αγαθά [ἀγαθά] α-γα-θά ουσ. (ουδ.) (τα) 1. μέσα (προϊόντα ή υπηρεσίες) που ικανοποιούν υλικές κυρ. ανάγκες του ανθρώπου: ακίνητα/βασικά/βιομηχανικά/δημόσια/έμμεσα (: που συντελούν στην παραγωγή άλλων αγαθών, ΑΝΤ. άμεσα)/κινητά/υλικά ~. Αγορά/απόκτηση/διακίνηση/εισαγωγή/κόστος/πώληση/συσσώρευση ~ών. Τα ~ της Γης (: οι καρποί).|| Άφησε όλα του τα ~ (= την περιουσία) στην κόρη του. Έχασε όλα του τα ~ (: ό,τι είχε και δεν είχε).|| Πνευματικά/πολιτιστικά ~ά. 2. (μτφ.) ωφέλιμες συνέπειες, κέρδη, πλεονεκτήματα: Τα ~ της δημοκρατίας/της εργασίας/του πολιτισμού/της τεχνολογίας. ● ΣΥΜΠΛ.: άυλα αγαθά βλ. άυλος, βιοτικά αγαθά βλ. βιοτικός, ελεύθερα αγαθά βλ. ελεύθερος, επενδυτικά αγαθά βλ. επενδυτικός, καταναλωτικά αγαθά βλ. καταναλωτικός, κεφαλαιουχικά αγαθά βλ. κεφαλαιουχικός, οικονομικά αγαθά βλ. οικονομικός ● ΦΡ.: του Αβραάμ και του Ισαάκ τα αγαθά/τα καλά: πλούτη, υλικά αγαθά και γενικότ. ευτυχία: Είχαν ~ ~, δεν τους έλειπε τίποτα. Οι γονείς του τον μεγάλωσαν με όλα ~ ~. Πβ. του κόσμου τ' αγαθά.|| (ως ευχή-λαϊκό) ~ ~ να έχεις! Ο Θεός να σας δώσει ~ ~! Πβ. τα ελέη του Θεού., τα αγαθά κόποις κτώνται βλ. κόπος [< αγγλ. goods, γαλλ. biens, γερμ. Güter]
εξορία [ἐξορία] ε-ξο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. εκδίωξη κάποιου από την πατρίδα του ή εκτοπισμός του σε επιτηρούμενη περιοχή εντός της χώρας στην οποία ζει, που επιβάλλεται ως ποινή: (παλαιότ.) Μας έστειλαν/μας πήγαν ~. Ξερονήσια/τόποι ~ας πολιτικών κρατουμένων. Διώξεις, φυλακίσεις και ~ες. Πβ. εκπατρισμός, εκτόπιση, εξορισμός, υπερορία. Βλ. αυτο~, εξοστρακισμός. 2. (συνεκδ.) ο τόπος όπου εξορίζεται κάποιος και η κατάσταση του να ζει εκεί εξόριστος: Κρατούμενος που γύρισε/επανήλθε/επέστρεψε από την ~. Αγωνιστής που έζησε/πέθανε στην ~.|| (μτφ.-προφ.) Εδώ στην ~ που ζω ... (: συνήθ. για στρατιώτη ή δημόσιο υπάλληλο που υπηρετεί σε μακρινό και απομονωμένο μέρος). ● ΦΡ.: στην εξορία του Αδάμ: πολύ μακριά, σε απρόσιτο τόπο: Ζει/μένει σ' ένα μικρό χωριό, ~ ~. Πβ. στου δια(β)όλου τη μάνα. [< 1: μτγν. ἐξορία]
θεριό θε-ριό ουσ. (ουδ.) 1. (μτφ.-λογοτ.) κάποιος ή κάτι που χαρακτηρίζεται από αγριότητα ή σφοδρότητα: Λογοφέραμε κι έγινε ~.|| Το κύμα βγήκε ~ στην παραλία! 2. (λαϊκό-λογοτ.) άγριο σαρκοφάγο ζώο. ● ΣΥΜΠΛ.: θεριό ανήμερο & ανήμερο θεριό, θηρίο ανήμερο (μτφ.): για κάποιον που εξοργίζεται, εξαγριώνεται, θυμώνει πολύ: Δεν πρόλαβαν να του πουν δεύτερη λέξη κι έγινε ~ ~ (= έγινε θηρίο, έξω φρενών, πυρ και μανία). Πβ. αγρίμι. ● ΦΡ.: φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη (παροιμ.): για να δηλωθεί ο αμοιβαίος φόβος μεταξύ αντίπαλων πλευρών. [< μεσν. θεριό]
