Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • -άτικος , η, ο: επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν ότι κάποιος ή κάτι ανήκει ή ταιριάζει στη σχετική χρονική περίοδο: αποκρι~.|| (σε επιρρ. χρήση, έκφρ. δυσαρέσκειας:) Κυριακ-άτικα. Βλ. -ιάτικος.
  • άδεια [ἄδεια] ά-δει-α ουσ. (θηλ.) {άδειας (λόγ.) -είας | -ειών} 1. δικαίωμα που παραχωρείται σε κάποιον για δράση, συγκατάθεση· ειδικότ. πράξη χορήγησης αυτού του δικαιώματος από αρμόδια Αρχή και συνεκδ. το επίσημο έγγραφο που το πιστοποιεί: Έχω/ζητώ/παίρνω/χρειάζομαι ~ από .../για να ... Αρνήθηκαν να του δώσουν/παραχωρήσουν ~ προκειμένου να ... Παρακολούθηση πολιτών χωρίς ~ (= παράνομα).|| Έγγραφη/ειδική/μόνιμη/προσωρινή/τεχνική/τηλεοπτική/υποχρεωτική ~. ~ αορίστου χρόνου/(εξ)ασκήσεως επαγγέλματος (ΣΥΝ. επαγγελματική)/γάμου/εισόδου/εργασίας/καταλληλότητας/κατοχής (λ.χ. αρχαίων αντικειμένων)/κυνηγιού (= κυνηγετική)/μικροπωλητή/οικοδομής (= οικοδομική)/οπλοφορίας/προσγείωσης (αεροσκάφους)/ταξί/χρήσης (π.χ. πεζοδρομίου). Αίτηση/ακύρωση/ανανέωση/απόκτηση/έγκριση/έκδοση/εκχώρηση/θεώρηση/κάτοχος/μεταβίβαση/παραχώρηση/χορήγηση (της) ~ας. Ανανεώνω/αποκτώ/αφαιρώ/βγάζω/εκδίδω/εξασφαλίζω/παραχωρώ ~. Ανακαλείται/έληξε/παρατείνεται η ~ παραμονής. Η ~ ισχύει για δύο μήνες. Λειτουργεί χωρίς ~. Άνευ/κατόπιν ~είας. Βλ. απαγόρευση.|| Ελέγχω την ~ κυκλοφορίας και οδήγησης (πβ. δίπλωμα). 2. το νόμιμο δικαίωμα απουσίας από την εργασία, την υπηρεσία και συνεκδ. το αντίστοιχο χρονικό διάστημα: ειδική/ετήσια/καλοκαιρινή/κανονική/προβλεπόμενη/προσωπική/προφορική ~. ~ με/χωρίς αποδοχές κ. (λόγ.) ~ άνευ/μετ' αποδοχών. ~ ανατροφής/διαρκείας/εξετάσεων/θηλασμού/κύησης/για μετεκπαίδευση/μητρότητας (: τοκετού και λοχείας)/για οικογενειακούς λόγους/ενός έτους/Χριστουγέννων. Επίδομα ~είας. Απουσιάζει με ~. Βρίσκεται/είναι/λείπει/τελεί σε ~ (= είναι αδειούχος). Ετοιμάζεται να φύγει για ~. Εξαντλώ την ~ά μου. Πήρε ~ μια εβδομάδα (βλ. διακοπές).|| (ΣΤΡΑΤ.) Αγροτική/κανονική/σαρανταοκτάωρη/τιμητική/φοιτητική ~. ~ διανυκτέρευσης/εξόδου.|| Τελείωσε η ~ά μου. ● Υποκ.: αδειούλα (η): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπαιδευτική άδεια & άδεια υπηρεσιακής εκπαίδευσης: που χορηγείται για εκπαιδευτικούς λόγους: ~ ~ για διδακτορικό/έρευνα/μεταπτυχιακές σπουδές. ~ές ~ες σε δασκάλους/καθηγητές/πανεπιστημιακούς., ποιητική αδεία & ποιητική άδεια {επιρρ. χρήση}: ελευθερία έκφρασης βασιζόμενη στο δικαίωμα του ποιητή να παραβιάζει γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες, κυρ. χάριν του μέτρου ή της ομοιοκαταληξίας· συχνότ. κατ' επέκτ. για οποιαδήποτε παρέκκλιση από τη γλωσσική νόρμα ή την πραγματικότητα: Τα ζώα στο έργο μιλούν ~ ~. [< γαλλ. licence poétique] , άδεια απουσίας βλ. απουσία, αναρρωτική άδεια βλ. αναρρωτικός, γονική άδεια βλ. γονικός, μηχανογραφική άδεια βλ. μηχανογραφικός ● ΦΡ.: έχω άδεια: μου αναγνωρίζεται δικαίωμα αδείας ή βρίσκομαι σε άδεια: Είμαι καινούργιος στη δουλειά και δεν ~ ~.|| Δεν βρίσκεται στο γραφείο, ~ει ~., με την άδειά σας: (ως ευγενική διατύπωση ή συχνά ειρων.) εφόσον μου το επιτρέπετε: Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα, ~ ~, να κάνω κάποιες παρατηρήσεις. Πβ. συγκατάθεση, συναίνεση., παίρνω άδεια από τη σημαία βλ. σημαία [< αρχ. ἄδεια, γαλλ. permission, permis, licence]

