άμπωτη [ἄμπωτη] ά-μπω-τη ουσ. (θηλ.) & (λόγ.) άμπωτις 1. ΩΚΕΑΝ. κάθοδος της στάθμης της θάλασσας κατά τη δεύτερη φάση της παλίρροιας, υποχώρηση των νερών. Πβ. φυρονεριά. ΑΝΤ. πλημμυρίδα (1), φουσκονεριά 2. (μτφ.) ναδίρ: η ~ και πλημμυρίδα (= το ζενίθ) της επανάστασης. [< 1: αρχ. ἄμπωτις]
αυλάκωση [αὐλάκωση] αυ-λά-κω-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΓΕΩΛ. σχηματισμός αυλακιών στην επιφάνεια της γης και ειδικότ. γραμμωτή διαμόρφωση εδάφους με σχισμές λόγω διάβρωσης, ρηγμάτων. 2. {συνήθ. στον πληθ.} ράβδωση, χαραγματιά, αυλακιά: ~ώσεις δίσκων/ελαστικών/κιόνων.|| ~ώσεις του προσώπου (βλ. ρυτίδες). 3. ΒΙΟΛ. σειρά διαδοχικών μιτωτικών διαιρέσεων του γονιμοποιημένου ωαρίου (ζυγωτού) σε μικρότερα κύτταρα. Βλ. οντογένεση. ΣΥΝ. κατάτμηση (2) [< 1,2: γαλλ. cannelure 3: αγγλ. cleavage]
βάραθρο βά-ρα-θρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άθρου} (λόγ.) 1. απότομο, βαθύ ρήγμα του εδάφους· γκρεμός, χαράδρα: εξερεύνηση ~ου. ~α και σπήλαια.|| (μτφ.) Το ~ των ανισοτήτων (= μεγάλο χάσμα). Βλ. -θρο. 2. (μτφ.) ολοκληρωτική καταστροφή ή το έσχατο σημείο μιας κατάστασης που χαρακτηρίζεται από ηθική κατάπτωση, διαφθορά: Οδηγείται στο ~ (= στην κατάρρευση, στον όλεθρο). Τους έριξαν/πέταξαν στο ~ (πβ. στον Καιάδα). Βλ. βάθρο.|| Γκρεμίστηκε/έπεσε/καταποντίστηκε/(κατρα)κύλησε/χάθηκε στο ~ (= στον βούρκο). [< αρχ. βάραθρον]
βύθισμα βύ-θι-σμα ουσ. (ουδ.) {βυθίσμ-ατα} 1. & βυθισμός βύθιση σε υγρό: ~ στο νερό.|| (μτφ.) ~βύθισμα του ήλιου στη θάλασσα. Πβ. καταβύθιση. 2. ΝΑΥΤ. το τμήμα σκάφους που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: μέγιστο/πρυμναίο/πρωραίο ~. Ιστιοφόρο με μικρό ~. Βλ. εκτόπισμα, ίσαλος (γραμμή). 3. ΓΕΩΛ. μέρος του φλοιού της Γης που βρίσκεται χαμηλότερα από τις περιοχές που το περιβάλλουν: τεκτονικό ~. Ιζηματογένεση στα ~ατα. Βλ. τάφρος. 4. ΤΕΧΝΟΛ. βύθιση αυτοκινήτου: ~ βαλβίδων. [< 1: μτγν. βυθισμός 2: γαλλ. tirant (d'eau) 3: αγγλ. depression]
γκρεμός γκρε-μός ουσ. (αρσ.) 1. βαθύ και απότομο, σχεδόν κατακόρυφο, ρήγμα του εδάφους: απόκρημνος ~. Ο δρόμος καταλήγει σε ~ό. Το αυτοκίνητο έπεσε στον ~ό. Πβ. άβυσσος, βάραθρο, χαράδρα, χάσμα. ΣΥΝ. κρημνός (2) 2. (μτφ.) καταστροφή: Βαδίζει/οδεύει προς τον ~ό. ● ΦΡ.: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα (προφ.): για δύσκολη και αδιέξοδη επιλογή., στο χείλος του γκρεμού/της αβύσσου/της καταστροφής (μτφ.): σε οριακό σημείο, ένα βήμα πριν από τον όλεθρο: Βρίσκεται/έφτασε/στέκεται ~ ~. Άπειρα λάθη τους έφεραν ~ ~. [< γερμ. am Rande des Abgrund(e)s] [< μεσν. γκρεμνός]
-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.
-γραφος, η, ο: λεξικό επίθημα με αναφορά σε ορισμένο τρόπο γραφής: ιδιό~/ολό~.|| (ουσιαστικοπ.) Χειρό-γραφο.
-μέτρηση: το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.
-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.
νηκτόν νη-κτόν ουσ. (ουδ.) & νηκτό (περιληπτ.): ΖΩΟΛ. το σύνολο των ζωικών οργανισμών που κολυμπούν, χωρίς να επηρεάζονται ή να παρασύρονται από τα υδάτινα ρεύματα. Βλ. βένθος, πλαγκτόν. [< αρχ. νηκτόν 'η ικανότητα κολύμβησης', γερμ. Nekton, αγγλ.-γαλλ. necton]
-σκόπηση (λόγ.) επίθημα κυρ. αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. έρευνα, μελέτη: δημο~ (πβ. -μέτρηση).|| Ανα~/επι~. 2. ΙΑΤΡ. εξέταση σε όργανο ή περιοχή του σώματος: αγγειο~/αρθρο~/βρογχο~/γαστρο~/κολονο~/κολπο~/κυστεο~/λαπαρο~/μεσοθωρακο~/οισοφαγο~/ουρηθρο~/οφθαλμο~/πρωκτο~/υστερο~. Πβ. -σκοπία. 3. ΤΕΧΝΟΛ. εγγραφή εικόνας ή/και ήχου με ειδικό τρόπο ή μέσο: βιντεο~/μαγνητο~.
-σκοπώ (λόγ.) επίθημα ρημάτων με τη σημασία του 1. εξετάζω: ανα~/επι~.|| (μτφ.) Βολιδο~. 2. καταγράφω εικόνα ή/και ήχο με συγκεκριμένο τρόπο ή μέσο: βιντεο~ (πβ. -γραφώ)/μαγνητο~. 3. (αρνητ. συνυποδ.) επιδιώκω, αποβλέπω: καιρο~/κερδο~.
τσουνάμι τσου-νά-μι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΩΚΕΑΝ. σειρά τεράστιων, συνήθ. καταστροφικών, επιφανειακών θαλάσσιων κυμάτων, που προκαλείται κυρ. από υποθαλάσσιο σεισμό ή έκρηξη ηφαιστείου: φονικό ~. Κίνδυνος/προειδοποίηση για ~ στις ακτές της ... Βλ. παλιρροϊκό κύμα.|| Ηλιακό ~ (: νέφος σωματιδίων που προκαλείται έπειτα από ισχυρή μαγνητική έκρηξη στον ήλιο). 2. (μτφ.) οτιδήποτε εκδηλώνεται μαζικά και με ένταση: απεργιακό/φορολογικό ~. ~ διαμαρτυρίας/κινητοποιήσεων. [< αγγλ. tsunami, γαλλ. ~, 1915]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