κανέλα κα-νέ-λα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αποξηραμένος αρωματικός φλοιός τροπικού ασιατικού δέντρου (επιστ. ονομασ. Cinnamomum verum) σε μορφή καφέ σκόνης ή μικρών κυλίνδρων που χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό: μασουράκια/μπαστουνάκια/ξυλάκια ~ας. Ένα κουταλάκι/μια πρέζα ~ (ενν. τριμμένη).|| Κουλουράκια ~ας. Τσίχλες με γεύση ~ας. Tσάι/ψητά μήλα με ~. Πασπαλίζω το ρυζόγαλο με ~. Βλ. γαρίφαλο, μοσχοκάρυδο. ● ΦΡ.: από την Πόλη έρχομαι και στην κορ(υ)φή κανέλα: για περιπτώσεις πλήρους ασυναρτησίας, ασυνεννοησίας. Πβ. άλλα αντ' άλλων., μόσχος!/μόσχος και κανέλα/και γαρίφαλο βλ. μόσχος2 [< μεσν. κανέλα < ιταλ. cannella]
κατακλυσμός κα-τα-κλυ-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ισχυρή βροχόπτωση που προκαλεί πλημμύρες και καταστροφές: Έρχεται (μεγάλος) ~. Έκανε έναν ~ό! Έξω ρίχνει ~ό! Πβ. νεροποντή.|| (ΠΔ, συνήθ. με κεφαλ. το αρχικό Κ, κατάκλυση της Γης από ύδατα) Βιβλικός ~ (βλ. Κιβωτός του Νώε). (ΜΥΘ.) Ο ~ του Δευκαλίωνα. 2. (μτφ.) αδιάκοπη διαδοχή· πληθώρα, σωρεία: ~ διαμαρτυριών/ερωτήσεων/μηνυμάτων (πβ. βροχή, καταιγίδα, καταιγισμός, ορυμαγδός, πλήθος, χείμαρρος, χιονοστιβάδα). ~ της αγοράς από εισαγόμενα.|| ~ από πρόσφυγες. ● ΦΡ.: κατακλυσμός του Νώε (μτφ.-εμφατ.): για μεγάλη νεροποντή: Έξω γίνεται (ο) ~ ~! Πβ. βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες., φέρνει την καταστροφή βλ. καταστροφή [< αρχ. κατακλυσμός, γαλλ. cataclysme , αγγλ. cataclysm]
κιβωτός κι-βω-τός ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) κάθε μέσο διαφύλαξης και διάσωσης κυρ. πνευματικών αξιών: ~ εθνικών παραδόσεων. Η βιβλιοθήκη μας αποτελεί ~ό γνώσεων. 2. (σπάν.-επίσ.) μεγάλο κιβώτιο όπου φυλάσσονται συνήθ. ιερά κειμήλια. ● ΣΥΜΠΛ.: Κιβωτός της Διαθήκης/του Μαρτυρίου/του Θεού (ΠΔ): ΘΕΟΛ. ξύλινο κιβώτιο των Εβραίων που περιείχε τις δύο πλάκες του Μωυσή, τη στάμνα με το μάννα και τη ράβδο του Ααρών., Κιβωτός του Νώε (ΠΔ): ΘΕΟΛ. ξύλινη, πλωτή, κλειστή κατασκευή που έφτιαξε ο Νώε κατόπιν εντολής του Θεού, μέσω της οποίας σώθηκαν από τον Κατακλυσμό ο ίδιος, η οικογένειά του και ένα ζεύγος από κάθε ζωικό είδος. [< 1: αρχ. κιβωτός]
κλαίω κλαί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κλαις ..., κλαίγοντας, (λόγ. μτχ. ενεστ. κλαί-ων, -ουσα, -ον) | έκλαι-γα, έκλα-ψα, κλά-ψει, κλαύ-τηκα κ. κλάφ-τηκα, κλαυ-τεί κ. κλαφ-τεί, κλα-μένος} & (σπάν.) κλαίγω 1. εξωτερικεύω ένα έντονο συναίσθημα (κυρ. λύπη, θλίψη, πόνο ή σπανιότ. χαρά), χύνοντας δάκρυα που, κάποιες φορές, συνοδεύονται από λυγμούς: ~ γιατί/επειδή/που ... Δεν αξίζει/πάψε (πια) να κλαις! Έλα, μην κλαις! Τι έχεις και κλαις; ~ει απαρηγόρητα/ασταμάτητα/βουβά/γοερά/εύκολα/σπαρακτικά/χωρίς λόγο. Όλο ~ει. ~νε από συγκίνηση/τα γέλια. ~γε με αναφιλητά (βλ. σκούζω)/κροκοδείλια δάκρυα. ~ψε δημόσια/μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα/στην αγκαλιά του. Ήμουν έτοιμος να/κρατήθηκα να μην/μου 'ρχεται να/πήγα να ~ψω (= να βάλω τα κλάματα). Κλάψε να ξαλαφρώσεις! Έφυγε κλαίγοντας. Πβ. με παίρνουν τα ζουμιά, με πήραν τα δάκρυα, με πήραν τα σιρόπια.