Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 18 εγγραφές  [0-18]


  • -μάνα β' συνθετικό θηλυκών ουσιαστικών για τον χαρακτηρισμό 1. της μάνας: αγορο~/μικρο~/μωρο~. Καλο~/ψυχο~.|| (για περιοχή ή πόλη) Λεβεντο~ (πβ. -γέννα)/φτωχο~. 2. (σπάν.-μεγεθ.) του πιο μεγάλου μεταξύ ομοειδών: (ΖΩΟΛ.) καβουρο~.
  • -ούρα2 (μεγεθ.-επιτατ.): επίθημα θηλυκών ουσιαστικών με αρνητική, μειωτική σημασία: (αγγλικά) αγγλικ~/(λαϊκός) λαϊκ~/(μηδενικό) μηδενικ~.
  • άντρακλας [ἄντρακλας] ά-ντρα-κλας ουσ. (αρσ.) (μεγεθ.-προφ.): ψηλός, σωματώδης και πολύ αρρενωπός άντρας: Ένας ~ δύο μέτρα/ως εκεί πάνω! Πολύ ~ μας το παίζει. Πβ. παίδαρος.
  • θράκα θρά-κα ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): σωρός από αναμμένα κάρβουνα χωρίς φλόγα: Βάζω/ψήνω το κρέας/το χταπόδι στη ~. Πβ. καρβουνιά, χόβολη. Βλ. ψησταριά. [< μεσν. αθράκι > μεγεθ. αθράκα. Πβ. αρχ. ἀνθρακιά ‘θράκα’]
  • κήπος [κῆπος] κή-πος ουσ. (αρσ.): περίφρακτη έκταση γης ή ειδικά διαμορφωμένος χώρος όπου καλλιεργούνται λουλούδια, δέντρα, θάμνοι, λαχανικά: ανθισμένος/δημόσιος/εσωτερικός/θεραπευτικός/ιδιωτικός/καταπράσινος/κατάφυτος/ξεραμένος/ολάνθιστος/παραδεισένιος/σχολικός/τροπικός ~. ~ ευεξίας. Έπιπλα ~ου. Αρχιτεκτονική (= κηποτεχνία)/διακόσμηση/συντηρητής (βλ. κηπουρός) ~ων. Εξοχική κατοικία/εστιατόριο/σπίτι με ~ο. Κατασκευή ~ων σε δώματα (: πράσινες στέγες/ταράτσες, ταρατσόκηπος). Εθνικός/ιστορικός (: που ενδιαφέρει από ιστορική ή/και καλλιτεχνική άποψη) ~.|| (στον πληθ., ως μεγεθ.-επίσ.) Εορταστική εκδήλωση στους ~ους του Προεδρικού Μεγάρου. Πβ. μπαξές, περιβόλι. Βλ. ανθό-, λαχανό-κηπος, πάρκο, προκήπιο. ● Υποκ.: κηπάκι & (σπάν.-λόγ.) κηπάριο (το), κηπάκος (ο) ● ΣΥΜΠΛ.: κρεμαστοί κήποι: που δημιουργούνται βαθμιδωτά σε ανισόπεδα επίπεδα: οι ~ ~ της Βαβυλώνας (: ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου)., βοτανικός κήπος βλ. βοτανικός, ζωολογικός κήπος βλ. ζωολογικός ● ΦΡ.: κήπος της Εδέμ βλ. Εδέμ [< αρχ. κῆπος]
  • κοιλαράς κοι-λα-ράς ουσ. (αρσ.) (μεγεθ.-μειωτ.): αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά. Πβ. προγάστωρ. Βλ. -αράς.
  • κουκουνάρα κου-κου-νά-ρα ουσ. (θηλ.) (μεγεθ.): μεγάλο κουκουνάρι. ● ΦΡ.: άρες μάρες (κουκουνάρες) βλ. άρες [< μεσν. κουκουνάρα]
  • κωλαράς κω-λα-ράς ουσ. (αρσ.) , κωλαρού (η) (μεγεθ.-μειωτ.): αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια. Βλ. -αράς, βυζαρού, κοιλαράς.
  • λαγάνα λα-γά-να ουσ. (θηλ.): πλατύ λεπτό ψωμί σε ελλειψοειδές σχήμα, με σουσάμι, χωρίς προζύμι, γάλα ή αβγά, το οποίο φτιάχνεται και καταναλώνεται παραδοσιακά την Καθαρά Δευτέρα: πατροπαράδοτη ~. ~ με ταραμά/χαλβά. Βλ. άζυμος. [< μεγεθ. του αρχ. λάγανον ‘γλύκισμα από αλεύρι, μέλι και λάδι’]
  • ματσούκι μα-τσού-κι ουσ. (ουδ.) 1. (λαϊκό) μακρύ και χοντρό ραβδί, μπαστούνι. Πβ. ρόπαλο. 2. (κατ' επέκτ.-αργκό) ξυλοδαρμός. [< μεσν. ματσούκι(ο)ν, μεγεθ. ματσούκα < μεσν. λατ. mazuca]
  • μπρατσαράς μπρα-τσα-ράς ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. μπρατσαρού} & μπρατσάς (μεγεθ.): μπρατσωμένος άνδρας: (κ. ως επίθ.) ~ σεκιουριτάς. Πβ. φουσκωτός. Βλ. -αράς.
  • μυταράς μυ-τα-ράς ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. μυταρού} (μεγεθ.) : αυτός που έχει μεγάλη μύτη. Βλ. -αράς.
  • πλαταράς πλα-τα-ράς ουσ. (αρσ.) (μεγεθ.-προφ.): άνδρας, συνήθ. γυμνασμένος, με φαρδιές πλάτες. Πβ. φουσκωτός. Βλ. -αράς.
  • πούλος [ποῦλος] πού-λος ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού): (μεγεθ.) πέος· κυρ. στη ● ΦΡ.: (παίρνω) τον πούλο: για κατάσταση πλήρους αποτυχίας. || (υβριστ.) Πάρε ~ και φύγε (= σπάσε, στρίβε, τζάσε)! [< μεσν. πούλ(λ)ος]
  • πουτσαράς [που-τσα-ράς ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού) 1. (μεγεθ.) αυτός που έχει μεγάλο πέος. Βλ. -αράς. ΣΥΝ. ψωλαράς 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) άνδρας που επιδεικνύει τη δύναμη και τον ανδρισμό του.
  • ροκάνα ρο-κά-να ουσ. (θηλ.) 1. ΜΟΥΣ. κρουστό όργανο που παράγει ξερό και δυνατό κρότο κατά την περιστροφική κίνηση οδοντωτού τροχού γύρω από τον άξονα-λαβή του. Πβ. κρόταλο, τροκάνα.|| Αποκριάτικη ~. 2. (μεγεθ.) μεγάλο ροκάνι.
  • σωματαράς σω-μα-τα-ράς ουσ. (αρσ.) (μεγεθ.-προφ.): μεγαλόσωμος συνήθ. άνδρας με καλογυμνασμένο σώμα. Πβ. μποντιμπιλντεράς, σφίχτης. Βλ. -αράς.
  • ψωλαράς ψω-λα-ράς ουσ. (αρσ.) (λ. ταμπού-μεγεθ.): άντρας με μεγάλο πέος. Βλ. -αράς. ΣΥΝ. πουτσαράς (1)