αναρρωτικός

αναρρωτικός, ή, ό [ἀναρρωτικός] α-ναρ-ρω-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την ανάρρωση: ~ό: στάδιο. ● ΣΥΜΠΛ.: αναρρωτική άδεια & (προφ.) αναρρωτική: που παρέχεται σε υπάλληλο ή στρατευμένο για λόγους ασθενείας: ~ ~ με αποδοχές. Λείπει με ~. Πήρε ~ ~. Βλ. ρεπό. [< γαλλ. congé de maladie]

απαγόρευση

απαγόρευση [ἀπαγόρευση] α-πα-γό-ρευ-ση ουσ. (θηλ.): αφαίρεση, στέρηση από κάποιον του δικαιώματος, της άδειας ή της δυνατότητας να κάνει κάτι, συνήθ. εκ μέρους επίσημης Αρχής, με τη μορφή νόμου ή κανονισμού: γενική/μερική/μόνιμη/πλήρης/προληπτική/ρητή/υποχρεωτική ~. ~ απόπλου (πβ. απαγορευτικό)/άσκησης επαγγέλματος/εισόδου/εξόδου/κυκλοφορίας (: οχημάτων ή πολιτών π.χ. σε καιρό πολέμου)/επικίνδυνων ουσιών/πτήσεων/στάσης-στάθμευσης. Άρση/επιβολή/παραβίαση/τήρηση ~ης. Μέτρα ~ης. Η αρχή της ~ης των διακρίσεων. ~εύσεις στο εμπόριο/στα τρόφιμα. Λογοκρισία/περιορισμοί και ~εύσεις. Θέσπιση ~εύσεων. Εφαρμόζεται η ~ του καπνίσματος (= καπνο~) στους δημόσιους χώρους. Αντιστέκομαι/αντιτίθεμαι/εναντιώνομαι/υπακούω στις ~εύσεις. Συμμορφώνομαι με τις ~εύσεις. Πβ. αποκλεισμός, παρακώλυση, παρεμπόδιση. Βλ. άδεια. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαστική απαγόρευση: ΝΟΜ. στέρηση ικανότητας δικαιοπραξίας από άτομο που αδυνατεί να φροντίζει τον εαυτό του ή την περιουσία του, επειδή πάσχει από μόνιμη πνευματική ή σωματική αναπηρία: Έχει τεθεί/τελεί/υποβάλλεται σε (νόμιμη) ~ ~., απαγόρευση αποδημίας βλ. αποδημία ● ΦΡ.: σε απαγόρευση & (λόγ.) υπό απαγόρευση: σε καθεστώς επίσημης στέρησης δικαιώματος: Αγαθά/ουσίες/προϊόντα που υπόκεινται ~ ~. [< μτγν. ἀπαγόρευσις, γαλλ. prohibition]

