απολεσθείς, είσα, έν [ἀπολεσθείς] α-πο-λε-σθείς επίθ. (επίσ.): χαμένος: ~είσα: ταυτότητα. ~είσες: αποσκευές/ώρες μαθημάτων. ~έντα: έγγραφα. Αναπλήρωση ~έντος εισοδήματος. Εύρεση ~έντων και κλαπέντων αντικειμένων.|| (ως ουσ.) Οι ~έντες του ναυαγίου. ● Ουσ.: απολεσθέντα (τα): τμήμα συνήθ. σε αεροδρόμιο για αντικείμενα που έχουν χαθεί ή δεν έχουν φτάσει στον προορισμό τους: Αναζήτηση αποσκευών στα ~. Γραφείο ~έντων. ● βλ. απολλύω [< αρχ. ἀπόλλυμι]
απορώ [ἀπορῶ] α-πο-ρώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {απορείς ... | απόρ-ησα, απορ-ώντας, -ημένος}: δεν μπορώ να κατανοήσω, να εξηγήσω κάτι, δεν είμαι βέβαιος· μένω έκπληκτος: ~ μαζί του/με σένα/με τον εαυτό μου. ~εί γιατί δεν τον ειδοποίησαν. ~ πού το έχει το μυαλό του. ~ούν αν θα είναι όλα έτοιμα στην ώρα τους. Πβ. αναρωτιέμαι, διερωτώμαι.|| ~ησε, μόλις τον είδε. ~ησαν με τις γνώσεις του. Πβ. εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι, παραξενεύομαι. ● ΦΡ.: απορώ και εξίσταμαι (λόγ.-εμφατ.): δοκιμάζω ισχυρή έκπληξη, αδυνατώ να κατανοήσω κάτι: ~ ~ με αυτά που λέτε/με τη νοοτροπία σας., απορώ και θαυμάζω (εμφατ.): για να δηλωθεί μεγάλη απορία ή κατάπληξη: ~εί και ~ει την επινοητικότητα πολλών αρχαίων λαών., είναι να απορεί κανείς: είναι άξιο απορίας: ~ ~ για την αντοχή του. ~ ~ που δεν τα κατάφερε.|| Είναι να απορείς με την επιμονή του. [< αρχ. ἀπορῶ]
αστυνομοκρατείται [ἀστυνομοκρατεῖται] α-στυ-νο-μο-κρα-τεί-ται ρ. (αμτβ.) {εύχρ. σε ενεστ. κ. παρατ.} (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): ελέγχεται ή φρουρείται από ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις: Το αεροδρόμιο/η περιοχή/η χώρα ~. Βλ. -κρατείται, στρατοκρατείται. ● Μτχ.: αστυνομοκρατούμενος , η, ο: ~ο: καθεστώς/κράτος.|| (μτφ.) ~η: κοινωνία. Βλ. -κρατούμενος.
-κρατούμενος, η, ο: η μετοχή κρατούμενος ως β' συνθετικό: μηχανο~/οχλο~/στρατο~/τεχνο~.|| (μτφ.) Ανδρο~/γυναικο~ χώρος. Bλ. -κρατείται/-κρατούνται.
μωραίνω μω-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) (λόγ.): αποβλακώνω ή φέρομαι ως ανόητος: ~ει ο έρωτας (= τυφλώνει).|| Άρχισε να γερνά και να ~εται. Πβ. ξεκουτιαίνω, ξεμωραίνομαι. ΑΝΤ. βάζω μυαλό/νιονιό (1) ● ΦΡ.: μωραίνει Κύριος ον βούλεται απολέσαι (λόγ.): σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει εντελώς παράλογες ή ανόητες πράξεις. [< αρχ. μωραίνω ‘είμαι ανόητος ή τρελός’]
φάσκω φά-σκω ρ. (αμτβ.) (λόγ.): στη ● ΦΡ.: φάσκει και αντιφάσκει: για κάποιον που υποστηρίζει κάτι και μετά το αναιρεί, που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από ανακολουθία και ασυνέπεια. [< αρχ. φάσκω ‘λέω’]
φθορίζει φθο-ρί-ζει ρ. (αμτβ.) {μόνο στον ενεστ., λόγ. μτχ. φθορίζ-ων, -ουσα, -ον}: εκδηλώνει το φαινόμενο του φθορισμού: Ορυκτά που ~ουν (βλ. φθορίτης). Βλ. φωσφορίζει. [< γαλλ. fluorescer]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