αναρρωτικός, ή, ό [ἀναρρωτικός] α-ναρ-ρω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανάρρωση: ~ό: στάδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: αναρρωτική άδεια & (προφ.) αναρρωτική: που παρέχεται σε υπάλληλο ή στρατευμένο για λόγους ασθενείας: ~ ~ με αποδοχές. Λείπει με ~. Πήρε ~ ~. Βλ. ρεπό. [< γαλλ. congé de maladie]
απαγόρευση [ἀπαγόρευση] α-πα-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): αφαίρεση, στέρηση από κάποιον του δικαιώματος, της άδειας ή της δυνατότητας να κάνει κάτι, συνήθ. εκ μέρους επίσημης Αρχής, με τη μορφή νόμου ή κανονισμού: γενική/μερική/μόνιμη/πλήρης/προληπτική/ρητή/υποχρεωτική ~. ~ απόπλου (πβ. απαγορευτικό)/άσκησης επαγγέλματος/εισόδου/εξόδου/κυκλοφορίας (: οχημάτων ή πολιτών π.χ. σε καιρό πολέμου)/επικίνδυνων ουσιών/πτήσεων/στάσης-στάθμευσης. Άρση/επιβολή/παραβίαση/τήρηση ~ης. Μέτρα ~ης. Η αρχή της ~ης των διακρίσεων. ~εύσεις στο εμπόριο/στα τρόφιμα. Λογοκρισία/περιορισμοί και ~εύσεις. Θέσπιση ~εύσεων. Εφαρμόζεται η ~ του καπνίσματος (= καπνο~) στους δημόσιους χώρους. Αντιστέκομαι/αντιτίθεμαι/εναντιώνομαι/υπακούω στις ~εύσεις. Συμμορφώνομαι με τις ~εύσεις. Πβ. αποκλεισμός, παρακώλυση, παρεμπόδιση. Βλ. άδεια. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική απαγόρευση: ΝΟΜ. στέρηση ικανότητας δικαιοπραξίας από άτομο που αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του, επειδή πάσχει από μόνιμη πνευματική ή σωματική αναπηρία: Έχει τεθεί/τελεί/υποβάλλεται σε (νόμιμη) ~ ~., απαγόρευση αποδημίας βλ. αποδημία ● ΦΡ.: σε απαγόρευση & (λόγ.) υπό απαγόρευση: σε καθεστώς επίσημης στέρησης δικαιώματος: Αγαθά/ουσίες/προϊόντα που υπόκεινται ~ ~. [< μτγν. ἀπαγόρευσις, γαλλ. prohibition]
απουσία [ἀπουσία] α-που-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο δεν βρίσκεται σε ορισμένο μέρος ή χώρο, όπου ήταν πιθανόν, αναμενόταν ή έπρεπε να παρίσταται: αδικαιολόγητη/αναγκαστική/αυθαίρετη/μακροχρόνια/συνειδητή ~. ~ μισθωτού από την εργασία/τα καθήκοντά του. Πολύμηνη ~ υπαλλήλου λόγω ασθένειας. ~ αθλητή λόγω τιμωρίας/τραυματισμού. ~ από τη συνεδρίαση (ΣΥΝ. αποχή, ΑΝΤ. συμμετοχή). ~ αγαπημένου προσώπου. Επιστροφή ύστερα από μακρά/πολύχρονη ~. Ήταν αισθητή η ~ σου, μας έλειψες πολύ. (λόγ.) Εξέταση μαρτύρων εν τη ~ της Πολιτικής Αγωγής.|| (για μαθητές) Καταχώρηση των ~ών. Τήρηση του βιβλίου ~ών. Ωριαία ~ (βλ. αποβολή). Αριθμός/δελτίο ~ών (βλ. απουσιολόγιο). Μου έβαλαν/πήρα ~. Έμεινε στην ίδια τάξη από ~ες. Βλ. κοπάνα.|| Η ομάδα θα αγωνιστεί με πέντε ~ες (: απόντες).