καριόκα κα-ριό-κα ουσ. (θηλ.): ΖΑΧΑΡ. μικρό γλύκισμα με σοκολάτα και καρύδια ή αμύγδαλα, τυλιγμένο συνήθ. σε αλουμινόχαρτο. [< ισπ. ή πορτ. carioca]
μαράκες μα-ρά-κες ουσ. (θηλ.) (οι): ΜΟΥΣ. ζεύγος ιδιόφωνων κρουστών οργάνων από τη Λατινική Αμερική, τα οποία έχουν ξύλινη ή πλαστική λαβή και κούφια, μακρόστενη κεφαλή, γεμισμένη συνήθ. με όσπρια ή χαλίκια, ώστε όταν σείονται να παράγουν ήχο: τύμπανα, ντέφια και ~. [< πορτ. Maracás, γαλλ. maracas]
μαρμελάδα μαρ-με-λά-δα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πολτός βρασμένων φρούτων, ζάχαρης (ή μελιού) και πηκτίνης που αλείφεται συνήθ. στο ψωμί ή τη φρυγανιά ή χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική: σπιτική ~. ~ βερίκοκο/φράουλα. ~ χωρίς συντηρητικά. Βαζάκια ~ας. Τάρτα με ~. Βούτυρο με ~. Βλ. κομπόστα. [< γαλλ. marmelade < πορτ. marmelada < λατ. melimelum < αρχ. μελίμηλον ‘μηλιά μπολιασμένη σε κυδωνιά’]
μπόσα νόβα μπό-σα νό-βα ουσ. (θηλ.) {άκλ.} & μποσανόβα 1. ΜΟΥΣ. μουσική σε 6/8 που προέκυψε από τον συνδυασμό βραζιλιάνικων ρυθμών με την αμερικανική τζαζ. Βλ. σάμπα.2. ο χορός που χορεύεται στους ρυθμούς της ομώνυμης μουσικής. [< αγγλ. bossa nova, 1962, γαλλ. bossa nova, περ. 1962, πορτ. της Βραζιλίας ~ ~ ‘νέο κύμα’]
πιράνχας πι-ράν-χας ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & πιράνχα 1. ΙΧΘΥΟΛ. σαρκοβόρο ψάρι (γένος Serrasalmus), μικρό σε μέγεθος, με πεπλατυσμένο σώμα, ασημένια και κόκκινα λέπια και χαρακτηριστικά κοφτερά δόντια, που το καθιστούν πολύ επικίνδυνο για τον άνθρωπο: Τα περισσότερα ~ ζουν στους ποταμούς της Νότιας Αμερικής.2. (μτφ.) αδίστακτος, καιροσκόπος: αχόρταγα ~. Καραδοκούν σαν τα ~. [< αγγλ. piranha, πορτ. ~]
τάνγκα τάν-γκα ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: είδος κυρ. γυναικείου σλιπ που έχει τριγωνικό σχήμα και αφήνει το μεγαλύτερο μέρος των γλουτών ακάλυπτο: μαγιό-~. Βλ. στρινγκ. [< πορτ.-ισπ. tanga]
κομπόστα
κομπόστα κο-μπό-στα ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γλύκισμα από βρασμένα φρέσκα ή ξερά κομμάτια φρούτου μέσα σε αραιό σιρόπι: ~ ανανά/αχλάδι/βερίκοκο/δαμάσκηνο/ροδάκινο. ~ες και γλυκά κουταλιού/μαρμελάδες. [< ιταλ. composta]
σάμπα
σάμπα σά-μπα ουσ. (θηλ.): βραζιλιάνικος χορός αφρικανικής προέλευσης που χαρακτηρίζεται από γρήγορο ρυθμό και λικνιστική κίνηση των γοφών· συνεκδ. η αντίστοιχη μουσική: ~ του καρναβαλιού. Χορεύει στους ρυθμούς της ~. Βλ. λάτιν, μάμπο, μπόσα νόβα, ρέγγε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα). [< βραζιλιάνικο samba, αμερικ. ~, γαλλ. ~, 1925, διαδόθηκε περ. το 1945]
στρινγκ
στρινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: είδος σλιπ, κυρ. για γυναίκες, που αποτελείται από στενή λωρίδα υφάσματος, η οποία στο πίσω τμήμα καταλήγει σε κορδόνι. Βλ. τάνγκα. ● Υποκ.: στρινγκάκι (το) [< αγγλ. string (bikini), 1969, γαλλ. ~, 1975]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.