άζυμος, η, ο [ἄζυμος] ά-ζυ-μος επίθ. (σπάν.): (κυρ. για ψωμί) που ζυμώθηκε, παρασκευάστηκε χωρίς μαγιά ή προζύμι: ~η: πίτα. Βλ. λαγάνα, όστια.|| (ως ουσ.) Το ιουδαϊκό Πάσχα τρώνε αρνί και ~α. ΑΝΤ. ένζυμος [< αρχ. ἄζυμος]
ανθο- & ανθό- {κ. ανθ- όταν το β' συνθ. αρχίζει από φωνήεν} α' συνθετικό λέξεων με αναφορά 1. στο άνθος: ανθο-δέσμη/~δοχείο/~κομία/~πωλείο/~φορία. Ανθό-μελο/~νερο.|| (ΒΟΤ.) Ανθο-ταξία. Ανθό-φυτα. 2. (μτφ.) στο πιο εκλεκτό μέρος πράγματος ή συνόλου: ανθό-γαλα.|| Ανθο-λογία.
-άρας: μεγεθυντική κατάληξη αρσενικών κυρίων ονομάτων και επίθημα για τον σχηματισμό επωνύμων του ίδιου γένους: (οικ.) Μητσ~/Παυλ~.|| Παναγιωτ~.
άρες [ἄρες] ά-ρες ουσ. (θηλ.) (οι): μόνο στη ● ΦΡ.: άρες μάρες (κουκουνάρες) (προφ.): ανοησίες, κουταμάρες, ασυναρτησίες. Πβ. άλλα αντ' άλλων.
βοτανικός, ή, ό βο-τα-νι-κός επίθ.: ΒΟΤ. που σχετίζεται με τη βοτανική ή γενικότ. με τα φυτά: ~ό: μουσείο. ΣΥΝ. βοτανο-, φυτο-λογικός. ● ΣΥΜΠΛ.: βοτανικός κήπος: δημόσιος ή ιδιωτικός χώρος που προορίζεται για την καλλιέργεια, την επιστημονική μελέτη και την έκθεση φυτών: ζωολογικοί και ~οί ~οι. [< μτγν. βοτανικός, αγγλ. botanical, γαλλ. botanique]
Εδέμ [Ἐδέμ] Ε-δέμ ουσ. (θηλ.) {άκλ.}: κυρ. στη ● ΦΡ.: κήπος της Εδέμ 1. (μτφ.) κάθε τόπος απαράμιλλης ομορφιάς και ευτυχίας: Ο κόσμος του παιχνιδιού είναι ο μόνιμός μας ~ ~ (= επίγειος παράδεισος). 2. ΕΚΚΛΗΣ. (αλλιώς Εδέμ, στην ΠΔ) ο τόπος στον οποίο ζούσαν οι Πρωτόπλαστοι, ο Παράδεισος: εξορία του ανθρώπου από τον ~ο ~. [< μτγν. Ἐδέμ]
ζωολογικός, ή, ό ζω-ο-λο-γι-κός επίθ.: ΖΩΟΛ. που σχετίζεται με τη ζωολογία, τον ζωολόγο ή τα ζώα: ~ό: μουσείο. Βλ. βοταν-, εντομολογ-, φυτολογ-ικός.|| (στο αρσ. ως ουσ.) Πήγαμε βόλτα στο(ν) ~ό (ενν. κήπο). ● ΣΥΜΠΛ.: ζωολογικό πάρκο: μεγάλη προστατευμένη έκταση, μέσα στην οποία οι επισκέπτες μπορούν να δουν άγρια ζώα στο φυσικό τους περιβάλλον. Βλ. θαλάσσιο πάρκο., ζωολογικός κήπος (κ. με κεφαλ. τα αρχικά Ζ, Κ): χώρος ανοιχτός για το κοινό μέσα στον οποίο φυλάσσονται διάφορα είδη κυρ. άγριων ζώων, για διδακτικούς και επιστημονικούς σκοπούς. [< γαλλ. jardin zoologique] [< γαλλ. zoologique, αγγλ. zoological]
ψησταριά ψη-στα-ριά ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή για ψήσιμο κυρ. κρεατικών: ~ με κάρβουνα/υγραερίου. Πβ. μπάρμπεκιου. Βλ. γκριλ. 2. (συνεκδ.) ψητοπωλείο. ΣΥΝ. οβελιστήριο
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