ίντερνετ μπορεί να αποτελέσει ισχυρό ~ ~ και κινητοποίησης., το σημείο του σταυρού: ΕΚΚΛΗΣ. οι κινήσεις του δεξιού χεριού με τις οποίες γίνεται το σχήμα του σταυρού· το αντίστοιχο σύμβολο: Έκανε ~ ~ (πβ. κάνω τον σταυρό μου)., αδύνατο σημείο βλ. αδύνατος, ακτινοβόλο σημείο βλ. ακτινοβόλος, απόκρυφα σημεία (του σώματος) βλ. απόκρυφος, αρχιμήδειο σημείο βλ. αρχιμήδειος, γειτονία του σημείου βλ. γειτονία, γλωσσικό σημείο βλ. γλωσσικός, Εθνικό Σημείο Επαφής βλ. επαφή, επώδυνα σημεία βλ. επώδυνος, καίριο σημείο βλ. καίριος, καταφανές σημείο βλ. καταφανής, νεκρό σημείο βλ. νεκρός, σημεία στίξης βλ. στίξη, σημείο ανάφλεξης βλ. ανάφλεξη, σημείο αναφοράς βλ. αναφορά, σημείο βρασμού/ζέσης βλ. βρασμός, σημείο δρόσου βλ. δρόσος, σημείο επαφής βλ. επαφή, σημείο καμπής βλ. καμπή, σημείο παρουσίας βλ. παρουσία, σημείο πήξης βλ. πήξη, σημείο τήξης βλ. τήξη, σημείο τριβής βλ. τριβή, τυφλό σημείο βλ. τυφλός, χιλιομετρική θέση βλ. χιλιομετρικός ● ΦΡ.: με έφερε στο σημείο να (προφ.): με οδήγησε, με εξανάγκασε να: Η φτώχεια την ~ ~ κλέψει. Μας έχει φέρει ~ μη μιλιόμαστε., μέχρι του σημείου να (εμφατ.): για να δηλωθεί ο βαθμός στον οποίο γίνεται κάτι: Έφτασε ~ ~ απειλεί ότι ..., σημεία και τέρατα & τέρατα και σημεία: σοβαρά, αποτρόπαια, σπάνια ή/και περίεργα γεγονότα ή καταστάσεις: Γίνονται/συμβαίνουν ~ ~. Βλέπω/καταγγέλλω ~ ~. , σημείο G (τζι): ΙΑΤΡ. ερωτογενής ζώνη που πιστεύεται ότι βρίσκεται στον γυναικείο κόλπο, της οποίας η διέγερση κατά την ερωτική επαφή μεγιστοποιεί τη σεξουαλική απόλαυση της γυναίκας. Βλ. σεξουαλικότητα. [< αγγλ. Gräfenberg Spot, 1981] , σημείο προς σημείο: λεπτομερειακά, αναλυτικά: Απάντησε ~ ~ σε όλες τις κατηγορίες. Κατέρριψε ~ ~ τα επιχειρήματα των αντιπάλων. Πβ. διεξοδικά., τα τέσσερα σημεία (του ορίζοντα): ο βορράς, ο νότος, η ανατολή και η δύση· κατ' επέκτ. όλος ο κόσμος: προσωπικότητες από ~ ~ του πλανήτη. Είναι (δια)σκορπισμένοι στα ~ ~ της Γης/της οικουμένης/του ορίζοντα. [< γαλλ. les quatre points cardinaux] , φτάνω σε οριακό σημείο: για να δηλωθεί ότι κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο: Η κατάσταση/κρίση έχει φτάσει ~ (= στο απροχώρητο).|| (σπανιότ. για πρόσ.) Έχουμε φτάσει ~ (= στο μη περαιτέρω)., φτάνω στο σημείο να ... (προφ.): περιέρχομαι σε άσχημη, δυσάρεστη κατάσταση, καταντώ: Έφτασα ~ μην πιστεύω τίποτα απ' όσα λέει.|| Έχει φτάσει ~ φοβάται με το παραμικρό., ως ένα σημείο & μέχρι(ς) ενός σημείου/ένα σημείο: για κάτι που γίνεται εν μέρει δεκτό ή φτάνει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ή στάδιο: ~ ~, οι απόψεις/παρατηρήσεις του είναι σωστές. Ο στόχος μας, ~ ~, εκπληρώθηκε. Σε δικαιολογώ/καταλαβαίνω ~ (ορισμένο) ~. ΣΥΝ. εν τινι μέτρω, ως έναν βαθμό [< αγγλ. up to a point] , νίκη στα σημεία βλ. νίκη, νικώ στα σημεία βλ. νικώ, υπερέχει στα σημεία βλ. υπερέχω [< αρχ., μτγν. σημεῖον, αγγλ.-γαλλ. point, γαλλ. signe]

-σημο

-σημο {-σήμου (σπανιότ.) -σημου | -σήμων (σπανιότ.) -σημων}: επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για δήλωση είδους ενσήμου, χαρτοσήμου: γραμματό~.|| Μεγαρό~/σπατό~. Δωρό~/εργό~/φορό~.|| Γρηγορό~.|| (παλαιότ.) Δικηγορό~/μηχανό~.

