-λόγος επίθημα αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. ειδικό επιστήμονα ή επαγγελματία: (o/η) αρχαιο~/αστικο~/βιο~/θεο~/παθο~. Εκλογο~.|| Ηλεκτρο~. Βλ. -γράφος.2. πρόσωπο που συνηθίζει να τοποθετείται ή να εκφράζεται με συγκεκριμένο τρόπο: (αρνητ. συνυποδ.) καταστροφο~/κινδυνο~.|| Ευφυο~. Καυχησιο~/λασπο~/χυδαιο~.3. (σπάν.) άτομο που συλλέγει ό,τι δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: ανθο~/σταχυο~.4. (σπανιότ.-μόνο στο αρσ.) εργαλείο: βιδο~.
-λογος {-λόγου (σπανιότ.) -λογου | -λόγων (σπανιότ.) -λογων, -λόγους (σπανιότ.) -λογους}: β' συνθετικό αρσενικών ουσιαστικών για τη δήλωση μορφών ή τμημάτων του λόγου: μονό~/διά~. Πρό~/επί~.|| Κατά~.
-λογος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων που αναφέρονται 1. στο λόγο, τη γλώσσα, την ομιλία: γενικό-λογος/γλυκό~/ετοιμό~/λιγό~. Βλ. -λογία, -λόγος.2. στη λογική, την ορθή σκέψη: ά-λογος/εύ~/παρά~/υπέρ~. Βλ. λογο-.
-γραφος
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
λογο- & λογό- & λογ-
λογο- & λογό- & λογ- α' συνθετικό λέξεων που αναφέρονται: 1. στη γλώσσα, τον λόγο, την ομιλία: λογο-παίγνιο/~τεχνία. Λογο-δοσία.|| (ΙΑΤΡ.) Λογο-θεραπεία.2. στη λογική, την ορθή σκέψη: λογο-κεντρικός/~κρατία.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.