Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 20 εγγραφές  [0-20]


  • ερμήνευμα [ἑρμήνευμα] ερ-μή-νευ-μα ουσ. (ουδ.) {ερμηνεύμ-ατος | -ατα}: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. ερμηνεία και ειδικότ. το τμήμα λήμματος σε λεξικό που περιλαμβάνει σημασιολογικές πληροφορίες, ορισμός: σύντομα και απλά ~ατα. [< αρχ. ἑρμήνευμα]
  • κεφαλή κε-φα-λή ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) κεφάλι: ακουστικά/κόσμημα/μασάζ/στηρίγματα ~ής. Αερόσακοι ~ής. (ΙΑΤΡ.) Οστά/σκελετός (βλ. κρανίο)/τραυματισμοί της ~ής. Φθειρίαση του τριχωτού της ~ής. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Μαρμάρινη ~ (πβ. προτομή).|| (συνεκδ.-ειρων.) Ομιλούσες ~ές (: στα τηλεπαράθυρα). Οι σοφές ~ές (= οι σοφοί). 2. (μτφ.) αρχηγός, επικεφαλής· συνεκδ. ηγετική θέση, αρχηγικό αξίωμα: η ~ της Εκκλησίας (ο Χριστός, ο Πατριάρχης, ο μητροπολίτης ή ο Πάπας)/των Ενόπλων Δυνάμεων/του κράτους/της οικογένειας.|| Αποχώρηση/παραίτηση από την ~ του κόμματος. ΣΥΝ. ηγεσία (1) 3. (μτφ.) αρχή, κορυφή, άκρο, το μπροστινό ή πάνω μέρος: η ~ της παρέλασης/πορείας/φάλαγγας (ΑΝΤ. ουρά). Η ~ του κρεβατιού (βλ. κεφαλάρι). Ο Πρόεδρος κάθισε στην ~ του τραπεζιού.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) Ανταλλακτική/κινούμενη/κοπτική ~. ~ εκτύπωσης/ξυρίσματος. Πύραυλος με συμβατική/χημική ~ (βλ. βλήμα).|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) (Αλουμινένια) ~ κινητήρα/κυλίνδρου (= κυλινδρο~).|| (ΑΝΑΤ.) Η ~ της κερκίδας/του μηριαίου οστού. Η ~ του παγκρέατος (: το διογκωμένο τμήμα του).|| (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ του κομήτη.|| (ΜΟΥΣ.) ~ κιθάρας/μπάσου (: το τμήμα των έγχορδων οργάνων, στο οποίο βρίσκονται τα κλειδιά). 4. ΗΛΕΚΤΡΟΝ. τμήμα συσκευής για εγγραφή, αναπαραγωγή ή διαγραφή μαγνητικών σημάτων: ~ μαγνητοφώνου/ντιβιντί/πικάπ. ~ ανάγνωσης. Βίντεο έξι ~ών. Κασέτα καθαρισμού ~ών. 5. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. ο βασικός τύπος με τον οποίο λημματογραφείται μια λέξη, συνήθ. με έντονα γράμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: κάλυμμα (της) κεφαλής & κάλυμμα (του) κεφαλιού: ό,τι προφυλάσσει ή κρύβει το κεφάλι ή/και το πρόσωπο: ισλαμικό ~ ~ (βλ. μπούρκα, νικάμπ, σαρίκι, τσαντόρ, φερετζές). ~ ~ ανδρικής (= φέσι)/γυναικείας (= κεφαλόδεσμος) παραδοσιακής ελληνικής φορεσιάς. Πβ. καλύπτρα. Βλ. καπέλο, κασκέτο, μαντίλα, μπερές, πηλήκιο, σκούφος, τσεμπέρι, φακιόλι.|| (ΑΘΛ.) ~ατα ~ για παίκτες χόκεϊ επί πάγου/μπέιζμπολ., ασώματος κεφαλή βλ. ασώματος, κυνήγι κεφαλών βλ. κυνήγι, κυνηγός κεφαλών βλ. κυνηγός, πυρηνική κεφαλή βλ. πυρηνικός ● ΦΡ.: δεν έχει πού την κεφαλήν κλίνη & δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι (ΚΔ): (μτφ.) δεν έχει/έχω καμία βοήθεια, κανένα στήριγμα., κατά κεφαλή(ν) (επίσ.): που αντιστοιχεί σε κάθε άτομο ξεχωριστά: ετήσιο ~ ~ εισόδημα. ~ ~ ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. ~ ~ δαπάνες/φόροι., με βραχεία κεφαλή (μτφ.-λόγ.): με ελάχιστη διαφορά: επικράτηση/νίκη/προβάδισμα ~ ~. Προηγούνται ~ ~., ζητώ την κεφαλή (κάποιου) επί πίνακι βλ. ζητώ, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) βλ. τρίχα, ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του βλ. λύκος, τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του βλ. μαλλί [< 1,2,3: μεσν. κεφαλή 3,4: αγγλ. head 5: αγγλ. headword]
  • λαϊκός , ή, ό λα-ϊ-κός επίθ. {κ. προφ. θηλ. -ιά | λαϊκότ-ερος, -ατος} 1. που σχετίζεται με τον λαό, ανήκει σε αυτόν ή προέρχεται από αυτόν: ~ή: αποδοχή (ενός κόμματος)/βούληση/δυσαρέσκεια (για τα νέα μέτρα)/εξέγερση/επιμόρφωση (βλ. διά βίου εκπαίδευση)/κυβέρνηση. ~ό: αίτημα/κίνημα (βλ. εργατικό κίνημα). ~ αγώνας δρόμου. Εταιρεία ~ής βάσης (: με μετόχους τους κατοίκους μιας πόλης ή ενός μέρους). Προσφυγή στη ~ή ετυμηγορία (: συνήθ. για διεξαγωγή εκλογών). Η κυβέρνηση έχει νωπή και ισχυρή ~ή εντολή. Βλ. αντι~, παλ~, φιλο~.|| (σε ονομασ., με κεφαλ.) Λ~ή Τράπεζα. Λ~ό Λαχείο (κ. ως ουσ. ~ό).|| ~ός: ήρωας. ~ή: ποίηση (= δημώδης· ΑΝΤ. λόγια)/σοφία (βλ. γνωμικό, παροιμία, ρήση). ~ές: δοξασίες/εκδηλώσεις. ~ά: αναγνώσματα/παραμύθια/στοιχεία (= φολκλορικά). Ελληνικός ~ πολιτισμός (βλ. λαογραφία).|| ~οί: χοροί. ~ά: όργανα. ΣΥΝ. δημοτικός, παραδοσιακός. 2. που αφορά τις κατώτερες οικονομικά και κοινωνικά ομάδες: ~ή: συνοικία (βλ. εργατογειτονιά). Οι ~ές τάξεις/τα ~ά στρώματα (: αγρότες, εργάτες). Είναι ~ής καταγωγής. ΑΝΤ. αριστοκρατικός.|| ~ές: τιμές (= φτηνές, χαμηλές).|| (για πρόσ.) Γνήσιος ~ τύπος (: ανεπιτήδευτος, απλός και αυθόρμητος). ~οί: ζωγράφοι (= αυτοδίδακτοι, ναΐφ). 3. (ειδικότ.) που σχετίζεται με το λαϊκό τραγούδι: ~ός: βάρδος/δίσκος/(ραδιοφωνικός) σταθμός/συνθέτης/τραγουδιστής. ~ή: ορχήστρα/συναυλία. ~ό: πρόγραμμα. ~ά: κέντρα (διασκέδασης). Καλλιτέχνης με ~ή φωνή. 4. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. (για γλωσσικό στοιχείο) που χρησιμοποιείται κυρ. στον προφορικό λόγο και συνήθ. από τους απλούς ανθρώπους του λαού και αποκλίνει, ως προς τη μορφολογία ή/και την προφορά, από την Κοινή Νεοελληνική: ~ή: έκφραση/λέξη. ΑΝΤ. λόγιος (1) ● Ουσ.: λαϊκά (τα) (προφ.): ενν. τραγούδια: βαριά/παλιά ~. Ακούει μόνο ~., λαϊκός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός ορθόδοξος που δεν είναι ούτε ιερωμένος ούτε μοναχός: ~οί και κληρικοί. Βλ. κληρικο~. ΣΥΝ. κοσμικός (1) ● επίρρ.: λαϊκά ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή αγορά & (προφ.) λαϊκή: υπαίθρια αγορά όπου πωλούνται σε φορητούς πάγκους και σε σχετικά χαμηλές τιμές φρέσκα οπωροκηπευτικά, αλλά και άλλα προϊόντα (π.χ. ψάρια, είδη ένδυσης και οικιακής χρήσης) και η οποία διοργανώνεται συνήθ. μια φορά την εβδομάδα, σε προκαθορισμένα σημεία και για συγκεκριμένες ώρες: εβδομαδιαία/κεντρική/σκεπαστή ~ ~. ~ ~ βιολογικών προϊόντων. ~ές ~ές στις γειτονιές της πόλης. Μικροπωλητές ~ών ~ών. Κάθε Παρασκευή γίνεται/έχει λαϊκή. Βλ. εμποροπανήγυρη, παζάρι, παντοπωλείο, υπαίθριο εμπόριο., λαϊκή ιατρική (κυρ. παλαιότ.): πρακτική και εμπειρική αντιμετώπιση των ασθενειών: χρήση των βοτάνων στη ~ ~ (βλ. γιατροσόφια). Βλ. εναλλακτική ιατρική, ομοιοπαθητική., λαϊκή τέχνη (κ. με κεφαλ. Λ, Τ): ΛΑΟΓΡ. της οποίας δημιουργός είναι ο απλός λαός και η οποία σχετίζεται κυρ. με την αργυροχρυσοχοΐα, την κεντητική, την κεραμική, την ξυλογλυπτική, την υφαντική, τη χειροτεχνία, αλλά και τη μουσική, τα τραγούδια και τους χορούς: η ελληνική ~ ~ (: τέλη 17ου αι.-αρχές 19ου αι.)., λαϊκό δικαστήριο (παλαιότ., ιδ. σε περιόδους πολιτικής και κοινωνικής ανατροπής ύστερα από επανάσταση· σήμερα, κυρ. μτφ.): του οποίου τα μέλη δεν είναι δικαστικοί λειτουργοί, αλλά απλοί πολίτες: Εδώ δεν είναι ~ ~, ο καθένας μπορεί να εκφράζεται ελεύθερα., λαϊκό μέτωπο (κ. με κεφαλ. Λ, Μ): ΠΟΛΙΤ. συνασπισμός κομμάτων, συνήθ. της Αριστεράς., λαϊκό τραγούδι & αστικό λαϊκό τραγούδι: ΜΟΥΣ. είδος τραγουδιού των αστικών κέντρων, εξέλιξη του δημοτικού και του ρεμπέτικου, το οποίο έχει τις απαρχές του στην ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, εξελίσσεται ακόμα και χαρακτηρίζεται από ανατολίτικα ή/και δυτικά στοιχεία: βαρύ ~ ~. Βλ. ελαφρολαϊκό (τραγούδι)., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, κοσμικό/λαϊκό κράτος βλ. κοσμικός, λαϊκή απογευματινή βλ. απογευματινός, λαϊκή ετυμολογία βλ. ετυμολογία, λαϊκή κυριαρχία βλ. κυριαρχία, λαϊκή παράδοση βλ. παράδοση, λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία βλ. δημοκρατία, Λαϊκό Πανεπιστήμιο βλ. πανεπιστήμιο, λαϊκό προσκύνημα βλ. προσκύνημα, λαϊκός καπιταλισμός βλ. καπιταλισμός ● ΦΡ.: επί το λαϊκότερον (συνήθ. ειρων.): όταν παρατίθεται η αντίστοιχη συνώνυμη λέξη ή φράση του προφορικού ή λαϊκού λεξιλογίου: Έφυγε γρήγορα ή, ~ ~, την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια. [< μτγν. λαϊκός, γαλλ. populaire]
  • λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]
  • λεξικο- : ΛΕΞΙΚΟΓΡ. α' συνθετικό που αναφέρεται στη σύνταξη λεξικού ή το λεξιλόγιο μιας γλώσσας: λεξικο-γράφος.|| Λεξικο-λογία.|| (ειδικότ.) Λεξικο-ποίηση.
  • λεξικογραφία λε-ξι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. επιστημονική μελέτη και πρακτική των αρχών και μεθόδων σύνταξης λεξικών: διαδικτυακή/δίγλωσση/ελληνική/ηλεκτρονική/θεωρητική (= μετα~)/λατινική/παιδική/πολύγλωσση/σύγχρονη/υπολογιστική ~. Βλ. -γραφία, λεξικολογία. [< γαλλ. lexicographie, αγγλ. lexicography]
  • λεξικογραφικός , ή, ό λε-ξι-κο-γρα-φι-κός επίθ.: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. που σχετίζεται με τη λεξικογραφία: ~ή: βάση δεδομένων/έρευνα. ~ό: άρθρο (πβ. λήμμα). Βλ. λεξικολογικός. [< γαλλ. lexicographique , αγγλ. lexicographic(al)]
  • λήμμα [λῆμμα] λήμ-μα ουσ. (ουδ.) {λήμμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. λέξη (π.χ. ημέρα), σύμπλοκο (π.χ. έρευνα αγοράς), φράση (π.χ. γεια στα χέρια σου!), γλωσσικός τύπος (π.χ. μόρφημα δια-), ακρωνύμιο (π.χ. ΟΗΕ), σύμβολο (π.χ. B) ή άλλος τύπος που καταχωρείται σε λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, συνήθ. με ευδιάκριτο τρόπο· κατ' επέκτ. το σχετικό κείμενο (άρθρο) που ακολουθεί: κύριο/παραπεμπτικό ~. Εσωτερικά ~ατα. Εγκυκλοπαιδικά/λεξικογραφικά ~ατα. Ιστορικά/τεχνικά ~ατα (βλ. όρος). Οι εκφράσεις/η ετυμολογία/οι γραμματικές ή σημασιολογικές πληροφορίες/η κεφαλή (βλ. κυματοειδής παύλα)/ο ορισμός (βλ. ερμήνευμα)/τα παραδείγματα/οι παραπομπές/τα συνώνυμα ή αντώνυμα ενός ~ατος. Σύνταξη ~άτων. Οργάνωση ~άτων ανά θεματικές κατηγορίες/κατά αλφαβητική σειρά. Αναζητώ/ψάχνω το ~ "παιδεία". Βλ. λημματολόγιο, υπο~. 2. ΦΙΛΟΣ. πρόταση αποδεδειγμένα αληθής, η οποία χρησιμοποιείται για την απόδειξη άλλων αληθών προτάσεων. [< αρχ. λῆμμα 'πρόταση που θεωρείται αληθής', γερμ. Lemma, γαλλ. lemme, αγγλ. lemma, 1951]
  • λημματικός , ή, ό λημ-μα-τι-κός επίθ.: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. που σχετίζεται με τα (λεξικογραφικά) λήμματα: ~ός: κατάλογος (= λημματολόγιο). ~ή: αναζήτηση. Ο ενεστώτας χρησιμεύει, συνήθως, ως ~ τύπος (βλ. κεφαλή) του ρήματος. [< αρχ. λημματικός 'που ξέρει να αξιοποιεί την κατάλληλη ευκαιρία', γαλλ. lemmatique, αγγλ. lemmatic, 1955]
  • λημματογράφηση λημ-μα-το-γρά-φη-ση ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. καταγραφή, σύνταξη λημμάτων: αλφαβητική/συστηματική ~. ~ επιστημονικών όρων. Βλ. -γράφηση.
  • λημματογραφώ [λημματογραφῶ] λημ-μα-το-γρα-φώ ρ. (μτβ.) {λημματογραφ-εί | λημματογραφ-είται, -ήθηκε, -ηθεί}: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. καταγράφω, συντάσσω λήμματα: Το ουσιαστικό "τρόφιμο" ~είται στον πληθυντικό. Στην εγκυκλοπαίδεια ~ούνται σύγχρονοι λογοτέχνες. Πβ. λεξικογραφώ, λημματοποιώ. Βλ. -γραφώ.
  • λημματολόγιο λημ-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. το σύνολο των λημμάτων λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας· ο αντίστοιχος κατάλογος: πλούσιο/σύγχρονο ~. Εμπλουτισμός/κατάρτιση ~ου. Βλ. -λόγιο.
  • λημματοποίηση λημ-μα-το-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. καταχώρηση λέξεων ως λημμάτων σε λεξικό· ειδικότ. η διαδικασία και το αποτέλεσμα της ομαδοποίησης των διαφορετικών μορφών μιας λέξης σε ενιαίο λήμμα: (στην υπολογιστική γλωσσολογία) αυτόματη ~ σώματος κειμένων. Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. lemmatization, 1967, γαλλ. lemmatisation]
  • λημματοποιώ [λημματοποιῶ] λημ-μα-το-ποι-ώ ρ. (μτβ.) {λημματοποι-εί ... | -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ημένος}: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. καταχωρώ λέξεις ως λήμματα σε λεξικό· ειδικότ. ομαδοποιώ τις κλιτικές μορφές ή τα αλλόμορφα λέξης σε ένα κοινό λήμμα: ~ημένες: λέξεις-κλειδιά. Πβ. λημματογραφώ. Βλ. -ποιώ. [< αγγλ. lemmatize, 1967, γαλλ. lemmatiser, περ. 1970]
  • λόγιος , α, ο λό-γι-ος επίθ. ΑΝΤ. δημοτικός, λαϊκός 1. ΛΕΞΙΚΟΓΡ. που προέρχεται από την καθαρεύουσα ή από παλαιότερη περίοδο της (ελληνικής) γλώσσας και χρησιμοποιείται ιδ. από μορφωμένους ή σε επίσημο λόγο: ~ος: τύπος (π.χ. ελήφθη). ~α: κατάληξη (π.χ. -ις)/προέλευση. ~ο: ύφος (κειμένου). ~ες: εκφράσεις (π.χ. εκ βαθέων)/λέξεις (π.χ. έλλογος)/προθέσεις (π.χ. διά, εις). ~α: στοιχεία. Βλ. απαρχαιωμένος. 2. που αναπτύχθηκε από τους πνευματικά καλλιεργημένους (και όχι από τον απλό λαό): ~ος: πολιτισμός. ~α: λογοτεχνία/μουσική/ποίηση. Πβ. αστικός. ΑΝΤ. δημώδης ● Ουσ.: λόγιος (ο): (από την Αναγέννηση έως τον 19ο αι.) άνθρωπος των γραμμάτων, διανοούμενος, μορφωμένος με σημαντικό πνευματικό έργο: πολυμαθής ~. Βυζαντινοί ~οι. Έλληνες ~οι της Διασποράς. Ανήκε στον κύκλο των ~ίων της εποχής του.|| (ως επίθ.) ~ος: κληρικός/μοναχός. Πβ. καλαμαράς. Βλ. ανθρωπιστής, γραμματικός, λογιότατος, ουλεμάς, Φαναριώτης. ● ΣΥΜΠΛ.: λόγια παράδοση βλ. παράδοση ● ΦΡ.: λόγιος Ερμής (μετωνυμ. από τον θεό Ερμή ως προστάτη των γραμμάτων): ο πνευματικός πολιτισμός: Υπηρετεί τον ~ο ~ή (= είναι διανοούμενος). Βλ. κερδώος Ερμής. [< μτγν. λόγιος Ἑρμῆς] [< αρχ. λόγιος, γαλλ. érudit, αγγλ. learned]
  • μεταλεξικογραφία με-τα-λε-ξι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. η θεωρία της λεξικογραφίας και η σχετική έρευνα. [< αγγλ. metalexicography, γαλλ. métalexicographie]
  • παραπεμπτικός , ή, ό πα-ρα-πε-μπτι-κός επίθ.: που παραπέμπει, συνήθ. σε δίκη, ιατρική εξέταση: ~ό: σημείωμα. ~ή: απόφαση. || (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) ~ό λήμμα. ● Ουσ.: παραπεμπτικό (το): ειδικό έγγραφο με σφραγίδα και υπογραφή του θεράποντος συνήθ. γιατρού με το οποίο ο ασθενής στέλνεται για παρακλινικές εξετάσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: παραπεμπτικό βούλευμα βλ. βούλευμα
  • παύλα [παῦλα] παύ-λα ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης που χρησιμοποιείται για την παρεμβολή (παρενθετικής ή αυτοτελούς) φράσης ή πρότασης σε κείμενο, την αλλαγή ομιλητή σε διάλογο, την ένωση δύο λέξεων που εκφέρονται μαζί ή το χώρισμα συλλαβών: διπλή ~ (--). Μεγάλη ~ (–) ή κεραία. Μικρή ~ (-). Κάτω ~ (_). Ανάμεσα σε ~ες. Βλ. ενωτικό, κόμμα, παρένθεση, τελεία. ● Υποκ.: παυλίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής παύλα: ΛΕΞΙΚΟΓΡ. σύμβολο (~) που αντικαθιστά την κεφαλή (υπο)λήμματος, συμπλόκου ή έκφρασης. ΣΥΝ. τίλντα ● ΦΡ.: τελεία και παύλα βλ. τελεία [< αρχ. παῦλα ‘παύση, διακοπή, τέλος’, γαλλ. tiret]
  • τίλντα τίλ-ντα ουσ. (θηλ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. κυματοειδής παύλα (~). [< γαλλ. tilde]
  • υπολήμμα [ὑπολῆμμα] υ-πο-λήμ-μα ουσ. (ουδ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. λέξη ή φράση που δεν καταχωρείται ως χωριστό λήμμα σε λεξικό, αλλά υπάγεται στο βασικό λήμμα. [< αγγλ. subentry]

