-άδα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. (αφηρ.) κατάσταση ή ιδιότητα: βραχν~/γρηγορ~/ζωηρ~/κρυ~/νοστιμ~/σβελτ~.|| Κιτριν~/κοκκιν~/πρασιν~. 2. (περιληπτ.) συγκεκριμένο αριθμό, σύνολο: μον~/πεντ~/εξ~/επτ~/δεκ~/εικοσ~/εκατοντ~/χιλι~. Πβ. -αριά.|| Εβδομ~. Ομ~. 3. χυμό, κυρ. φρούτων, ή φαγητό: βυσσιν~/λεμον~/μανταριν~/πορτοκαλ~/σουμ~. Μακαρον~/ρεβιθ~/φασολ~. 4. το μέσο, τον τρόπο ή την περίσταση: βαρκ~/ποδηλατ~/στρωματσ~.|| Λιακ~/ρομαντζ~/φεγγαρ~. 5. επέκταση ή διαφοροποίηση σημασίας, συνήθ. σε διαφορετικό υφολογικό επίπεδο: ζαλ~/πουλ~/σχισμ~.
αίτιο [αἴτιο] αί-τι-ο ουσ. (ουδ.) {αιτί-ου | -ων} (λόγ.) 1. {συνήθ. στον πληθ.} αιτία: ειδικά/πραγματικά ~α. Σχέση ~ου-αιτιατού. ~α και αφορμές. Τα ~α του δυστυχήματος/του εγκλήματος/της ήττας/της καταστροφής/του ναυαγίου/της παρακμής/του πληθωρισμού/του πολέμου/της πτώχευσης/της πυρκαγιάς/της τραγωδίας. Αναζητώ/αναλύω/βρίσκω/διαπιστώνω/διερευνώ/εντοπίζω/εξετάζω/μελετώ τα ~α. Αλυσίδα ~ων και αποτελεσμάτων. Τα ~α και οι επιπτώσεις/συνέπειες ενός φαινομένου. Τα ~α που γεννούν τη βία. Πβ. αιτιολογία, λόγος. 2. ΦΙΛΟΣ. η αιτία των όντων: πρωταρχικό ~. ΣΥΝ. αρχή (6) ● ΣΥΜΠΛ.: αναγκαστικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. προσδιορισμός που δηλώνει την αιτία της ενέργειας του ρήματος: π.χ. Έκλαιγε από τη χαρά και τη συγκίνησή της., κινούν αίτιο(ν) (λόγ.): αιτία, κίνητρο, δύναμη που ωθεί σε μια εξέλιξη: το ~ ~ των ανθρώπων/των εξελίξεων/της ιστορίας.|| (ΘΕΟΛ.) Η ενοποιός αρχή του κόσμου, το ~ ~ (= ο Θεός)., ποιητικό αίτιο: ΓΡΑΜΜ. εμπρόθετος προσδιορισμός που εκφέρεται με την πρόθεση "από" και αιτιατική και δηλώνει από ποιο πρόσωπο ή πράγμα παθαίνει κάτι το υποκείμενο: π.χ. Η διαδήλωση οργανώθηκε από τα συνδικάτα. [< αρχ. αἴτιον]
άμεσος, η, ο [ἄμεσος] ά-με-σος επίθ. {αμεσότ-ερος, -ατος} 1. που γίνεται χωρίς μεσολάβηση άλλου ή που συνδέεται απευθείας με κάποιον ή κάτι χρονικά ή χωρικά: ~ος: κληρονόμος/προϊστάμενος. ~η: αναφορά/(ΝΟΜ.) αντιπροσώπευση/απήχηση/εκλογή/εμπειρία/επαφή (με το δέρμα)/επέμβαση (π.χ. της Αστυνομίας, του εισαγγελέα)/επίδραση/επικοινωνία/μετάδοση (= απευθείας)/πρόσβαση/συμμετοχή. ~οι: ενδιαφερόμενοι (= άμεσα). Ήμουν παρών στο συμβάν και έχω ~η (= προσωπική) αντίληψη. Έχει ~η σχέση με τον χώρο/το ζήτημα. ΑΝΤ. έμμεσος (1) 2. που συμβαίνει ή πρέπει να γίνει πολύ γρήγορα, χωρίς καθυστέρηση: ~ος: έλεγχος/ψεκασμός. ~η: ανακούφιση (από τον πόνο)/αναχώρηση (πλοίου, πτήσης)/απάντηση/αποζημίωση (πληγέντων, παραγωγών)/βοήθεια/εκκένωση (κτιρίου)/εφαρμογή (νόμου, προγράμματος, σχεδίου)/προστασία (καλλιέργειας). ~o: αποτέλεσμα. ~ες: επιπτώσεις/επιχορηγήσεις. Ζητείται η ~η κινητοποίηση των Αρχών. ~ και σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. ~η χειρουργική επέμβαση/εισαγωγή στο νοσοκομείο (ΣΥΝ. επείγουσα). 3. που αφορά το παρόν ή κοντινό μέλλον: ~οι: σκοποί/στόχοι. ~ες: επιδιώξεις/προθέσεις. ~α: σχέδια (ΣΥΝ. προσεχή. ΑΝΤ. απώτερα). ● επίρρ.: άμεσα 1. με άμεσο τρόπο, απευθείας, χωρίς μεσολάβηση ή παρεμβολή (τρίτου): Νοσήματα που σχετίζονται ~ με το κάπνισμα. ~ ασφαλισμένος (: σε αντιδιαστολή με τον έμμεσα ασφαλισμένο, που έχει λ.χ. ασφάλεια από τους γονείς του).|| Θέματα που μας αφορούν/ενδιαφέρουν ~. ΑΝΤ. έμμεσα 2. (καταχρ.) αμέσως, χωρίς καθυστέρηση, αργοπορία, χρονοτριβή: Νομοσχέδιο που προωθείται ~ από την κυβέρνηση. Απόφαση που βγήκε/λύση που δόθηκε ~. (για διαμέρισμα/κατάστημα που ενοικιάζεται ή πωλείται) ~ διαθέσιμο. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεση γνώση: ΦΙΛΟΣ. που αποκτάται, προέρχεται αποκλειστικά από τις αισθήσεις., άμεση δράση 1. (με κεφαλ. τα Α, Δ) & (λόγ.) Άμεσος Δράση: αστυνομική υπηρεσία που αντιμετωπίζει χωρίς καθυστέρηση έκτακτα περιστατικά: Καλώ/τηλεφωνώ/φωνάζω την ~ ~ (= το εκατό). 2. που αποβλέπει στην ταχύτατη επίτευξη ενός στόχου με χρήση των πιο αποτελεσματικών κατά περίπτωση μέσων: Πρέπει να αναλάβουμε ~ ~, να κηρύξουμε απεργία., άμεση δημοκρατία βλ. δημοκρατία, άμεση εκλογή βλ. εκλογή, άμεση παράδοση βλ. παράδοση, άμεση/απευθείας πώληση βλ. πώληση, άμεσο αντικείμενο βλ. αντικείμενο, άμεσο μάρκετινγκ/άμεση διαφήμιση βλ. μάρκετινγκ, έκτακτης/άμεσης/πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη ● ΦΡ.: στο άμεσο μέλλον: στο (πολύ) κοντινό μέλλον, προσεχώς, σύντομα: Δεν προβλέπονται σημαντικές αλλαγές/εξελίξεις ~ ~. ΣΥΝ. στο εγγύς μέλλον ΑΝΤ. στο απώτερο μέλλον, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη [< αρχ. ἄμεσος, γαλλ. immédiat, γαλλ.-αγγλ. direct]
απώτερος, η, ο [ἀπώτερος] α-πώ-τε-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που απέχει αρκετά χρονικά ή τοπικά: ~η: ημερομηνία/ιστορία. ~ες: επιπλοκές/επιπτώσεις. Στα ~α σχέδιά μου είναι να ... (: σε κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον). Αναδρομή στο πρόσφατο και ~ο παρελθόν. Βραχύχρονες και ~ες παρενέργειες φαρμάκου. Οι ~οι πρόγονοι/συγγενείς. ΑΝΤ. άμεσος, κοντινός.|| Φωτογραφίες από το ~ο Διάστημα. Πβ. μακρινός. ΑΝΤ. εγγύτερος 2. (μτφ.) βαθύτερος, ουσιαστικός: Περιβαλλοντικά προγράμματα με ~η επιδίωξη/πρόθεση την ευαισθητοποίηση των πολιτών.|| (συχνά με αρνητ. συνυποδ.) Οι ~ες (: ανομολόγητες) βλέψεις/φιλοδοξίες κάποιου. Τα ~α αίτια/κίνητρα (ενός πολέμου, ΑΝΤ. φαινομενικά). ● ΦΡ.: με απώτερο σκοπό/στόχο: που δεν δηλώνεται άμεσα ή με ειλικρίνεια: Σύναψη συνθήκης ~ ~ την ειρήνη μεταξύ των λαών.|| (αρνητ. συνυποδ.) Ύπουλες ενέργειες ~ ~ την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων., στο απώτερο μέλλον: στο πολύ μακρινό μέλλον: Θα συνεργαστούν ~ ~. Έργο που μετατίθεται ~ ~. ΑΝΤ. στο άμεσο μέλλον, στο εγγύς μέλλον [< μεσν. απώτερος]
βάρος βά-ρος ουσ. (ουδ.) {βάρ-ους | -η, -ών} 1. ΦΥΣ. βαρυτική δύναμη με την οποία ένα σώμα έλκεται από τη Γη· κυρ. κατ' επέκτ. το μέτρο αυτής της δύναμης, το πόσο ζυγίζει ένα σώμα σύμφωνα με αναγνωρισμένη μονάδα μέτρησης: το ~ της ατμόσφαιρας (= πίεση). Σώμα μικρού (= ελαφρύ)/μεγάλου (= βαρύ) ~ους. Συνολικό ~ ενός αντικειμένου σε γραμμάρια/κιλά. Το ~ μιας αποσκευής. Μονάδα ~ους. Υπολογισμός του ~ους κατά προσέγγιση. Φορτηγά με μέγιστο επιτρεπόμενο ~ μέχρι ... τόνους. Βλ. αντίβαρο, μάζα, όγκος.|| (για πρόσ.) Ιδανικό/περιττό σωματικό ~. Αύξηση/έλεγχος/μείωση/μέτρηση του ~ους. Δίαιτα για απώλεια/χάσιμο ~ους. Έχει κανονικό/σταθερό/φυσιολογικό ~. Χαμηλό/μικρό ~ γέννησης. Χάνω ~ (= αδυνατίζω). Διατηρώ/ελέγχω/προσέχω/ρυθμίζω το ~ μου. 2. (μτφ.) αίσθημα σωματικής ή ψυχολογικής πίεσης: Νιώθω ένα ~ στο κεφάλι/στην κοιλιά/στο στομάχι (πβ. δυσφορία, ενόχληση). Έχω ένα ~ στην καρδιά/στην ψυχή μου (πβ. πλάκωμα). Το έχω ~ στη συνείδησή μου (πβ. τύψεις). Ασήκωτο το ~ των υποχρεώσεων. Είναι μεγάλο ~ να ... Σε μένα έπεσε το ~ (= η ευθύνη). Έδιωξα το/μου έφυγε ένα ~ από πάνω μου (= απαλλάχτηκα, ανακουφίστηκα, λυτρώθηκα)! Το ~ της ηλικίας/των χρόνων. 3. κάθε υλικό σώμα που ζυγίζει πολύ: Δεν μπορώ να κουβαλήσω/μεταφέρω/σηκώσω μόνος μου τόσο ~. Πβ. φορτίο.|| Το ράφι θα σπάσει από το ~. 4. βαρύτητα, σημασία: Το ~ της παρουσίας κάποιου. Το ~ της λέξης. Η γνώμη/ο λόγος του έχει ~ (= κύρος). Συντελεστής ~ους της εξέτασης/της εργασίας. ● βάρη (τα) 1. ΑΘΛ. όργανο γυμναστικής που αποτελείται από μεταλλικούς δίσκους ποικίλης μάζας, προσαρμοσμένους στις άκρες μεταλλικής ράβδου: ασκήσεις/γυμναστική/προπόνηση με ~. Κάνω/σηκώνω ~. Πβ. αλτήρες, βαράκια. 2. (μτφ.) (οικονομικές) ευθύνες, υποχρεώσεις και η ψυχολογική πίεση που συνεπάγονται: δημόσια/φορολογικά ~ για τους πολίτες. 