Ανθρωπόκαινο [Ἀνθρωπόκαινο] Αν-θρω-πό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου} & ανθρωπόκαινος εποχή: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πιο πρόσφατη περίοδος του Τεταρτογενούς η οποία συνδέεται με την ανθρωπογενή συνιστώσα της κλιματικής αλλαγής. Βλ. Ολόκαινο. [< αγγλ. Anthropocene, διαδόθηκε από τον P. J.-Crutzen, περ. 1990, γαλλ. anthropocène, 2000, ιταλ. Antropocene, 2002]
ερημοποίηση [ἐρημοποίηση] ε-ρη-μο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. μετατροπή καλλιεργήσιμης ή κατοικήσιμης έκτασης σε έρημο ή άγονη έκταση εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης (π.χ. υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση) ή της κλιματικής αλλαγής: ~ λόγω λειψυδρίας. Διάβρωση και ~ του εδάφους. ΣΥΝ. απερήμωση (1) [< γαλλ. désertification, 1910, αγγλ. desertification, 1972]
κλιματολογία κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Κ): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. επιστήμη η οποία εξετάζει τη μακρόχρονη στατιστική συμπεριφορά των κλιματικών αλλαγών ενός τόπου, τις αιτίες που τις προκαλούν και την εφαρμογή των κλιματολογικών στοιχείων στην επίλυση πρακτικών προβλημάτων: γενική/δυναμική/εφαρμοσμένη/φυσική ~. Κέντρο Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και ~ας (της Ακαδημίας Αθηνών). Βλ. -λογία, βιο~, παλαιο~. [< γαλλ. climatologie, 1834, αγγλ. climatology, 1813]
Ολόκαινο [Ὁλόκαινο] Ο-λό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου}: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη μεταπαγετώδης περίοδος του Τεταρτογενούς που ακολουθεί το Πλειστόκαινο, ξεκινά περ. 10.000 -12.000 χρόνια πριν, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες: ανώτερο/μέσο/πρώιμο ~. [< αγγλ. holocene, γαλλ. holocène]
Πλειστόκαινο Πλει-στό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου} & Πλειστόκαινος (η): ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη περίοδος του Τεταρτογενούς (περ. από 1,6 εκατομμύρια έως περ. 10.000 έτη πριν) η οποία ονομάζεται και περίοδος των Παγετώνων· χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή θερμών και ψυχρών κλιματολογικών συνθηκών και την εμφάνιση του ανθρώπου. Βλ. Ολόκαινο, παλαιολιθική εποχή. [< γαλλ. pléistocène, αγγλ. pleistocene]
πλειστόκαινος , ος/η, ο πλει-στό-και-νος επίθ. & πλειστοκαινικός, ή, ό: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. που σχετίζεται με το Πλειστόκαινο. [< γαλλ. pléistocène, αγγλ. pleistocene]
-λογία
-λογία επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρεται σε 1. επιστημονικό κλάδο ή τομέα: βιο~/γλωσσο~/επιστημο~/θεο~/κοινωνιο~/ορυκτο~/παθο~/πετρο~/φιλο~/ψυχο~. Βλ. -ικός.2. λόγο, λόγια: ακριβο~/αντι~/απο~/δικαιο~/ηθικο~.|| (αρνητ. συνυποδ.) Αερο~/εκλογο~/καταστροφο~/κενο~/πολυ~. Αισχρο~ (βλ. -λόγος)/δαιμονο~/κινδυνο~.|| (ομιλία) Δευτερο~.3. σύνολο συγκεντρωμένων στοιχείων, αρχών, κανόνων: (περιληπτ.) θεματο~ (πβ. -γραφία). Νομο~.|| (συλλογή) Aνθο~ (βλ. -λόγιο).|| Δεοντο~/μεθοδο~.4. προσδιορισμό, καθορισμό ή στο αποτέλεσμά τους: βαθμο~ (πβ. βαθμολόγηση)/δοσο~/χρονο~. Βλ. -λογώ.
Ολόκαινο
Ολόκαινο [Ὁλόκαινο] Ο-λό-και-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -αίνου}: ΓΕΩΛ.- ΚΛΙΜΑΤ. η πρώτη μεταπαγετώδης περίοδος του Τεταρτογενούς που ακολουθεί το Πλειστόκαινο, ξεκινά περ. 10.000 -12.000 χρόνια πριν, συνεχίζεται μέχρι και σήμερα και χαρακτηρίζεται από θερμές κλιματολογικές συνθήκες: ανώτερο/μέσο/πρώιμο ~. [< αγγλ. holocene, γαλλ. holocène]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.