ανθρωπιστής

ανθρωπιστής [ἀνθρωπιστής] αν-θρω-πι-στής επίθ./ουσ. {σπανιότ. θηλ. ανθρωπίστρια} ΣΥΝ. ουμανιστής 1. φιλάνθρωπος· ειδικότ. οπαδός του φιλοσοφικού ρεύματος του ανθρωπισμού: ονειροπόλος/οραματιστής και ~. Πβ. αλτρουιστής, φιλάλληλος. Βλ. ειρηνιστής. 2. ΦΙΛΟΣ.-ΙΣΤ. λόγιος με βαθιά γνώση της ελληνικής ή/και της λατινικής γραμματείας. Βλ. χόμο ουνιβερσάλις. [< γαλλ. humaniste]

απαρχαιωμένος

απαρχαιωμένος, η, ο [ἀπαρχαιωμένος] α-παρ-χαι-ω-μέ-νος επίθ. & (λόγ.) απηρχαιωμένος: που δεν συμβαδίζει με τις σύγχρονες τάσεις, που δεν έχει εκσυγχρονιστεί: ~ος: εξοπλισμός (= πρωτόγονος). ~η: νομοθεσία/πολιτική/τεχνολογία. ~ο: δίκτυο/μοντέλο/σύστημα. ~οι: θεσμοί. ~ες: αντιλήψεις/δομές/εγκαταστάσεις/εκφράσεις (βλ. λόγιος)/ιδέες/μέθοδοι/πρακτικές. Πβ. αναχρονιστικός, ξεπερασμένος, παρωχημένος. ΑΝΤ. μοντέρνος (1), σύγχρονος (1) [< αρχ. ἀπηρχαιωμένος]

απογευματινός

απογευματινός, ή, ό [ἀπογευματινός] α-πο-γευ-μα-τι-νός επίθ. & (λαϊκό) απογεματινός: που συμβαίνει ή έχει σχέση με το απόγευμα: ~ός: ύπνος. ~ή: βάρδια. ~ές: εφημερίδες. ~ά: ιατρεία. Πβ. μεταμεσημβρινός. Βλ. βραδ-, νυχτερ-, πρω-ινός. ● Ουσ.: απογευματινή (η): κινηματογραφική συνήθ. προβολή που πραγματοποιείται τις συγκεκριμένες ώρες. Βλ. βραδινή., απογευματινό (το) 1. πρόχειρο γεύμα κατά τις απογευματινές ώρες: ~ με φρούτα και πορτοκαλάδα. Βλ. πρωινό, δεκατιανό, κολατσιό, μεσημεριανό, βραδινό. 2. δρομολόγιο συνήθ. λεωφορείου ή τρένου που γίνεται απόγευμα: Θα έρθω με το ~., απογευματινός, απογευματινή (ο/η): που εργάζεται ή έχει μάθημα στο σχολείο το απόγευμα: Σήμερα είμαι ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή απογευματινή: απογευματινή θεατρική παράσταση σε ορισμένη μέρα της εβδομάδας με μειωμένο συνήθ. εισιτήριο. Βλ. βραδινή. [< μεσν. απογευματινός]

ασώματος

ασώματος, η/ος, ο [ἀσώματος] α-σώ-μα-τος επίθ. ΑΝΤ. ενσώματος 1. ΘΕΟΛ. που δεν έχει σώμα, σωματική και γενικότ. υλική υπόσταση: ~ος: λόγος. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ~. Η εκκλησία των Αγίων Ασωμάτων (: των Αρχαγγέλων). Οι άγγελοι είναι όντα άυλα και ~α. Πβ. άσαρκος. 2. ΝΟΜ. για περιουσιακά στοιχεία που δεν έχουν υλική, φυσική υπόσταση, όπως είναι τα δικαιώματα ή τα προνόμια: ~ες: ακινητοποιήσεις (: μη χρηματικά στοιχεία ενεργητικού). ~α: πάγια. Πβ. άυλος. ● ΣΥΜΠΛ.: ασώματος κεφαλή 1. (κυρ. παλαιότ., λαϊκό θέαμα σε πανηγύρια) κεφάλι χωρίς σώμα. 2. (μτφ.) για πρόσωπο και κυρ. για όργανο, θεσμό χωρίς λαϊκά ή άλλα ερείσματα: οι ~ες ~ές στην κορυφή της δημόσιας διοίκησης/στα παράθυρα της τηλεόρασης. Βλ. ακέφαλος. [< αρχ. ἀσώματος]

βούλευμα

βούλευμα βού-λευ-μα ουσ. (ουδ.) {βουλεύμ-ατος | -ατα, -άτων}: ΝΟΜ. απόφαση Δικαστικού Συμβουλίου: έκδοση ~ατος. Ένδικα μέσα (: αναίρεση/έφεση) κατά ~άτων. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε το ~ αποφυλάκισης του ... Παραπομπή για κακούργημα με αμετάκλητο (= τελεσίδικο) ~ ή απευθείας κλήση. (σε παραθετικά σύνθ.) ~-βόμβα/καταπέλτης/χαστούκι. Βλ. προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: απαλλακτικό βούλευμα: με το οποίο αποφασίζεται η αθώωση του κατηγορουμένου ή σταματά η ποινική δίωξη., παραπεμπτικό βούλευμα: με το οποίο ο κατηγορούμενος παραπέμπεται σε δίκη λόγω επαρκών ενοχοποιητικών στοιχείων. Βλ. κλητήριο θέσπισμα. [< αρχ. βούλευμα ‘κρίση, απόφαση, συμβουλή’]

γνωμικό

γνωμικό γνω-μι-κό ουσ. (ουδ.): επιγραμματικά διατυπωμένη φράση που εκφράζει μια γενική αλήθεια ή αρχή και έχει συνήθ. διδακτικό χαρακτήρα: αρχαίο/λαϊκό ~. Πβ. απόφθεγμα, διδαχή, ρήση, ρητό. Βλ. παροιμία. [< μτγν. γνωμικόν]

-γράφηση

-γράφηση {-γράφησης (λόγ.) -γραφήσεως | -γραφήσεις, -γραφήσεων}: λεξικό επίθημα ουσιαστικών με αναφορά στη γραφή, τη σχεδίαση, την απεικόνιση ή την καταγραφή: αγιο~/δακτυλο~/ηχο~/κινηματο~/(απο)κρυπτο~/λημματο~/μηχανο~/οπισθο~/πλαστο~/πολυ~/στενο~/συνταγο~/φωνο~/φωτο~/χαρτο~.|| (ΙΑΤΡ.) Ακτινο~/ραδιο~/σπινθηρο~. Πβ. -γραφία.|| Καταλογο~/κτηματο~/πολιτο~.

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

-γραφώ

-γραφώ επίθημα ρημάτων με τη σημασία 1. γράφω, συντάσσω: δακτυλο~/πλαστο~/τηλε~. Aρθρο~/βιο~/λεξικο~/λημματο~/λιβελο~/συνταγο~/χαρτο~.|| (σπανιότ. καταχωρώ:) Καταλογο~/πολιτο~. 2. εγγράφω, αποτυπώνω: βιντεο~/ηχο~/φιλμο~/φωτο~.|| Ακτινο~. 3. σχεδιάζω, ζωγραφίζω, φιλοτεχνώ: αγιο~/εικονο~/σκηνο~/τοιχο~.|| Χορο~. 4. (μτφ.) προσδιορίζω, περιγράφω τα βασικά χαρακτηριστικά: σκια~/ψυχο~.

δημοκρατία

δημοκρατία δη-μο-κρα-τί-α ουσ. (θηλ.) {δημοκρατι-ών} 1. ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία πηγάζει από τον λαό και ασκείται από αυτόν άμεσα ή έμμεσα (μέσω εκλεγμένων αντιπροσώπων): αστική (βλ. καπιταλισμός)/σοσιαλιστική/συμμετοχική ~. Ανοιχτή/πλουραλιστική ~. Εχθρός/υπέρμαχος της ~ας. Κλονίζονται τα θεμέλια της ~ας. Η ανακήρυξη/αποκατάσταση/εγκαθίδρυση/εδραίωση/κατάλυση/κρίση/οικοδόμηση/υπονόμευση της ~ας. Έλλειμμα ~ας. Αγωνιστές της ~ας. Πβ. λαϊκή κυριαρχία. Βλ. αριστοκρατία, δεσποτεία, δικτατορία, μον-, ολιγ-αρχία, μετα~, σοσιαλ~, τηλε~, τυραννία, χριστιανο~.|| (καταχρ.) Θεοκρατική ~.|| (προφ., συνήθ. ελευθερία λόγου:) Αφήστε τον να πει τη γνώμη του, ~ δεν έχουμε; 2. (συνεκδ.) το κράτος που έχει δημοκρατικό πολίτευμα: Ελληνική/Κυπριακή ~. (ΙΣΤ.) Η Αθηναϊκή ~.|| Οι πρώην σοβιετικές ~ες.|| Ανεξάρτητες/αυτόνομες/δυτικές/φιλελεύθερες ~ες. 3. η περίοδος κατά την οποία επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα σε μία χώρα και η οποία αρχίζει από την ψήφιση ή αναθεώρηση του Συντάγματος: η B'/Γ' Ελληνική ~. Η Ε' Γαλλική ~. Βλ. -κρατία. ● ΣΥΜΠΛ.: αβασίλευτη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται άμεσα από τον λαό ή έμμεσα από τους αντιπροσώπους του: Η ~ ~ διακρίνεται σε προεδρική και προεδρευόμενη. Βλ. ρεπουμπλικανισμός.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Η χώρα ανακηρύχθηκε ~ ~., άμεση δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολίτευμα στο οποίο η εξουσία ασκείται απευθείας από τον λαό: Η ~ ~ της αρχαίας Αθήνας. Βλ. δημοψήφισμα. [< γαλλ. démocratie directe] , ανελεύθερη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό καθεστώς το οποίο τυπικά είναι δημοκρατικό, στο πλαίσιο όμως του λαϊκισμού παραβιάζει συστηματικά τις δημοκρατικές αρχές [< αμερικ. illiberal democracy, 1997], αντιπροσωπευτική/έμμεση δημοκρατία & αντιπροσωπευτικό σύστημα: ΠΟΛΙΤ. πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης μέσω αιρετών αντιπροσώπων του λαού: H ~ ~ διακρίνεται σε αβασίλευτη και βασιλευόμενη. Πβ. κοινοβουλευτισμός. [< γαλλ. démocratie représentative] , βασιλευόμενη/βασιλευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που ορίζει κληρονομικό βασιλιά ως ανώτατο άρχοντα· συνεκδ. το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα., ηλεκτρονική δημοκρατία: χρήση των σύγχρονων τεχνολογιών (διαδίκτυο, κινητή τηλεφωνία) για την ενημέρωση και την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση και λήψη αποφάσεων: ηλεκτρονική διακυβέρνηση και ~ ~. Βλ. ηλεκτρονική ψηφοφορία. ΣΥΝ. τηλεδημοκρατία (1) [< αγγλ. electronic/e- democracy] , κοινοβουλευτική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με χαρακτηριστικά την άσκηση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας από το κοινοβούλιο και την περιορισμένη δικαιοδοσία του Προέδρου της Δημοκρατίας: βασιλευόμενη/προεδρευόμενη ~ ~. ΣΥΝ. κοινοβουλευτισμός [< γαλλ. démocratie parlementaire] , λαϊκή/λαοκρατική δημοκρατία (κ. με κεφαλ. Λ, Δ): ΠΟΛΙΤ. μορφή πολιτεύματος που εγκαθιδρύθηκε στα κομμουνιστικά καθεστώτα, κυρ. μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, υπό την επίδραση της μαρξιστικής-λενινιστικής ιδεολογίας: ~ ~ της Κίνας/Κορέας (= Βόρεια Κορέα). Βλ. δικτατορία του προλεταριάτου, υπαρκτός σοσιαλισμός. [< γαλλ. république/démocratie populaire] , ομοσπονδιακή δημοκρατία: ομοσπονδιακό κράτος με δημοκρατικό πολίτευμα: η ~ ~ της Γερμανίας.|| (το συγκεκριμένο πολίτευμα:) Καθεστώς ~ής ~ας. [< αγγλ. Federal Republic, γαλλ. République fédérale] , προεδρευόμενη/προεδρευομένη δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας στην οποία η εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση που έχει εκλέξει ο λαός, ενώ αρχηγός του κράτους, χωρίς ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες, είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, που εκλέγεται συνήθ. από το κοινοβούλιο: Η Ελλάδα έχει ~ ~.|| (το κράτος με το συγκεκριμένο πολίτευμα:) H χώρα ανακηρύχθηκε (σε) ~ ~., προεδρική δημοκρατία: ΠΟΛΙΤ. μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας στην οποία ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι αρχηγός του κράτους και της κυβέρνησης και έχει ουσιαστικές πολιτικές αρμοδιότητες. [< γαλλ. démocratie présidentielle] , δημοκρατία της μπανανίας/μπανάνας βλ. μπανάνα, Προεδρία της Δημοκρατίας βλ. προεδρία, Πρόεδρος (της Δημοκρατίας) βλ. πρόεδρος [< αρχ. δημοκρατία, γαλλ. démocratie, αγγλ. democracy, γερμ. Demokratie]