3. βαρίδια: (στην κατάδυση:) ~ πόντισης. Γιλέκο ~ών. 4. σταθμά, ζύγια: πρότυπα ~. ~ για ζυγαριά. Πβ. αντίβαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: ελαφρών/μεσαίων (/μέσων)/βαρέων βαρών: ΑΘΛ. για την κατηγοριοποίηση κυρ. αθλητών ανάλογα με τα κιλά τους: Χρυσό μετάλλιο στην πυγμαχία, στην κατηγορία ~ ~. Αρσιβαρίστες βαρέων βαρών. Διπλό σκιφ ελαφρών βαρών ανδρών/γυναικών.|| Τετράκωπος ελαφρών βαρών.|| (μτφ.-ειρων.) Διανοούμενοι "ελαφρών βαρών". Πρόστιμο "βαρέων βαρών" (= καμπάνα)., (όλο) το βάρος της ευθύνης βλ. ευθύνη, άρση βαρών βλ. άρση, ατομικό βάρος βλ. ατομικός, ειδικό βάρος βλ. ειδικός, ιδανικό βάρος βλ. ιδανικός, ισοδύναμο βάρος βλ. ισοδύναμος, καθαρό βάρος βλ. καθαρός, κέντρο βάρους βλ. κέντρο, μικτό/ακαθάριστο βάρος βλ. μικτός, μοριακό βάρος βλ. μοριακός, νεκρό βάρος βλ. νεκρός, οικογενειακά βάρη βλ. οικογενειακός, το βάρος (της) απόδειξης βλ. απόδειξη, τυπικό βάρος βλ. τυπικός, ωφέλιμο φορτίο/βάρος βλ. ωφέλιμος ● ΦΡ.: αλλήλων τα βάρη βαστάζετε: (αρχαιοπρ.) προτροπή για αλληλοβοήθεια, συμπαράσταση και αλληλεγγύη: Για την πρόοδο της επιχείρησης απαιτείται σύμπραξη· ~ ~!, γίνομαι/είμαι βάρος/φόρτωμα (σε κάποιον) (προφ.): προκαλώ ενόχληση, ταλαιπωρία ή οικονομική επιβάρυνση: Δεν θέλω να σου ~ ~., δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι): επικεντρώνω το ενδιαφέρον ή την προσοχή μου (αποκλειστικά) σε κάτι: ~ ~ στη δουλειά/στην οικογένεια., σε βάρος (κάποιου) & (λόγ.) εις βάρος: εναντίον κάποιου ή προς βλάβη, ζημία του: Ασκήθηκε (ποινική) δίωξη/εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εις ~ του.|| Ζει ~ ~ των άλλων (πβ. παράσιτο). Αισχροκέρδεια ~ ~ των καταναλωτών. Η καταστροφή του περιβάλλοντος αποβαίνει ~ ~ της ανθρωπότητας., υπό το βάρος (λόγ.) & κάτω από το βάρος: υπό την (ψυχολογική) πίεση: Γονάτισε/λύγισε ~ ~ των προβλημάτων/των χρεών.|| (κυριολ.) Οι ράμπες υποχώρησαν ~ ~ του οχήματος., βάζω/παίρνω κιλά/βάρος βλ. παίρνω, ο χρόνος δουλεύει/εργάζεται για/υπέρ/σε βάρος μας βλ. χρόνος [< αρχ. βάρος, γαλλ. poids, αγγλ. weight]
βιομηχανία βι-ο-μη-χα-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας που αφορά την παραγωγή υλικών αγαθών μέσω της μεταποίησης πρώτων υλών, κυρ. με μηχανικά ή/και χημικά μέσα· ειδικότ. κάθε επιμέρους κλάδος του ή συνεκδ. το εργοστάσιο: γεωργική/εξορυκτική/ηλεκτρονική/μεταλλουργική (= μεταλλουργία)/ναυπηγική/οικολογική/πολεμική/πυρηνική/φαρμακευτική/χημική ~. Η εγχώρια/εθνική/παγκόσμια ~. ~ αλουμινίου/αυτοκινήτων (= αυτοκινητο~)/γάλακτος (= γαλακτο~)/δέρματος (= βυρσοδεψία)/ελαστικών/επίπλων (= επιπλοποιία)/ηλεκτρισμού/λιπασμάτων/όπλων (βλ. ΕΒΟ)/πετρελαίου (= πετρελαιο~, βλ. διυλιστήριο)/ποτών (= ποτοποιία)/σιδήρου (= σιδηρουργία)/τροφίμων/υποδημάτων/φαρμάκων (= φαρμακο~)/χάρτου (= χαρτο~). Σύνδεσμος Eλληνικών ~ών (ΣEB). Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών ~ας.|| Τα απόβλητα/οι εγκαταστάσεις/οι εργάτες μιας ~ας. || Γλωσσική/διαφημιστική/δημιουργική/πολιτιστική ~. Η μουσική ~ (: εταιρείες μουσικής παραγωγής). Η ~ του ελεύθερου χρόνου/της ομορφιάς (: μόδα και καλλυντικά, καλλιστεία)/του σεξ. Πβ. φάμπρικα. Βλ. βιοτεχνία, εκβιομηχάνιση, -βιομηχανία, -ουργία, -ποιία. 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) κάθε μαζική και τυποποιημένη παραγωγή, κυρ. για οικονομική εκμετάλλευση: ~ ονείρων/πτυχίων. ● ΣΥΜΠΛ.: αμυντική βιομηχανία: ΟΙΚΟΝ. σύνολο βιομηχανικών μονάδων που κατασκευάζουν και πωλούν οπλικά συστήματα, βαρέα οχήματα και άρματα μάχης., βαριά βιομηχανία 1. ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των βιομηχανιών που απαιτούν πολύ υψηλό κεφάλαιο για την κατασκευή μεγάλων εργοστασιακών μονάδων, την αγορά και συντήρηση βαρέος μηχανολογικού εξοπλισμού και την απασχόληση πολλών εργαζομένων. Βλ. αυτοκινητο-, μεγαλο-, πετρελαιο-βιομηχανία. 2. (μτφ.) σημαντικός, ισχυρός τομέας: Ο τουρισμός και η ναυτιλία αποτελούν τη ~ ~ της χώρας μας. [< αγγλ. heavy industry, 1944] , βιομηχανία του θεάματος: επιχειρήσεις που σχετίζονται κυρ. με την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, τη μουσική και τον αθλητισμό. ΣΥΝ. σοουμπίζ [< αγγλ. entertainment industry, 1951] , ελαφρά βιομηχανία & ελαφριά βιομηχανία: που παράγει είδη πρώτης ανάγκης και καταναλωτικά αγαθά, όπως η βιομηχανία τροφίμων, ενδυμάτων, υποδημάτων, ηλεκτρικών ειδών και η υφαντουργία., τουριστική βιομηχανία & ταξιδιωτική βιομηχανία: τουριστικές επιχειρήσεις (ξενοδοχεία, ταξιδιωτικά γραφεία) και γενικότ. υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό και αφορούν τη διαμονή, τη διατροφή ή/και τη διασκέδαση. [< αγγλ. tourist industry, 1938] [< μτγν. βιομηχανία 'εξεύρεση των απαραίτητων για τη ζωή', γαλλ. industrie, γερμ. Industrie, αγγλ. industry]
γανώνω γα-νώ-νω ρ. (μτβ.) {γάνω-σα, -θηκε, -μένος} (παλαιότ.-λαϊκό): επικαλύπτω την επιφάνεια χάλκινου σκεύους με κασσίτερο (καλάι), για την αποφυγή οξείδωσης: Ο γανωματής γάνωνε καζάνια/κατσαρόλες/μπακίρια. ~μένος: τέντζερης (ΑΝΤ. αγάνωτος). ● ΦΡ.: γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου (μτφ.-προφ.): κουράζω κάποιον με την επιμονή ή τη φλυαρία μου: Μου ~σες το κεφάλι όλη μέρα με την γκρίνια σου. Κενολογίες/προκαταλήψεις με τις οποίες μας ~ουν τα μυαλά. Πβ. ζαλίζω, σκοτίζω. [< μεσν. γανώνω]
εγγύς [ἐγγύς] εγ-γύς επίρρ. {εγγύτ-ερα, -ατα} (επίσ.): κοντά: ~ του αεροδρομίου.|| (μτφ.) Οι ~ του θανάτου ασθενείς (= ετοιμοθάνατοι).|| (ως επίθ.) ~ παρελθόν/πεδίο/περιβάλλον/περιοχή. ΣΥΝ. κοντινός. ΣΥΝ. πλησίον (1) ΑΝΤ. άπω (1) ● ΣΥΜΠΛ.: η Εγγύς Ανατολή βλ. ανατολή ● ΦΡ.: στο εγγύς μέλλον: στο άμεσο, πολύ κοντινό μέλλον: Η συμφωνία θα υπογραφεί ~ ~ (= προσεχώς). Τι οραματίζονται για το ~ ~; ΑΝΤ. στο απώτερο μέλλον [< αρχ. ἐγγύς]
εκσυγχρονίζω [ἐκσυγχρονίζω] εκ-συγ-χρο-νί-ζω ρ. (μτβ.) {εκσυγχρόνι-σε, εκσυγχρονί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -όμενος, -σμένος, εκσυγχρονίζ-οντας}: προσαρμόζω κάτι στις απαιτήσεις και τα δεδομένα του παρόντος, της σύγχρονης εποχής: Η εταιρεία ~σε τις διαδικασίες λειτουργίας και οργάνωσής της. Το συγκοινωνιακό δίκτυο ~στηκε και αναβαθμίστηκε. ~σμένο: σύστημα (ΑΝΤ. απαρχαιωμένο). ~σμένες: εγκαταστάσεις. Πβ. εκμοντερνίζω.|| Ο νέος κανονισμός απλουστεύει και ~ει την υφιστάμενη νομοθεσία. ~στηκε ο δημόσιος τομέας/το κράτος πρόνοιας. Βλ. μεταρρυθμίζω. ΣΥΝ. επικαιροποιώ [< γαλλ. moderniser]
ελαιόλαδο [ἐλαιόλαδο] ε-λαι-ό-λα-δο ουσ. (ουδ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -άδου} (επίσ.) & (προφ.) λιόλαδο: λάδι που παράγεται από τον ελαιόκαρπο: αγνό/γνήσιο/εξευγενισμένο (/ραφινέ) ~. ~ βιολογικής καλλιέργειας. Εξαγωγή/προϊόντα ~ου. Το ~ είναι βασικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής. Βλ. -έλαιο, φρουτώδες. ● ΣΥΜΠΛ.: παρθένο ελαιόλαδο: που παραλαμβάνεται από τους καρπούς της ελιάς μόνο με φυσικούς τρόπους (δηλ. ψυχρή έκθλιψη, συμπίεση, φυγοκέντρηση, διήθηση): αγνό/εξαιρετικό/έξτρα/κοινό/μειονεκτικό ~ ~. Ο βαθμός οξύτητας του ~ου ~ου. [< μεσν. ελαιόλαδον]
