εμότζι [ἐμότζι] ε-μό-τζι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}& έμοτζι: εικονόγραμμα, ιδεόγραμμα ή λογόγραμμα, γενικότ. μικρό εικονίδιο που χρησιμοποιείται στην ηλεκτρονική επικοινωνία για να εκφράσει παραστατικά κυρ. ποικίλα αισθήματα και συναισθήματα: το ~ είναι η εξελιγμένη μορφή του εμότικον. [< αγγλ. emoji, 1997, ιταλ. ~, 2011, γαλλ. émoji, 2013, < ιαπων. e «εικόνα, σχέδιο» + moji ‘γράμμα, χαρακτήρας’, εμπορ. ονομασ.)
καραόκε κα-ρα-ό-κε ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & καραόκι: ερασιτεχνική, ζωντανή εκτέλεση τραγουδιού που υποστηρίζεται από σύστημα με ηχογραφημένη μουσική και οθόνη προβολής των στίχων· συνεκδ. η αντίστοιχη συσκευή: βραδιά/διαγωνισμός/μπαρ ~. Μηχάνημα/μικρόφωνο ~. Kάνω/τραγουδάω ~.|| (ως επίθ.) ~ πάρτι. [< αγγλ. karaoke, 1977, γαλλ. karaoké, 1985, ιαπων. kara + ōke(sutora) ‘κενή ορχήστρα’]
καράτε κα-ρά-τε ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ιαπωνική πολεμική τέχνη αυτοάμυνας χωρίς όπλα που βασίζεται σε κοφτές κινήσεις των χεριών και των ποδιών εναντίον του αντιπάλου∙ κατ' επέκτ. το αντίστοιχο άθλημα: παραδοσιακό ~. Δάσκαλος/σχολές/τεχνικές (βλ. κάτα) του ~. Έχει μαύρη ζώνη στο ~ (βλ. νταν2).|| (ΑΘΛ.) Αγωνιστικό ~. Bλ. αϊκίντο, ζίου ζίτσου, κουνγκ φου, ταεκβοντό, τάι τσι, τατάμι, τζούντο. [< αμερικ. karate, 1926, γαλλ. karaté, 1956, ιαπων. kara + te ‘άδεια χέρια’]
κέριν κέ-ριν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ολυμπιακό αγώνισμα ποδηλασίας στο οποίο οι ποδηλάτες ακολουθούν για κάποια απόσταση (περ. δύο χιλιομέτρων) μια μοτοσικλέτα που δίνει ρυθμό στην κούρσα και φεύγει πριν από τον τελευταίο γύρο, δίνοντάς τους το σύνθημα για το σπριντ μέχρι το τέρμα. [< αγγλ. keirin, 1948 < ιαπων. ~ ]
κιμονό κι-μο-νό ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: παραδοσιακή μακριά γιαπωνέζικη ρόμπα με φαρδιά μανίκια, η οποία συγκρατείται από μία μεγάλη ζώνη· κατ' επέκτ. σύγχρονο γυναικείο ένδυμα με παρόμοιο σχέδιο: γκέισες/χορεύτριες με ~.|| Μανίκια ~ (βλ. ζαπονέ). [< γαλλ.-αγγλ. kimono < ιαπων. ~ < ki ‘φορώ’ + mono ‘πράγμα’]
μόξα μό-ξα ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: συνδυασμός βοτάνων, με βάση το φυτό αρτεμισία, και η ανατολίτικη ιατρική τεχνική κατά την οποία αυτά, υπό μορφή κώνου ή κυλίνδρου, καίγονται σε σημεία βελονισμού, προσφέροντας ανακούφιση: θερμοθεραπεία με ~. [< γαλλ.-αγγλ. moxa < ιαπων. mogusa]
μπονσάι μπον-σά-ι ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μπονζάι: ΓΕΩΠ. δέντρο-νάνος, φυτεμένο σε γλάστρα, που αναπτύσσεται με ειδικό κλάδεμα των ριζών και των κλαδιών του και συχνά δέσιμο του βλαστού του με σύρμα, ώστε να του δοθεί συγκεκριμένο σχήμα: η τέχνη των ~. [< αγγλ. bonsai, 1899, ιαπων. < bon ‘γλάστρα’ + sai ‘δέντρο’, γαλλ. bonsaï, περ. 1975]
ναντίνα να-ντί-να ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ψηλός αειθαλής καλλωπιστικός θάμνος (επιστ. ονομασ. Nandina domestica) με πορφυρό φύλλωμα και κόκκινους καρπούς το φθινόπωρο και τον χειμώνα. [< αγγλ. nandina < ιαπων. nanden]