διά

διά δι-ά πρόθ. {κ. δι'} (λόγ.) δηλώνει: 1. (+ γεν.) όργανο, μέσο ή τρόπο: επίλυση του προβλήματος ~ της διπλωματικής οδού.|| (διέλευση, κίνηση διαμέσου:) Ταξίδεψαν ~ ξηράς.|| Λήψη φαρμάκου ~ του στόματος.|| (ΕΚΚΛΗΣ., προσευχή) "Δι' ευχών των αγίων (πατέρων) ημών ..." 2. (+ γεν.) χρονική διάρκεια: ~ νυκτός. 3. (+ αιτ.) αιτία: καβγάς δι' ασήμαντον αφορμήν. 4. σκοπό: ~ την χορήγηση της άδειας απαιτείται ... ~ παν ενδεχόμενον. Πβ. για. 5. (+ αιτ.) αναφορά: έργο ακατάλληλο δι' ανηλίκους. 6. ΜΑΘ. διαιρούμενο με: Δέκα ~ δύο (ίσον) πέντε.|| (κατ' επέκτ., το σύμβολο της διαίρεσης) Το ~ και το επί. ● ΦΡ.: διά/με μιας: αμέσως, πάραυτα: Εξαφανίστηκαν ~ ~. Τα ξέχασε ~ ~ όλα., άπαξ (και) διά παντός βλ. άπαξ, από τα χείλη/διά χειλέων κάποιου βλ. χείλος, για τον φόβο των Ιουδαίων βλ. Ιουδαίος, Ιουδαία, διά βίου βλ. βίος, διά βοής βλ. βοή, διά βραχέων βλ. βραχύς, διά ζώσης βλ. ζων, διά θαλάσσης βλ. θάλασσα, διά μακρών βλ. μακρός, διά νόμου βλ. νόμος, διά παντός βλ. παν, διά περιπάτου βλ. περίπατος, διά περιφοράς βλ. περιφορά, διά πυρός και σιδήρου βλ. πυρ, διά ροπάλου βλ. ρόπαλο, διά στόματος (κάποιου) βλ. στόμα, διά ταύτα βλ. ταύτα, διά της επιθέσεως/δι' επιθέσεως των χειρών βλ. χειρ, διά της πλαγίας/τεθλασμένης οδού βλ. οδός, διά χειρός βλ. χειρ, έλαμψε διά της απουσίας του βλ. απουσία, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γυμνό μάτι/οφθαλμό βλ. γυμνός, με τη βία βλ. βία, το διά ταύτα βλ. ταύτα [< αρχ. διά, γαλλ. par]

εικόνα

εικόνα [εἰκόνα] ει-κό-να ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) εικών 1. ζωγραφική αναπαράσταση, φωτογραφία· ό,τι προβάλλεται σε οθόνη ή αντανακλάται σε επιφάνεια: σκίτσα και ~ες. Βιβλίο με ~ες (= εικονογραφημένο). Ιστορία σε ~ες. Πβ. εικονογράφημα, ζωγραφιά.|| Τρισδιάστατη ~ (βλ. ολόγραμμα). Κινηματογραφική/τηλεοπτική ~. Κινούμενες ~ες (βλ. καρτούν). Μετάδοση/λήψη ~ας. ~ες από δορυφόρο. Δεν έχει καθαρή/καλή ~ η τηλεόραση.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ψηφιακή ~. Ανάλυση/εισαγωγή/επεξεργασία/σάρωση ~ας. (ΗΛΕΚΤΡΟΝ.) Η ~ του ραντάρ. Βλ. πίξελ.|| Βλέπει την ~ του στον καθρέφτη (= είδωλο). 2. ΕΚΚΛΗΣ. εικόνισμα: βυζαντινή/θαυματουργή ~. Λιτάνευση/περιφορά/προσκύνημα της ~ας του Αγίου .../της Παναγίας. Άγιες/ιερές ~ες. Ασπάζεται/προσκυνά την ~ του Χριστού. Προσεύχεται μπροστά στην ~. Βλ. αγιογραφία. 3. (μτφ.) άποψη, εντύπωση που διαμορφώνεται από ορισμένα στοιχεία, δεδομένα ή προκαλείται από περιγραφή: αντιπροσωπευτική/εφιαλτική/ολοκληρωμένη/συγκεχυμένη ~. Δημόσια ~ (πβ. ίματζ). Η ~ της καθημερινότητας/της οικονομίας. Η ~ της κυβέρνησης (πβ. πορτρέτο, προφίλ, φυσιογνωμία). Αποκτώ/σχηματίζω γενική (βλ. πανόραμα)/ολοκληρωμένη ~ επί του θέματος (πβ. γνώμη). Πήραμε μια πρώτη ~ (= ιδέα). Δεν έχω συνολική ~ της κατάστασης. Δίνει αρνητική ~ προς τα έξω/στους άλλους. (ΙΑΤΡ.) Η κλινική ~ του ασθενή.|| Πιστή ~ της πραγματικότητας. Στο έργο παρουσιάζεται μια σαφής ~ της εποχής. Πβ. όψη. Βλ. αυτο~. 4. (μτφ.) νοητική αναπαράσταση: αμυδρή/ονειρική (βλ. όνειρο, οπτασία, όραμα) ~. Κρατάω ζωηρή/ζωντανή την ~ του μέσα μου. ~ες του παρελθόντος περνούσαν διαδοχικά από το μυαλό του (πβ. αναμνήσεις).|| (ΦΙΛΟΛ.) Μυθιστόρημα πλούσιο σε ~ες. ● Υποκ.: εικονίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: ακουστική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) ακουστικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει ο ομιλητής για την προφορά μιας λέξης. ΣΥΝ. σημαίνον 2. (στη λογοτεχνία) φράση με την οποία επιδιώκεται να δραστηριοποιηθεί η ακοή του αναγνώστη. [< γαλλ. image auditive] , οπτική εικόνα 1. ΓΛΩΣΣ. & (σπάν.) οπτικό ίνδαλμα: η γνώση που έχει κάποιος για τον τρόπο γραφής μιας λέξης. 2. ΛΟΓΟΤ. περιγραφή με την οποία επιζητείται να ενεργοποιηθεί η όραση του αναγνώστη. [< γαλλ. image visuelle] , η αναστήλωση των (ιερών) εικόνων βλ. αναστήλωση, μαγική εικόνα βλ. μαγικός, πάγωμα της εικόνας βλ. πάγωμα ● ΦΡ.: κατ' εικόνα και (καθ') ομοίωσιν (ΠΔ) για να δηλωθεί 1. ΘΕΟΛ. ότι ο άνθρωπος πλάστηκε από τον Θεό, σύμφωνα με την εικόνα Του, διαθέτοντας νοημοσύνη και ελευθερία βούλησης και με σκοπό να μοιάσει σε Αυτόν, ώστε να φτάσει στη θέωση. 2. (μτφ.-λόγ.) ομοιότητα στα χαρακτηριστικά: σπίτι κατασκευασμένο ~ ~ των παραδοσιακών οικιών., μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις (πιθ. κινέζικη παροιμ.): για να εκφραστεί η παραστατικότητα, η δύναμη της εικόνας., δίνω την εντύπωση/την εικόνα βλ. δίνω [< αρχ. εἰκών, γαλλ.-αγγλ. image, αγγλ. picture 2: μεσν. εικόνα, γαλλ. icône, αγγλ. icon]

εμποροπανήγυρη

εμποροπανήγυρη [ἐμποροπανήγυρη] ε-μπο-ρο-πα-νή-γυ-ρη ουσ. (θηλ.) (επίσ.) & (λόγ.) εμποροπανήγυρις : υπαίθρια αγορά που λειτουργεί κυρ. με την ευκαιρία θρησκευτικής εορτής και κατ' επέκτ. έκθεση που οργανώνεται από εταιρείες για την παρουσίαση και προώθηση των προϊόντων και υπηρεσιών τους στο αγοραστικό κοινό: εορταστική/ετήσια/παραδοσιακή ~. Πβ. παζάρι, πανηγύρι. Βλ. λαϊκή (αγορά).

έντεχνος

έντεχνος, η, ο [ἔντεχνος] έ-ντε-χνος επίθ. 1. που έχει δημιουργηθεί με βάση τους κανόνες μιας τέχνης· κατ' επέκτ. ποιοτικός, καλοδουλεμένος: ~ος: λόγος/χορός. ~η: γλώσσα (= λογοτεχνική)/έκφραση. Βλ. δημοτικός, λαϊκός. 2. που γίνεται με περίτεχνο, επιδέξιο τρόπο: ~η: διατύπωση (πβ. κομψή). ΑΝΤ. αδέξιος 3. (για πρόσ.) που ασχολείται με το έντεχνο τραγούδι: ~ο: συγκρότημα.|| (ως ουσ.) Οι ~οι και οι ροκάδες. ● επίρρ.: έντεχνα & (λόγ.) εντέχνως: ένας μονόλογος μεστός, ~ λιτός.|| Καλλιεργούν ~ τον φανατισμό (: με επιτηδειότητα). Πβ. τεχνηέντως. ● ΣΥΜΠΛ.: έντεχνη μουσική: ΜΟΥΣ. που την έχει συνθέσει μουσικός με θεωρητική κατάρτιση., έντεχνο (τραγούδι): ΜΟΥΣ. που ακολουθεί τις αρχές, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί από τη μουσική και ποιητική τέχνη, σε αντιδιαστολή με το λαϊκό., έντεχνο λαϊκό (τραγούδι): ΜΟΥΣ. σύνθετο μουσικό έργο τέχνης με λαϊκά στοιχεία (πρόκειται συχνά για μελοποιημένη ποίηση). Βλ. ρεμπέτικο. [< 1, 2: αρχ. ἔντεχνος]

ενωτικό

ενωτικό [ἑνωτικό] ε-νω-τι-κό ουσ. (ουδ.): ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης με μορφή μικρής παύλας που ενώνει συλλαβές (π.χ. μό-νος) ή δύο λέξεις οι οποίες εκφέρονται μαζί (π.χ. παιδί-θαύμα). Βλ. παραθετικό σύνθετο, συλλαβισμός, συνεκφορά. [< γαλλ. trait d΄union]

ετυμολογία

ετυμολογία [ἐτυμολογία] ε-τυ-μο-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΓΛΩΣΣ. κλάδος που ασχολείται με την προέλευση και την ιστορία των λέξεων και των σημασιών τους· η διαδικασία ανεύρεσής της: επιστημονική ~. Αβέβαιη/άγνωστη/πειστική/πιθανή/σκοτεινή ~ (ΣΥΝ. έτυμο(ν)). Πβ. ετυμολόγηση. Βλ. -λογία, παρ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκή ετυμολογία: μεταβολή της μορφής μιας δάνειας ή λόγιας λέξης με βάση την εσφαλμένη ετυμολογική της σύνδεση με άλλη, πιο γνωστή ή καλύτερα κατανοητή, π.χ. γιουβαρλάκι < γιουβαρελάκι (από το βαρέλι), τένοντας < τέντονας (από το τεντώνω). Πβ. παρετυμολογία. [< γερμ. Volksetymologie] [< μτγν. ἐτυμολογία, γερμ. Etymologie, γαλλ. étymologie, αγγλ. etymology]

ζήτω

ζήτω ζή-τω επιφών. {άκλ.}: για δήλωση ένθερμης αποδοχής ή υποστήριξης: ~! Κερδίσαμε! ~ (ΑΝΤ. έξω, κάτω) η δημοκρατία! Πβ. γιούπι, ολέ, τραλαλά. ΑΝΤ. ου2 ● Ουσ.: ζήτω (το): ζητωκραυγή, επιδοκιμασία: Την ανακοίνωση του αποτελέσματος διαδέχθηκαν τα ~ και οι πανηγυρισμοί. ΣΥΝ. επευφημία ΑΝΤ. γιούχα, γιουχάισμα ● ΦΡ.: δεν κάνει ούτε για ζήτω (για πρόσ., προφ.): είναι άχρηστος, δεν αξίζει τίποτα., ζήτω που καήκαμε! (ειρων.): για πολύ δύσκολη κατάσταση ή προδιαγεγραμμένη αποτυχία: Αν περιμέναμε από 'σένα να μας βοηθήσεις, ~ ~!, ούτε για ζήτω (προφ.): σε περιπτώσεις που κάτι δεν επαρκεί, δεν είναι αρκετό: Ο μισθός που παίρνει δεν του φθάνει ~ ~. ● βλ. ζω1 [< μτγν. ζήτω, γ’ πρόσ. προστ. εν. του ρ. ζῶ]

-ίδιο

-ίδιο {-ιδίου | -ιδίων} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών: αγαλματ~/εικον~/κρατ~/κυστ~/ογκ~/σακ~/σταγον~/φιαλ~.|| (με μείωση ή απώλεια της υποκοριστικής σημ.:) Bακτηρ~/γον~.

καπέλο

καπέλο κα-πέ-λο ουσ. (ουδ.) 1. κάλυμμα του πάνω ή/και πίσω μέρους του κεφαλιού, που φοριέται ως ενδυματολογικό αξεσουάρ ή για προστασία κυρ. από το κρύο ή τον ήλιο· κατ' επέκτ. καθετί με παρόμοια μορφή: βαμβακερό/γούνινο/δερμάτινο/μάλλινο/υφασμάτινο/ψάθινο ~. Ανδρικό/γυναικείο/παιδικό ~. Ναυτικό/στρατιωτικό ~. ~ με φτερά/παραλλαγής. Το γείσο/ο γύρος (= μπορ· βλ. πλατύγυρος) του ~ου. ΣΥΝ. πίλος. Βλ. ημίψηλο, καβουρ-, ψαθ-άκι, καπελ-ίνα, -ίνο, κασκέτο, κράνος, μελόν, πέτασος, πηλήκιο, ρεπούμπλικα, σκούφος, τεπές, τζόκεϊ, τόκα1, τραγιάσκα.|| Το ~ της καμινάδας/της λάμπας (πβ. αμπαζούρ)/του μανιταριού. 2. (μτφ.-προφ.) οικονομική επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, συνήθ. παράνομη: Έβαλαν/μπήκε/πληρώνουμε ~ στις τιμές των καυσίμων. Κρυφά ~α σε δάνεια και κάρτες. Πβ. καπέλωμα. Βλ. χαράτσι. ● Υποκ.: καπελάκι (το): κούρεμα ~ (: κοντό καρέ, με τα μαλλιά να σχηματίζουν μια μορφή καπέλου γύρω από το πρόσωπο). ● ΦΡ.: (είναι) άλλο καπέλο (προφ.): (είναι) εντελώς διαφορετικό θέμα: Οι ασκήσεις ήταν εύκολες· αν εσύ δεν είχες διαβάσει είναι ~ ~! Τώρα μιλάμε για τις απεργίες, ~ ~ οι καταλήψεις! Βλ. άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο. ΣΥΝ. έτερον εκάτερον, βγάζω το καπέλο σε κάποιον (μτφ.-προφ.): έκφραση αναγνώρισης της αξίας κάποιου: Μπράβο, φοβερή δουλειά, σου ~ ~! Όποιος το βρει, του ~ ~! Πβ. αποκαλύπτ-, υποκλίν-ομαι. [< γαλλ. tirer son chapeau à quelqu'un ] , παίρνω το καπελάκι/το καπέλο μου και φεύγω: θα φύγω, θα αποχωρήσω (χωρίς ενδοιασμό): Αν ζορίσουν τα πράγματα, ~ ~! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί θα πάρω ~ και θα φύγω!, τα ψηλά καπέλα (ειρων.): οι υψηλά ιστάμενοι., βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά βλ. στραβός, βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) βλ. λαγός, γούστο μου (και) καπέλο μου! βλ. γούστο, μουνί (καπέλο) βλ. μουνί [< μεσν. καπέλο < βεν. capelo]