ελεγκτής [ἐλεγκτής] ε-λε-γκτής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ελέγκτρια} 1. υπάλληλος που έχει αρμοδιότητα να ελέγχει την εκτέλεση εργασίας ή υποχρέωσης, την ποιότητα υπηρεσίας, την κατάσταση προϊόντων: δημοσιονομικός/εγκεκριμένος/εξωτερικός/εσωτερικός/νόμιμος/οικονομικός ~. ~ εισιτηρίων. Ορκωτοί ~ές-λογιστές. Φορολογικοί ~ές (= φοροελεγκτές). ~ές ανωνύμων εταιρειών/του Δημοσίου. Έκθεση ~ών. Λογιστικός έλεγχος από ανεξάρτητο ~ή. Σώμα Επιθεωρητών-~ών Δημόσιας Διοίκησης.|| (ως επίθ.) ~ής: γιατρός/οδοντίατρος. 2. ΤΕΧΝΟΛ. {μόνο στο αρσ.} πρόγραμμα ή συσκευή που ρυθμίζει τη λειτουργία μηχανήματος, συστήματος, προγράμματος: ασύρματος ~. Βιομηχανικοί/ψηφιακοί ~ές. ~ έθερνετ/μνήμης (υπολογιστή)/μπαταριών/ορθογραφίας/παιχνιδιών/στάθμης (υγρών)/συνδέσεων. Προγραμματιζόμενοι λογικοί ~ές (PLC). Βλ. μικρο~.|| (ειδικότ.) ~ χαρτονομισμάτων (: ελέγχει τη γνησιότητά τους). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας: υπάλληλος της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, αρμόδιος για τον έλεγχο της κυκλοφορίας των αεροσκαφών, ιδ. κατά την κίνησή τους προς και από το αεροδρόμιο. ΣΥΝ. αεροελεγκτής [αγγλ. air traffic controller, 1922][< μεσν. ελεγκτής, 1: γαλλ. contrôleur 2: αγγλ. controller]
εμπνευστής [ἐμπνευστής] ε-μπνευ-στής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. εμπνεύστρια} πρόσωπο που 1. συλλαμβάνει μια ιδέα, συμβάλλοντας συνήθ. και στην υλοποίησή της: ~ μιας θεωρίας/ενός κινήματος/ενός όρου. ~ και δημιουργός/ιδρυτής της εταιρείας. Ο ~ (= η ψυχή) της έκδοσης/του όλου εγχειρήματος. Βλ. καινοτόμος, πρωταίτιος, πρωτεργάτης, πρωτοπόρος. 2. (σπανιότ.) αποτελεί πηγή έμπνευσης για κάποιον: Ήταν ο ~ του, ο δάσκαλός του. Πβ. ηγερία, μούσα. [< μεσν. εμπνευστής, γαλλ. inspirateur]
εμπορικός, ή, ό [ἐμπορικός] ε-μπο-ρι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με το εμπόριο: ~ός: ανταγωνισμός/κλάδος. ~ή: ανάπτυξη/αξία(αγαθού)/διάθεση/διανομή/διαφήμιση/διαχείριση/έκθεση/εκμετάλλευση/ιδιοκτησία/κίνηση/συμφωνία/συνεργασία. ~ό: έλλειμμα/κέρδος/μητρώο/πλεόνασμα. ~οί: δεσμοί (μεταξύ χωρών)/όροι/περιορισμοί (βλ. προστατευτισμός). ~ές: (ανταλλαγές/δραστηριότητες/εφαρμογές/μισθώσεις/πρακτικές/συναλλαγές/σχέσεις/υπηρεσίες/υποθέσεις. ~ά: προϊόντα/συμφέροντα.|| ~ός: σύλλογος. ~ή: ένωση (πβ. καρτέλ)/επιχείρηση. ~ό: επιμελητήριο/τμήμα. ~οί: οίκοι.|| ~ός: στόλος. ~ό: λιμάνι. ~ά: πλοία. ~ή και επιβατική αμαξοστοιχία.|| (ΝΟΜ.) ~ός: Κώδικας. ~ή: νομοθεσία. (ΛΟΓΙΣΤ.) ~ά: βιβλία.|| ~ός: οδηγός. ~ή: αλληλογραφία.|| Πόλη-~ σταθμός. Οικόπεδο για ~ή χρήση.|| ~ός: ακόλουθος (πρεσβείας)/διευθυντής/σύμβουλος. ~οί: επισκέπτες. Βλ. εμπορικό. Βλ. δουλ~, καπν~, λαθρ~, ξυλ~. 2. (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που σημειώνει μεγάλη οικονομική επιτυχία ή αποσκοπεί σε αυτή, συνήθ. σε βάρος της ποιότητας: ~ός: καλλιτέχνης.|| ~ός: κινηματογράφος. ~ή: μουσική/ταινία. Βλ. πουλάει. ΑΝΤ. αντιεμπορικός, ποιοτικός (1) ● επίρρ.: εμπορικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: εμπορικό πάρκο: μεγάλος, συνήθ. ανοιχτός χώρος με πολλά συγκεντρωμένα καταστήματα. Πβ. εμπορικό κέντρο. Βλ. βιομηχανικό πάρκο., εμπορικό σήμα : κάθε σημείο (δηλ. λέξεις, ονόματα φυσικών ή νομικών προσώπων, ψευδώνυμα, απεικονίσεις, σχέδια, γράμματα, αριθμοί, ήχοι και μουσικές φράσεις, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του) που διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα/ες άλλων: κατοχύρωση εμπορικών ~άτων. Πβ. ετικέτα, μάρκα. ΣΥΝ. λογότυπο, σήμα κατατεθέν (1) [< αγγλ. trade-mark] , εμπορική επωνυμία βλ. επωνυμία, εμπορική εταιρεία βλ. εταιρεία & εταιρία, εμπορική εύνοια βλ. εύνοια, Εμπορικό Δίκαιο βλ. δίκαιο, εμπορικό ισοζύγιο βλ. ισοζύγιο, εμπορικό κέντρο βλ. κέντρο, Εμπορικό Ναυτικό βλ. ναυτικό, εμπορικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, εμπορικός αποκλεισμός βλ. αποκλεισμός, εμπορικός δρόμος βλ. δρόμος [< αρχ. ἐμπορικός, γαλλ.-αγγλ. commercial]
έρχομαι [ἔρχομαι] έρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {ερχόμουν, ήρθα (επίσ.) ήλθα, έρθω (επίσ.) έλθω κ. προφ. 'ρθω κ. 'ρθώ, προστ. έλα, ελάτε, (μτχ.) ερχ-όμενος} 1. πηγαίνω, φτάνω σε έναν τόπο, χώρο ή σημείο· πλησιάζω κάπου ή κάποιον, επιστρέφω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, συχνάζω: ~ από μακριά. ~εται από στιγμή σε στιγμή. Ήρθαν αεροπορικώς. Θα έρθουν πριν από/μετά το καλοκαίρι. Τα αποδημητικά πουλιά ~ονται από τις βόρειες χώρες. Το τρένο ~εται τα ξημερώματα. Έλα εδώ/μέσα (πβ. κόπιασε, πέρασε)! Έλα κοντά μου/μαζί μου (πβ. συνοδεύω). ~ σε ένα λεπτό. Τον είδα να ~εται τρέχοντας (ΑΝΤ. φεύγω). ~όμενοι/καθώς έρχεστε από το λιμάνι, στρίψτε δεξιά. Έρχεσαι (: είσαι καθ' οδόν); ~όταν προς το μέρος μου. Έλα να φάμε μαζί αύριο (= σε προσκαλώ). Να μας έρχεσαι (= επισκέπτεσαι)! Ήρθε να με δει. Ήρθε στον ύπνο μου (= τον ονειρεύτηκα). Δεν ήρθε για καλό. Όταν έρθει, τα ξαναλέμε. Βλ. εισ~, εξ~, ξανα~, προ~, προσ~.|| Μου ήρθε (= έλαβα) ένα γράμμα/μήνυμα. Ήρθαν τα χρήματα. 2. (+ σε + ουσ., η σύναψη ισοδυναμεί με ρήμα ομόρριζο με το ουσ., ως απολεξικοποιημένο ρήμα) περιέρχομαι, καταλήγω σε μια κατάσταση: ~ σε αντίθεση (= αντιτίθεμαι)/αντιπαράθεση (= αντιπαρατίθεμαι)/διαπραγματεύσεις (= διαπραγματεύομαι)/διάσταση/επικοινωνία (= επικοινωνώ)/σύγκρουση (= συγκρούομαι)/συμβιβασμό (= συμβιβάζομαι)/συμφωνία (= συμφωνώ)/συνεννόηση (= συνεννοούμαι) με κάποιον. ~ σε κέφι. Ήρθε σε (ανοιχτή) ρήξη με το κατεστημένο της εποχής. Ήλθαν σε βοήθεια όσων τους είχαν ανάγκη (= βοήθησαν).|| ~ (= περνώ) στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας. Ας έλθουμε στο θέμα/ζήτημα που μας αφορά (= ας ασχοληθούμε με). 3. (συνήθ. + τακτ. αριθμητ.) καταλαμβάνω ορισμένη θέση, κατατάσσομαι αξιολογικά, αναδεικνύομαι: Ήρθαν (= βγήκαν) δεύτεροι/έκτοι στον διαγωνισμό/στο πρωτάθλημα. Οι δύο ομάδες ήρθαν ισόπαλες. Βλ. αν~.|| Πιο σημαντική είναι η θεραπεία και μετά ~ονται η φροντίδα και η υποστήριξη. ● έρχεται (προφ.) 1. (για γεγονός, φαινόμενο, κατάσταση) πλησιάζει, επίκειται ή συμβαίνει, γίνεται: ~ βροχή/(κυριολ. κ. μτφ.) θύελλα/καταιγίδα/κρίση/μπόρα. Στο τέλος ~ ο θάνατος (= επέρχεται). Μετά την ακμή ~ (= ακολουθεί, έπεται) η παρακμή. ~ονται αυξήσεις/γιορτές/εκλογές/εκπτώσεις. ~ονται δύσκολοι καιροί. Θα έρθουν καλύτερες/χειρότερες μέρες για όλους. Ήρθε (= έφτασε) ο καιρός/η στιγμή να αντιδράσουμε. Ήρθε η σειρά μας. Η απόφασή μας ήρθε φυσικά κι αβίαστα. 2. (+ από) (για πράγμα, φυσικό φαινόμενο ή κατάσταση) προέρχεται, έχει την αφετηρία του, προκύπτει: Ο θόρυβος/η σκόνη ~ από το διπλανό διαμέρισμα. Οι πρώτες πληροφορίες για την πόλη ~ονται (= πηγάζουν) από τη ρωμαϊκή εποχή. Ιδεολογικά κινήματα που ήρθαν από τη δύση. Πβ. απορρέω. 3. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) αισθάνομαι, σκέφτομαι ή μου συμβαίνει κάτι: Μου ~ονται όλα ανάποδα/βολικά/δεξιά. Με το που τους είδε, της ήρθαν δάκρυα στα μάτια (= δάκρυσε). Του ήρθε βήχας/εμετός (= έκανε εμετό)/ζαλάδα (= ζαλίστηκε)/λιποθυμία (= λιποθύμησε). Της ήρθε όρεξη για σοκολάτα. Κάνει/λέει ό,τι του ~ (= του κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό), του καπνίζει). Μου ήρθε μια ιδέα.|| (οικ.-ειρων.) Θέλατε και πρωτάθλημα τρομάρα να σας έρθει! 4. (για ρούχο ή οτιδήποτε συμπληρώνει την εμφάνιση ενός ατόμου) εφαρμόζει, ταιριάζει: Το παντελόνι/φόρεμα του/της ~ (= πέφτει) κοντό/μακρύ/στενό. Βλ. πηγαίνει. 5. για δήλωση ιδιότητας, συνήθ. κόστους: Δεν θα το αγοράσω, μου ~ κάπως ακριβό. Πβ. κοστίζει. 6. (προηγείται προσ. αντων. σε γεν.) για δήλωση του ορίου, επιπέδου στο οποίο φτάνει κάτι: Το νερό της ~όταν ως/ίσαμε το γόνατο/τη μέση. ● Μτχ.: ερχόμενος , η, ο 1. ο αμέσως επόμενος: Οι ~ες γενιές (= επερχόμενες, μελλοντικές, μεταγενέστερες. ΑΝΤ. προγενέστερες). Η δίκη θα αρχίσει την ~η Δευτέρα (= προσεχή. ΑΝΤ. περασμένη, προηγούμενη). Βλ. εξ~. 2. που κινείται προς το μέρος κάποιου: τα ~α αυτοκίνητα. 