μπράτιμος μπρά-τι-μος ουσ. (αρσ.) (λαϊκό-παρωχ.) 1. στενός συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης που βοηθούσε στον παραδοσιακό γάμο. 2. επιστήθιος φίλος, αδελφοποιτός. Πβ. βλάμης. [< βουλγ. bratim(ya)]
πέστροφα πέ-στρο-φα ουσ. (θηλ.): ΙΧΘΥΟΛ. εδώδιμο ψάρι κυρ. του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Salmo trutta) με λεπτό σώμα και αιχμηρά δόντια: ~ ιχθυοτροφείου. Βλ. σολομός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Καπνιστή/ψητή ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ιριδίζουσα πέστροφα: είδος πέστροφας (επιστ. ονομασ. Oncorhynchus mykiss) που έχει χαρακτηριστική κοκκινωπή ιριδίζουσα γραμμή κατά μήκος και των δύο πλευρών της. [< μεσν. πέστροφα < βουλγ. pŭstŭrva]
σολομός σο-λο-μός ουσ. (αρσ.) , (εσφαλμ.) σολωμός: ΙΧΘΥΟΛ. μεγάλο ανάδρομο ψάρι (επιστ. ονομασ. Salmo salar), το οποίο έχει χαρακτηριστικές μαύρες βούλες και αλιεύεται ή εκτρέφεται για το εκλεκτό και εύγευστο κρέας του: αβγά ~ού. Βλ. πέστροφα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ καπνιστός/μαριναρισμένος/φιλέτο. Άγριος ~ στη σχάρα/στο γκριλ. Χαβιάρι ~ού (= μπρικ). [< μεσν. *σολομός < λατ. salmo]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.