καπιταλισμός

καπιταλισμός κα-πι-τα-λι-σμός ουσ. (αρσ.): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. οικονομικό σύστημα στο οποίο τα μέσα παραγωγής (κεφάλαια) βρίσκονται στην κατοχή ιδιωτών και ελέγχονται από αυτούς, που αγοράζουν και πληρώνουν το εργατικό δυναμικό και εκμεταλλεύονται το κέρδος από την πώληση αγαθών στην ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά: βιομηχανικός/κρατικομονοπωλιακός ~. Βλ. κομμουν-, μερκαντιλ-, (νεο)φιλελευθερ-, σοσιαλ-ισμός, μετα~, πλουτοκρατία. ΣΥΝ. κεφαλαιοκρατία (1) ● ΣΥΜΠΛ.: κρατικός καπιταλισμός: (σύμφωνα με τον λενινισμό) οικονομικό σύστημα στο οποίο η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει αναλάβει τη διαχείριση της παραγωγής αλλά υπό τον αυστηρό έλεγχο του κράτους. Βλ. κρατ-, συγκεντρωτ-ισμός., λαϊκός καπιταλισμός: διανομή μετοχών στους εργαζομένους και συμμετοχή τους στα κέρδη των επιχειρήσεων., μονοπωλιακός καπιταλισμός: που βασίζεται στην ανάπτυξη καρτέλ και μονοπωλίων. [< αγγλ. capitalism, 1833, γαλλ. capitalisme, 1842]

κερδώος

κερδώος, α, ο [κερδῷος] κερ-δώ-ος επίθ. (λόγ.): που αποσκοπεί στο οικονομικό κέρδος: ~α: λογική. ~α: κριτήρια. Βλ. -ώος. ● ΦΡ.: κερδώος Ερμής (μετωνυμ., από τον θεό Ερμή ως προστάτη του εμπορίου): το εμπόριο· κατ' επέκτ. η επιδίωξη του κέρδους: Ασχολείται με τον ~ο ~ή (: με εμπορικές δραστηριότητες).|| Στο όνομα του ~ου ~ή (= πλουτισμού). Πβ. κερδοσκοπία. Βλ. λόγιος Ερμής. [< μτγν. Ἑρμῆς κερδῷος] [< μτγν. κερδῷος]

κοσμικός

κοσμικός, ή, ό κο-σμι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον κόσμο ως σύνολο ανθρώπων και κυρ. με τη ζωή της υψηλής κοινωνίας: ~ός: γάμος/τρόπος ζωής (= κοσμικότητα)/τύπος. ~ή: κίνηση/κυρία/παραλία/ταβέρνα. ~ό: γεγονός/θέρετρο/κέντρο/μέρος/νησί/ρεπορτάζ. ~οί: κύκλοι. ~ές: εκδηλώσεις (π.χ. δεξιώσεις, χοροεσπερίδες)/στήλες (εφημερίδας/περιοδικού)/συγκεντρώσεις. ~ά: νέα/σαλόνια. Πβ. κοινωνικός. 2. που αναφέρεται στην επίγεια κοινωνική ζωή σε αντίθεση με την εκκλησιαστική: ~ός: άρχοντας/ηγέτης/συγγραφέας/χαρακτήρας (της εκπαίδευσης/του κράτους). ~ή: ιστορία/μουσική/τέχνη. ~ά: αγαθά. Πβ. εγκόσμιος.|| ~ός: κλήρος (: σε αντιδιαστολή προς τους μοναχούς). Πβ. λαϊκός. ΑΝΤ. θρησκευτικός 3. που έχει σχέση με το Σύμπαν ή ειδικότ. το διάστημα σε αντιδιαστολή προς τη Γη: ~ός: θόρυβος/νόμος/χρόνος. ~ή: έκρηξη/ταχύτητα. ~ό: κενό/νέφος/φαινόμενο/χάος. ~οί: άνεμοι. ~ές: δομές (π.χ. σμήνη γαλαξιών). Πβ. διαστημ-, συμπαντ-ικός. Βλ. μακρο~, μικρο~. ΑΝΤ. γήινος (1) ● Ουσ.: κοσμικά (τα) 1. θέματα που αφορούν τις εκδηλώσεις της υψηλής κυρ. κοινωνίας. 2. τα εγκόσμια., κοσμικός (ο) 1. ο λαϊκός σε αντίθεση με τον κληρικό ή τον μοναχό. 2. πρόσωπο που του αρέσουν οι κοινωνικές εκδηλώσεις ή συχνάζει σε αυτές. ΑΝΤ. απόκοσμος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: κοσμική ακτινοβολία/κοσμικές ακτίνες: ΑΣΤΡΟΝ. ακτινοβολία που αποτελείται από σωματίδια τα οποία κινούνται πολύ γρήγορα (αδρόνια, λεπτόνια, φωτόνια), διασχίζουν την ατμόσφαιρα και φτάνουν στην επιφάνεια της Γης από το Σύμπαν. [< γαλλ. rayonnement cosmique/rayons cosmiques, αγγλ. cosmic ray, 1925] , κοσμική/(σπανιότ.) εγκόσμια εξουσία: η κρατική, πολιτική εξουσία σε αντίθεση προς τη θρησκευτική., κοσμικό/γαλαξιακό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα (περ. 245 εκατομμύρια χρόνια) για μια πλήρη περιστροφή του ηλιακού μας συστήματος γύρω από το κέντρο του γαλαξία., κοσμικό/λαϊκό κράτος: στο οποίο η εξουσία ασκείται από πολιτικά πρόσωπα χωρίς την παρέμβαση θρησκευτικών παραγόντων σε αντιδιαστολή προς το θεοκρατικό κράτος., κοσμικός αιώνας: ΓΕΩΛ. το χρονικό διάστημα εξέλιξης της Γης από τη στιγμή που έγινε για πρώτη φορά αυτοτελές ουράνιο σώμα μέχρι τον πιθανό σχηματισμό του φλοιού της., αστρική/κοσμική/διαστημική σκόνη βλ. σκόνη, κοσμική/μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου βλ. ακτινοβολία [< 1: γαλλ. mondain 2: μεσν. κοσμικός 3: αρχ. ~, γαλλ. cosmique, αγγλ. cosmic]

κουβέντα

κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]

κυματοειδής

κυματοειδής, ής, ές κυ-μα-το-ει-δής επίθ. (λόγ.): που μοιάζει με κύμα ως προς τη μορφή ή την κίνησή του, κυματιστός: ~ής: σωλήνας (: σπιράλ). ~ής: γραμμή/επιφάνεια/καμπύλη. ~ές: έλασμα/χαρτί (= οντουλέ)/χαρτόνι. ~είς: κινήσεις. ~ή: φύλλα. Βλ. -ειδής, καμπυλοειδής. ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) ● επίρρ.: κυματοειδώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κυματοειδής πυρετός: ΙΑΤΡ. -ΚΤΗΝ. μελιταίος πυρετός. ΣΥΝ. βρουκέλωση [< γαλλ. fièvre ondulante] , κυματοειδής παύλα βλ. παύλα [< αρχ. κυματοειδής ‘θυελλώδης, τρικυμιώδης’]

κυνήγι

κυνήγι κυ-νή-γι ουσ. (ουδ.) {κυνηγ-ιού (λόγ.) -ίου} 1. εντοπισμός, σύλληψη ή/και θανάτωση ζώων (σπανιότ. ψαριών) ως χόμπι, επάγγελμα ή (κυρ. παλαιότ.) για εξασφάλιση τροφής: ελεγχόμενο/οργανωμένο/παράνομο (πβ. λαθροθηρία)/υποβρύχιο (βλ. ψαροντούφεκο) ~. Άδεια/απαγόρευση/είδη/έναρξη/εποχή/όπλα (= κυνηγετικά· βλ. καραμπίνα, τουφέκι)/(απαγορευμένη/ιδιωτική) περιοχή ~ιού. ~ με άλογα/σκυλιά (= κυνηγόσκυλα). Το ~ του αγριογούρουνου/της αλεπούς/του λαγού/της μπεκάτσας/της φάλαινας (= φαλαινοθηρία)/του φασιανού/της φώκιας. (Δεν) επιτρέπεται το ~. Το ~ (= η κυνηγετική περίοδος) αρχίζει ... και διαρκεί μέχρι ... Πβ. θήρα. Βλ. σαφάρι.|| (μτφ.) Το ~ των εγκληματιών/τρομοκρατών/φοροφυγάδων. Πβ. καταδίωξη, κυνήγημα, κυνηγητό. Βλ. έρευνα. 2. (συνεκδ.) το σύνολο των ζώων που επιτρέπεται να κυνηγήσει κάποιος σε συγκεκριμένο τόπο ή ζώο που έχει σκοτωθεί με αυτόν τον τρόπο: χοντρό ~ (: τα άγρια ζώα). Στην περιοχή υπάρχει πλούσιο ~. Πβ. λεία.|| Μαγείρεψε ~. ΣΥΝ. θήραμα (1) 3. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) επίμονη αναζήτηση, σταθερή επιδίωξη: αδιάκοπο/άσκοπο/ατέρμονο ~. Το ~ των βαθμών (= βαθμοθηρία)/της δόξας/των εντυπώσεων/της επιτυχίας/του κέρδους/της ομορφιάς/της τελειότητας (= τελειοθηρία)/της τηλεθέασης/του χρόνου/των ψήφων (= ψηφοθηρία). Στο ~ της πρόκρισης η ποδοσφαιρική ομάδα. Πβ. άγρα, αλιεία. ● ΣΥΜΠΛ.: κυνήγι κεφαλών 1. ΑΝΘΡΩΠ. συστηματική καταδίωξη και εξόντωση μιας ομάδας ανθρώπων. 2. (μτφ.) διωγμός εις βάρος μιας πληθυσμιακής ομάδας. Βλ. κατατρεγμός. [< αγγλ. headhunting] , κυνήγι θησαυρού βλ. θησαυρός1, κυνήγι μαγισσών βλ. μάγισσα ● ΦΡ.: παίρνω στο κυνήγι (κάποιον) {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): τον κυνηγώ: Τους πήραν ~ χωρίς να καταφέρουν να τους πιάσουν. Πβ. (κατα)διώκω.|| (απειλητ.) Λίγα τα λόγια σου, μην σε πάρω ~. [< μεσν. κυνήγι(ν) < μτγν. κυνήγιον]

κυνηγός

κυνηγός κυ-νη-γός ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο που ασχολείται με το κυνήγι ζώων: μανιώδης ~. Νόμιμος/παράνομος (= λαθρο~) ~. Επαγγελματίας/ερασιτέχνης ~. ~οί αγριογούρουνων/μπεκάτσας. Βλ. αντι~.|| (ΕΘΝΟΛΟΓ.) Οι άνθρωποι από ~οί-τροφοσυλλέκτες έγιναν κτηνοτρόφοι και γεωργοί. Βλ. νομάδας.|| (για ζώο, κυρ. σκύλο) Το ένστικτο του ~ού. ΣΥΝ. θηρευτής (1) 2. (μτφ.) αυτός που επιδίδεται σε επίμονη αναζήτηση ή επιδιώκει έντονα να πετύχει κάτι: ~ της αλήθειας/της γνώσης/της περιπέτειας/των προκλήσεων/της τελειότητας (= τελειοθήρας)/της τύχης (= τυχοδιώκτης). Πβ. θηρευτής.|| Υπήρξε δεινός ~ του ωραίου φύλου. Πβ. γυναικάς, γυναικοκατακτητής. Βλ. δον ζουάν, καζανόβας.|| (συνήθ. σε ταινίες) ~ επικηρυγμένων/θησαυρών (βλ. χρυσοθήρας)/μαγισσών (βλ. κυνήγι μαγισσών). 3. ΑΘΛ. (στο ποδόσφαιρο) παίκτης που παίζει στην επίθεση: διεθνής ~. Πβ. επιθετικός, φορ. ● ΣΥΜΠΛ.: κυνηγοί μετάλλων, κυνηγός κεφαλών 1. ΑΝΘΡΩΠ. μέλος πρωτόγονης φυλής που κόβει και διατηρεί τα κεφάλια των εχθρών της ως λάφυρα ή για τελετουργικούς σκοπούς. Βλ. ανθρωποφάγος. 2. (κατ' επέκτ.) επαγγελματίας δολοφόνος. Βλ. συμβόλαιο θανάτου. 3. (μτφ.) πρόσωπο ή εταιρεία που αναζητά υπαλλήλους υψηλού επιπέδου, για να στελεχώσουν μια επιχείρηση, έναν οργανισμό. [< αγγλ. headhunter] , κυνηγός ταλέντων: επαγγελματίας που αναζητά νέα ταλέντα: ~ ~ δισκογραφικής εταιρείας. Tην ανακάλυψε ένας ~ ~ σε μία πειραματική σκηνή. Πβ. σκάουτερ. Βλ. μάνατζερ. [< αμερικ. talent scout, 1936] [< 1: αρχ. κυνηγός]

κυριαρχία

κυριαρχία κυ-ρι-αρ-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. πολιτική κυρ. εξουσία: εδαφική/εξωτερική/εσωτερική/περιορισμένη ~. Μορφές ~ας. Απώλεια/άσκηση της ~ας. Η περιοχή βρίσκεται/παραμένει/τελεί υπό ξένη ~ (πβ. σκλαβιά, υποδούλωση, υποταγή· βλ. ελευθερία). Βλ. συγ~.|| (ΙΣΤ.) Βενετική/φράγκικη ~. Αυτοκρατορία που εδραίωσε/εξάπλωσε/επέβαλε/επέκτεινε την ~ της σε όλη την οικουμένη. Βλ. -αρχία, επι~. 2. (μτφ.) υπεροχή, επιβολή, επικράτηση σε έναν τομέα, χώρο: ιδεολογική/ναυτική/οικονομική/πολιτισμική ~. Καθολική ~ της εικόνας/των ΜΜΕ/του χρήματος. ~ στην αγορά κινητής τηλεφωνίας. Πβ. ηγεμονία. Βλ. αυτο~, δύναμη, επιρροή.|| (ΑΘΛ.) ~ της ομάδας έναντι της ... ● ΣΥΜΠΛ.: εθνική κυριαρχία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. το δικαίωμα ενός κράτους να έχει τον απόλυτο έλεγχο εντός των εδαφικών του ορίων, χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις: η αρχή/διασφάλιση/παραβίαση/υπονόμευση της ~ής ~ας. Βλ. ανεξαρτησία, αυτο-διάθεση, -νομία., λαϊκή κυριαρχία: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. βασική αρχή του δημοκρατικού πολιτεύματος σύμφωνα με την οποία φορέας της εξουσίας είναι ο λαός: εκδήλωση/έκφραση/εκπρόσωποι (βλ. βουλευτής)/σφετερισμός της ~ής ~ας. [< μτγν. κυριαρχία, γαλλ. domination, souveraineté]

λαγός

λαγός λα-γός ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. {θηλ. λαγουδίνα} γρήγορο τρωκτικό (γένος Lepus), με μακριά πίσω πόδια και μεγάλα αυτιά, το οποίο ζει σε δάση και πυκνόφυτες εκτάσεις· συνεκδ. το κρέας του. ξεφώλιασμα ~ού. Βλ. κουνέλι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ στιφάδο.|| (μτφ.) Με ρυθμούς ~ού (: πολύ γρήγορα· ΑΝΤ. με ρυθμούς χελώνας). Έχει καρδιά ~ού (: είναι δειλός). 2. ΑΘΛ. δρομέας που δίνει γρήγορο ρυθμό σε δρόμο αντοχής, για να βοηθήσει στην επίτευξη ρεκόρ από άλλον αθλητή. ● Υποκ.: λαγουδάκι (το): μικρός λαγός· κατ' επέκτ. κάθε απεικόνισή του. || Λούτρινα/πασχαλινά/σοκολατένια ~ια. Βλ. αρκουδάκι. ● ΦΡ.: βγάζω λαγό/λαγούς (από το καπέλο μου) (μτφ.-προφ.): ανακαλύπτω ή αποκαλύπτω κάτι ιδιαίτερα σημαντικό, που θεωρείται μεγάλη επιτυχία: (για δημοσιογράφο:) Έβγαλε ~ (= θέμα, λαβράκι) από τη συνέντευξη., έγινε λαγός (μτφ.-προφ.): έφυγε πολύ γρήγορα, εξαφανίστηκε: Μόλις άκουσαν το περιπολικό, έγιναν ~οί (= την έκαναν, το 'βαλαν στα πόδια). ΣΥΝ. έγινε καπνός, έγινε Λούης, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του (παροιμ.): για κάποιον που βλάπτει από μόνος του τον εαυτό του., λαγούς με/και πετραχήλια (μτφ.-προφ.): για κάτι υπερβολικό, ουτοπικό, απραγματοποίητο: Δίνει/ζητά/τάζει/υπόσχεται ~ ~. ΣΥΝ. τον ουρανό με τ' άστρα, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες βλ. αρμέγω [< 1: μεσν. λαγός 2: γαλλ. lièvre, 1899]