3. ΕΚΚΛΗΣ. (σπανιότ.-λόγ., με κεφαλ. το αρχικό Ε) που προσδοκάται ο ερχομός του: Ευλογημένος ο ~. ● ΦΡ.: (κάτι) πάει κι έρχεται (μτφ.-προφ.): που μπορεί κανείς να το ανεχθεί, δεχτεί: Αυτό ~ ~., αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθεί, (αλλιώς θα προσπεράσει) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι αν είναι πεπρωμένο να συμβεί κάτι, θα συμβεί: Μην αγχώνεσαι να βρεις σύντροφο, ~ ~., έρχεται από το μέλλον (μτφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι πρωτοπόρος ή κάτι καινοτόμο: Ιδέα/κίνημα/σχεδιασμός που ~ ~., έρχεται από το παρελθόν (μτφ.): ανήκει στο παρελθόν και επανέρχεται στο παρόν: Ανάμνηση/μόδα/μορφή/μυστικό που ~ ~., έρχεται στον κόσμο/στη ζωή (για πρόσ.): γεννιέται., έρχομαι στα λεφτά μου (προφ.): δεν έχω κέρδος ούτε απώλεια, συνήθ. από τυχερό παιχνίδι., έρχομαι στα λόγια (κάποιου) (προφ.): συμφωνώ μαζί του, αναφέρω τα λόγια του, με τα οποία μπορεί να διαφωνούσα παλιότερα: Να λοιπόν που τώρα ~εσαι ~ μου., ήρθε κι έδεσε (το γλυκό)/δένει το γλυκό & (σπάν.) δένει το σιρόπι (μτφ.-προφ.): για σύμπτωση, συνδυασμό, συνήθ. αρνητικών στοιχείων, παραγόντων, γεγονότων ή για ανθρώπους που ταιριάζουν: Κάτι οι ανούσιοι διάλογοι, κάτι το κακό σενάριο, ~ έδεσε το γλυκό! Η παρουσία του ~ έδεσε με όλο αυτό το κλίμα της γιορτής!|| Όχι ότι φταίει κανείς για τις σχέσεις μας, απλά δεν δένει ~!, καλώς ήρθες/ήρθατε & καλωσήρθες/καλωσήρθατε (προφ.): τυπικός χαιρετισμός για την υποδοχή επισκέπτη ή φιλοξενούμενου: -~ ~ατε! -Καλώς σας βρήκαμε! (βλ. καλώς τα δέχτηκες) ~ ~ες στην παρέα μας! ~ατε στον δικτυακό τόπο/στην ιστοσελίδα μας!|| (ως ουσ.) Ας πιούμε ένα κρασί για το ~ ~. Με το ~ ~ες άρχισε τη γκρίνια (= αμέσως· πβ. με το καλημέρα). ΣΥΝ. καλώς όρισες/ορίσατε, μου έρχεται/μου 'ρχεται να ...: νιώθω έντονα την ανάγκη ή την επιθυμία να κάνω κάτι: Όταν το σκέφτηκα, μου ήρθε να βάλω τα γέλια.|| (εμφατ.) Έτσι ~ ~ τα παρατήσω όλα., μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη {συνήθ. στον αόρ.}: σκέφτομαι ή θυμάμαι κάποιον ή κάτι: Το πρώτο πράγμα που μου ήρθε ~ είναι ... Τι σας φέρνει στο νου η λέξη ...; Πβ. έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου.|| Ήρθαν ~ μας παλιές αναμνήσεις. Σε έφερα ~ μου, όπως ήσουν τότε (πβ. αναπολώ)., όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν (προφ.): δεν με νοιάζει τι πρόκειται να συμβεί: Κάνω τα στραβά μάτια, ~ ~. Πβ. δε βαριέσαι, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει., πάει κι έρχεται 1. πηγαινοέρχεται, υπάρχει κινητικότητα: Κόσμος ~ ~. Καράβια/τρένα πάνε κι έρχονται. 2. πηγαίνει πέρα-δώθε: Το εκκρεμές ~ ~. 3. για να δηλωθεί αποδοχή, ανοχή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος: Αν το διαζύγιο είναι συναινετικό, ~ ~. 4. {συνήθ. στον πληθ.} (μτφ.) γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό: Οι εκπλήξεις/τα κεράσματα/οι συζητήσεις πάνε κι έρχονται (= δίνουν και παίρνουν)! [< μεσν. υπάγω και έρχομαι] , (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το γήρας) ου γαρ έρχεται μόνον βλ. ου, ανακατωμένος/ανακατεμένος ο ερχόμενος βλ. ανακατεμένος, από κει που ήρθε/'ρθε βλ. εκεί, από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα βλ. κανέλα, βγαίνει/βρίσκεται/εμφανίζεται/έρχεται στο προσκήνιο βλ. προσκήνιο, βγαίνει/έρχεται στην επιφάνεια βλ. επιφάνεια, έγινε/γίνεται το έλα να δεις βλ. γίνομαι, είδα τον ουρανό/μου ήρθε/μου 'ρθε ο ουρανός σφοντύλι βλ. ουρανός, είμαι/έρχομαι στα πράγματα βλ. πράγμα, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, έλα, παππού/παππούλη (μου), να σου δείξω τ' αμπελοχώραφά/τ' αμπέλια σου βλ. παππούς, έλα/καλώς ήρθες στο κλαμπ βλ. κλαμπ, έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έρχεται και παρέρχεται βλ. παρέρχομαι, έρχεται στα χέρια μου βλ. χέρι, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, έρχομαι εις γάμου κοινωνία(ν) βλ. γάμος, έρχομαι στα ίσα μου βλ. ίσα1, έρχομαι στα σύγκαλά/στα λογικά μου βλ. σύγκαλα, έρχομαι/είμαι/βρίσκομαι σε επαφή (με κάποιον/κάτι) βλ. επαφή, έρχομαι/μπαίνω στη θέση του βλ. θέση, έρχομαι/πέφτω/βρίσκομαι μούρη με μούρη με κάποιον βλ. μούρη, έρχομαι/φέρνω (κάτι) πάτσι και πόστα βλ. πάτσι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, ήλθε, είδε και απήλθε βλ. απέρχομαι, ήρθα για να μείνω βλ. μένω, ήρθαν τ' άγρια να διώξουν τα ήμερα βλ. άγριος, ήρθαν/πιάστηκαν στα λόγια βλ. λόγια, ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια βλ. χέρι, ήρθε/έφτασε το τέλος (κάποιου/του κόσμου) βλ. τέλος, ήρθε/σήμανε η ώρα βλ. ώρα, καλομελέτα κι έρχεται! βλ. καλομελετώ, μου ήρθε λουκούμι βλ. λουκούμι, μου ήρθε/'ρθε κόλπος/ταμπλάς βλ. κόλπος2, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο κόσμος γύρισε ανάποδα/ήρθε τα πάνω κάτω βλ. κόσμος, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πήγαινε-έλα βλ. πηγαίνω & πάω, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, τα καλύτερα έρχονται! βλ. καλύτερος, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω, φέρνω/έρχονται τα πάνω κάτω βλ. πάνω & επάνω ● βλ. έλα [< αρχ. ἔρχομαι, γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]
ήθος [ἦθος] ή-θος ουσ. (ουδ.) {ήθ-ους | -η, -ών} 1. χαρακτήρας, προσωπικότητα ή διαγωγή, συμπεριφορά που διέπεται από ηθικές αρχές, αρετή, καλοσύνη, τιμιότητα, σύνεση, ακεραιότητα, αξιοπρέπεια, σεμνότητα, εγκράτεια: διαμόρφωση/διάπλαση του ~ους (με την αγωγή). Μαθήματα ~ους και ανθρωπιάς. Ανθρώπινο/ανθρωπιστικό ~. Άνθρωπος με/χωρίς ~ (βλ. ηθικός, ανήθικος). Αποτελεί παράδειγμα/πρότυπο/υπόδειγμα ~ους. Επέδειξε ~ και ευαισθησία. Διακρίνεται για το ακέραιο/άμεμπτο/ανώτερο/άριστο/δημοκρατικό/εξαίρετο ~ του. Πβ. ηθικότητα.|| Δημόσιο/δημοσιογραφικό/εκκλησιαστικό (/ιερατικό)/επαγγελματικό/επιστημονικό/κοινωνικό/πατριωτικό/πολιτικό/χριστιανικό ~. Το ~ των πολιτών. Πβ. ποιόν. ΣΥΝ. ηθική (2) ΑΝΤ. ανηθικότητα 2. (ειδικότ.) ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα: το ~ της γλώσσας/ενός κειμένου/της μουσικής/της τέχνης. 3. ΦΙΛΟΛ. ένα από τα "κατά ποιόν" μέρη της τραγωδίας, το οποίο δηλώνει τον χαρακτήρα του τραγικού ήρωα, τον ψυχικό του κόσμο, τις σκέψεις, τα συναισθήματά του και τον τρόπο που αντιδρά σε κάθε περίπτωση: μύθος, ~, λέξη, διάνοια, όψη, μέλος.|| (κατ' επέκτ.) Το ~ των ηρώων ενός διηγήματος/μυθιστορήματος. 4. ΜΟΥΣ. (στην αρχ. ελλην. κ. βυζαντινή μουσική) η συγκεκριμένη διάθεση την οποία εκφράζει το μέλος και μεταδίδει στους ακροατές: διασταλτικό/συσταλτικό ~. Βλ. ήχος, τρόπος. ● ήθη (τα): αρχές ή πρότυπα συμπεριφοράς, που χαρακτηρίζουν ορισμένη κοινωνία: αυστηρά/βάρβαρα/μοντέρνα/χαλαρά ~. Το Τμήμα ~ών της Ασφάλειας. Προσβολή των ~ών. Τα ~ αλλάζουν με την πάροδο του χρόνου. Πβ. ηθική, ηθικός κώδικας. ● ΣΥΜΠΛ.: βραβείο ήθους : ΑΘΛ. που απονέμεται σε ομάδα η οποία δεν απασχόλησε καθόλου την αθλητική δικαιοσύνη, σε επίπεδο παικτών ή φιλάθλων, κατά τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου., ελευθέρων ηθών & (λόγ.) ελευθερίων ηθών & ελαφρών ηθών (επίσ.): χαλαρής ηθικής, κυρ. σε θέματα ερωτικής συμπεριφοράς: γυναίκα ~ ~ (πβ. πόρνη). [< γαλλ. de mœurs légères] , χρηστά ήθη: ΝΟΜ. σύνολο κανόνων ηθικής συμπεριφοράς, που σχετίζονται κυρ. με τη γενετήσια λειτουργία: Πράξη που αντιβαίνει στα/αντίκειται στα/είναι αντίθετη προς τα/προκαλεί τα/προσβάλλει τα/προσκρούει στα ~ ~ (και τη δημόσια τάξη). Πβ. δημόσια αιδώς, το κοινό/το δημόσιο αίσθημα. [< γαλλ. bonnes mœurs] , συναλλακτικά ήθη βλ. συναλλακτικός ● ΦΡ.: εγκλήματα κατά των ηθών (παρωχ.): ΝΟΜ. εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, κακοποίηση, διακίνηση πορνογραφικού υλικού, πορνεία, τράφικινγκ)., ήθη και έθιμα: κοινωνικές συνήθειες και παραδόσεις: ελληνικά/πασχαλινά/χριστουγεννιάτικα ~ ~. ~ ~ της Αποκριάς/ενός τόπου. Βλ. λαογραφία., έκλυση (των) ηθών βλ. έκλυση, ήθος και ύφος/ύφος και ήθος βλ. ύφος, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός [< αρχ. ἦθος, αγγλ. ethos]
