γερο- & γερό-1: α' συνθετικό λέξεων που αναφέρεται σε ηλικιωμένο άτομο ή στα χαρακτηριστικά του, συνήθ. αρνητικά: γερό-λυκος.|| (μειωτ.) Γερο-μπαμπαλής/~μπισμπίκης/~ξεκούτης/~παράξενος.|| (πριν από κύρια ονόματα με ενωτικό:) γερο-Δήμος/~-Νικόλας. Βλ. προτακτικός. ● βλ. γεροντο-, γηρο- & γηρ- [< μεσν. γερο-]
γιγα- & γκιγκα- (σύμβ. G): ΦΥΣ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που αντιπροσωπεύει το πολλαπλάσιο κατά ένα δισεκατομμύριο: ~βόλτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Βλ. κιλο-, μεγα-. [< διεθν. giga- ]
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
ιγκουάνα [ἰγκουάνα] ι-γκου-ά-να ουσ. (ουδ. + θηλ.) {άκλ.}: ΖΩΟΛ. ερπετό (επιστ. ονομασ. Iguana iguana) της τροπικής Αμερικής, που ανήκει στην οικογένεια των σαυροειδών, έχει σώμα καλυμμένο από κερατίνη και σειρά αγκαθωτών εξογκωμάτων κατά μήκος της ράχης: πράσινο ~. [< γαλλ. iguane]
-ίσκος {σπανιότ. θηλ. -ίσκη} (λόγ.): υποκοριστικό επίθημα ουσιαστικών: κολπ-ίσκος/πυργ~. (ΑΡΧΑΙΟΛ.) Αμφορ-ίσκος/κρατηρ~.|| (μειωτ.) Aρχηγ-ίσκος/παραγοντ~.|| (συνήθ. ειρων.) (Η) παιδ-ίσκη (βλ. -ούλα). Πβ. -άκι.|| (με απώλεια της υποκ. σημ.:) Aστερ-ίσκος.
κιλο-: ΜΕΤΡΟΛ. α' συνθετικό μονάδων μέτρησης που δηλώνει το πολλαπλάσιο κατά χίλια: ~βάτ/~μπάιτ/~χέρτζ. Πβ. χιλιο-. Βλ. μεγα-, μιλι-.
κυμαίνεται κυ-μαί-νε-ται ρ. (αμτβ.) {κυμάν-θηκε, -θεί, κυμαιν-όμενος}: (για μέγεθος) αυξομειώνεται μεταξύ ορισμένων ορίων: Οι τιμές ~ονται ανάμεσα σε ... και ... ευρώ. Ο ρυθμός ανάπτυξης ~θηκε (κοντά) στο ... %. Η θερμοκρασία θα ~θεί σε υψηλά/χαμηλά (για την εποχή) επίπεδα. Πού θα ~θούν φέτος οι βάσεις (ενν. εισαγωγής στα ΑΕΙ); ~όμενο: βάθος/ύψος. Αριθμός μελών ~όμενος από ... μέχρι ... άτομα.|| (ΟΙΚΟΝ.) Τίτλοι σταθερής ή ~όμενης απόδοσης. Οικονομία με ~όμενη ισοτιμία.|| (σπανιότ. στο α', β' πρόσ., προφ.) ~ομαι από 70 έως 75 κιλά. ΣΥΝ. διακυμαίνεται ● ΣΥΜΠΛ.: κυμαινόμενο επιτόκιο : ΟΙΚΟΝ. που αυξομειώνεται ανάλογα με την διακύμανση του εκάστοτε βασικού επιτοκίου: καταναλωτικό/στεγαστικό δάνειο με ~ ~. ΑΝΤ. σταθερό επιτόκιο [< αγγλ. floating (interest) rate] [< αρχ. κυμαίνω 'έχω κύματα', γαλλ. fluctuer, αγγλ. fluctuate]
λιβερμόριο λι-βερ-μό-ρι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Lv, Ζ 116). Βλ. φλερόβιο. [< διεθν. livermorium, 2012 < αμερικ. πόλη Livermore]
μονο- & μονό- & μον- α' συνθετικό λέξεων με τη σημασία του 1. ενός: μονο-εδρικός/~ετής/~θέσιος. Μονό-γλωσσος. Μονό-στηλο.|| Μονο-κοτυλήδονα (βλ. δι-). Μον-οξ(ε)ίδιο. 2. (μτφ.) αποκλειστικού, μοναδικού: μονο-πωλιακός.|| (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) Μονο-διάστατος/~μερής. Μονό-πλευρος. ΑΝΤ. πολυ-.
ονυχομυκητίαση [ὀνυχομυκητίαση] ο-νυ-χο-μυ-κη-τί-α-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. μυκητίαση των νυχιών. Βλ. δερματόφυτα, παρωνυχία. [< γαλλ. onychomycose, αγγλ. onychomycosis]
προεξοφλητικός, ή, ό προ-ε-ξο-φλη-τι-κός επίθ.: που εξοφλείται εκ των προτέρων· κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: προεξοφλητικό επιτόκιο: ΟΙΚΟΝ. τόκος με τον οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει διάφορες χρηματοδοτήσεις, συνήθ. σε εμπορικές τραπέζες-μέλη της. [< αγγλ. discount rate]
φλερόβιο φλε-ρό-βι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Fl, Ζ 114). Βλ. λιβερμόριο. [< διεθν. flerovium, 2012 < ρωσ. ανθρ. G. N. Flërov]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