λεξικολογικός

λεξικολογικός, ή, ό λε-ξι-κο-λο-γι-κός επίθ.: ΓΛΩΣΣ. που σχετίζεται με τη λεξικολογία: ~ή: ανάλυση (ενός όρου)/βάση δεδομένων. Βλ. λεξικογραφ-, λεξ-ικός. [< γαλλ. lexicologique, αγγλ. lexicological]

λεξιλόγιο

λεξιλόγιο λε-ξι-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.) {λεξιλογί-ου} 1. το σύνολο των λέξεων και συμπλόκων που διαθέτει μια γλώσσα και τις οποίες κατανοεί ή/και χρησιμοποιεί ένα άτομο ή μία ομάδα (π.χ. επαγγελματική, κοινωνική): βασικό/δύσκολο/ειδικό (π.χ. για τον κινηματογράφο)/επίσημο/ευρύ/νέο/περιθωριακό/περιορισμένο/πλούσιο/υβριστικό/φτωχό/χυδαίο ~. Ασκήσεις (= λεξιλογικές)/διδασκαλία/εκμάθηση/εμπλουτισμός/τεστ ~ου. Η σαφήνεια/συρρίκνωση του ~ου. Ενεργητικό/παθητικό (: δεκτικό ή προσληπτικό) ~ ενός μαθητή (: που χρησιμοποιεί ή μόνο κατανοεί). ~ ενηλίκων/παιδιών. Ο ρόλος του ~ου στην παραγωγή λόγου. Βλ. θησαυρός.|| (μτφ.-προφ.) Η "ζήλια" απουσιάζει από το/δεν υπάρχει στο ~ό του (: δεν ζηλεύει).|| (μτφ.) Το εικαστικό/αρχιτεκτονικό ~ ενός δημιουργού. Πβ. τεχνοτροπία. Βλ. -λόγιο. 2. (ειδικότ.) ορολογία: αθλητικό/ιατρικό/πολιτικό/τεχνικό ~. ~ του ίντερνετ. Πβ. λεξικό. 3. αλφαβητικός συνήθ. κατάλογος, λέξεων, φράσεων ή όρων που περιέχονται σε ένα σύγγραμμα: το ~ ενός σχολικού βιβλίου. Πβ. γλωσσάριο. Βλ. ευρετήριο, ίντεξ. ● ΣΥΜΠΛ.: απαιτητικό λεξιλόγιο: που απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις και δείχνει ποιότητα λόγου. Βλ. ακριτομυθία, ασύστολος, διαφυλάσσω, επικροτώ, μειλίχιος., διεθνές επιστημονικό λεξιλόγιο: ΓΛΩΣΣ. επιστημονικοί όροι που χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε διάφορες γλώσσες. Βλ. διεθνισμός. [< αγγλ. International Scientific Vocabulary, περ. 1959] [< γαλλ. vocabulaire]

λημματολόγιο

λημματολόγιο λημ-μα-το-λό-γι-ο ουσ. (ουδ.): ΛΕΞΙΚΟΓΡ. το σύνολο των λημμάτων λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας· ο αντίστοιχος κατάλογος: πλούσιο/σύγχρονο ~. Εμπλουτισμός/κατάρτιση ~ου. Βλ. -λόγιο.

-λόγιο

-λόγιο {-λογίου (σπανιότ.) -λόγιου | -λογίων} (περιληπτ.): επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών με αναφορά σε σύνολο στοιχείων ή συστηματική καταγραφή, κατάλογο: λεξι~/υβρεο~.|| Ανεμο~/απουσιο~/βαθμο~/δειγματο~/εορτο~/ερωτηματο~/ημερο~/κτηματο~/μαθητο~/μισθο~/πελατο~/τιμο~/φοιτητο~.

λύκος

λύκος λύ-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. σαρκοφάγο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Canis lupus) που μοιάζει με μεγάλο άγριο σκύλο, έχει φαιό τρίχωμα, μεγάλο κεφάλι με δυνατές γνάθους και χαρακτηριστικούς μεγάλους κυνόδοντες, όρθια αυτιά, ψηλά πόδια και φουντωτή ουρά: γκρίζος/κόκκινος ~. Επίθεση ~ου σε κοπάδι από πρόβατα. Αγέλη ~ων. Αλύχτισμα/κραυγές/ουρλιαχτά ~ων. Πβ. ζουλάπι. Βλ. θηρίο, κογιότ, κυνοειδή, λύγκας, λύκαινα, τσακάλι. || ~/τίγρης της Τασμανίας. 2. (για πρόσ.) αιμοβόρος, σκληραγωγημένος. Βλ. γερό-, θαλασσό-λυκος. 3. (προφ.) λυκόσκυλο. 4. ΙΑΤΡ. διάσπαρτη φλεγμονώδης νόσος του συνδετικού ιστού, η οποία μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε ή όλα τα συστήματα του οργανισμού: (δισκοειδής/συστηματικός) ερυθηματώδης ~. Πβ. κολλαγόνωση 5. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Λ) αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου. ● Υποκ.: λυκάκι (το): στις σημ. 1, 3. Πβ. λυκόπουλο. ● ΦΡ.: βάλανε/έβαλαν τον λύκο να φυλά τα πρόβατα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ανατίθεται ευθύνη, εξουσία ή αρμοδιότητα σε πρόσωπο ακατάλληλο, επικίνδυνο και, τελικά, επιζήμιο., γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): ξέφυγα από μεγάλο κίνδυνο. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ’ του χάρου τα δόντια. Βλ. γλιτώνω από τα χέρια κάποιου., θρέψε λύκο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι (παροιμ.): για άνθρωπο αγνώμονα, αχάριστο., ο άνθρωπος για τον άνθρωπο (είναι) λύκος (γνωμ.): δηλ. ανελέητος, απάνθρωπος, σκληρός. [< λατ. homo homini lupus] , ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε (/άλλαξε) το μαλλί του, μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του (παροιμ.): δεν αλλάζει (εύκολα) κάποιος χαρακτήρα ή τρόπο σκέψης, όσα χρόνια κι αν περάσουν., πεινώ/τρώω σαν λύκος (προφ.): δηλ. πάρα πολύ, λαίμαργα. Πβ. δεν βλέπω μπροστά μου/δεν σε βλέπω από την πείνα, με κόβει (η) λόρδα, πεθαίνω/ψοφώ της πείνας., πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου & ρίχνω/στέλνω κάποιον στο στόμα του λύκου (μτφ.-προφ.): για κάποιον που εκθέτει τον εαυτό του ή που τον εκθέτουν σε μεγάλο κίνδυνο: Από μόνος του έβαλε το κεφάλι του/έπεσε/μπήκε ~ ~ (πβ. βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά). Έριξαν/έστειλαν τα παιδιά τους ~ ~. [< γαλλ. dans la gueule du loup] , (εδώ) τον λύκο (τον) βλέπουμε, τον ντορό γυρεύουμε/ψάχνουμε; βλ. ντορός, άι/άντε στον κόρακα! βλ. κόρακας, από τα μετρημένα τρώει ο λύκος βλ. μετρημένος, μοναχικός λύκος βλ. λύκος, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται βλ. αναμπουμπούλα, όποιος φεύγει/όποιο πρόβατο βγαίνει απ' το μαντρί/κοπάδι, το(ν) τρώει ο λύκος βλ. μαντρί [< 1: αρχ. λύκος 4: γαλλ. lupus]

μαλλί

μαλλί μαλ-λί ουσ. (ουδ.) {μαλλ-ιού} 1. {συνήθ. στον πληθ.} το σύνολο των τριχών που καλύπτουν το πάνω και πίσω μέρος του ανθρώπινου κεφαλιού: άσπρα/γκρίζα/καστανά/κόκκινα/μαύρα/ξανθά ~ιά. Αραιά/γερά/δεμένα/ίσια/κατσαρά/κοντά/λαμπερά/λυτά/μακριά/ξηρά/πλούσια/πυκνά/σγουρά/σπαστά/ταλαιπωρημένα/υγιή/φουντωτά ~ιά. Άβαφα/άλουστα/απεριποίητα/βρεγμένα/λουσμένα ~ιά. ~ιά με ανταύγειες/μπούκλες/όγκο. Σαμπουάν για αδύναμα/ευαίσθητα/κανονικά/λεπτά/λιπαρά ~ιά. Κοκαλάκι/λακ/λοσιόν/σεσουάρ για τα ~ιά. Αξεσουάρ/απώλεια/βαφές/βούρτσα/ζελέ/θεραπεία/ισιωτική/κόψιμο/κρέμα/μαλακτικό/μεταμόσχευση/περιποίηση/πιστολάκι/προσθετική/σπρέι/στέγνωμα/τούφα/τύπος/χρώμα ~ιών. Έφτιαξα/χτένισα το ~/τα ~ιά μου. Έπιασε τα ~ιά της με τσιμπιδάκι. 2. {συνήθ. στον εν.} τρίχωμα ζώων, που συχνά αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας: αγνό/ακατέργαστο/απαλό/παρθένο/πρόβειο/συνθετικό/φυσικό ~. Ρούχα/υφάσματα από ~ (= μάλλινα). Γνέσιμο/επεξεργασία/παραγωγή/ποιότητα ~ιού. || Ορυκτό ~ (= πετροβάμβακας). ● Υποκ.: μαλλάκι (το) {συνήθ. στον πληθ.} ● ΣΥΜΠΛ.: μαλλί της γριάς: ΖΑΧΑΡ. είδος γλυκίσματος, κυρ. για παιδιά, από νήματα λιωμένης ζάχαρης που τυλίγονται γύρω από ένα ξυλάκι., μαλλιά αγγέλου: είδος φιδέ. [< αγγλ. angel-hair pasta, 1981] , στεγνωτήρας μαλλιών βλ. στεγνωτήρας ● ΦΡ.: μαλλιά κουβάρια (προφ.): για έντονη αντιπαράθεση ή σύγχυση: Έγιναν ~ ~ (= μύλος) λόγω οικονομικών διαφορών.|| Τα 'χω κάνει ~ ~ (= μαντάρα) στο μυαλό μου. ΣΥΝ. άνω-κάτω (2), κουλουβάχατα, μαλλιοκούβαρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος (παροιμ.): προσπάθησε να κερδίσει κάτι και τελικά ζημιώθηκε., πιάνομαι μαλλί με μαλλί {συνήθ. στο γ' πρόσ.} (προφ.): μαλλιοτραβιέμαι., πόσο πάει το μαλλί; (μτφ.-ειρων.): πόσο κάνει/κοστίζει;, σαν της τρελής τα μαλλιά (σπάν.-προφ.): για χώρο όπου επικρατεί ακαταστασία: Το δωμάτιό του ήταν ~ ~. ΣΥΝ. άνω-κάτω (1), τα μαλλιά της κεφαλής μου/σου/του (προφ.): τα μαλλιοκέφαλά μου., αρπάζω την ευκαιρία (από τα μαλλιά) βλ. ευκαιρία, αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά βλ. αφήνω, κλάνω μαλλί/μέντες/πατάτες βλ. κλάνω, ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά (του) πιάνεται βλ. πνίγω, τραβάω τα μαλλιά μου βλ. τραβώ, τραβηγμένος από τα μαλλιά βλ. τραβηγμένος [< μεσν. μαλλίν < μτγν. μαλλίον]

μήκος

μήκος [μῆκος] μή-κος ουσ. (ουδ.) {μήκ-ους | -η} 1. το φυσικό μέγεθος που σχετίζεται με τη μέτρηση της απόστασης από ένα άκρο σε άλλο: ελάχιστο/μέγιστο/μεταβλητό ~. Μονάδες ~ους. ~ σε εκατοστά/ίντσες. Σήραγγα συνολικού ~ους ... μέτρων. Σε διάφορα/διαφορετικά ~η. ~ μαλλιών (πβ. μάκρος). 2. ΓΕΩΜ. μια από τις τρεις διαστάσεις ενός στερεού σώματος (εκτός από το πλάτος και το ύψος) ή η συνήθ. μεγαλύτερη από τις δύο διαστάσεις μιας επίπεδης επιφάνειας: ~ γραμμής/κύκλου/τόξου. Υπολογισμός του ~ους.|| Το ~ του τραπεζιού. ● ΣΥΜΠΛ.: (άλμα εις) μήκος: ΑΘΛ. αγώνισμα στίβου κατά το οποίο ο αθλητής, αφού πάρει φόρα σε έναν διάδρομο, εκτελεί άλμα σε ειδικό σκάμμα: ~ ~ ανδρών/γυναικών. Βλ. (άλμα εις) τριπλούν., μήκος λέξης: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των μπιτ από τα οποία αποτελείται η λέξη ενός υπολογιστή: σταθερό ~ ~. Το μέγιστο ~ ~ είναι 4 μπάιτ (= 32 μπιτ). [< αγγλ. word length, 1951] , γεωγραφικό μήκος βλ. γεωγραφικός, εστιακό μήκος βλ. εστιακός, μήκος κύματος βλ. κύμα, ταινία μικρού/μεγάλου/μεσαίου μήκους βλ. ταινία ● ΦΡ.: κατά μήκος: παράλληλα με κάτι: ~ ~ της ακτής/διαδρομής/του οδικού άξονα., σε όλα τα μήκη και (τα) πλάτη (της Γης) & (σπάν.) στα μήκη και (στα) πλάτη (της Γης): παντού, σε όλο τον κόσμο: Έχει ταξιδέψει ~ ~. Έχει δώσει συναυλίες ~ ~. Πβ. απανταχού της Γης/της οικουμένης, όπου Γης., σε όλο το μήκος και (το) πλάτος & κατά μήκος και (κατά) πλάτος: σε όλη την έκταση, παντού: ~ ~ του οδοστρώματος. Εκκλησάκια διάσπαρτα ~ ~ του νησιού. Κατά μήκος και (κατά) πλάτος της αίθουσας., στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα [< αρχ. μῆκος, γαλλ. longueur, αγγλ. length]

μπούρκα

μπούρκα μπούρ-κα ουσ. (θηλ.) & μπούργκα: ένδυμα των μουσουλμάνων γυναικών, κυρ. του Ιράν και του Αφγανιστάν, το οποίο καλύπτει όλο το σώμα και το κεφάλι, εκτός από τα μάτια. Βλ. νικάμπ, τσαντόρ, φερετζές. [< αγγλ. burka, burqa, γαλλ. ~, 1993]