καλός, ή, ό κα-λός επίθ. {συγκρ. καλύτερος, υπερθ. άριστος (λόγ.) κάλλιστος} ΑΝΤ. κακός 1. που χαρακτηρίζεται από θετικά συναισθήματα και φιλική διάθεση απέναντι στους άλλους, αγάπη, ανιδιοτέλεια, συμπόνια και πραότητα: Είναι ~ άνθρωπος/χαρακτήρας (πβ. αγαθός, άδολος, άκακος, ήρεμος). Είστε τόσο ~ (βλ. εξυπηρετικός)! Είναι ο ~ μου άγγελος (πβ. φύλακας άγγελος)! Είναι ~ή με όλους (βλ. ευγενικός, ευπροσήγορος, καλοσυνάτος, καταδεκτικός, μειλίχιος, προσηνής, προσιτός). || Έχει ~ή καρδιά/ψυχή (= είναι καλό-καρδη, -ψυχη). Δείχνει τον ~ό του εαυτό/την ~ή του πλευρά.|| ~ές πράξεις/~ά έργα (βλ. φιλανθρωπία). Έχει ~ό σκοπό/~ές προθέσεις (βλ. αγνός).|| Παριστάνει τον ~ό. Μου έκανε την ~ή μέχρι να την εξυπηρετήσω. 2. ηθικός, ήσυχος, υπάκουος· ευπρεπής, κόσμιος: ~ κι ενάρετος. Πβ. έντιμος.|| (οικ.) ~ό: σκυλάκι. Τα ~ά παιδιά δεν κάνουν αταξίες! Θα πας αμέσως στο κρεβάτι σου σαν ~ό κοριτσάκι που είσαι! Τι κάνει σήμερα το ~ό μας το αγόρι;|| ~ή: μεταχείριση. Κανόνες ~ής συμπεριφοράς (πβ. σαβουάρ βιβρ). Αποφυλακίστηκε λόγω ~ής διαγωγής. Έχει πάρει ~ή αγωγή/ανατροφή. Έχει ~ούς τρόπους. 3. που διαθέτει κύρος και κοινωνική αναγνώριση, λόγω πλούτου, επαγγέλματος ή/και ήθους: νέος ~ής οικογενείας. Είναι από ~ή γενιά/~ό σόι. Πβ. αριστοκρατικός. Βλ. ανφάν γκατέ, ελίτ, τζετ σετ.|| Απέκτησε ~ό όνομα/~ή φήμη (βλ. αναγνωρισμένος, αξιόπιστος).|| Πήγε σε ~ό σχολείο. Μπήκε σε ~ή σχολή. Έκανε ~ό γάμο. Διατίθεται σε όλα τα ~ά καταστήματα (βλ. επιλεγμένος). 4. σύμφωνος με κοινώς αποδεκτές αξίες ή απαιτήσεις, σωστός: ~ός: εργοδότης (πβ. δίκαιος)/πολίτης (πβ. υπεύθυνος)/υπάλληλος (πβ. ευσυνείδητος, συνεπής)/φίλαθλος/χριστιανός (πβ. ευσεβής, πιστός). Υπήρξε ~ πατέρας και σύζυγος.|| Θα μου δανείσεις το βιβλίο σου, σαν ~ φίλος που είσαι; 5. ικανός: ~ός: αθλητής/γιατρός/δάσκαλος/επιστήμονας/ηθοποιός/μαθητής/μουσικός/οδηγός/πολιτικός/συγγραφέας. Είναι ~ (= κάνει) για δικηγόρος. ~ στο να λύνει προβλήματα. Πβ. άξιος, επιδέξιος.|| Ήταν ~ σε όλα τα μαθήματα (πβ. γερός, δυνατός).|| ~ός: ακροατής (πβ. προσεκτικός). 6. που τηρεί κάποιες προδιαγραφές· επαρκής, ικανοποιητικός: ~ός: έλεγχος (πβ. διεξοδικός). ~ή: γνώση (της Αγγλικής)/διατροφή/μόρφωση. Συμβουλές για ~ή υγεία. Χρειάζεσαι έναν ~ό ύπνο! Παρέα μ' ένα ~ό βιβλίο. -Τι λες για το σχέδιό μου; -~ό μου ακούγεται! Έχει ~ούς βαθμούς.|| Πολύ ~ές συνθήκες (= εξαιρετικές). Χαρτί ~ής ποιότητας. Μεταχειρισμένο αμάξι σε πολύ ~ή κατάσταση.|| ~ή: δόση/μερίδα.|| (ΑΘΛ.) (για δρομέα:) Έκανε ~ό χρόνο. Έκαναν αρκετά ~ή εμφάνιση/προσπάθεια. Στον ημιτελικό δεν ήταν καθόλου ~οί.|| ~ός: φωτισμός. ~ή: ορατότητα. Δεν έχει καλή όραση/φωνή (: είναι παράφωνος).|| Βρήκε ~ή δουλειά.|| Λάτρης του ~ού φαγητού (πβ. καλοφαγάς).|| ~ός: μισθός. ~ό: μεροκάματο. ~ά: λεφτά.|| ~ό: ανακάτεμα/καθάρισμα/ξέβγαλμα/πλύσιμο (πβ. σχολαστικός). Το κρέας θέλει ~ό ψήσιμο (πβ. καλοψημένος).|| Δέκα ~οί λόγοι για να ... 7. επιτυχημένος, εύστοχος: ~ός: συγχρονισμός/υπολογισμός/χειρισμός. ~ή: βολή/παρατήρηση/πρόταση/σκέψη/συμβουλή/τακτική. ~ό: άλλοθι/επιχείρημα/ερώτημα. Καμιά ~ή ιδέα; Δεν έγινε ~ή συνεννόηση. (προφ.) Καλόοο! Ελπίζω να έχεις μια ~ή δικαιολογία που άργησες. 8. χρήσιμος· συμφέρων, επικερδής: Θες μια ~ή συμβουλή; Πήρα ~ές πληροφορίες. Δεν θα σου χρειαστεί άμεσα, αλλά ~ό είναι να το ξέρεις.|| ~ή: ευκαιρία/περίπτωση/συμφωνία. ~ές: αγορές/τιμές. Δεν κάνει ~ή (= συνετή) χρήση των χρημάτων. Η χρονιά ήταν ~ή (ενν. οικονομικά) για την περιοχή. (ευχετ.) ~ές δουλειές! Πβ. αποδοτικός, κερδο-, προσοδο-φόρος.|| Φάρμακο ~ό για τον λαιμό. Πβ. ωφέλιμος.|| Άμα δεν ξέρεις, ~ό θα ήταν να μην μιλάς! 9. ευνοϊκός, θετικός· ευχάριστος: ~ή: διάθεση/τύχη (πβ. καλοτυχία). ~ό: προαίσθημα. ~ές: προοπτικές. (ευχετ.) ~ά αποτελέσματα!|| ~ός: καιρός (πβ. καλοκαιρία).|| ~ή εποχή για διακοπές. Τον πέτυχα σε ~ή στιγμή. Ήρθες σε ~ή ώρα.|| Διαπραγματεύσεις μέσα σε ~ό κλίμα (ΑΝΤ. δυσμενής).|| Χρειάζομαι μια ~ή ζαριά. Έχει ~ό χαρτί.|| Έκανε ~ή εντύπωση. Το έργο πήρε ~ές κριτικές. Έχει ~ές συστάσεις. Πες της και κανά ~ό λόγο για μένα! Μόνο ~ά λόγια άκουσα για σένα! ΑΝΤ. αρνητικός.|| Αν έχεις ~ή παρέα, δεν θες τίποτε άλλο. Φέρνω ~ά νέα. Επιτέλους και μια ~ή είδηση! (προφ.) Τώρα αυτό είναι ~ό; ΑΝΤ. δυσάρεστος. 10. ωραίος, συμπαθητικός: ~ή: εμφάνιση. ~ό: παρουσιαστικό/σώμα. ~ά: χαρακτηριστικά.|| Δεν κάνει ~ά γράμματα. Έχει ~ό γούστο.|| (συγκαταβατικά) -Πώς σου φαίνεται; -~. ΑΝΤ. άσχημος (1) 11. επίσημος: Θα στρώσω το ~ό τραπεζομάντιλο. Πέρασα τις σημειώσεις στο ~ό τετράδιο. (μτφ., σε φωτογράφιση:) Θέλω να μου χαρίσετε το ~ό σας χαμόγελο! Έβαλα/φόρεσα τα ~ά μου παπούτσια/ρούχα. Βλ. καθημερινός, πρόχειρος. 12. που βολεύει κάποιον περισσότερο: Γράφω με το ~ό χέρι (βλ. αριστερό-, δεξιό-χειρας). Κλότσα τη μπάλα με το ~ό σου πόδι! 13. στενός, εγκάρδιος: Είναι ~οί φίλοι. Έχει πολύ ~ές σχέσεις με τους γονείς της. 14. χωρίς προβλήματα, ομαλός: Ήταν ~ή η μέρα σου σήμερα; Είχε ~ά γεράματα.|| (κυρ. ευχετ.) ~ό δρόμο/μήνα! ~όν ύπνο! ~ή: ανάρρωση/αντάμωση (: για αποχαιρετισμό)/αρχή/επιτυχία/ξεκούραση/όρεξη/πρόοδο/τύχη/χρονιά/χώνεψη! ~ή Ανάσταση και ~ό Πάσχα! ~ή σου μέρα (= καλημέρα)! ~ό: καλοκαίρι/κουράγιο/ταξίδι/τριήμερο! ~ές: διακοπές! 15. (ειρων.) (για ώρα ή χρονικό σημείο) περασμένος: Μέχρι να γυρίσει, ~ό Σεπτέμβρη/~ά μεσάνυχτα! ● Ουσ.: ο καλός: ενν. άνθρωπος, ήρωας (έργου): Στη ζωή δεν νικάνε πάντα οι ~οί.|| Έπαιζε τον ρόλο του ~ού. ΑΝΤ. ο κακός ● Υποκ.: καλούτσικος , η, ο: σχετικά καλός. Πβ. μέτριος. [< μεσν. καλούτσικος] ● ΣΥΜΠΛ.: Καλές Τέχνες βλ. τέχνη, καλές υπηρεσίες βλ. υπηρεσία, καλή ζωή βλ. ζωή, καλή θέληση βλ. θέληση, καλή λευτεριά! βλ. λευτεριά, καλή πίστη βλ. πίστη, καλή χοληστερόλη/χοληστερίνη βλ. χοληστερόλη, καλός/κακός αγωγός βλ. αγωγός, ο καλός Θεός/θεούλης βλ. θεός, ο καλός κόσμος βλ. κόσμος, υψηλή/καλή κοινωνία βλ. κοινωνία ● ΦΡ.: βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου (προφ.): για να δηλωθεί η μάταιη προσπάθεια να (μετα)πειστεί κάποιος: ~ ~, τίποτα αυτός, τον χαβά του! Πβ. βρε αμάν, βρε ζαμάν., καλά όλ' αυτά, αλλά ... (προφ.): ως έκφρ. επιφύλαξης σε άποψη ή κατάσταση που γίνεται μόνο συγκαταβατικά αποδεκτή: Θα μου πεις ~ ~ πώς μπορεί κάποιος να τα εφαρμόσει; Πβ. ναι μεν, αλλά., καλέ μου άνθρωπε! (προσφών.-ευφημ.): Λυπήσου με, ~ ~! Γιατί, ~ ~, φωνάζεις έτσι;, καλό κι αυτό/καλό και τούτο! (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη: ~ ~! Τι άλλο θ' ακούσουμε; (ειρων.) Αυτόν επέλεξαν; ~ ~!, καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του! (προφ.-ειρων.): επικριτικά για κάποιον που η συμπεριφορά του εκπλήσσει ή ενοχλεί. Πβ. άλλος (κι) αυτός!, καλός/καλή/καλό μου (οικ.): για αγαπημένο πρόσωπο: (προσφών.) Ήρθες, ~έ μου; Έλα εδώ, ~ό μου, γιατί κλαις;|| (ως ουσ., ερωτικός σύντροφος:) Περιμένει τον ~ό της/την ~ή του (βλ. αγαπημένος, φίλος/φιλενάδα)., με την καλή έννοια (του όρου) (προφ.): ως διευκρίνιση για χαρακτηρισμό ή δήλωση που μπορεί να παρεξηγηθεί: Σε ζηλεύω, ~ ~!