|| Εκδήλωση μνήμης για τα δέκα χρόνια ~ας (: από τον θάνατο) του ποιητή. ΑΝΤ. παρουσία (1) 2. έλλειψη, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια στοιχείου, πράγματος: ~ άγχους/κανόνων/κριτηρίων/μνήμης (= αμνησία)/νοήματος/πληροφόρησης/πόνου/υποδομών. ~ αποτελεσματικού συντονισμού/εναλλακτικών λύσεων. ~ βαθύτερου προβληματισμού/γόνιμου διαλόγου. ~ κοινής λογικής/κριτικής σκέψης. ~ επαρκών μέτρων υγιεινής. ~ αντιπυρικών ζωνών σε δάσος. ΑΝΤ. ύπαρξη (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια απουσίας: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δικαίωμα απουσίας από τη δουλειά: ειδική/κανονική ~ ~. ~ ~ με/χωρίς αποδοχές. ~ ~ για ασθένεια παιδιών/συμμετοχή σε συνέδριο. [< αγγλ. leave of absence] ● ΦΡ.: έλαμψε διά της απουσίας του (λόγ.) & έλαμψε με την απουσία του (ειρων.): αισθητή απουσία επίσημου συνήθ. προσώπου από εκδήλωση, συγκέντρωση: Από το δείπνο ~αν ~ τους οι τοπικοί βουλευτές. [< γαλλ. briller par son absence] , παίρνω απουσίες (οικ.): (στο απουσιολόγιο) σημειώνω τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν. [< αρχ. ἀπουσία, γαλλ. absence]
γονικός, ή, ό γο-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τους γονείς: ~ός: έλεγχος (π.χ. για την πρόσβαση των παιδιών στο διαδίκτυο). ~ή: ευθύνη/φροντίδα. ~ό: επίδομα. ~ές: υποχρεώσεις. Απαραίτητη/επιθυμητή η ~ή συναίνεση (: χαρακτηρισμός καταλληλότητας τηλεοπτικών προγραμμάτων) Βλ. μητρ-, πατρ-ικός, πατρο~, προ~. ΣΥΝ. γονεϊκός 2. ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκεται σε υψηλότερη ιεραρχικά βαθμίδα σε σχέση με κάτι άλλο, το οποίο και περικλείει: ~ός: κατάλογος/φάκελος. ~ή: διεργασία. ΣΥΝ. πατρικός (4) ● ΣΥΜΠΛ.: γονική άδεια: ΝΟΜ. που χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο γονιό με ανήλικο τέκνο, για την εκπλήρωση γονεϊκών ευθυνών: ~ ~ ανατροφής., γονική παροχή: ΝΟΜ. μεταβίβαση με συμβολαιογραφική πράξη περιουσιακού στοιχείου από τον γονέα προς το παιδί, χωρίς την απαίτηση ανταλλάγματος: Έκανε το σπίτι του ~ ~ (στον γιο του)., γονική μέριμνα βλ. μέριμνα [< αρχ. γονικός 2: αγγλ. parent]
-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.
μηχανογραφικός, ή, ό μη-χα-νο-γρα-φι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη μηχανογράφηση: ~ός: έλεγχος/εξοπλισμός. ~ή: διαχείριση/επεξεργασία/εφαρμογή/κάλυψη/οργάνωση/τήρηση βιβλίων/υποδομή/υποστήριξη. ● Ουσ.: μηχανογραφικό (το): το δελτίο που συμπληρώνουν οι υποψήφιοι φοιτητές/σπουδαστές για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλώνοντας με σειρά προτίμησης τις σχολές στις οποίες επιθυμούν να εισαχθούν. ● επίρρ.: μηχανογραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανογραφική άδεια: που δικαιούται δημόσιος υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας· αντιστοιχεί σε μία ημέρα ανά δίμηνο: ~ ~ με πλήρεις αποδοχές. [< γαλλ. mécanographique]
σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