παιχνίδι

παιχνίδι παι-χνί-δι ουσ. (ουδ.) {παιχνιδ-ιού | -ιών} & (σπάν.-προφ.) παιγνίδι 1. αντικείμενο, κατασκευή που απευθύνεται κυρ. σε μικρά παιδιά, με σκοπό τη διασκέδασή τους: εκπαιδευτικά/ηχητικά/μηχανικά/μουσικά/ξύλινα ~ια. Επιτραπέζια ~ια (βλ. γκρινιάρης, μονόπολη, παζλ, σκραμπλ). Απαγόρευση/απόσυρση ~ιού (ως ακατάλληλου). ~ια με μπαταρίες. Φουσκωτά ~ια θαλάσσης. Βιομηχανία/διαφημίσεις/εργοστάσιο/κατάστημα ~ιών. Παίζει με τα ~ια του. Βλ. αεροπλαν-, αλογ-, αυτοκινητ-άκι, κούκλα, μπάλα.|| Τα ~ια της παιδικής χαράς (βλ. τραμπάλα, τσουλήθρα)/του λούνα παρκ (βλ. καρουσέλ). 2. δραστηριότητα που συνήθ. βασίζεται σε κανόνες, με σκοπό την ψυχαγωγία ή/και την ανάδειξη νικητή, σε περιπτώσεις που απαιτούνται δύο ή περισσότεροι παίκτες: αθλητικό/διασκεδαστικό ~. ~ και μάθηση. Ατομικά/ομαδικά παιδικά (βλ. αμπάριζα, κορόιδο, κουτσό, κρυφτό, κυνηγητό, μήλα, τυφλόμυγα)/επιστημονικά/κοινωνικά/πνευματικά (βλ. αίνιγμα, γρίφος, κουίζ, μπριτζ, σταυρόλεξο) ~ια. ~ λογικής (βλ. σουντόκου)/μνήμης (βλ. γιάντες)/στρατηγικής (βλ. ναυμαχία, ντάμα, σκάκι, τάβλι)/υπαίθρου/φαντασίας. ~ια κονσόλας. Τηλεοπτικό ~ γνώσεων (= τηλε~). Έχασα/κέρδισα στο ~.|| Αντιαθλητικό/τίμιο ~. Το στιλ του ~ιού. Πβ. παίξιμο. || Ερωτικό ~. 3. ΑΘΛ. αγώνας, ματς: δυνατό/εύκολο/συγκλονιστικό ~. Στημένα ~ια. Το ~ της Κυριακής. Οι καλύτερες φάσεις του ~ιού. Αποβλήθηκε/αποχώρησε τραυματισμένος από το ~. Πβ. αναμέτρηση. 4. (μτφ.) κάτι που θεωρείται εξαιρετικά εύκολο: Οι ασκήσεις τού φάνηκαν ~. 5. (μτφ.) πρόσωπο που το κάνει κάποιος ό,τι θέλει ή κάτι που δεν το παίρνει στα σοβαρά: Δεν είμαι ~ στα χέρια σου (πβ. άθυρμα, έρμαιο, μαριονέτα, όργανο, πιόνι, υποχείριο).|| Τα βλέπει όλα σαν ~! 6. (μτφ.) κόλπο, τέχνασμα: βρόμικα/επικίνδυνα/κομματικά/πολιτικά/προεκλογικά/σκοτεινά/ύποπτα ~ια. ~ια συμφερόντων. Τα ~ια της διαδοχής/της εξουσίας/της τύχης (πβ. παιχνίδισμα). ~ νεύρων (πβ. πόλεμος νεύρων). Άρχισαν το ~ της προπαγάνδας. 7. (μτφ.) παιχνίδισμα: τα ~ια του φωτός. ● Υποκ.: παιχνιδάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 4. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονικά παιχνίδια & (προφ.) ηλεκτρονικά (τα): ΤΕΧΝΟΛ. αυτά που παίζονται με τη χρήση ηλεκτρονικής συσκευής· συνεκδ. κατάστημα ή χώρος με τα συγκεκριμένα παιχνίδια. Πβ. βιντεοπαιχνίδι. [< αγγλ. computer game, 1965, electronic game, περ. 1975] , θεατρικό/δραματικό παιχνίδι: θεατρική δραστηριότητα, συχνά στο πλαίσιο της σχολικής διαδικασίας, με παιδαγωγικούς σκοπούς: δάσκαλος/εργαστήριο ~ού ~ιού. Διδάσκει ~ ~. Βλ. ψυχόδραμα., παιχνίδι ρόλων στο οποίο οι παίκτες υποδύονται 1. ρόλους στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατάστασης ή σεναρίου, κυρ. για εκπαιδευτικούς, ψυχοθεραπευτικούς ή ψυχαγωγικούς λόγους. 2. χαρακτήρες και εμπλέκονται σε φανταστικές περιπέτειες. [< αγγλ. 1: role play 2: role playing game, 1976] , σκληρό παιχνίδι 1. αθλητικός αγώνας που χαρακτηρίζεται από δυναμικό ή/και βίαιο παίξιμο. 2. (μτφ.) παρασκηνιακές, προκλητικές ή υπονομευτικές ενέργειες σε βάρος κάποιου: Σε ~ ~ εξελίσσεται η εκλογή του νέου προέδρου.|| (κατ' επέκτ.) Η μοίρα/τύχη τού έπαιξε ~ ~ (: του συνέβη κάτι πολύ δυσάρεστο)., τεχνικό παιχνίδι: που σε αυτό παίζει ρόλο κυρ. η διανοητική ικανότητα του παίκτη: Το μπιλιάρδο είναι ~ ~., τυχερά παιχνίδια & παιχνίδια τύχης: που το αποτέλεσμά τους εξαρτάται αποκλειστικά ή κυρίως από την τύχη: παιχνίδια της τράπουλας (= χαρτοπαίγνια) και άλλα ~ ~. Μηχανήματα ~ών ~ιών (= παιγνιομηχανήματα). Παράνομα τυχερά παιχνίδια. Πβ. τζόγος. Βλ. κίνο, λαχείο, λόττο, μπαρμπούτι, μπίνγκο, παπάς, προπό, πρότο, ρουλέτα, φρουτάκια. [< γαλλ. jeux de hasard] , αγώνας/παιχνίδι νοκ άουτ βλ. νοκ άουτ, ανοιχτό παιχνίδι βλ. ανοιχτός, κλειστό παιχνίδι βλ. κλειστός, κονσόλα παιχνιδιών βλ. κονσόλα, παιχνίδι κέντρου βλ. κέντρο ● ΦΡ.: βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι & μπαίνω στο παιχνίδι: προσκαλώ κάποιον ή συμμετέχω ο ίδιος σε παιχνίδι και κατ' επέκτ. δραστηριότητα ή κόλπο: Εκπομπή που βάζει ~ και τους θεατές. Η ομάδα μπήκε δυνατά ~.|| Όταν μπαίνει ~ ο ανταγωνισμός, ξεχνάμε την αλληλεγγύη. Πβ. βάζω (κάποιον)/μπαίνω/είμαι στο κόλπο, μπαίνω στον χορό., βγάζω/αφήνω (κάποιον) (έξω) από το παιχνίδι & βγαίνω/είμαι/μένω (έξω) από το παιχνίδι: αποκλείω κάποιον από παιχνίδι και κατ' επέκτ. από δραστηριότητα, κόλπο ή δεν συμμετέχω (πια) σε αυτό: Ο διαιτητής έβγαλε τον παίκτη από ~ ~ (: τον απέβαλε). Όποιος ακουμπήσει την μπάλα βγαίνει από ~ ~.|| (μτφ.) Άφησαν τις μικρές επιχειρήσεις έξω ~ ~. Βγήκε από ~ ~ των εκλογών. Δεν έχω ιδέα· είμαι/έχω μείνει έξω ~ ~., κάνω παιχνίδι (προφ.) 1. ΑΘΛ. εκδηλώνω οργανωμένη επίθεση: ~ει ~ από τα άκρα. Οι αντίπαλοι έπαιξαν πολύ καλά και δεν μας άφησαν να ~ουμε ~. 2. (μτφ.) δραστηριοποιούμαι και έχω τον έλεγχο σε κάποιον τομέα: Ο επιχειρηματικός κολοσσός που ~ει ~ στη Μέση Ανατολή. 3. (μτφ.) ερωτοτροπώ., μοιράζω το παιχνίδι: οργανώνω δραστηριότητα: (ΑΘΛ.) Παίρνει την πρώτη μπαλιά και ~ει ~.|| (μτφ.) Η κυβέρνηση επιχειρεί να μοιράσει ~., παίζει διπλό παιχνίδι (μτφ.): συνεργάζεται παρασκηνιακά και με τις δύο αντιτιθέμενες πλευρές. Πβ. παίζει σε δύο/διπλό/πολλά ταμπλό., παίζει παιχνίδια (μτφ.-προφ.): μηχανορραφεί, προβαίνει σε δόλιες πράξεις: ~ουν ~ εις βάρος μας/σε βάρος των καταναλωτών. Δεν μπορείτε να ~ετε ~ στην πλάτη της χώρας. Παίζονται περίεργα ~ πίσω από την πλάτη του., παίζω άσχημο παιχνίδι σε κάποιον (προφ.): εξαπατώ, βλάπτω: Η κλήρωση/η μοίρα/η τύχη τού έπαιξε ~ ~., παίζω το παιχνίδι του (μτφ.-προφ.): με τη στάση μου εξυπηρετώ τα συμφέροντα κάποιου: Μην παίζεις ~ ~ τους! Αρνούμαι να/δεν θα παίξω ~ ~ τους. Δεν ~ ~ κανενός. ΣΥΝ. παίζω το χαρτί του ... (2), παιχνίδι με τις λέξεις 1. προσπάθεια υπεκφυγής ή αποπροσανατολισμού με εκμετάλλευση κυρ. της πολυσημίας των λέξεων. 2. χρήση ομόηχων, πολύσημων λέξεων, αναγραμματισμών για υφολογικούς, παιδαγωγικούς ή ψυχαγωγικούς σκοπούς., το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι (μτφ.): μεθοδική και αγωνιώδης καταδίωξη μέχρι την τελική εξολόθρευση του πιο αδύναμου: ~ ~ ανάμεσα στην Αστυνομία και τους ληστές., χάνω το παιχνίδι (μτφ.-προφ.): χάνω τον έλεγχο, αποτυγχάνω: Μην αγχωθείς, γιατί το έχασες το ~. Το παιχνίδι έχει χαθεί., γυρίζω το παιχνίδι & το παιχνίδι γυρίζει βλ. γυρίζω, έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι βλ. σώζω, οι κανόνες του παιχνιδιού βλ. κανόνας, παίζω καθαρό παιχνίδι/καθαρά βλ. καθαρός, παίζω το παιχνίδι μου βλ. παίζω, παιχνίδι της μοίρας βλ. μοίρα, στο χαμηλό παιχνίδι βλ. χαμηλός, στο ψηλό παιχνίδι βλ. ψηλός, το χοντραίνω (το παιχνίδι)/το παιχνίδι χοντραίνει βλ. χοντραίνω [< μεσν. παιγνίδι, γαλλ. jeu, αγγλ. game]

πανεπιστήμιο

πανεπιστήμιο πα-νε-πι-στή-μι-ο ουσ. (ουδ.) {πανεπιστημ-ίου | -ίων} 1. (συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Π, συντομ. Παν/μιο) ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που αποτελεί χώρο μετάδοσης και παραγωγής της επιστημονικής γνώσης· (συνεκδ.) το διδακτικό-ερευνητικό προσωπικό, οι φοιτητές και οι διοικητικοί του υπάλληλοι· το κεντρικό του κτίριο ή το κτίριο κάθε σχολής του: δημόσια/ιδιωτικά/κρατικά ~α. Εθνικό και Καποδιστριακό ~ Αθηνών (ακρ. ΕΚΠΑ). Αριστοτέλειο ~ Θεσσαλονίκης (ακρ. ΑΠΘ). Οικονομικό ~ Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). Πάντειο ~ Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. ~ Πειραιώς (ακρ. ΠΑ.ΠΕΙ.). Δημοκρίτειο ~ Θράκης (ακρ. ΔΠΘ). Ιόνιο ~. ~ Αιγαίου/Δυτικής Μακεδονίας/Θεσσαλίας (ακρ. ΠΘ)/Ιωαννίνων/Κρήτης/Μακεδονίας/Πατρών/Πελοποννήσου (: περιφερειακά ~α). Αγγλόφωνα ~α (βλ. ΔΙ.ΠΑ.Ε.). Απόφοιτος/Καθηγητής (βλ. ΔΕΠ) ~ίου. Οι εκδόσεις/η ιστοσελίδα/ο Πρύτανης/η Σύγκλητος/οι υποτροφίες του ~ίου. Η αίθουσα τελετών/τα αμφιθέατρα/η βιβλιοθήκη/η γραμματεία/τα εργαστήρια του ~ίου. Πτυχίο ~ίου. Αξιολόγηση των ~ίων. Διεθνής κατάταξη ~ίων. Συνεργασία ~ίων-επιχειρήσεων. Πάω (= φοιτώ)/περνάω (= εισάγομαι) στο ~. Βγάζω το ~ (= αποφοιτώ). Σε ποιο ~ σπούδασε/έκανε μεταπτυχιακά; Κάνω αίτηση σε ξένο ~/~ του εξωτερικού. Βλ. ΙΕΚ, κολέγιο, ΑΤΕΙ, Πολυτεχνείο.|| Το ~ απεργεί. Πβ. πανεπιστημιακή κοινότητα.|| Κατάληψη του ~ίου. Βλ. Ακαδημία. 2. (μτφ.-προφ.) χώρος απόκτησης σημαντικών εμπειριών: Ο στρατός είναι μεγάλο ~. ΣΥΝ. σχολείο (2) ● ΣΥΜΠΛ.: Ανοικτό Πανεπιστήμιο: ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που παρέχει εξ αποστάσεως προπτυχιακή και μεταπτυχιακή εκπαίδευση: Το Ελληνικό ~ ~ (ακρ. ΕΑΠ) ιδρύθηκε το 1992. [< αγγλ. open university, 1966] , Ελεύθερο Πανεπιστήμιο: μορφωτικά σεμινάρια σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα, τα οποία μπορούν να παρακολουθήσουν ενδιαφερόμενοι κάθε ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου· ο συγκεκριμένος θεσμός., Λαϊκό Πανεπιστήμιο: κύκλοι διαλέξεων σε θέματα γενικού ενδιαφέροντος, που οργανώνονται κυρ. από τους Δήμους και απευθύνονται σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες με σκοπό την επιμόρφωση και επιστημονική ενημέρωσή τους· ο συγκεκριμένος θεσμός: Ανοιχτό ~ ~. Βλ. διά βίου εκπαίδευση/μάθηση, εκπαίδευση ενηλίκων. [< γαλλ. université populaire, γερμ. Volkshochschule] [< γαλλ. université, 1806, ελλ. απόδοση του Αδ. Κοραή, 1810 < λατ. universitas ‘ολότητα, σύλλογος’]

παράδοση

παράδοση πα-ρά-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των στοιχείων του πολιτισμού (γνώση, έργα, ήθη, έθιμα, αξίες, πρότυπα, ιδιαίτερος τρόπος ζωής) που μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη: η προφορική και γραπτή ~ ενός τόπου (= τοπική ~). Η αρχαία/βυζαντινή/δυτική/εθνική/ελληνική/ευρωπαϊκή/(ελλην)ορθόδοξη ~. Η γλωσσική/δημοτική/θεατρική/θρησκευτική/ιστορική/καλλιτεχνική/λαογραφική/μαγειρική/μουσική/ναυτική/πολιτιστική/χορευτική μας ~. Τέχνη και ~. Λάτρης/συνεχιστές της ~ης. Προστασία της ~ης. Χώρα με ένδοξη/λαμπρή/μακραίωνη/πλούσια ~. Είναι/μένει πιστός στην ~. Πβ. κληρονομιά, παρακαταθήκη. Η ~ είναι/παραμένει ζωντανή. || Συνεχίζει την οικογενειακή ~. 2. (κατ' επέκτ.) κάτι που έχει επαναληφθεί πολλές φορές και έχει πλέον παγιωθεί: Είναι ~ το σχολείο μας να έχει υψηλά ποσοστά επιτυχίας στις πανελλαδικές. Φεστιβάλ που έχει ~ ... ετών. Ελπίζουν ότι θα σπάσουν την ~. Το έχουν ~ (= συνήθεια) τα Χριστούγεννα να ... 3. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραδίδω· μεταβίβαση: αυθημερόν/γρήγορη/δωρεάν/ηλεκτρονική/προσωπική ~. ~ αλληλογραφίας/δώρου/εγγράφου (πβ. επίδοση)/εμπορεύματος/εξοπλισμού/εργασίας/έργου/νέας πτέρυγας νοσοκομείου (στο κοινό)/παραγγελίας/πινακίδων (κυκλοφορίας). ~ στο σπίτι (= ~ κατ’ οίκον). ~ και πληρωμή. Απόδειξη/προθεσμία ~ης. Συμβόλαιο ~ης αργού πετρελαίου. Βλ. αυτο~.|| (σε κινητό:) Αναφορά ~ης (μηνύματος).|| ~ της σημαίας (π.χ. του σχολείου στον σημαιοφόρο)/της ολυμπιακής φλόγας. ~ καθηκόντων διοικητή. ΑΝΤ. παραλαβή 4. διδασκαλία: ~ βιολογίας/φιλολογικών μαθημάτων/φυσικής/χημείας. 5. υποταγή: εξευτελιστική/ολοκληρωτική ~ άνευ όρων. Πρωτόκολλο/σύμφωνο ~ης μιας περιοχής. 6. προσαγωγή σε δικαστική ή άλλη Αρχή: ~ καταζητούμενου για εγκλήματα πολέμου.παραδόσεις (οι) 1. λαϊκές αφηγήσεις, ιστορίες που παραδίδονται προφορικά από γενιά σε γενιά: θρύλοι/μύθοι και ~. 2. ήθη και έθιμα: Ακολουθώ/(δια)τηρώ/διαφυλάσσω/κρατώ/σέβομαι τις ~. Πβ. θέσμια. 3. (σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα) μαθήματα (με τη σημασία της διδασκαλίας τους): εργαστηριακές/πανεπιστημιακές/τρίωρες/υποχρεωτικές ~. Έναρξη/παρακολούθηση των ~όσεων. Πρόγραμμα/σημειώσεις ~όσεων. Δεν έρχεται στις ~. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. το σύνολο των διασωθέντων χειρογράφων ενός έργου., έμμεση παράδοση: ΦΙΛΟΛ. τα διασωθέντα παραθέματα ενός έργου ή/και οι μεταφράσεις του σε άλλες γλώσσες., Ιερά/Ιερή Παράδοση: ΕΚΚΛΗΣ. ευρύς όρος που περιλαμβάνει τη διδασκαλία του Χριστού και των Αποστόλων, τα διατάγματα των Οικουμενικών Συνόδων, τα συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, τους Ιερούς Κανόνες και τα λειτουργικά κείμενα: Αγία Γραφή και ~ ~., λαϊκή παράδοση: της οποίας δημιουργός και φορέας μετάδοσης είναι ο λαός: ελληνική ~ ~. Η ~ ~ της περιοχής είναι πλούσια.|| Τα πρώτα κάλαντα ήταν, σύμφωνα με τη ~ ~, μελωδίες και ύμνοι των αγγέλων. Αναζητά τα θέματά του στις/εμπνεύστηκε από τις ~ές ~όσεις., λόγια παράδοση: της οποίας δημιουργοί και φορείς μετάδοσης είναι οι λόγιοι: Λέξη που προέρχεται από τη ~ ~., τελετή παράδοσης-παραλαβής & (προφ.) παράδοση-παραλαβή: επίσημη εκδήλωση κατά την οποία πραγματοποιείται αλλαγή ηγεσίας σε κάποιον φορέα: ~ ~ της διοίκησης του Νοσοκομείου/του Υπουργείου στον ..., παράδοση όπλων βλ. όπλο, πνευματική κληρονομιά βλ. πνευματικός ● ΦΡ.: από παράδοση & (λόγ.) εκ παραδόσεως: από πολύ παλιά, παραδοσιακά: Λαοί που έχουν ~ ~ φιλικές σχέσεις. Είναι εκ παραδόσεως φιλόξενοι. Πβ. από γενιά σε γενιά, (από) πάππου προς πάππου., έχω παράδοση σε κάτι: έχω φήμη σε κάτι εξαιτίας της μακρόχρονης και επιτυχημένης ενασχόλησής μου με αυτό: Χώρα που ~ει ~ στην ενόργανη γυμναστική., κατά παράδοση: σύμφωνα με ό,τι συνηθίζεται από (πολύ) παλιά: περιοχή ~ ~ αγροτική. Την ημέρα αυτή, ~ ~, μαγειρεύουν/φτιάχνουν ..., οίνοι/κρασιά με ονομασία κατά παράδοση: κατηγορία στην οποία υπάγονται επιτραπέζιοι οίνοι (π.χ. η ρετσίνα) των οποίων η παραγωγή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και η κατανάλωση υπακούουν σε παραδοσιακές μεθόδους συγκεκριμένης περιοχής ή χώρας. [< 1,3,5,6: αρχ. παράδοσις 1,2: γαλλ. tradition 4: μτγν. ~]