απουσία

απουσία [ἀπουσία] α-που-σί-α ουσ. (θηλ.) 1. κατάσταση κατά την οποία ένα πρόσωπο δεν βρίσκεται σε ορισμένο μέρος ή χώρο, όπου ήταν πιθανόν, αναμενόταν ή έπρεπε να παρίσταται: αδικαιολόγητη/αναγκαστική/αυθαίρετη/μακροχρόνια/συνειδητή ~. ~ μισθωτού από την εργασία/τα καθήκοντά του. Πολύμηνη ~ υπαλλήλου λόγω ασθένειας. ~ αθλητή λόγω τιμωρίας/τραυματισμού. ~ από τη συνεδρίαση (ΣΥΝ. αποχή, ΑΝΤ. συμμετοχή). ~ αγαπημένου προσώπου. Επιστροφή ύστερα από μακρά/πολύχρονη ~. Ήταν αισθητή η ~ σου, μας έλειψες πολύ. (λόγ.) Εξέταση μαρτύρων εν τη ~ της Πολιτικής Αγωγής.|| (για μαθητές) Καταχώρηση των ~ών. Τήρηση του βιβλίου ~ών. Ωριαία ~ (βλ. αποβολή). Αριθμός/δελτίο ~ών (βλ. απουσιολόγιο). Μου έβαλαν/πήρα ~. Έμεινε στην ίδια τάξη από ~ες. Βλ. κοπάνα.|| Η ομάδα θα αγωνιστεί με πέντε ~ες (: απόντες).|| Εκδήλωση μνήμης για τα δέκα χρόνια ~ας (: από τον θάνατο) του ποιητή. ΑΝΤ. παρουσία (1) 2. έλλειψη, ανυπαρξία ή ανεπάρκεια στοιχείου, πράγματος: ~ άγχους/κανόνων/κριτηρίων/μνήμης (= αμνησία)/νοήματος/πληροφόρησης/πόνου/υποδομών. ~ αποτελεσματικού συντονισμού/εναλλακτικών λύσεων. ~ βαθύτερου προβληματισμού/γόνιμου διαλόγου. ~ κοινής λογικής/κριτικής σκέψης. ~ επαρκών μέτρων υγιεινής. ~ αντιπυρικών ζωνών σε δάσος. ΑΝΤ. ύπαρξη (1) ● ΣΥΜΠΛ.: άδεια απουσίας: ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. δικαίωμα απουσίας από τη δουλειά: ειδική/κανονική ~ ~. ~ ~ με/χωρίς αποδοχές. ~ ~ για ασθένεια παιδιών/συμμετοχή σε συνέδριο. [< αγγλ. leave of absence] ● ΦΡ.: έλαμψε διά της απουσίας του (λόγ.) & έλαμψε με την απουσία του (ειρων.): αισθητή απουσία επίσημου συνήθ. προσώπου από εκδήλωση, συγκέντρωση: Από το δείπνο ~αν ~ τους οι τοπικοί βουλευτές. [< γαλλ. briller par son absence] , παίρνω απουσίες (οικ.): (στο απουσιολόγιο) σημειώνω τα ονόματα των μαθητών που απουσιάζουν. [< αρχ. ἀπουσία, γαλλ. absence]

γονικός

γονικός, ή, ό γο-νι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τους γονείς: ~ός: έλεγχος (π.χ. για την πρόσβαση των παιδιών στο διαδίκτυο). ~ή: ευθύνη/φροντίδα. ~ό: επίδομα. ~ές: υποχρεώσεις. Απαραίτητη/επιθυμητή η ~ή συναίνεση (: χαρακτηρισμός καταλληλότητας τηλεοπτικών προγραμμάτων) Βλ. μητρ-, πατρ-ικός, πατρο~, προ~. ΣΥΝ. γονεϊκός 2. ΠΛΗΡΟΦ. που βρίσκεται σε υψηλότερη ιεραρχικά βαθμίδα σε σχέση με κάτι άλλο, το οποίο και περικλείει: ~ός: κατάλογος/φάκελος. ~ή: διεργασία. ΣΥΝ. πατρικός (4) ● ΣΥΜΠΛ.: γονική άδεια: ΝΟΜ. που χορηγείται σε κάθε εργαζόμενο γονιό με ανήλικο τέκνο, για την εκπλήρωση γονεϊκών ευθυνών: ~ ~ ανατροφής., γονική παροχή: ΝΟΜ. μεταβίβαση με συμβολαιογραφική πράξη περιουσιακού στοιχείου από τον γονέα προς το παιδί, χωρίς την απαίτηση ανταλλάγματος: Έκανε το σπίτι του ~ ~ (στον γιο του)., γονική μέριμνα βλ. μέριμνα [< αρχ. γονικός 2: αγγλ. parent]

