ύστερος , η, ο [ὕστερος] ύ-στε-ρος επίθ. {κ. (λογιότ.) θηλ. υστέρα} (λόγ.): κατοπινός, μεταγενέστερος: ~η: σκέψη. ~ο: έργο/στάδιο. Το θέμα θα αποφασιστεί σε ~ο χρόνο. Πβ. επόμενος.|| (ΙΣΤ.) ~ος: Μεσαίωνας. ~η: αρχαιότητα/περίοδος/φάση (της Χαλκοκρατίας). ~ο: Βυζάντιο. Πβ. όψιμος.|| (λογοτ.) ~ο: φιλί (= στερνό, τελευταίο). Βλ. πρωθ~. ΑΝΤ. πρότερος ● ΦΡ.: εκ των υστέρων: ύστερα από κάτι: ~ ~ αποδείχθηκε ότι ήταν αθώος. ΣΥΝ. αποστεριόρι ΑΝΤ. εκ των προτέρων, τα ύστερα του κόσμου1. η συντέλεια του κόσμου: Ήρθαν ~ ~.2. (μτφ.-προφ.) ως επιφωνηματική φράση που εκφράζει έντονη έκπληξη ή αποδοκιμασία: Μα δεν ντρέπεται καθόλου με αυτά που κάνει; ~ ~! [< αρχ. ὕστερος]
υστεροσαλπιγγογραφία [ὑστεροσαλπιγγογραφία] υ-στε-ρο-σαλ-πιγ-γο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξέταση της μήτρας και των σαλπίγγων με ακτίνες Χ, στην οποία χρησιμοποιείται ειδική χρωστική ουσία ορατή στις ακτίνες Χ. Βλ. -γραφία. [< αγγλ. hysterosalpingography (HSG), γαλλ. hystérosalpingographie]
υστεροσκόπηση [ὑστεροσκόπηση] υ-στε-ρο-σκό-πη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. εξέταση της ενδομήτριας κοιλότητας με τη βοήθεια υστεροσκοπίου, το οποίο εισάγεται στο ενδομήτριο μέσω του κόλπου και του τραχήλου: διαγνωστική/επεμβατική ~. Βλ. -σκόπηση. [< αγγλ. hysteroscopy, γαλλ. hystéroscopie]
υστεροσκοπικός , ή, ό [ὑστεροσκοπικός] υ-στε-ρο-σκο-πι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την υστεροσκόπηση: ~ή: αφαίρεση (όγκου/πολύποδα)/χειρουργική. Βλ. ενδο-, λαπαρο-σκοπικός. ● επίρρ.: υστεροσκοπικά [< αγγλ. hysteroscopic, γαλλ. hysteroscopique]
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~.2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~.3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~.4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~.5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
ενδο- & ενδ-
ενδο- & ενδ-: λεξικό πρόθημα επιθέτων και ουσιαστικών με τη σημασία του εντός, στο εσωτερικό: ενδο-δαπέδιος/~επικοινωνία/~κειμενικός/~κοινοτικός/~κομματικός/~κυβερνητικός/~οικογενειακός. Βλ. δια-.|| (ΙΑΤΡ.) Ενδο-κάρδιο/~κρινολογία/~μήτριο/~σκόπηση. ΣΥΝ. εσω- ΑΝΤ. εξω-
-σκόπηση
-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~.2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία.3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.
-σκόπιο
-σκόπιο (λόγ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών, κυρ. τεχνικών όρων, με αναφορά σε όργανο ειδικής εξέτασης ή παρατήρησης: (ΙΑΤΡ.) αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/ενδο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/λαρυγγο~/μητρο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/στηθο~.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Μικρο~/περι~/τηλε~.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.