-ποίηση

-ποίηση {-ποίησης (λόγ.) -ποιήσεως | σπανιότ. στον πληθ. -ποιήσεις} (λόγ.): επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει ενέργεια, προώθηση συγκεκριμένης διαδικασίας ή και το αποτέλεσμά της: αγιο~/αισθητο~/απομυθο~/εντατικο~/ευαισθητο~/θεο~/μαζο~/στοχο~. Κωδικο~/οπτικο~/σελιδο~. Κεφαλαιο~/μετοχο~/ρευστο~/τιμαριθμο~. Διεθνο~/κομματικο~/παγκοσμιο~/ποινικο~/φτωχο~.

-ποιώ

-ποιώ (λόγ.) β' συνθετικό ρημάτων με τη σημασία του 1. κάνω κάτι: αξιο~ (βλ. -λογώ)/γνωστο~/ενοχο~/εντατικο~/ποινικο~.|| (με πρόθ.) Εκ~. 2. δίνω συγκεκριμένη μορφή: ψηφιο~.

προσκύνημα

προσκύνημα προ-σκύ-νη-μα ουσ. (ουδ.) {προσκυνήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ταξίδι ή επίσκεψη προσκυνητή σε ιερό τόπο ή σε μέρος που θεωρείται ιδιαίτερα προσφιλές ή σημαντικό για τον ίδιο· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο χώρος, ο ιερός ναός ή το σύμβολο που προσκυνείται: ετήσιο/μονοήμερο/οδοιπορικό ~. ~ στους Αγίους Τόπους (= ιερή αποδημία)/στο μνημείο των ηρώων/στη Μονή/στον τάφο του Αγίου ... Εκδρομή-~. Τόπος ~ατος. Πανελλήνιο ~ στην εικόνα της Παναγίας.|| Πανάγια/χριστιανικά ~ατα. Χιλιάδες πιστοί συνέρρεαν στο ~, για να προσευχηθούν. 2. εκδήλωση ευλάβειας με ασπασμό, υπόκλιση ή/και γονυκλισία μπροστά σε κάτι που είναι ή θεωρείται ιερό και γενικότ. απόδοση τιμής: ευλαβικό ~. ~ των χριστιανών. ~ της εικόνας/του Επιταφίου/του Τιμίου Ξύλου. Το ~ των μάγων.|| Δημόσιο ~ του νεκρού. ΣΥΝ. προσκύνηση 3. {συνήθ. στον εν.} (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) υποταγή, υποδούλωση σε κάποιον ή κάτι: ~ στην εξουσία/στον πλούτο. ● ΣΥΜΠΛ.: λαϊκό προσκύνημα: κοσμοσυρροή κυρ. για απόδοση τιμών: (για επιφανή νεκρό:) Η σορός του ... θα (εκ)τεθεί σε τριήμερο ~ ~. [< 2: μτγν. προσκύνημα]

πρωτότυπος

πρωτότυπος, η, ο πρω-τό-τυ-πος επίθ.: που δεν μιμείται κάποιον άλλο, που γίνεται, δημιουργείται για πρώτη φορά· ασυνήθιστος, καινοτόμος: ~ος: διαγωνισμός/πίνακας ζωγραφικής/συνδυασμός/σχεδιασμός/τίτλος. ~η: άποψη/διαμαρτυρία/έκδοση/εργασία/έρευνα/μέθοδος/συσκευή/ταινία. ~ο: δώρο/έργο/θέμα/κείμενο/παιχνίδι/πείραμα/υλικό. ~ες: δημιουργίες/ευχές/ιδέες/λύσεις/προτάσεις/συνταγές. ~α: αρχεία/δικαιολογητικά/χειρόγραφα. Βραβείου ~ου σεναρίου.|| (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης. Πβ. αβάν-γκαρντ, πρωτοποριακός. Βλ. -τυπος1. ΑΝΤ. κοινότοπος, στερεότυπος (1), συνηθισμένος (1), τετριμμένος, τυποποιημένος (2) ● Ουσ.: πρωτότυπο (το) {πρωτοτύπ-ου}: ό,τι δημιουργήθηκε πρώτο, αποτελώντας πρότυπο για όλα τα άλλα: ~ εγγράφου/συμβολαίου. Διαβάζει τους αρχαίους συγγραφείς από το ~ (πβ. πηγές, βλ. μετάφραση). Το ~ της βεβαίωσης/του εντύπου/του πιστοποιητικού/της συνθήκης/του τιμολογίου. Η επικύρωση γίνεται με την επίδειξη των ~ων. ΑΝΤ. αντίγραφο (1) ● επίρρ.: πρωτότυπα & (λόγ.) πρωτοτύπως ● ΣΥΜΠΛ.: πρωτότυπη λέξη: ΓΡΑΜΜ. αρχική, πρωτογενής, που αποτελεί τη βάση για τον σχηματισμό άλλων λέξων. Βλ. παραγωγή, σύνθεση. [< μτγν. πρωτότυπος ‘σχηματισμένος πρώτος», τὸ πρωτότυπον «αρχέτυπο’, γαλλ. original, γαλλ.-αγγλ. prototype]

πυρηνικός

πυρηνικός, ή, ό πυ-ρη-νι-κός επίθ. 1. ΦΥΣ. -ΤΕΧΝΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του ατόμου, στην ενέργεια που εκλύει, στη χρήση ή στις επιπτώσεις της: ~ός: εφιάλτης/κίνδυνος/μαγνητικός συντονισμός (βλ. μαγνητική τομογραφία)/όλεθρος/πύραυλος/τομέας/τρόμος/φυσικός. ~ή: ακτινοβολία/απειλή/ασφάλεια/βιομηχανία/δοκιμή/εγκατάσταση/έκρηξη/επίθεση/εποχή/έρευνα/ισχύς/καταστροφή/κρίση/μηχανική/στρατηγική/σύγκρουση/συνεργασία/τεχνολογία/υπεροχή/χημεία. ~ό: δόγμα/δυναμικό/δυστύχημα/εργοστάσιο/καταφύγιο/οπλοστάσιο/πρόγραμμα/σύννεφο/υλικό/υποβρύχιο/φορτίο/χτύπημα. ~ά: καύσιμα/περιστατικά/σχέδια. ~ σταθμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Πβ. ατομικός. Βλ. αντι~. 2. ΒΙΟΛ. που αναφέρεται στον πυρήνα του κυττάρου: ~ός: πόρος/σκελετός/υποδοχέας/φάκελος (: το περίβλημα του πυρήνα). ~ή: άτρακτος/διαίρεση/μεταμόσχευση/πλάκα. ~ό: αντιγόνο/DNA/περίβλημα. ~ές: πρωτεΐνες. ~ή ατυπία όγκου.|| (ΙΑΤΡ.) ~ός: ίκτερος. 3. ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την πυρηνική ιατρική: ~ός: γιατρός. ~ή: καρδιολογία/ογκολογία. ● Ουσ.: πυρηνικά (τα) (προφ.): ενν. όπλα ή εργοστάσια: διαπραγματεύσεις/συνομιλίες για τα ~. ● ΣΥΜΠΛ.: πυρηνικά όπλα: πολύ ισχυρά όπλα με μεγάλη εκρηκτική και καταστροφική δύναμη, η οποία οφείλεται στην απελευθέρωση τεράστιας ποσότητας ενέργειας μέσω πυρηνικής αντίδρασης: το κύμα κρούσης/η ραδιενέργεια/η φωτεινή ακτινοβολία των ~ών ~ων (βλ. μανιτάρι). Διασπορά ~ών ~ων. Συνθήκη μη Διάδοσης ~ών ~ων (βλ. αποπυρηνικοποίηση). Χώρα που αναπτύσσει/διαθέτει/κατασκευάζει ~ ~. Βλ. απεμπλουτισμένο ουράνιο, όπλα μαζικής καταστροφής. [< αγγλ. nuclear weapons] , πυρηνική βόμβα: βόμβα με πολύ μεγάλη ισχύ που παράγεται από τη διάσπαση ή συνήθ. τη σύντηξη ατόμων. Πβ. ατομική βόμβα, βόμβα νετρονίου, βόμβα υδρογόνου. ΣΥΝ. βρόμικη βόμβα [< αγγλ. nuclear bomb] , πυρηνική δύναμη 1. χώρα που έχει στην κατοχή της ατομικές βόμβες, πυρηνικά όπλα. 2. ΦΥΣ. ΠΥΡ. δύναμη που συγκρατεί ενωμένα τα σωματίδια του ατομικού πυρήνα., πυρηνική ενέργεια: ΦΥΣ. ΠΥΡ. που απελευθερώνεται κατά τη διάσπαση (σχάση) ή την ένωση (σύντηξη) των πυρήνων βαρέων ισοτόπων (συνήθ. ραδιοϊσότοπα U-235 και Pu-239): ειρηνική/πολεμική χρήση της ~ής ~ας. Εγκαταστάσεις/εργοστάσιο/σταθμός ~ής ~ας (βλ. πυρηνικός αντιδραστήρας). ΣΥΝ. ατομική ενέργεια (2), πυρηνική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος που κάνει χρήση ραδιενεργών υλικών για διαγνωστικούς, θεραπευτικούς ή ερευνητικούς σκοπούς: Ελληνική Εταιρεία ~ής ~ής και Βιολογίας. [< αγγλ. nuclear medicine, 1952] , πυρηνική κεφαλή: το μπροστινό μέρος του πυραύλου, του οποίου η έκρηξη προκαλείται από πυρηνική ενέργεια· κατ' επέκτ. ο ίδιος ο πύραυλος. [< αγγλ. nuclear warhead, 1954] , πυρηνική οικογένεια: ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. στοιχειώδης κοινωνική ομάδα που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους, οι οποίοι ζουν μαζί κάτω από την ίδια στέγη: παραδοσιακή ~ ~. Βλ. εκτεταμένη/διευρυμένη οικογένεια, ελεύθερη ένωση, μονογονεϊκή οικογένεια. [< αγγλ. nuclear family, 1924] , πυρηνική σύντηξη: ΦΥΣ. ΠΥΡ. τεχνητή ένωση πυρήνων ελαφρών χημικών στοιχείων που οδηγεί στον σχηματισμό βαρύτερων με ταυτόχρονη απελευθέρωση ενέργειας: ελεγχόμενη ~ ~. Αντιδράσεις/αξιοποίηση/πειράματα/πλεονεκτήματα της ~ής ~ης. ΑΝΤ. πυρηνική σχάση [< αγγλ. nuclear fusion, 1952] , πυρηνική φυσική: ΦΥΣ. ΠΥΡ. κλάδος που μελετά τη δομή και τη σύσταση του πυρήνα των ατόμων και τα φαινόμενα που σχετίζονται με αυτόν: θεωρητική/πειραματική ~ ~. Ατομική και ~ ~. [< αγγλ. nuclear physics, 1933] , πυρηνικός αντιδραστήρας & ατομικός αντιδραστήρας: ΦΥΣ. ΠΥΡ. εγκατάσταση μέσα στην οποία γίνεται ελεγχόμενη αλυσιδωτή αντίδραση σχάσης των πυρήνων ραδιενεργών υλικών για την παραγωγή θερμότητας ή ακτινοβολίας: ατύχημα/διαρροή/έκρηξη σε ~ό ~α. Βλ. πλουτώνιο. [< αγγλ. nuclear reactor, 1945] , βιολογικός/πυρηνικός/χημικός πόλεμος βλ. πόλεμος, πυρηνική αντίδραση βλ. αντίδραση, πυρηνική μεμβράνη βλ. μεμβράνη, πυρηνική ομπρέλα βλ. ομπρέλα, πυρηνική σχάση βλ. σχάση, πυρηνικός σταθμός βλ. σταθμός, πυρηνικός χειμώνας βλ. χειμώνας, ραδιενεργά/πυρηνικά απόβλητα βλ. ραδιενεργός [< γαλλ. nucléaire, αγγλ. nuclear]

σημασία

σημασία ση-μα-σί-α ουσ. (θηλ.) {σημασιών} 1. αξία, σπουδαιότητα που αποδίδεται σε κάτι (γεγονός, φαινόμενο, ενέργεια, κατάσταση, ζήτημα, συναίσθημα): διαχρονική/εθνική/επικοινωνιακή/επιστημονική/θρησκευτική/καίρια/κομβική/οικονομική/ουσιαστική/περιβαλλοντική/πολύπλευρη/πρωτεύουσα/συμβολική/συνολική ~. Αναγνωρίζω/υποτιμώ την ιστορική ~ ενός κινήματος. Αναδεικνύω/κατανοώ/υπογραμμίζω τη(ν) θεωρητική/κοινωνική/πρακτική ~ ενός θέματος/προβλήματος. Η ~ της σωστής διατροφής για τα παιδιά. Τροφή με μεγάλη βιολογική ~. Η ~ της αγάπης/της ζωής/της συμμετοχής/(προφ.) του να έχεις καλούς φίλους. Η προστασία του περιβάλλοντος έχει ζωτική/καθοριστική ~ για την ποιότητα ζωής. Ιαματικές πηγές τουριστικής ~ας. Σπουδαίας βαθμολογικής ~ας νίκη. Συμφωνία στρατηγικής ~ας. Καθοριστικής/κρίσιμης ~ας (τομείς). Ευρήματα ελάσσονος/μείζονος ~ας. Έργο που αποκτά ιδιάζουσα/κεντρική/σημαίνουσα ~. Είναι θεμελιώδους/υψίστης ~ας να ... Έχει αποδοθεί ιδιαίτερη ~ στη ... Δεν θέλω να μειώσω τη ~ της επιτυχίας του. Πβ. βαρύτητα. 2. ΓΛΩΣΣ. έννοια γλωσσικού στοιχείου, συνήθ. λέξης ή φράσης, εκτός συμφραζομένων, εννοιολογικό περιεχόμενο ενός σημείου: αλληγορική/αρχική/βασική/(συνυπο)δηλωτική/ειδική/κυριολεκτική/μεταφορική/τρέχουσα ~. ~ μορφήματος/όρου. Γραμματική/κειμενική/λεξική (πβ. σημαινόμενο)/προτασιακή ~. Οι διαφορετικές ~ες μιας λέξης (βλ. πολυσημία). Λέξεις που έχουν την ίδια ~ (βλ. συνωνυμία, ταυτοσημία). Δεν έχεις καταλάβει τη ~ των λόγων/του μηνύματός του (πβ. νόημα, περιεχόμενο). Η ~ της χειρονομίας. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρύνουσα σημασία βλ. βαρύνων, ήσσονος/δευτερεύουσας σημασίας βλ. ήσσων & ήττων ● ΦΡ.: άνευ σημασίας (λόγ.) & χωρίς σημασία: χωρίς αξία, σπουδαιότητα: Είναι ~ ~ το γεγονός. Κάποιοι προσπαθούν να παρουσιάσουν το θέμα ως ~ ~. Δεν είναι ~ ~ να ... Ήττα χωρίς ~. ΣΥΝ. επουσιώδης ΑΝΤ. ουσιώδης, δίνω σημασία (προφ.): ενδιαφέρομαι για, ασχολούμαι με κάποιον ή κάτι: Μη ~εις ~ στις κακίες/συκοφαντίες (πβ. αδιαφορώ). Κανείς δεν τους έδωσε ~., έχει σημασία & σημασία έχει: έχει αξία, είναι σημαντικό: ~ ~ να τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Εκείνο που έχει ~ είναι να ... Δεν έχει (καμιά απολύτως) ~ τι πιστεύω εγώ., με όλη τη σημασία της λέξης (εμφατ.): για να αποδοθεί θετική συνήθ. ιδιότητα στο μέγιστο βαθμό στο ουσιαστικό που προηγείται: άνθρωπος/ήρωας/ομάδα/τελικός ~ ~. Άντρας/γυναίκα ~ ~ (= με άλφα/γάμμα κεφαλαίο, πβ. εκατό τοις εκατό, με τα όλα του/της).|| Σε θαυμάζω ~ ~. [< γαλλ. dans tout le sens du mot] , τι σημασία έχει;: (ως ρητορ. ερώτηση) δεν έχει κανένα νόημα, δεν είναι σημαντικό: ~ ~ ποιος το έγραψε; ~ ~ αν ήρθε χθες ή προχθές; Άλλωστε, ~ ~;, με νόημα/σημασία βλ. νόημα [< 1: αγγλ. significance 2: μτγν. σημασία, αγγλ. meaning]