|| (ειρων.-χιουμορ.) Είναι τρελή, ~ ~ (πάντα)!, ο καλός καλό δεν έχει (παροιμ.): ο καλόκαρδος άνθρωπος δεν βρίσκει ευτυχία και ανταπόδοση της καλοσύνης του., ο καλός/η καλή σου (ειρων.): για να δηλωθεί ενόχληση ή το ευτράπελο μιας συμπεριφοράς, χωρίς να κατονομαστεί ο δράστης: Στρίβω δεξιά, από πίσω κι ο ~ ~! Κινώ, λοιπόν, ο ~ ~, να πάω στο ... Έφυγε η ~ ~ και μ' άφησε να βγάλω εγώ το φίδι απ' την τρύπα! Πάει να σηκωθεί, πάρτην κάτω την ~ή ~!, όλοι οι καλοί χωράνε: (προτρεπτικά) για να δηλωθεί ότι όλοι οι καλόβολοι άνθρωποι είναι ευπρόσδεκτοι: Μπείτε κι εσείς, ~ ~. Πβ. χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε., πολύ καλός για ...: πολύ ανώτερος από κάποιον άλλον ή από τον μέσο όρο: ~ ~ό για να είναι αληθινό! Είναι πολύ ~ή για σένα (= σου πέφτει πολλή)!, τέλος καλό, όλα καλά: όταν κάτι έχει αίσιο τέλος, ξεχνά κανείς τις δυσκολίες και τα προβλήματα που συνάντησε: Πέρασε κάποιες περιπέτειες με την υγεία του αλλά ~ ~. [< αγγλ. all's well that ends well] , το δέκα/το δύο το καλό (στην τράπουλα): το δέκα καρό ή το δύο σπαθί: (μτφ., για καλή τύχη:) Έχει πιάσει το δέκα ~ ~., (αγωνίστηκε/έδωσε) τον αγώνα τον καλό βλ. αγώνας, βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι βλ. μάτι, για καλή/για κακή μου τύχη βλ. τύχη, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... βλ. λέω, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται βλ. μέρα, η ώρα η καλή! βλ. ώρα, κάθε εμπόδιο για καλό βλ. εμπόδιο, καλά ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, καλά ξυπνητούρια! βλ. ξυπνητούρια, καλά στέφανα! βλ. στέφανα, καλά/καλό θα 'τανε βλ. καλά, καλές γιορτές! βλ. γιορτή, καλή καρδιά! βλ. καρδιά, καλή του ώρα βλ. ώρα, καλή ώρα βλ. ώρα, καλής γειτονίας βλ. γειτονία, καλό βόλι βλ. βόλι, καλό βράδυ! βλ. βράδυ, καλό κατευόδιο! βλ. κατευόδιο, καλό ξημέρωμα! βλ. ξημέρωμα, καλό/κακό προηγούμενο βλ. προηγούμενο, Καλός πολίτης! βλ. πολίτης, καλός, χρυσός και άγιος, αλλά ... βλ. άγιος, καλούς απογόνους! βλ. απόγονος, μέσα/μες στην καλή/τρελή χαρά βλ. χαρά, μια/μία ωραία πρωία βλ. πρωία, ο καλός ποιμήν βλ. ποιμένας, ο καλός Σαμαρείτης βλ. Σαμαρείτης, ο παλιός καλός ... βλ. παλιός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όλα καλά/όλα ωραία, όλα ανθηρά βλ. ανθηρός, όλοι (οι καλοί) μαζί/όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια βλ. ψωριάρης, παίρνω τον καλό δρόμο βλ. δρόμος, σε καλά χέρια βλ. χέρι, σε καλή μεριά! βλ. μεριά, σε καλό δρόμο/σε καλή πορεία βλ. δρόμος, στα καλά καθούμενα/του καθουμένου βλ. καθούμενος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι βλ. παλικάρι, του καλού καιρού βλ. καιρός, χίλιοι καλοί χωρούν(ε)/χωράνε (, ένας κακός δεν χωρεί) βλ. χίλιοι ● βλ. καλά, καλό, καλώς [< αρχ. καλός]
καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]
κατάφωρος, η, ο κα-τά-φω-ρος επίθ. (απαιτ. λεξιλόγ.-αρνητ. συνυποδ.): αναμφισβήτητος, ολοφάνερος: ~η: αδικία/παραβίαση (του Συντάγματος). ~ο: ψέμα. ~η κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας. Πβ. έκ-, κατά-δηλος, οφθαλμο-, πασι-, προ-φανής. ● επίρρ.: κατάφωρα [< μτγν. κατάφωρος]
κινητικότητα κι-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. μετακίνηση προσώπων ή πληθυσμών· ειδικότ. η δυνατότητα ελεύθερης κυκλοφορίας προσώπων στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης: αστική/γεωγραφική/δημογραφική (: πληθυσμιακές ανακατατάξεις· βλ. μετανάστευση)/(ΑΘΛ.) μεταγραφική ~.|| Ακαδημαϊκή/ευρωπαϊκή ~. ~ ανθρώπινου δυναμικού/ερευνητών (βλ. διαρροή εγκεφάλων)/φοιτητών (βλ. ERASMUS). Βλ. Ευρωπαϊκό Πορτφόλιο. || (εθελοντική) ~ στο Δημόσιο (: μετακίνηση από μια υπηρεσία σε άλλη). 2. (μτφ.) έντονη δραστηριοποίηση σε κάποιον τομέα: διπλωματική/επενδυτική/οικονομική/πολιτική ~. Επικρατεί/παρατηρείται/υπάρχει μεγάλη ~ στην κυβέρνηση. Πβ. καύσωνας, πυρετός. Βλ. αδράνεια, στατικότητα. 3. ΙΑΤΡ. δυνατότητα κίνησης ή ύπαρξη κινητικής δραστηριότητας: η ~ του εμβρύου. Άτομα μειωμένης/περιορισμένης ~ας (βλ. κινητική αναπηρία).|| ~ του εντέρου (βλ. σεροτονίνη)/του οισοφάγου (βλ. γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση)/του σπέρματος (βλ. σπερμοδιάγραμμα). Βλ. υπερ~, υπο~, -ότητα. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγγελματική κινητικότητα & (σπάν.) εργασιακή κινητικότητα 1. η ικανότητα ή προθυμία των νέων εργαζομένων να εργαστούν σε διαφορετική περιοχή, κυρ. στο εξωτερικό. Βλ. ευελιξία. 2. η ευκολία με την οποία νέοι εργαζόμενοι αλλάζουν εργασία, θέση ή αντικείμενο δραστηριότητας. Βλ. επιχειρηματικότητα., κοινωνική κινητικότητα βλ. κοινωνικός [< γαλλ. mobilité, αγγλ. mobility]
μαλακός, ή/ιά, ό μα-λα-κός επίθ. ΑΝΤ. σκληρός 1. που εύκολα αλλάζει σχήμα, κόβεται ή υποχωρεί, όταν δεχτεί πίεση: ~ή: ζύμη/θήκη/οδοντόβουρτσα/οροφή (: σε κάμπριο)/πολυθρόνα/σιλικόνη/σόλα. ~ό: αλεύρι (: από ~ό σιτάρι)/έδαφος/εξώφυλλο/κρέας/μαξιλάρι/ξύλο/πανί/στρώμα/σφουγγάρι/χαρτί/χώμα/ψωμί. ~οί: ιστοί/φακοί επαφής. ~ές: παντόφλες. ~ά: υλικά. 2. λείος και ευχάριστος στην αφή: ~ή: βούρτσα/επιφάνεια/κουβέρτα/πετσέτα. ~ό: δέρμα/ύφασμα. ~ά: μέταλλα/φρούτα. Πβ. απαλός. 3. (μτφ.) που δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ένταση: ~ός: ήχος/καιρός/φωτισμός/χειμώνας. ~ή: αντίδραση/γεύση. ~ό: άρωμα/κλίμα/κρασί. ~ές: γραμμές. ~ά: ποτά (: με χαμηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα)/χρώματα. Παγωτό με ~ή υφή. ΣΥΝ. ήπιος. 4. (μτφ., για πρόσ.) πράος, τρυφερός, μειλίχιος: ~ός: άνθρωπος/χαρακτήρας. ~ή: καρδιά. ● Υποκ.: μαλακούλης , α, ικο, μαλακούτσικος , η, ο ● επίρρ.: μαλακά ● ΣΥΜΠΛ.: μαλακά ναρκωτικά & ελαφρά ναρκωτικά: που πιστεύεται ότι προκαλoύν μικρότερη εξάρτηση και είναι λιγότερο επικίνδυνα για την υγεία σε σχέση με τα σκληρά. Βλ. μαριχουάνα, χασίς. [< αγγλ. soft drugs, 1959] , μαλακό έλκος: ΙΑΤΡ. επικίνδυνο αφροδίσιο νόσημα., μαλακό νερό: με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και μαγνησίου. ΑΝΤ. σκληρό νερό [< αγγλ. soft water] , μαλακά μόρια βλ. μόριο, μαλακό τυρί βλ. τυρί, το (μαλακό) υπογάστριο βλ. υπογάστριο ● ΦΡ.: πέφτω στα μαλακά {συνήθ. στο γ' πρόσ.}: υφίσταμαι πολύ μικρές συνέπειες, κυρ. νομικές: Έπεσαν ~ οι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο., με το καλό/μαλακό βλ. καλό [< αρχ. μαλακός]
μαλάκυνση μα-λά-κυν-ση ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) αποχαύνωση, αποβλάκωση: Έχει πάθει ~ (= έχει χαζέψει) από την πολλή τηλεόραση. 2. ΙΑΤΡ. παθολογική αλλοίωση οργάνου ή ιστού: ~ χόνδρου (= χονδρο~). Βλ. οστεομαλακία. ● ΣΥΜΠΛ.: μαλάκυνση (του) εγκεφάλου/εγκεφαλική μαλάκυνση: ΙΑΤΡ. εκφυλισμός συγκεκριμένης περιοχής του εγκεφάλου ύστερα από θρόμβωση ή εμβολή της αρτηρίας που την αιματώνει, με δυσμενείς επιδράσεις στις νοητικές λειτουργίες. Πβ. Αλτσχάιμερ, γεροντική άνοια. [< μτγν. μαλάκυνσις, γαλλ. ramollissement]
μεταιχμιακός, ή, ό με-ταιχ-μι-α-κός επίθ.: που βρίσκεται στο μεταίχμιο ή σχετίζεται με αυτό: ~ή: εποχή/περίοδος. ~ές: καταστάσεις. Βλ. μεταβατικός, οριακός.|| (ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ.) ~ός: λοβός. ● ΣΥΜΠΛ.: μεταιχμιακό σύστημα (του εγκεφάλου): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. σύνολο εγκεφαλικών δομών που ελέγχουν κυρ. τα συναισθήματα, τη θρέψη και το σεξουαλικό ένστικτο. [< αγγλ. limbic system, 1952] , οριακή διαταραχή προσωπικότητας βλ. διαταραχή
μου {άκλ.} (συνήθ. μουουου!): η φωνή της αγελάδας και γενικότ. κάθε παρόμοιος ήχος. [< λ. ηχομιμητ.]
