Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ζυμαρικά ζυ-μα-ρι-κά ουσ. (ουδ.) (τα) {σπάν. στον εν. ζυμαρικό}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. ονομασία εδώδιμων προϊόντων, τα οποία παρασκευάζονται από σιμιγδάλι ή σιτάλευρο και νερό και αφήνονται να ξεραθούν: βιολογικά/χειροποίητα ~. ~ ολικής αλέσεως. Eίδη/σαλάτα/σουφλέ ~ών. Περιχύνω τα ~ με σάλτσα. Βλ. μακαρόνια, κανελόνια, κουρκουμπίνες, κριθαράκι, λαζάνια, λιγκουίνι, νιόκι, νουντλς, παπαρδέλα, πένες, πεπονάκι, ραβιόλια, ταλιατέλες, τορτελίνια, τραχανάς, τριβέλι, φαρφάλες, φετουτσίνι, φιδές, χυλοπίτες.|| (περιληπτ.) Ξεπλύντε το ~ό με κρύο νερό και στραγγίστε το. ΣΥΝ. πάστα (2)

μακαρόνια

μακαρόνια μα-κα-ρό-νια ουσ. (ουδ.) (τα) {μακαρονιών, σπάν. στον εν. μακαρόνι}: 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. είδος ζυμαρικών με σωληνοειδές σχήμα και το σχετικό φαγητό: χοντρά ~ (ΑΝΤ. σπαγγέτι). ~ για παστίτσιο. Ένα πακέτο ψιλά ~. Κοφτό/στριφτό ~ι. || ~ με κιμά/σάλτσα ντομάτα/τυρί. ~ αλ ντέντε/καρμπονάρα/πέστο/σουφλέ/φούρνου. Τα ~ λάσπωσαν. Πβ. μακαρονάδα. Βλ. λαζάνια, πάστα, ριγκατόνι, ταλιατέλες. 2. εναλλακτικό σωληνοεριδές βοήθημα πλεύσης: ~ι κολύμβησης (: αφρώδης σωλήνας επίπλευσης). ● Υποκ.: μακαρονάκι (το): κοφτό ~. [< βεν. macaroni (πληθ.)]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.