ταμπού

ταμπού τα-μπού ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. (μτφ.) ζήτημα που υπόκειται σε ηθικές, κοινωνικές δεσμεύσεις ή εσωτερικούς περιορισμούς: H συζήτηση γύρω από το σεξ θεωρείται ~.|| (ως παραθετικό σύνθ.) Θέμα/θεσμός-~ (: που δεν τολμά να θίξει κανείς). 2. (κατ' επέκτ.) παρωχημένη αντίληψη και στερεότυπο: ιδεολογικά/φυλετικά ~ (πβ. προκαταλήψεις). Γκρεμίζω/ξεπερνώ/σπάω τα ~ της εποχής. Άνθρωποι απαλλαγμένοι από ~ (βλ. σύμπλεγμα). Δεν έχει ~ (βλ. αναστολές). 3. ΑΝΘΡΩΠ. (σε διάφορες φυλές ιθαγενών) απαγόρευση επαφής με πρόσωπο ή αντικείμενο που πιστεύεται ότι είναι ιερό ή μιασμένο. Βλ. δεισιδαιμονία, τοτέμ. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού: λέξη ή φράση, κυρ. σεξουαλικού ή υβριστικού περιεχομένου, της οποίας η χρήση αποφεύγεται ή απαγορεύεται από τις κοινωνικές συμβάσεις. [< αγγλ. taboo-word, 1933] [< γαλλ. tabou]

τελεία

τελεία τε-λεί-α ουσ. (θηλ.) 1. σημείο στίξης (.) που συνήθ. δηλώνει το τέλος περιόδου λόγου ή αποτελεί σύμβολο σε ειδικές γλώσσες· γενικότ. κουκκίδα: (ΓΡΑΜΜ.) χρήση της ~ας στα ακρωνύμια/στις συντομογραφίες. ΣΥΝ. στιγμή. Βλ. αποσιωπητικά, εισαγωγικά, ερωτηματικό, θαυμαστικό, κόμμα, παρένθεση.|| (ΔΙΑΔΙΚΤ., σε ηλεκτρονικές διευθύνσεις:) ... ~ com. Πβ. ντοτ κομ.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικές ~ες (: μικροσκοπικοί σβόλοι ημιαγωγών).|| (μτφ.) Το νησί μου, μια ~ στον χάρτη. 2. ΜΟΥΣ. σύμβολο της βυζαντινής παρασημαντικής, που χρησιμοποιείται στην απαγγελία του Ευαγγελίου και του Αποστόλου και γράφεται με κόκκινο μελάνι. ● Υποκ.: τελίτσα (η) 1. στη σημ. 1. 2. {στον πληθ.} είδος παιχνιδιού σε έντυπο (όπως περιοδικό με σταυρόλεξα) με αριθμημένες τελείες που ενώνονται για να σχηματίσουν μια εικόνα. ● ΣΥΜΠΛ.: άνω (και) κάτω τελεία & διπλή τελεία & άνω και κάτω στιγμή: ΓΡΑΜΜ. σημείο στίξης (:) που δηλώνει είτε ότι ακολουθεί αυτούσιο απόσπασμα άλλου κειμένου είτε ότι τα επόμενα επεξηγούν τα προηγούμενα., άνω τελεία: σημείο στίξης (·) που δηλώνει παύση μεγαλύτερης διάρκειας από το κόμμα και μικρότερης από την τελεία. Βλ. ημιπερίοδος1., τρεις τελείες: αποσιωπητικά (...). ● ΦΡ.: βάζω μια (άνω) τελεία (μτφ.-προφ.): διακόπτω προσωρινά: Έχουν βάλει ~ ~ στην υπόθεση., βάζω τελεία (μτφ.-προφ.): δίνω οριστικό τέλος σε ένα θέμα: Βάλε ~ και προχώρα παρακάτω., μέχρι τελείας: πιστά, επακριβώς: εφαρμογή της νομοθεσίας ~ ~. ΣΥΝ. μέχρι κεραίας, τελεία και παύλα (μτφ.-εμφατ.-προφ.): για δήλωση οριστικού τέλους, οριστικής απόφασης χωρίς περιθώρια υπαναχώρησης: Δεν θα πας πουθενά, ~ ~! ΣΥΝ. τέρμα και τελείωσε/τελείωσε/πάει (και) τέλειωσε, τελίτσες τελίτσες (προφ.): αποσιωπητικά· λέγεται ή γράφεται για να μην αναφερθεί κάτι απρεπές. [< μτγν. τελεία (στιγμή), γαλλ. point, αγγλ. dot]

τελευταίος

τελευταίος, α, ο [τελευταῖος] τε-λευ-ταί-ος επίθ. 1. που βρίσκεται τοπικά ή χρονικά στο τέλος μιας ακολουθίας: ~ος: γύρος/σταθμός (της περιοδείας). Η ~α συλλαβή της λέξης. Μένω στον ~ο όροφο. Ανοίξτε το βιβλίο στην ~α σελίδα. Κάθεται στο ~ο θρανίο.|| ~ος: αγώνας (πβ. τελικός)/απόγονος (της οικογένειας). ~α: πρόβα (= πρόβα τζενεράλε)/προειδοποίηση (= ύστατη). ~ο: μάθημα. ~α μέρα για δηλώσεις συμμετοχής (: λήξη προθεσμίας). Η ~α Κυριακή του χρόνου. Το δεύτερο και ~ο μέρος της παράστασης. Έφτασε/ήρθε/ξεκίνησε ~. Έγινε και ένας ~ έλεγχος. Έλα να χορέψουμε έναν ~ο χορό. Πηγαίνει στην ~α τάξη του Λυκείου. Κάνε μια ~α προσπάθεια. Οι τοίχοι χρειάζονται ένα ~ο χέρι (: ακόμη ένα πέρασμα με μπογιά).|| Το ~ο φως της μέρας (: πριν βραδιάσει).|| (πριν τον θάνατο) Η ~α της επιθυμία/τα ~α του λόγια ήταν ... Είχε πνευματική διαύγεια μέχρι τις ~ες της ώρες. Τα ~α του χρόνια τα έζησε μόνος. Βλ. προ~. ΑΝΤ. πρώτος (1) 2. πιο πρόσφατος, πιο κοντινός, πλησιέστερος χρονικά: οι ~ες ανακαλύψεις/ειδήσεις/εξελίξεις/πληροφορίες/προσθήκες. Τα ~α γεγονότα/εικοσιτετράωρα/νέα. Φωτοτυπία του ~ου λογαριασμού. Αύξηση της εγκληματικότητας τον ~ο χρόνο/τις ~ες δεκαετίες. Ημερομηνία ~ας δημοσίευσης/ενημέρωσης. Υπερηχογράφος ~ας (βλ. τρίτης) γενιάς/τεχνολογίας (: ο πιο εξελιγμένος τεχνολογικά· πβ. σύγχρονος). Η καλύτερη επίδοση των ~ων ετών. Πολλές αλλαγές έχουν γίνει το ~ο διάστημα/τον ~ο καιρό. Η ~α του ταινία ήταν απογοητευτική. Η ~α φορά που τον είδα ήταν ... Το ~ο τεύχος του περιοδικού. 3. ο μόνος που έχει απομείνει: Του έδωσα τα ~α μου χρήματα. (εμφατ.) ~α: ευκαιρία/προσφορά (: η χαμηλότερη και πιο συμφέρουσα). Είσαι η ~α μας ελπίδα. Μάζεψε τις ~ες του δυνάμεις και ξεκίνησε. Πβ. μοναδικός. 4. ο κατώτερος, ο λιγότερο σημαντικός, ο πιο ταπεινός: Ήταν ο ~ (= χειρότερος) μαθητής της τάξης. Εμπόρευμα ~ας (= χαμηλής) ποιότητας. ~οι σε απόδοση (ΑΝΤ. τοπ). Ακόμα και ο ~ πολίτης δικαιούται να έχει άποψη. ● Ουσ.: τελευταίος (ο) 1. αυτός που βρίσκεται, έγινε ή αναφέρθηκε στο τέλος: ο ~ από τους ομιλητές.|| (προφ.) Και κάτι ~ο, μη μ' ενοχλήσεις ξανά. 2. (κατ' επέκτ.) ο χειρότερος: (εμφατ.) Δεν μπορεί να μας λέει τι θα κάνουμε ο ~ των ~ων. ● επίρρ.: τελευταία & (λόγ.) -ως: πρόσφατα, τον τελευταίο καιρό: Έχω πάρει πολλά κιλά ~. (προφ.) Δεν μας τα λες καθόλου καλά (τώρα) ~. ● ΣΥΜΠΛ.: διάταξη τελευταίας βούλησης βλ. διάταξη, ο τελευταίος των Μοϊκανών βλ. Μοϊκανός, τελευταία κατοικία βλ. κατοικία, τελευταίος ασπασμός βλ. ασπασμός, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι, το τελευταίο αντίο βλ. αντίο, το ύστατο χαίρε βλ. ύστατος ● ΦΡ.: δεν είναι/είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που ... & ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είναι/είσαι που ... (προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι συνηθισμένο, συμβαίνει σε πολλούς: ~ ~ έμπλεξε σε μια τέτοια ιστορία/εξαπατήθηκε., είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που ... (προφ.-εμφατ.): δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επαναλάβω κάτι: ~ ~ ασχολούμαι μαζί σου., είναι στα τελευταία του (προφ.): πεθαίνει. Πβ. αργοσβήνω, πνέει τα λοίσθια., η τελευταία λέξη (μτφ.-προφ.): ό,τι πιο μοντέρνο, πιο σύγχρονο: Ντύνεται πάντα με την ~ ~ της μόδας. Το νέο μοντέλο είναι ~ ~ στην τεχνολογία των υπολογιστών., ο τελευταίος που ... (προφ.): για κάποιον που είναι σχεδόν απίθανο να κάνει κάτι ή για κάτι που έχει μικρές πιθανότητες να συμβεί: Είναι ~ ~ θα υποψιαζόμουν.|| Είναι το ~ο πράγμα που θα σκεφτόμουν., τελευταίος και τυχερός (προφ.): για κάποιον που έχει την τελευταία θέση σε μια σειρά και τυχαίνει να είναι και ευνοημένος., τελευταίος, αλλά όχι έσχατος/λιγότερο σημαντικός/ασήμαντος: για κάποιον ή κάτι που αναφέρεται στο τέλος, αλλά έχει την ίδια σπουδαιότητα με ό,τι προηγείται: ~ ~ ομιλητής. ~α ~η παρατήρηση. ~ο ~ο θέμα. [< αγγλ. last but not least] , από τον πρώτο ως τον τελευταίο βλ. πρώτος, άφησε την τελευταία του πνοή βλ. αφήνω, γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος βλ. γελώ, για τελευταία φορά βλ. φορά, δεύτε τελευταίον ασπασμόν βλ. ασπασμός, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, η τελευταία πράξη του δράματος βλ. πράξη, η τελευταία τρύπα του ζουρνά βλ. ζουρνάς1, μέχρι και την τελευταία δεκάρα βλ. δεκάρα, μέχρι την τελευταία ρανίδα του αίματος βλ. αίμα, νέας/τελευταίας κοπής βλ. κοπή, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ο τελευταίος τροχός της αμάξης βλ. άμαξα, οι τελευταίες στιγμές βλ. στιγμή, παίζει το τελευταίο του χαρτί βλ. χαρτί, σε τελική/σε τελευταία ανάλυση βλ. ανάλυση, τελευταίος (/δεύτερος/τρίτος) και καταϊδρωμένος βλ. καταϊδρωμένος, την τελευταία στιγμή βλ. στιγμή, την τελευταία/ύστατη ώρα βλ. ώρα, της τελευταίας στιγμής βλ. στιγμή, το τελευταίο καρφί στο φέρετρο βλ. φέρετρο, το τελευταίο οχυρό/κάστρο βλ. οχυρό, τώρα τελευταία βλ. τώρα [< αρχ. τελευταῖος, γαλλ. dernier]

τρίχα

τρίχα τρί-χα ουσ. (θηλ.) 1. νηματοειδής σχηματισμός από κερατίνη που αποτελείται από ρίζα, η οποία βρίσκεται στο τριχοθυλάκιο, και από ελεύθερο στέλεχος: γερή/ίσια ~. Άγριες/άσπρες/γκρίζες/μακριές/μαλακές ~ες. Σκληρές ~ες (πβ. γουρουνότριχες). ~ες της κεφαλής/της μασχάλης/του προσώπου. Τα λέπια της ~ας. Αύξηση/πτώση (= τριχόπτωση)/πυκνότητα/χρώμα των ~ών. Η ~ ταλαιπωρείται, σπάει και γίνεται θαμπή. Κερί που αφαιρεί τις ~ες από τη ρίζα (βλ. αποτρίχωση).|| (απειλητ.) Θα σου βγάλω το μαλλί ~-~.|| ~ες της γάτας/του σκύλου.|| (συνεκδ., το σύνολο των ~ών:) Έχει λεπτή/χοντρή ~. Πβ. μαλλιά, τρίχωμα. Βλ. βολβός, θηλή, θύλακας, χνούδι, χόριο. 2. καθετί που μοιάζει με τρίχα: πλαστικές ~ες. Βούρτσες με φυσική ~. Πινέλο με συνθετική ~. Οδοντόβουρτσα με μαλακές ~ες.|| (ΒΟΤ.) ~ες στα φύλλα φυτών. 3. ελατήριο του μηχανισμού ρολογιών. ● Υποκ.: τριχίτσα (η), τριχούλα (η) ● ΦΡ.: δεν άγγιξα/δεν πείραξα ούτε τρίχα (προφ.): δεν προκάλεσα κανένα απολύτως κακό: Δεν άγγιξαν/πείραξαν ούτε ~ από τους αμάχους., κρέμεται από μια τρίχα (προφ.): διατρέχει μεγάλο κίνδυνο, βρίσκεται σε κατάσταση αβεβαιότητας: Η ειρήνη/η ζωή του ~ ~. ΣΥΝ. κρέμεται από/σε μια (λεπτή) κλωστή, μου σηκώθηκε η τρίχα (κάγκελο) & μου σηκώθηκαν οι τρίχες (της κεφαλής) (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος ανατριχιάζει, τρομάζει, εκπλήσσεται δυσάρεστα ή εξοργίζεται: ~ ~ από το κρύο. Ήρθε ο λογαριασμός και ~ ~. Και μόνο που το θυμάμαι μου σηκώνεται ~. ΣΥΝ. μου σηκώθηκε η πέτσα/το πετσί, στην τρίχα/πένα (προφ.): άψογα, κομψά: βαμμένη και χτενισμένη ~ ~. Είναι/ντύνεται πάντα ~ ~. Έχει το σπίτι ~ ~., τρίχες κατσαρές & τρίχες (προφ.-επιτατ.): ανοησίες, βλακείες, σαχλαμάρες: Τσακώθηκαν για ~ ~. Λες τρίχες! Πβ. μπαρούφα, μπούρδα, χαζομάρα.|| (ειρων.) Ποια τεχνολογία και ~ ~! Πβ. και πράσιν(α) άλογα, κουραφέξαλα., κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, παρά λίγο/παρ' ολίγο(ν)/παρά τρίχα βλ. λίγο [< μεσν. τρίχα]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.