-ιάτικος

-ιάτικος, η, ο (προφ.): επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει χρόνο ή χαρακτηριστικό που ανήκει ή ταιριάζει σε ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: αυγουστ~/βραδ~/πρωιν~. Πβ. -ιανός, -ινός.|| Γαμπρ~/νυφ~ (πβ. -ικός). Βλ. -άτικος.

μηχανογραφικός

μηχανογραφικός, ή, ό μη-χα-νο-γρα-φι-κός επίθ.: που αναφέρεται στη μηχανογράφηση: ~ός: έλεγχος/εξοπλισμός. ~ή: διαχείριση/επεξεργασία/εφαρμογή/κάλυψη/οργάνωση/τήρηση βιβλίων/υποδομή/υποστήριξη. ● Ουσ.: μηχανογραφικό (το): το δελτίο που συμπληρώνουν οι υποψήφιοι φοιτητές/σπουδαστές για την εισαγωγή τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δηλώνοντας με σειρά προτίμησης τις σχολές στις οποίες επιθυμούν να εισαχθούν. ● επίρρ.: μηχανογραφικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: μηχανογραφική άδεια: που δικαιούται δημόσιος υπάλληλος ο οποίος χειρίζεται ηλεκτρονικό υπολογιστή και απασχολείται μπροστά σε οθόνη οπτικής καταγραφής για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των πέντε ωρών του ημερήσιου ωραρίου εργασίας· αντιστοιχεί σε μία ημέρα ανά δίμηνο: ~ ~ με πλήρεις αποδοχές. [< γαλλ. mécanographique]

