Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • ύστερος , η, ο [ὕστερος] ύ-στε-ρος επίθ. {κ. (λογιότ.) θηλ. υστέρα} (λόγ.): κατοπινός, μεταγενέστερος: ~η: σκέψη. ~ο: έργο/στάδιο. Το θέμα θα αποφασιστεί σε ~ο χρόνο. Πβ. επόμενος.|| (ΙΣΤ.) ~ος: Μεσαίωνας. ~η: αρχαιότητα/περίοδος/φάση (της Χαλκοκρατίας). ~ο: Βυζάντιο. Πβ. όψιμος.|| (λογοτ.) ~ο: φιλί (= στερνό, τελευταίο). Βλ. πρωθ~. ΑΝΤ. πρότερος ● ΦΡ.: εκ των υστέρων: ύστερα από κάτι: ~ ~ αποδείχθηκε ότι ήταν αθώος. ΣΥΝ. αποστεριόρι ΑΝΤ. εκ των προτέρων, τα ύστερα του κόσμου 1. η συντέλεια του κόσμου: Ήρθαν ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) ως επιφωνηματική φράση που εκφράζει έντονη έκπληξη ή αποδοκιμασία: Μα δεν ντρέπεται καθόλου με αυτά που κάνει; ~ ~! [< αρχ. ὕστερος]
  • υστεροσαλπιγγογραφία [ὑστεροσαλπιγγογραφία] υ-στε-ρο-σαλ-πιγ-γο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξέταση της μήτρας και των σαλπίγγων με ακτίνες Χ, στην οποία χρησιμοποιείται ειδική χρωστική ουσία ορατή στις ακτίνες Χ. Βλ. -γραφία. [< αγγλ. hysterosalpingography (HSG), γαλλ. hystérosalpingographie]
  • υστεροσκόπηση [ὑστεροσκόπηση] υ-στε-ρο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξέταση της ενδομήτριας κοιλότητας με τη βοήθεια υστεροσκοπίου, το οποίο εισάγεται στο ενδομήτριο μέσω του κόλπου και του τραχήλου: διαγνωστική/επεμβατική ~. Βλ. -σκόπηση. [< αγγλ. hysteroscopy, γαλλ. hystéroscopie]
  • υστεροσκοπικός , ή, ό [ὑστεροσκοπικός] υ-στε-ρο-σκο-πι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την υστεροσκόπηση: ~ή: αφαίρεση (όγκου/πολύποδα)/χειρουργική. Βλ. ενδο-, λαπαρο-σκοπικός. ● επίρρ.: υστεροσκοπικά [< αγγλ. hysteroscopic, γαλλ. hysteroscopique]
  • υστεροσκόπιο [ὑστεροσκόπιο] υ-στε-ρο-σκό-πι-ο ουσ. (ουδ.): ΙΑΤΡ. μητροσκόπιο. Βλ. -σκόπιο. [< γαλλ. hystéroscope, αγγλ. hysteroscope]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

ενδο- & ενδ-

ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-

-σκόπηση

-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.

-σκόπιο

-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.