Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κεντιά κε-ντιά ουσ. (θηλ.) 1. (ποιητ.) κέντρισμα: ~ στην καρδιά (= συναισθηματικός πόνος). Πβ. τσίμπημα. 2. ΓΕΩΠ. {συνήθ. στον πληθ.} καθεμιά από τις κάθετες ή οριζόντιες τομές που γίνονται με τη χρήση αιχμηρού και αυλακωτού εργαλείου στο μαστιχόδεντρο με σκοπό τη συλλογή της μαστίχας. Πβ. εντομή, κέντημα, χαραγματιά.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.