σημαία

σημαία ση-μαί-α ουσ. (θηλ.) {σημαιών} 1. κομμάτι από ύφασμα ή πλαστικό, που ποικίλλει σε μέγεθος, σχήμα (συνήθ. ορθογώνιο ή τετράγωνο) και χρώματα, συχνά είναι διακοσμημένο με έμβλημα, προσαρμόζεται σε κοντάρι και χρησιμοποιείται ως σύμβολο: η ελληνική (= γαλανόλευκη)/ευρωπαϊκή/αμερικανική (= αστερόεσσα) ~. Επίσημη ~ κράτους/χώρας. Πειρατική/πολεμική ~. Εθνικές ~ες. Η ~ του δήμου/του κόμματος/της ομάδας/της πόλης/του συλλόγου/του σωματείου. Η ~ της αεροπορίας/της επανάστασης/του ναυτικού/του στρατού ξηράς. Ο ιστός της ~ας. Αλλαγή/ανάρτηση/βεβήλωση/έπαρση/ύψωση ~ας. Η ~ ανεμίζει. Ανεβάζω/κατεβάζω/κρατώ/κρεμώ/τιμώ τη ~. ~ αναρτημένη σε ... Πλοίο με ~ ... Οι ~ες των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πβ. λάβαρο, παντιέρα.|| (συνεκδ.) Αγωνίστηκαν/θυσιάστηκαν για τη ~ (: το έθνος, την πατρίδα). 2. παρόμοιο αντικείμενο που έχει ορισμένο συμβολισμό ή χρησιμοποιείται για συγκεκριμένο σκοπό: ειδική/κίτρινη (: διεθνές σήμα της καραντίνας)/οικολογική/πράσινη ~. Διακοσμητικές/διαφημιστικές ~ες.|| (στο ποδόσφαιρο) Η ~ (συνήθ. το σημαιάκι) του επόπτη/κόρνερ.|| (στον μηχανοκίνητο αθλητισμό) Η ~ του αφέτη. Κόκκινη ~ (για διακοπή του αγώνα). Πτώση της καρό ~ας (: τερματισμού). Βλ. φόρμουλα. || (ΛΑΟΓΡ.) ~ του γάμου (= φλάμπουρο). 3. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έμβλημα, σύμβολο: ιδεολογική ~. Παίκτης-~ της ομάδας του (: ηγετική μορφή). Με ~ την ανανέωση/ποιότητα (πβ. σύνθημα). Έγινε η ~ του κινήματος ενάντια στην ... 4. {κυρ. στον εν.} εξάρτημα του ταξίμετρου με την ένδειξη "ελεύθερο", που, όταν είναι ανεβασμένο, δηλώνει ότι το ταξί είναι διαθέσιμο: (στην εκκίνηση της διαδρομής) πτώση της ~ας. ● Υποκ.: σημαιάκι (το), σημαιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: γαλάζια σημαία: διεθνές περιβαλλοντικό σήμα ποιότητας που απονέμεται ως τιμητική διάκριση σε οργανωμένη παραλία ή μαρίνα, με κριτήρια την καθαριότητα θάλασσας και ακτής, την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ασφάλεια λουομένων και επισκεπτών και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. [< αγγλ. blue flag, 1987] , λευκή σημαία 1. σημαία και γενικότ. πανί άσπρου χρώματος που δηλώνει παράδοση, ανακωχή, συνθηκολόγηση: ~ ~ για διακοπή των εχθροπραξιών. Σήκωσαν/ύψωσαν ~ ~. 2. (κατ' επέκτ.) για κάθε κίνηση συμφιλιωτικού, διαπραγματευτικού χαρακτήρα., σημαία ευκαιρίας & (σπάν.) ευκολίας (συντομ. ΣΕ) 1. ΕΜΠΟΡ. νηολόγηση εμπορικού πλοίου με ξένη σημαία, που του παρέχει λιγότερο περιοριστικούς κανονισμούς (στη φορολογία, τη νομοθεσία). 2. (μτφ.) για ανεκπλήρωτες υποσχέσεις ή δικαιολογίες: προεκλογικές ~ες ~. [< αγγλ. flag of convenience] , ολυμπιακή σημαία βλ. ολυμπιακός, υποστολή (της) σημαίας βλ. υποστολή ● ΦΡ.: η σημαία κυματίζει μεσίστια: ως ένδειξη πένθους για τον θάνατο επιφανούς προσωπικότητας ή γενικότ. για εθνικό πένθος., κάνω σημαία μου (κάτι): το υποστηρίζω με πάθος: ~ ~ τον εθελοντισμό/τα δημοκρατικά ιδεώδη., κάτω από τη/υπό (τη) σημαία 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που είναι υπό την εξουσία, εποπτεία, καθοδήγηση, προστασία κράτους, φορέα, ιδεολογίας: Δήμαρχος/περιφερειάρχης που εξελέγη ~ ~ ενός κόμματος. ~ ~ του αντιπολεμικού κινήματος. 2. (μόνο με το υπό) για πλεούμενο που φέρει τη σημαία μιας χώρας: πλοία υπό ~ κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. sous les drapeaux] , κρατώ ψηλά τη σημαία (μτφ.) : εξακολουθώ να αγωνίζομαι για κάτι ανυποχώρητα: Μαχητές που κράτησαν ~ ~ της ελευθερίας. Η εταιρεία κρατάει ~ ~ της ποιότητας., παίρνω άδεια από τη σημαία (μτφ.-ειρων.): για εργαζόμενο ή φαντάρο που απουσιάζει χωρίς επίσημη άδεια., υψώνω τη σημαία 1. την ανεβάζω στον ιστό. 2. (μτφ.) διακηρύσσω: ~σε ~ του εκσυγχρονισμού/της ενότητας., με σημαίες και (με) ταμπούρλα βλ. ταμπούρλο, σηκώνω τη σημαία βλ. σηκώνω, υποστέλλω τη σημαία βλ. υποστέλλω [< μτγν. σημαία, γαλλ. drapeau, αγγλ. flag]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  info@academyofathens.gr

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.