Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • όψιμος , η, ο [ὄψιμος] ό-ψι-μος επίθ. 1. που συμβαίνει ή εκδηλώνεται μετά από την αναμενόμενη χρονική στιγμή ή περίοδο, καθυστερημένα: ~η: ανακάλυψη/ανησυχία/έναρξη. ~ο: καλοκαίρι. ~ες: αντιδράσεις/επιπλοκές.|| (ειρων.) ~η: ευαισθησία. ~ο: ενδιαφέρον.|| (μειωτ., για πρόσ.) ~οι: αγωνιστές/επαναστάτες (πβ. νεόκοπος, νεοφανής). Παρουσιάζονται ως ~οι σωτήρες.|| (ειδικότ., για καρπούς που ωρίμασαν αργά) ~η: ποικιλία (πορτοκαλιών· ΑΝΤ. πρώιμος). ~ες: πατάτες. (κατ' επέκτ.) ~η: σπορά. Ορεινές και ~ες περιοχές. ΑΝΤ. πρόωρος 2. που εμφανίζεται κατά την τελευταία φάση μιας εποχής ή περιόδου καλλιτεχνικής δημιουργίας: ~ος: Μεσαίωνας. ~η: αρχαιότητα/Ενετοκρατία.|| Τα ~α έργα του ποιητή ... ΣΥΝ. ύστερος ● επίρρ.: όψιμα & (λόγ.) οψίμως [< αρχ. ὄψιμος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.