νιχόνιο νι-χό-νι-ο ουσ. (ουδ.): ΧΗΜ. τεχνητό ραδιενεργό στοιχείο (σύμβ. Nh, Ζ 113) με μικρή διάρκεια ζωής. [< αγγλ.-γαλλ. nihonium, 2016 < ιαπων. Nihon ‘Ιαπωνία’]
οριγκάμι [ὀριγκάμι] ο-ρι-γκά-μι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ιαπωνική χειροτεχνία διπλώματος χαρτιού, ώστε να αναπαριστά αντικείμενα· κατ' επέκτ. το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας. ΣΥΝ. χαρτοδιπλωτική [< αγγλ. origami, 1948 < ιαπων. ori ‘διπλώνω’ + kami ‘χαρτί’, γαλλ. ~, 1954]
ρέικι ρέ-ι-κι ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: τεχνική της συμπληρωματικής ή εναλλακτικής ιατρικής, η οποία στηρίζεται στη μετάδοση ζωτικής ενέργειας από τον θεραπευτή στον θεραπευόμενο με ελαφριά αγγίγματα των χεριών. Βλ. μασάζ. [< αγγλ. reiki, 1975 < ιαπων. rei ‘ψυχή’+ ki ‘ζωτική δύναμη, νους’]
σαγιονάρα σα-γιο-νά-ρα ουσ. (θηλ.) {συνηθέστ. στον πληθ.}: είδος παντόφλας, συνήθ. από ελαφρύ πλαστικό, που συγκρατείται στο πόδι με λεπτά λουράκια: καλοκαιρινές ~ες. Φοράει ανατομικές/δερμάτινες ~ες. Κυκλοφορούσε με σορτσάκι και ~ες. Βλ. σανδάλι. [< ιαπων. sayonara 'αντίο']
σούμο [σοῦμο] σού-μο ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΑΘΛ. ιαπωνική πάλη ανάμεσα σε εξαιρετικά μεγαλόσωμους αθλητές κατά την οποία ο ένας προσπαθεί να σπρώξει τον άλλον έξω από τον κύκλο στον οποίο βρίσκονται ή να τον κάνει να ακουμπήσει στο έδαφος οποιοδήποτε μέρος του σώματός του εκτός από το πέλμα. [< γαλλ. soumo, 1863, sumo, 1981, αγγλ. sumo, 1880 < ιαπων. sumō]
τόφου & τοφού τό-φου ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. έδεσμα από πολτοποιημένα φασόλια σόγιας, πλούσιο σε πρωτεΐνες, που χρησιμοποιείται στην ασιατική κουζίνα, γνωστό και ως τυρί σόγιας: καπνιστό/φυσικό ~. Σαλάτα με ~. Μπιφτέκι από ~. [< αγγλ. tofu < ιαπων. tōfu, γαλλ. ~, περ. 1985]
μασάζ
μασάζ μα-σάζ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: πίεση ή τριβή που εφαρμόζεται με τα χέρια ή με ειδικά μηχανήματα στο σώμα, με σκοπό τη θεραπεία ή τη χαλάρωση: λεμφικό/ολιστικό/τοπικό ~. ~ κεφαλής/ποδιών/προσώπου. ~ με αιθέρια έλαια. ~ κατά της κυτταρίτιδας/του στρες. Κάνω ~. Πολυθρόνα-~. Βλ. αυτο~, ηλεκτρο~, υδρο~, χειρο~, κινησιο-, φυσικο-θεραπεία.|| (μτφ.) Πολιτικό/ψυχολογικό ~. ΣΥΝ. μάλαξη (1) ● ΣΥΜΠΛ.: σουηδικό μασάζ βλ. σουηδικός [< γαλλ. massage]
ξίφος
ξίφος ξί-φος ουσ. (ουδ.): όπλο χειρός με μεταλλική λεπίδα και χειρολαβή: αιχμηρό/μακρύ/σιδερένιο/χάλκινο/χρυσό ~. Θήκη/λαβή ~ους. Ιαπωνικά/κυρτά ~η. Τα ~η των ιπποτών. Πβ. σπάθη, σπαθί. Βλ. ξιφολόγχη.|| (ως εξάρτημα στρατιωτικής στολής:) ~ αξιωματικού. Απονομή ~ών.|| (ΑΘΛ.) ~ ασκήσεως. Ηλεκτρικό ~ μονομαχίας. Μάσκα, γάντια και ~ (: το ειδικό όπλο του αγωνίσματος της ξιφασκίας).|| (μτφ.) Ακονίζουν τα ~η τους για τις εκλογές (: ενόψει αναμέτρησης, κόντρας). ● Υποκ.: ξιφίδιο (το):Βλ. -ίδιο. ● ΦΡ.: διασταύρωσαν τα ξίφη τους βλ. διασταυρώνω [< αρχ. ξίφος, αγγλ. sword]
σανδάλι
σανδάλι σαν-δά-λι ουσ. (ουδ.) {συνήθ. στον πληθ.} & σαντάλι: πέδιλο με λεπτή ίσια σόλα, που συγκρατείται στο πόδι με λουράκια: ανατομικά/δερμάτινα ~ια. Βλ. σαγιονάρα. [< αρχ. σανδάλιον, γαλλ. sandale, αγγλ. sandal]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.