όπλο [ὅπλο] ό-πλο ουσ. (ουδ.) 1. όργανο άμυνας ή επίθεσης σε συμπλοκή ή πολεμική σύρραξη· γενικότ. κάθε εργαλείο ή μέσο πρόκλησης σωματικής βλάβης, εκφοβισμού ή επίδειξης δύναμης: άδειο/γεμάτο ~. Αεροβόλο/επαναληπτικό/(ημι)αυτόματο/πυροβόλο ~. Αυτοσχέδιο/φορητό ~. ~ χειρός (βλ. βαλλίστρα, πιστόλι). ~ μεγάλου/μικρού διαμετρήματος. Μη θανατηφόρα/μη φονικά ~α (π.χ. με πλαστικές σφαίρες, για απώθηση ή αδρανοποίηση). ~ ακριβείας/καμπύλης τροχιάς/κατευθυνόμενης ενέργειας. Θαλάμη/ισχύς/κάννη/κλίση/λαβή/σκάγια/σκανδάλη/φυσίγγια του ~ου. Ανάκρουση/εκπυρσοκρότηση ~ου. Βιομηχανίες/δοκιμές ~ων. ~ λέιζερ. ~ με σιγαστήρα. Με/υπό την απειλή ~ου. Σύλληψη για παράνομη κατοχή ~ων. Έβγαλε ~. Το ~ του εγκλήματος ήταν ένα μαχαίρι. Τη σημάδεψε με ψεύτικο ~. Έστρεψε το ~ εναντίον του. Το ~ της επίθεσης ήταν καθαρό (: δεν έχει χρησιμοποιηθεί σε άλλη εγκληματική ενέργεια). Βλ. υπερ~.|| (ΣΤΡΑΤ.) Αντιαεροπορικά/αντιαρματικά ~α. Έξυπνα ~α (: με χρήση προηγμένης τεχνολογίας για ανίχνευση και χτύπημα του στόχου με μεγάλη ακρίβεια). Πβ. οπλισμός.|| (ΑΡΧ.) Τα ~α της αρχαιότητας (π.χ. ακόντιο, δόρυ). Σιδερένια ~α (π.χ. ξίφος).|| Κυνηγετικά/σκοπευτικά ~α. Συλλεκτικά ~α.|| (μτφ.) Σίγησαν τα ~α (: σταμάτησε ο πόλεμος). 2. (μτφ.) μέσο προστασίας, αντιμετώπισης ή χειρισμού κατάστασης ή γενικότ. επίτευξης επιθυμητού αποτελέσματος: ισχυρό/μεγάλο/μυστικό ~. Διατροφικό/επικοινωνιακό/θεραπευτικό/πολιτικό/στρατηγικό ~. ~ κατά του άγχους/της γήρανσης/του καρκίνου/της παχυσαρκίας. Ακαταμάχητο ~ γοητείας. Με ~ τη φαντασία/το χιούμορ. 3. ΣΤΡΑΤ. (με κεφαλ. το αρχικό Ο) καθένα από τα μάχιμα στοιχεία του Στρατού Ξηράς: ~ της Αεροπορίας (Στρατού)/των Διαβιβάσεων/του Μηχανικού/του Πεζικού/του Πυροβολικού/των Τεθωρακισμένων. Βλ. σώμα. ● ΣΥΜΠΛ.: βαρέα/βαριά όπλα 1. ΣΤΡΑΤ. μεγάλης ισχύος όπλα του πεζικού (δηλ. αντιαρματικά, πολυβόλα, όλμοι). 2. (μτφ.) βαρύ πυροβολικό., βιολογικά όπλα: παθογόνοι μικροοργανισμοί που χρησιμοποιούνται ως όπλα μαζικής καταστροφής. Βλ. βιοτρομοκρατία. [< biological weapons, 1948], ελαφρά όπλα: μικρής ισχύος., όπλα μαζικής καταστροφής: ΤΕΧΝΟΛ. βιολογικά, πυρηνικά ή χημικά όπλα τα οποία μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατο σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων και εκτεταμένες ζημιές στον περιβάλλοντα χώρο. [< αγγλ. weapons of mass destruction, 1937] , παράδοση όπλων: αφοπλισμός στρατιωτικής ομάδας και κατ' επέκτ. λήξη της ένοπλης δραστηριότητάς της., χημικά όπλα: χημικές ουσίες οι οποίες χρησιμοποιούνται ως μέσα μαζικής καταστροφής. Βλ. σαρίν, υπερίτης. [< αγγλ. chemical weapons, 1920] , ατομικά όπλα βλ. ατομικός, η κλαγγή των όπλων βλ. κλαγγή, κατάθεση (των) όπλων βλ. κατάθεση, πυρηνικά όπλα βλ. πυρηνικός, συμβατικά όπλα βλ. συμβατικός ● ΦΡ.: καλώ (κάποιον) στα όπλα & (λόγ.) υπό τα όπλα: κηρύσσω επιστράτευση: Ο στρατός κάλεσε ~ εφέδρους/μάχιμους/οπλίτες.|| (μτφ.) Το συνδικάτο κάλεσε ~ τους εργαζόμενους (: για μαχητικές διεκδικήσεις· βλ. σε θέση μάχης)., καταφεύγω στα όπλα: αναγκάζομαι να πάρω μέρος σε ένοπλη σύγκρουση: Κατέφυγαν ~ για να υπερασπιστούν τη ζωή τους., παίρνω/πιάνω τα όπλα: ξεσηκώνομαι, επαναστατώ: Οι αντάρτες πήραν ~., στα όπλα 1. ΣΤΡΑΤ. (συχνά επαναλαμβανόμενο) ως στρατιωτικό παράγγελμα σε οπλίτες να αναλάβουν οπλισμό. 2. (μτφ.) σε ετοιμότητα για ανάληψη δράσης., αποχαιρετισμός στα όπλα βλ. αποχαιρετισμός, για την τιμή των όπλων βλ. τιμή, εφ' όπλου λόγχη βλ. λόγχη, καταθέτω/παραδίδω τα όπλα βλ. καταθέτω, παρουσιάζω όπλα βλ. παρουσιάζω [< 1: αρχ. ὅπλον, γαλλ. arme]
παρόν πα-ρόν ουσ. (ουδ.): στιγμή ή χρονική περίοδος που αντιλαμβάνεται κάποιος ως ενδιάμεση του παρελθόντος και του μέλλοντος, το τώρα: Ζει μόνο το ~ (= το σήμερα). ● ΦΡ.: επί του παρόντος/προς το παρόν: για τώρα, για την ώρα· προσωρινά: Δεν προτίθεται επί ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Προς ~ (= προς στιγμήν) δεν υπάρχει κίνδυνος.|| Σταματούν προς ~ οι συζητήσεις., δεν είναι του παρόντος/της παρούσης/της στιγμής/της ώρας βλ. στιγμή [< αρχ. παρόν, γαλλ. présent]
πλαστικός, ή, ό πλα-στι-κός επίθ. 1. κατασκευασμένος από πλαστικό: ~ός: δίσκος/κάδος/σωλήνας/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. φυσικός). ~ή: θήκη/καρέκλα/κάρτα (= πιστωτική)/μεμβράνη/συσκευασία. ~ό: δοχείο (βλ. τάπερ)/κάλυμμα/μπουκάλι/υλικό/φιλμ. ~ές: σακούλες (ΑΝΤ. οικολογικές)/σφαίρες/τσάντες. ~ά: γάντια/είδη/πέλματα/πόδια επίπλων/προϊόντα/σκεύη/φυτά. Βλ. συνθετικός. 2. που σχετίζεται με τη δημιουργία αισθητικών μορφών από μαλακό ή σκληρό υλικό: ~ός: διάκοσμος. ~ή: αναπαράσταση/απόδοση. ~ές: φόρμες. ~ά: έργα. Πβ. γλυπτός, εικαστικός. 3. που αναφέρεται στην πλαστική χειρουργική: ~ή: ομορφιά. ~ό: στήθος. 4. εύπλαστος, μαλακός: οι ~ές ιδιότητες του ζυμαριού/κεριού.|| ~ή: άργιλος (: που χρησιμοποιείται στην κεραμική).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: άρθρωση/κάμψη/ροπή. 5. αρμονικός, καλλίγραμμος: ~ές: κινήσεις. Πβ. συμμετρικός. 6. (μτφ.) επίπλαστος: ~ός: κόσμος. ~ή: ευγένεια/ζωή. ~ές: ιδέες. ~ά: χαμόγελα. Πβ. πλαστός. ΣΥΝ. νάιλον (2) ● Ουσ.: πλαστική (η): γλυπτική. ● ΣΥΜΠΛ.: πλαστικές εκρηκτικές ύλες/πλαστικά εκρηκτικά: εκρηκτικά σε εύκαμπτη ή ελαστική μορφή, για να πλάθονται εύκολα γύρω από το αντικείμενο στο οποίο τοποθετούνται. [< αγγλ. plastic explosive, 1906] , πλαστικές τέχνες: εικαστικές τέχνες. [< γαλλ. arts plastiques, αγγλ. plastic arts] , πλαστικές ύλες: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καθένα από τα σύνθετα πολυμερή με μεγάλο μοριακό βάρος που μορφοποιούνται με ειδική επεξεργασία σε διάφορα σχήματα. Βλ. ακρυλικό, βακελίτης, νάιλον, πλεξιγκλάς, πολυεστέρες, πολυουρεθάνη, PVC, ρητίνη, σιλικόνη, τεφλόν. [< γαλλ. matières plastiques, 1913] , πλαστική εγχείρηση/επέμβαση & (προφ.) πλαστική: ΙΑΤΡ. χειρουργική επέμβαση για την επανορθωτική ή την αισθητική ανάπλαση, αποκατάσταση ιστών: ~ ~ αυτιών (= ωτοπλαστική)/βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/βραχιόνων/κοιλίας (= κοιλιοπλαστική)/στήθους/μύτης (= ρινοπλαστική)/προσώπου/σώματος/χειλέων., πλαστική χειρουργική: ΙΑΤΡ. κλάδος της χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο τις πλαστικές επεμβάσεις: αισθητική/επανορθωτική ~ ~. Εξειδίκευση στην ~ ~ μαστού (= μαστοπηξία)/περιοδοντίου/προσώπου. [< αγγλ. plastic surgery] , πλαστικό φαγητό (προφ.): τυποποιημένο φαγητό, συνήθ. των φαστ φουντ. Πβ. τζανκ φουντ., πλαστικό χρήμα: πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. [< αγγλ. plastic money, 1969] , πλαστικό χρώμα & (προφ.) πλαστικό: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. χρώμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χαρακτηρίζεται από μεγάλη καλυπτικότητα, φωτεινότητα, αντοχή, ευκολία εφαρμογής, ισχυρή πρόσφυση και γρήγορο στέγνωμα. Βλ. λάτεξ. [< αγγλ. plastic paint, 1925] , πλαστικός - επανορθωτικός χειρουργός & (προφ.) πλαστικός: γιατρός ειδικευμένος στην πλαστική και επανορθωτική χειρουργική. [< αγγλ. plastic surgeon] , πλαστική παραμόρφωση βλ. παραμόρφωση [< 1,3,6: αγγλ. plastic 2,4: αρχ. πλαστικός 5: γαλλ. plastique]
