Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 5 εγγραφές  [0-5]


  • -ον1 : κατάληξη λόγιων ουσιαστικών ουδέτερου γένους: καθήκ~. Ενδιαφέρ~/μέλλ~/σημαίν~/συμφέρ~.
  • -ον2 & -όν (λόγ.): επίθημα επιρρημάτων, παράγωγων από τακτικά αριθμητικά: πρώτ-ον (βλ. εν πρώτοις)/δεύτερ~. Εικοστ-όν.
  • -όνη : κατάληξη ενώσεων της ομάδας των κετονών: ακετ~ (= ασετόν). Βλ. καρβονύλιο.
  • -όνι : επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών για έκφραση μειωτικής ή σπανιότ. υποκοριστικής σημασίας: κλεφτρ~ (βλ. -ίσκος)/πρεζ~.|| Γλειφτρ~. Βλ. -άκι.|| Λαμπι~.
  • -οντας & -ώντας {άκλ.}: κατάληξη της ενεργητικής επιρρηματικής μετοχής ενεστώτα: διαβάζ-οντας/κοιτάζ~/τρέχ~. Τραγουδ-ώντας.|| (σε αποθετικά ρ.) Στέκ-οντας. Διηγ-ώντας.

-άκι

-άκι {χωρ. γεν.} υποκοριστικό επίθημα για τον σχηματισμό ουδέτερων ουσιαστικών και σπανιότ. επιρρημάτων που δηλώνει 1. σμίκρυνση, συχνά σε χαϊδευτική ή ειρωνική χρήση και ιδ. οικειότητα: γατ~ (βλ. -ούλι)/κεφτεδ~/σκετσ~. Αγορ~/διαβολ~/ζευγαρ~/παιδ~/φιλ~.|| (από θηλ. κύρια ονόματα) Ελεν~.|| (μειωτ.) Eπαρχιωτ~.|| (για παράγωγα με σημασιολογική διαφοροποίηση από την πρωτότυπη λέξη:) Αλογ~/γκαζ~/καζαν~. Καλαμαρ-/φασολ-άκια. || Σινεμαδ~. Βλ. -αλάκι, -αράκι, -ουδάκι. 2. μετριασμό, συνήθ. σε ευγενική παράκληση, ή σχετικότητα: (Έλα σε) λιγ~.|| Απογευματ~/βραδ~.

ΕΝ

ΕΝ (το): Εμπορικό Ναυτικό.

καρβονύλιο

καρβονύλιο καρ-βο-νύ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {καρβονυλίου}: ΧΗΜ. δισθενής οργανική ρίζα (σύμβ. C=Ο). Βλ. αλδεΰδη, καρβοξύλιο, κετόνη. [< γαλλ. carbonyle]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.