Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • -τομή & -τομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό όρων που δηλώνουν διάνοιξη τομής σε περιοχή του σώματος: τραχειο~.|| Λαπαρο-τομία. Βλ. -εκτομή.

-εκτομή

-εκτομή & -εκτομία: ΙΑΤΡ. β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών∙ δηλώνει την αφαίρεση με χειρουργική τομή του οργάνου ή τμήματος που δηλώνεται με το α' συνθετικό: εντερ~/ηπατ~/λαρυγγ~/μαστ~/ογκ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.