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ει ο ουρανός (= βρέχει).|| (από εξωτερικό ερέθισμα:) ~ει, καθαρίζοντας κρεμμύδια. Τσούζουν και ~νε τα μάτια μου (: δακρύζουν). Βλ. μυξο~, σιγο~. ΑΝΤ. γελώ (1) 2. (εμφατ.) θρηνώ· λυπάμαι, οικτίρω: ~ει και αναστενάζει/μοιρολογεί/φωνάζει για τον χαμό του ... ~νε τον νεκρό/τους δικούς τους. ~νε για την καταστροφή. Πβ. θρηνολογώ, πενθώ.|| ~ τα νιάτα μου/τα χρήματα που ξόδεψα άσκοπα/τον χρόνο που έχασα.|| ~ει η καρδιά/ψυχή μου (= στενοχωριέμαι πολύ)! (ειρων.) Σιγά μην ~ψω για πάρτη σου! Αν δεν πάνε καλά τα πράγματα, κλάψ' τον! Πβ. θλίβομαι, συμπονώ. ● Παθ.: κλαίγομαι: παραπονιέμαι, συνήθ. άδικα ή αναίτια: Τι (κάθεσαι και) ~εσαι όλη μέρα; Πάψε/σταμάτα να ~εσαι για το παραμικρό! ~εται μονίμως ότι δεν έχει λεφτά. Πήγε και του ~τηκε πως δεν έχει δουλειά (: τον παρακάλεσε επίμονα και αναξιοπρεπώς). Πβ. κλαυθμυρίζω, κλαψουρίζω, μεμψιμοιρώ. ● Μτχ.: κλαίων , ουσα, ον (λόγ.) 1. (συνήθ. ειρων.) που κλαίει: ~ουσες: χήρες. Το παίζει ~ουσα (= μετανοούσα) Μαγδαληνή. 2. του οποίου το φύλλωμα ή τα ανθισμένα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος, δίνοντας την εντύπωση δακρύων: ~ουσες: τριανταφυλλιές. ● ΣΥΜΠΛ.: κλαίουσα ιτιά βλ. ιτιά ● ΦΡ.: (εμένα/αυτόν) μη με/τον κλαις (προφ.): μη με/τον λυπάσαι, γιατί δεν έχω/έχει ανάγκη: Αυτόν ~ ~· έχει λεφτά να ζήσει!, αν δεν κλάψει το παιδί, δεν το ταΐζει η μάνα/δεν του δίνουνε βυζί (παροιμ.): για να αποκτήσεις κάτι ή να βρεις το δίκιο σου, πρέπει να το διεκδικήσεις., είναι να τον κλαίνε (κι) οι ρέγκες/είναι να τον κλαις (προφ.): για κάποιον αξιολύπητο: Εάν αποτύχω, θα είμαι (για) να με ~ οι ρέγγες. Έτσι που κατάντησε, ~ ~ (= για κλάματα/για λύπηση). , θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει (προφ.): για δήλωση πλήρους αδιαφορίας (για κάτι): Ναι! Κι εγώ τώρα ~ ~! Σιγά μη βάλω ~ ~! Πβ. σκασίλα μου., θα κλάψουν(ε) μανούλες (προφ.): θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, θα γίνει μεγάλο κακό: Αν αποφασίσει να μιλήσει, (τότε) ~ ~ (πβ. θα πέσουν κορμιά). (απειλητ.) Μην το ξανακάνεις, διαφορετικά ~ ~!, κλαίν'/κλαίνε οι χήρες, κλαίν'/κλαίνε κι οι παντρεμένες (παροιμ.): για άτομο ανικανοποίητο, που παραπονιέται, ενώ δεν θα έπρεπε., κλαίω πικρά: μετανιώνω: ~ει ~ για το κακό που προκάλεσε.|| (συνήθ. απειλητ.) Θα ~ψεις ~ για όσα μου 'κανες (= θα το πληρώσεις ακριβά)!, κλάφ' τα (Χαράλαμπε) (προφ.): για άθλια κατάσταση. ΣΥΝ. άστα βράστα, βράσε ρύζι/όρυζα, κλάψε με μάνα (μ') κλάψε με! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθούν οι φοβερές συνέπειες που θα υποστεί κάποιος, σε περίπτωση που συμβεί αυτό που απεύχεται: Θα το μάθει και τότε ~ ~!, να κλάψω ή να γελάσω; (προφ., δηλωτικό αμηχανίας, απογοήτευσης ή στωικότητας): να στενοχωρηθώ ή να χαρώ;: Μ' αυτά που άκουσα, θα πρέπει ~ ~; Εδώ (τώρα) κλαίνε ή γελάνε;, ούτε κλαίει ούτε γελάει (προφ.) 1. (μτφ.) κάτι βρίσκεται σε μία μέση (ούτε θετική ούτε αρνητική) κατάσταση: Η πορεία της οικονομίας ~ ~. 2. (για πρόσ.) δεν εκδηλώνει κανένα συναίσθημα, τηρεί ουδέτερη στάση., τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω (προφ.-ειρων.): για κάποιον που προσποιείται ότι κάνει κάτι μόνο και μόνο επειδή υποκύπτει σε εξωτερικές πιέσεις και όχι επειδή, κατά βάθος, το θέλει πραγματικά: Όλο ~ ~ είσαι!, αύριο κλαίνε βλ. αύριο, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, κλαίω και οδύρομαι/χτυπιέμαι βλ. οδύρομαι, κλαίω με μαύρο δάκρυ βλ. δάκρυ, κλαίω τα λεφτά μου βλ. λεφτά, κλαίω τη μοίρα μου βλ. μοίρα, όλοι κλαίν(ε) τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι βλ. μυλωνάς, περασμένα μεγαλεία (και διηγώντας τα να κλαις) βλ. μεγαλείο [< αρχ. κλαίω] ΚΛΑΙΩ
κόκορας κό-κο-ρας ουσ. (αρσ.) {-α (λαϊκό) -όρου} 1. ΟΡΝΙΘ. κατοικίδιο πτηνό (επιστ. ονομασ. Gallus gallus, Gallus domesticus), το αρσενικό της κότας, με μεγάλο λειρί και μακριά προγούλια κάτω από το ράμφος του, πλούσιο φτέρωμα και καμπυλωτή ουρά· συνεκδ. το κρέας του: ~ ελευθέρας βοσκής (: αλανιάρης). Το λάλημα του ~α. Έσφαξαν ένα ~α. Πβ. αλέκτορας, πετεινός.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ κοκκινιστός/κρασάτος/χωριάτικος με μακαρόνια/χυλοπίτες. ~ παστιτσάδα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. (παλαιότ.) επικρουστήρας, σφύρα (σκανδάλης). ● ΦΡ.: κάνει τον κόκορα/το κοκόρι & το παίζει κοκόρι (προφ.): (για άνδρα) παριστάνει τον γενναίο, τον δυνατό, τον έξυπνο ή τον έμπειρο, συνήθ. σε ερωτικά ζητήματα. Πβ. κοκορεύομαι. ΣΥΝ. κάνει/παριστάνει τον παλικαρά, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει (παροιμ.): όταν αναμειγνύονται πολλά άτομα σε μια υπόθεση, συνήθ. δεν επιτυγχάνεται το επιθυμητό αποτέλεσμα. ΣΥΝ. οι πολλοί καπεταναίοι ρίχνουν έξω το καράβι, πολλές μαμές, στραβό το παιδί, σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση (παροιμ.) & κοκόρου γνώση (ειρων.): για να δηλωθεί η έλλειψη ευφυΐας., τα φόρτωσε στον κόκορα (μτφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του: Από τη στιγμή που πέρασε στη σχολή ~ ~. Τα έχει φορτώσει ~ τελευταία. [< 1: ηχομιμητ. λ. 2: αγγλ. cock]
κόπρος κό-προς ουσ. (αρσ.) (μειωτ.): κοπρόσκυλο, κοπρίτης.