σύγκριση

σύγκριση σύ-γκρι-ση ουσ. (θηλ.): εντοπισμός ομοιοτήτων και διαφορών μεταξύ προσώπων, πραγμάτων, καταστάσεων, συχνά με στόχο την αξιολογική τους κρίση: άδικη/αναπόφευκτη/ποιοτική/στατιστική ~. ~ αποδόσεων (π.χ. διαφόρων εταιρειών)/αποτελεσμάτων/εκδόσεων/μεγέθους (πλανητών και αστέρων)/μισθών/μοντέλων (αυτοκινήτων)/πολιτισμών/προϊόντων/προσφορών/τιμών. Δυνατότητα/κριτήρια/μέθοδος/πίνακας/στοιχεία/(ΠΛΗΡΟΦ.) τελεστές/τρόπος ~ης. Μόλις τους δεις μαζί, μοιραία κάνεις τη ~ (: τους συγκρίνεις). Οι δαπάνες του περσινού έτους παρατίθενται για λόγους ~ης. Η ~ αποβαίνει εις βάρος/υπέρ ... Επιλέξτε τα προϊόντα που σας ενδιαφέρουν για άμεση/αυτόματη ~. Απόλυτη ~ δεν μπορεί να γίνει ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές. Βλ. παρομοίωση. ΣΥΝ. αντιπαραβολή, αντιπαράθεση (2), παραβολή (3), παραλληλισμός (1) ● ΣΥΜΠΛ.: βαθμοί σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. οι ειδικοί τύποι επιθέτων ή επιρρημάτων που δηλώνουν τον βαθμό στον οποίο διαθέτει ένα όνομα ή ένα ρήμα μία ποιότητα ή ιδιότητα. Βλ. θετικός, συγκριτικός, υπερθετικός (βαθμός), παραθετικά., μέτρο σύγκρισης: το σημείο αναφοράς κατά την αξιολόγηση πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων: Δεν έχω/δεν υπάρχει (κοινό) ~ ~. Αν πάρουμε ως ~ ~ την κλασική αρχαιότητα, ..., όρος σύγκρισης: ΓΡΑΜΜ. καθένας από τους δύο συντακτικούς όρους που αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους ως προς μία ιδιότητα, ποιότητα την οποία δηλώνει ένα επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: Στην πρόταση "Ο χρυσός είναι ακριβότερος από το ασήμι", πρώτος ~ ~ είναι "ο χρυσός" και δεύτερος "από το ασήμι". ● ΦΡ.: δεν υπάρχει/δεν γίνεται/δεν χωράει (καμία) σύγκριση & δεν τίθεται θέμα σύγκρισης & (προφ.) καμία/ούτε σύγκριση: για πρόσωπα ή πράγματα τόσο διαφορετικά, που δεν επιδέχονται σύγκριση, συχνά επειδή θεωρείται αυτονόητη η υπεροχή του ενός έναντι των υπολοίπων: Δεν υπάρχει ~ ανάμεσα στις δύο ομάδες.|| Έχει αλλάξει πάρα πολύ, καμία ~ με το παρελθόν. Πβ. καμία σχέση. ΣΥΝ. συγκρίνεται ...;/δεν συγκρίνεται ..., πέρα από κάθε σύγκριση (εμφατ.): για κάποιον ή κάτι ασύγκριτο, αξεπέραστο: τοπία πανέμορφα, ~ ~. [< αγγλ. beyond all comparison] , σε σύγκριση με/προς ... & (λόγ.) εν συγκρίσει με: σε σχέση με, συγκρίνοντας με: ο ρόλος του άνδρα ~ ~ αυτόν της γυναίκας στην ελληνική οικογένεια., κάποιος (δεν) αντέχει (σ)τη σύγκριση με κάποιον άλλο βλ. αντέχω [< μτγν. σύγκρισις, γαλλ. comparaison]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.