πλύση πλύ-ση ουσ. (θηλ.) 1. (λόγ.) πλύσιμο: μηχανές/σύστημα ~ης. Το νερό της ~ης. Βλ. ξέπλυμα. 2. (ειδικότ.) διαδικασία πλυσίματος ρούχων στο πλυντήριο. Βλ. μπουγάδα, ξέβγαλμα. 3. ΙΑΤΡ. καθαρισμός μέρους του σώματος, συνήθ. με αντισηπτικό: κολπική ~. ~εις στόματος (ΣΥΝ. μπουκώματα). Πβ. έκπλυση. 4. ΧΗΜ. καθαρισμός μεταλλευμάτων, υφαντικών ινών ή ορυκτών. ● ΣΥΜΠΛ.: πλύση εγκεφάλου: συστηματική και πιεστική προσπάθεια, με στόχο την ακούσια αλλαγή των πολιτικών και κοινωνικών πεποιθήσεων, στάσεων ή συναισθημάτων ενός ατόμου ή μιας ομάδας και την υιοθέτηση άλλων: μαζική ~ ~. Η διαφήμιση/τηλεόραση ως μέσο ~ης ~. Βλ. προπαγάνδα. [< αγγλ. brainwashing, 1950] , πλύση στομάχου: ΙΑΤΡ. κένωση από δηλητηριώδεις ουσίες. [< αγγλ. gastric/stomach lavage] [< 1: αρχ. πλύσις 2: αγγλ. wash(ing) 3: γαλλ. lavage 4: αγγλ. washing]
συνείδηση συ-νεί-δη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ικανότητα του ατόμου να διακρίνει το καλό από το κακό ή το ηθικό από το ανήθικο και ειδικότ. το προσωπικό σύστημα αξιών που ρυθμίζει τη συμπεριφορά του: αφύπνιση/επιταγές της ~ης. Κρίση (: αμφιβολία για την ορθότητα κάποιας πράξης)/τύψεις ~ήσεως. Άνθρωπος με ~ (= ευσυνείδητος)/χωρίς ίχνος ~ης (= ασυνείδητος). Αποφασίζω/ενεργώ/κρίνω/ψηφίζω κατά ~/σύμφωνα με τη ~ή μου. Έχει ήρεμη/καθαρή τη ~ή (της). Δεν έχει ~ (= ήθος). Aκολουθώ/ακούω τη φωνή της ~ής μου. Πράξη που (μου) απαγορεύει/επιβάλλει/υπαγορεύει η ~ή μου. Διαφθορά/εκμαυλισμός των ~ήσεων. Οι ενέργειές του έχουν καταδικαστεί/καταξιωθεί στη ~ των ανθρώπων/του κόσμου/του λαού. Πβ. συνειδός.|| Το έχω βάρος στη ~ή μου (: θεωρώ τον εαυτό μου υπεύθυνο για κάτι που συνέβη σε κάποιον/κάτι· βλ. αυτοκριτική).|| Επαγγελματική/επιστημονική/ιατρική ~ (: η επίγνωση του καθήκοντος και η αντίστοιχη συμπεριφορά). 2. συναίσθηση της ένταξης σε κάποιον χώρο, πολιτισμό, ιδεολογία: ανθρωπιστική/γλωσσική/δημοκρατική/εθνική/ιστορική/οδική/οικολογική/πατριωτική/περιβαλλοντική/πολιτική/συλλογική ~. Ανάπτυξη/διαμόρφωση/καλλιέργεια ~ης. Κρατούμενος ~ης. 3. λειτουργία με την οποία ο ανθρώπινος οργανισμός αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους άλλους και το περιβάλλον, καθώς και τις σκέψεις και πράξεις του: ~ του τόπου/χρόνου/χώρου. Απώλεια ~ης (πβ. λιποθυμία). Στη ~ του κόσμου (= των πολλών). Ανακαλώ κάτι στη ~ή μου. Βλ. συνειδητό.|| Με ~ (= συναίσθηση) της ευθύνης. Έχω απόλυτη/πλήρη ~ των δυνατοτήτων μου (βλ. αυτο~)/της κατάστασης/του κινδύνου/του πράγματος/των πράξεών μου (πβ. αυτεπίγνωση)/του προβλήματος/της σοβαρότητας/των συνεπειών. (Κάτι) αποτελεί/είναι/έχει γίνει κοινή ~ (= πεποίθηση). Δεν έχει ~ σε τι περιπέτεια μπήκε (πβ. επίγνωση. ΑΝΤ. άγνοια). Βλ. κατα-λαβαίνω, -νοώ.|| (ΙΑΤΡ.) Διαταραχές της ~ης (: που σχετίζονται με αισθητηριακές ή πνευματικές λειτουργίες, όπως η αϋπνία, η μέθη). ● ΣΥΜΠΛ.: αντιρρησίας συνείδησης βλ. αντιρρησίας, ελευθερία (της) θρησκευτικής συνείδησης βλ. ελευθερία, ελευθερία (της) σκέψης/(της) συνείδησης βλ. ελευθερία, κοινωνική συνείδηση βλ. κοινωνικός, ταξική συνείδηση βλ. ταξικός ● ΦΡ.: έχω τη συνείδησή μου ήσυχη (προφ.): δεν αισθάνομαι τύψεις: ~ ~ ότι έκανα το καθήκον μου. ~ ~, γιατί βοήθησα στην υπόθεση., με ελαφριά (τη) συνείδηση & (λόγ.) ελαφρά τη συνειδήσει: χωρίς τύψεις συνειδήσεως: Μερικοί ~ ~ λησμονούν τον λόγο που έδωσαν., καθησυχάζω τη συνείδησή (μου) βλ. καθησυχάζω, με τύπτει η συνείδηση βλ. τύπτω [< αρχ. συνείδησις ‘γνώση, συναίσθηση’, γαλλ. conscience]
συντηρητικός, ή, ό συ-ντη-ρη-τι-κός επίθ. 1. που ακολουθεί παραδοσιακές αξίες και την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων και συνήθ. αντιτίθεται στις μεγάλες αλλαγές: ~ός: λόγος/τρόπος ζωής/χαρακτήρας. ~ή: εποχή/θεώρηση/κοινωνία/νοοτροπία/πράξη/πρόταση/στάση/συμπεριφορά. ~ό: καθεστώς/κοινό/περιβάλλον/πνεύμα. ~ές: αντιλήψεις/αποφάσεις/ενέργειες/επιλογές/θέσεις/ιδέες. Είναι ~ στις απόψεις του.|| (ΠΟΛΙΤ.) ~ή: εφημερίδα/κυβέρνηση/μερίδα/παράταξη/πτέρυγα. ~ό: κόμμα. ~οί: ψηφοφόροι. (ως ουσ.) Ήττα/νίκη των ~ών. Βλ. νεο~, υπερ~. ΣΥΝ. αναχρονιστικός, οπισθοδρομικός ΑΝΤ. εικονοκλαστικός, καινοτόμος, προοδευτικός (1) 2. που χαρακτηρίζεται από μέτρο, περίσκεψη, έλλειψη ρίσκου: ~ή: διαχείριση (οικονομικών)/ζωή. Βλ. συγκρατημένος, φειδωλός.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αγωγή/αντιμετώπιση (νόσου)/θεραπεία (: με φάρμακα ή άλλους τρόπους, χωρίς εγχείρηση). Βλ. ήπιος. 3. που σχετίζεται με τη συντήρηση κάποιου πράγματος: ~ές: εργασίες.|| ~ές: ουσίες (= συντηρητικά). ● επίρρ.: συντηρητικά ● ΣΥΜΠΛ.: συντηρητική κατάσχεση βλ. κατάσχεση [< μτγν. συντηρητικός, γαλλ. conservateur, αγγλ. conservative]
ταλάντωση τα-λά-ντω-ση ουσ. (θηλ.): ΦΥΣ. επαναλαμβανόμενη κίνηση ενός σώματος μεταξύ δύο ακραίων θέσεων: αμείωτη/ελεύθερη/εξαναγκασμένη/(α)περιοδική/σύνθετη/φθίνουσα ~. Μήκος/ενέργεια/εύρος/πλάτος/συχνότητα/ταχύτητα ~ης. Οι ~ώσεις του εκκρεμούς. Αποσβεστήρας ~ώσεων (πβ. αμορτισέρ). Πβ. ταλάντευση.|| (ΗΛΕΚΤΡ.) Ηλεκτρική ~. Κύκλωμα ~ώσεων. Βλ. διατοιχισμός, κυμάτωση. ● ΣΥΜΠΛ.: αρμονική ταλάντωση βλ. αρμονικός [< αρχ. ταλάντωσις, γαλλ. oscillation]
-φάγος & -φαγος, ος, ο (λόγ.) επίθημα επιθέτων ή ουσιαστικών με αναφορά σε 1. άνθρωπο ή ζώο που τρέφεται με συγκεκριμένη κατηγορία ή ποσότητα τροφής: κρεατο-φάγος/χορτο~.|| Λιγό-φαγος (πβ. λιτο-δίαιτος).|| Μυρμηγκο-φάγος/ξυλο~/πτωματο~/σαρκο~/φυλλο~.|| (περιληπτ.) (Τα) παµ-φάγα/φυτο~. 2. (μτφ.) άτομο με πάθος για ό,τι εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: βιβλιο-φάγος (βλ. -φιλος). 3. καταπατητή: οικοπεδο~. 4. ασθένεια: τριχο~.
-φρων, ων, ον {-φρονος | -φρονες (ουδ. -φρονα), -φρόνων} (λόγ.) & (προφ.) -φρονας: επίθημα που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο συνήθ. πρόσωπο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένο τρόπο σκέψης: ά~/εχέ~/σώ~. Μετριό~.|| Eθνικό~.|| Παρά~.
χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