Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ύφαλα [ὕφαλα] ύ-φα-λα ουσ. (ουδ.) (τα) {υφάλων}: ΝΑΥΤ. το τμήμα του πλοίου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κάτω από την ίσαλο γραμμή: ρήγμα στα ~. Βλ. ίσαλα. ΑΝΤ. έξαλα [< μτγν. ὕφαλα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.