όψιμος , η, ο [ὄψιμος] ό-ψι-μος επίθ. 1. που συμβαίνει ή εκδηλώνεται μετά από την αναμενόμενη χρονική στιγμή ή περίοδο, καθυστερημένα: ~η: ανακάλυψη/ανησυχία/έναρξη. ~ο: καλοκαίρι. ~ες: αντιδράσεις/επιπλοκές.|| (ειρων.) ~η: ευαισθησία. ~ο: ενδιαφέρον.|| (μειωτ., για πρόσ.) ~οι: αγωνιστές/επαναστάτες (πβ. νεόκοπος, νεοφανής). Παρουσιάζονται ως ~οι σωτήρες.|| (ειδικότ., για καρπούς που ωρίμασαν αργά) ~η: ποικιλία (πορτοκαλιών· ΑΝΤ. πρώιμος). ~ες: πατάτες. (κατ' επέκτ.) ~η: σπορά. Ορεινές και ~ες περιοχές. ΑΝΤ. πρόωρος 2. που εμφανίζεται κατά την τελευταία φάση μιας εποχής ή περιόδου καλλιτεχνικής δημιουργίας: ~ος: Μεσαίωνας. ~η: αρχαιότητα/Ενετοκρατία.|| Τα ~α έργα του ποιητή ... ΣΥΝ. ύστερος ● επίρρ.: όψιμα & (λόγ.) οψίμως [< αρχ. ὄψιμος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.