άζυμος

άζυμος, η, ο [ἄζυμος] ά-ζυ-μος επίθ. (σπάν.): (κυρ. για ψωμί) που ζυμώθηκε, παρασκευάστηκε χωρίς μαγιά ή προζύμι: ~η: πίτα. Βλ. λαγάνα, όστια.|| (ως ουσ.) Το ιουδαϊκό Πάσχα τρώνε αρνί και ~α. ΑΝΤ. ένζυμος [< αρχ. ἄζυμος]

ανθο- & ανθό-

ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα. 2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.

-άρας

-άρας: μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών κυρίων ονομάτων και επίθημα για τον σχηματισμό επωνύμων του ίδιου γένους: (οικ.) Μητσ~/Παυλ~.|| Παναγιωτ~.

άρες

άρες [ἄρες] ά-ρες ουσ. (θηλ.) (οι): μόνο στη ● ΦΡ.: άρες μάρες (κουκουνάρες) (προφ.): ανοησίες, κουταμάρες, ασυναρτησίες. Πβ. άλλα αντ' άλλων.

βοτανικός

βοτανικός, ή, ό βο-τα-νι-κός επίθ.: ΒΟΤ. που σχετίζεται με τη βοτανική ή γενικότ. με τα φυτά: ~ό: μουσείο. ΣΥΝ. βοτανο-, φυτο-λογικός. ● ΣΥΜΠΛ.: βοτανικός κήπος: δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος που προορίζεται για την καλλιέργεια, την επιστημονική μελέτη και την έκθεση φυτών: ζωολογικοί και ~οί ~οι. [< μτγν. βοτανικός, αγγλ. botanical, γαλλ. botanique]

Εδέμ

Εδέμ [Ἐδέμ] Ε-δέμ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: κυρ. στη ● ΦΡ.: κήπος της Εδέμ 1. (μτφ.) κάθε τόπος απαράμιλλης ομορφιάς και ευτυχίας: Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι ο μόνιμός μας ~ ~ (= επίγειος παράδεισος). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (αλλιώς Εδέμ, στην ΠΔ) ο τόπος στον οποίο ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι, ο Παράδεισος: εξορία του ανθρώπου από τον ~ο ~. [< μτγν. Ἐδέμ]

ζωολογικός

ζωολογικός, ή, ό ζω-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΖΩΟΛ. που σχετίζεται με τη ζωολογία, τον ζωολόγο ή τα ζώα: ~ό: μουσείο. Βλ. βοταν-, εντομολογ-, φυτολογ-ικός.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Πήγαμε βόλτα στο(ν) ~ό (ενν. κήπο). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωολογικό πάρκο: μεγάλη προστατευμένη έκταση, μέσα στην οποία οι επισκέπτες μπορούν να δουν άγρια ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Βλ. θαλάσσιο πάρκο., ζωολογικός κήπος (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ζ, Κ): χώρος ανοιχτός για το κοινό μέσα στον οποίο φυλάσσονται διάφορα είδη κυρ. άγριων ζώων, για διδακτικούς και επιστημονικούς σκοπούς. [< γαλλ. jardin zoologique] [< γαλλ. zoologique, αγγλ. zoological]

ψησταριά

ψησταριά ψη-στα-ριά ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για ψήσιμο κυρ. κρεατικών: ~ με κάρβουνα/υγραερίου. Πβ. μπάρμπεκιου. Βλ. γκριλ. 2. (συνεκδ.) ψητοπωλείο. ΣΥΝ. οβελιστήριο

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.