κουτσός, ή, ό κου-τσός επίθ. 1. που έχει μια μορφή αναπηρίας στο ένα ή και στα δύο κάτω άκρα. Πβ. σακάτης, χωλός. 2. (μτφ.-προφ., για έπιπλο) που του έχει σπάσει κάποιο πόδι: ~ή: καρέκλα. ~ό: τραπέζι. 3. (μτφ.-προφ.) ελλιπής, λειψός: ~ές: φράσεις. ● επίρρ.: κουτσά ● ΦΡ.: κουτσά στραβά (προφ.): έστω και με δυσκολίες, πρόχειρα: ~ ~ τα καταφέραμε/συνεννοηθήκαμε. Πβ. έτσι κι έτσι, κούτσα-κούτσα, μόλις και μετά βίας, όπως όπως., κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (παροιμ.-συνήθ. ειρων.): για πλήθος που συρρέει ή καταφεύγει κάπου, για να βρει βοήθεια., και/κι η κουτσή Μαρία/Μαριώ βλ. Μαρία, ποντάρει σε κουτσό άλογο βλ. άλογο [< μεσν. κουτσός]
μέλι μέ-λι ουσ. (ουδ.) {μελ-ιού (λόγ.) μέλιτος} 1. φυσική, γλυκιά και αρωματική, ημίρευστη θρεπτική ουσία που παράγουν οι μέλισσες του είδους Apis mellifera από το νέκταρ των φυτών ή από διάφορες φυτικές ουσίες: αγνό/βιολογικό/θυμαρίσιο/κρυσταλλωμένο ~. ~ ανθέων ή ανθόμελο (π.χ. ~ πορτοκαλιάς). Σιρόπι ~ιού. ~ από μελιτώματα (π.χ. ~ δάσους (= δασόμελο)/ελάτης, ελάτου (= ελατόμελο)/πεύκου (= πευκόμελο). Βούτυρο με ~ (βλ. μαρμελάδα). Γιαούρτι με ~ και καρύδια. Κουλουράκια/σάκχαρα (βλ. δεξτρόζη)/σάλτσα ~ιού. Φρούτα γλυκά σαν (το) ~. Βλ. βασιλικός πολτός, ρακόμελο, υδρο~. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ γλυκός ή ευχάριστος: Τα πορτοκάλια/τα σύκα είναι ~. Βλ. ξίδι.|| Καλά, ~ έχει κι είσαι συνέχεια κοντά της; Λόγια όλο ~. ● Υποκ.: μελάκι (το). ● ΣΥΜΠΛ.: ο μήνας του μέλιτος: περίοδος αρμονίας, ευτυχίας που ακολουθεί έναν γάμο, κατά την οποία πραγματοποιείται συνήθ. το γαμήλιο ταξίδι., το ταξίδι του μέλιτος: το γαμήλιο ταξίδι. ● ΦΡ.: βάζω το δάχτυλο στο μέλι (προφ.): απολαμβάνω, καρπώνομαι κάτι, συνήθ. χρηματικό ποσό: Μυρίστηκαν χρήμα και έσπευσαν να βάλουν ~ ~., μέσα/μες στα μέλια/σιρόπια (μτφ.-προφ.) 1. για νέο, συνήθ., ζευγάρι που εκδηλώνει με έντονο τρόπο τον έρωτά του: Είναι συνέχεια ~ ~ (: αγκαλίτσες, φιλάκια, χαδάκια). Πβ. ζαχάρωμα. 2. (κατ' επέκτ.) για να δηλωθούν πολύ στενές και καλές σχέσεις., να σε κάψω Γιάννη (μου), να σ' αλείψω λάδι/μέλι (παροιμ.): για ενέργεια ή συμπεριφορά αντιφατική, διπρόσωπη ή υποκριτική., (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (κολλάω) σαν τη μύγα (μες) στο μέλι βλ. μύγα, αγάλι αγάλι γίνεται η αγουρίδα μέλι βλ. αγάλι, ακρίδες και μέλι (άγριο) βλ. ακρίδα, καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) βλ. γριά, μέλι-γάλα/μέλι και γάλα βλ. γάλα, όλο λάδι/όλο μέλι/μέλι μέλι/λάδι λάδι και από τηγανίτα τίποτα βλ. τηγανίτα, τα λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι βλ. λόγια, τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι βλ. τζάμπα [< αρχ. μέλι] ΜΕΛΙ
Νώε [Νῶε] Νώ-ε κύριο όν. (αρσ.) {άκλ.}: στα ● ΣΥΜΠΛ.: Κιβωτός του Νώε βλ. κιβωτός ● ΦΡ.: από τον καιρό του Νώε & από τον καιρό του Αδάμ (και της Εύας) (εμφατ.): από πολύ παλιά: έπιπλα ~ ~ (= παμπάλαια). Έχω να τον δω ~ ~ (= εδώ και πολύ καιρό)., κατακλυσμός του Νώε βλ. κατακλυσμός [< μτγν. Νῶε]
φίλιππος, η, ο φί-λιπ-πος επίθ./ουσ. (σπάν.-λόγ.): (για πρόσ.) που αγαπά τα άλογα, την ιππασία ή τους ιππικούς αγώνες: το ~ο κοινό. [< αρχ. φίλιππος]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