ακούω [ἀκούω] α-κού-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {ακού-ς, -ει, -με, -τε, -ν(ε), προστ. άκου, ακούτε, ακού(γ)οντας, παρατ. άκουγα | άκου-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, (σπάν.) -όμενος, -σμένος} 1. αντιλαμβάνομαι ήχους με το αισθητήριο όργανο της ακοής: Δεν ~ει καλά από το δεξί αυτί. ~ει ό,τι τον συμφέρει. Ακούς τίποτα; Για άκου! Μόλις που ~γόταν. ~γομαι στο βάθος; Καλέ, τι κραυγή ήταν αυτή! Μέχρι εδώ ~στηκες! Βλ. βαρι~, κρυφ~, ξαν~, παρ~. 2. παρακολουθώ προσεκτικά κάποιον, κάτι: ~ την εκπομπή σας μέσω ίντερνετ/μουσική/ραδιόφωνο (πβ. ακροάζομαι). Σε ~. Τον έχω ~σει (ενν. τον καλλιτέχνη) ζωντανά σε συναυλία. 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω: Πρώτη φορά το ~! ~σες τα νέα; Δεν ~σες ότι/πως ... Κάπου το ~σα και μου έκανε εντύπωση. Από ποιον το ~σες; Το ~σα από επίσημα χείλη. Όταν τα ~σε, έσκασε στα γέλια. Δεν ~στηκες τελευταία και ανησυχήσαμε (: δεν εμφανίστηκες, δεν μάθαμε νέα σου). Τραγούδια λιγότερο ~σμένα. Βλ. πρωτ~. 4. κατανοώ αυτά που λέει κάποιος, πείθομαι, υπακούω: Ακούς (= καταλαβαίνεις) τι σου λέω; Τον ~σα και την πάτησα. Δεν ~σες τα παρακάλια μου/τη συμβουλή μου! Δεν ~ει κανένα. Μην ακούς τι σου λένε οι άλλοι. Πρέπει να ~τε τους γονείς σας (= να ακολουθείτε τις συμβουλές, τις υποδείξεις τους)! Βλ. πειθαρχώ.|| Άκου την καρδιά σου! Βλ. εισ~. ● Παθ.: ακούγεται: δημιουργεί (ορισμένη) εντύπωση: Αυτό που λες ~ απίστευτο/αστείο/γελοίο/πολύ ενδιαφέρον/παράδοξο (ΣΥΝ. ηχεί). ~ άσχημα/ωραία (: προκαλεί αρνητική/θετική αίσθηση)., ακούγομαι 1. βρίσκομαι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποκτώ φήμη: Το όνομά του ~εται πολύ τώρα τελευταία.|| (παλαιότ.-αρνητ. συνυποδ.) ~στηκε στη γειτονιά και δεν τολμάει να ξεμυτίσει. 2. {στο γ' πρόσ.} (απρόσ.) διαδίδεται, θρυλείται, συζητιέται, φημολογείται: ~εται ότι θα γίνουν αυξήσεις. 3. {συνήθ. στο γ' πρόσ.} εισακούομαι: Ο λόγος του ~εται (= μετράει, πιάνει). Δεν ~εται πια (η γνώμη/η πρότασή του). Αν το πεις εσύ, θα ~στείς. ● ΦΡ.: άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω!: για επίπληξη, πρόκληση ενδιαφέροντος ή εμφατ. στον λόγο: Άκου/κοίτα να σου πω, δεν θα μου πεις εσύ τι να κάνω! Λοιπόν, ~ ~ τι έγινε! ΣΥΝ. άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) (1), άκου (με) που σου λέω!: για επιβεβαίωση των λόγων κάποιου: Αυτοί κάτι μαγειρεύουν, ~ ~!, άκου λέει! 1. για δήλωση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης: ~ ~ να πάμε περπατώντας! ΣΥΝ. άκου πράγματα! 2. (εμφατ.) για ενθάρρυνση, προτροπή: Πώς δεν θέλω; ~ ~ (= θέλω και πολύ μάλιστα)!, άκου πράγματα! & (προφ.) άκου πράματα: για δυσάρεστη έκπληξη, αγανάκτηση, αποδοκιμασία: ~ ~! Τριγυρνούσαν ξημερώματα μεθυσμένοι! ~ ~ να παρακολουθούν τα τηλέφωνα του κόσμου! ΣΥΝ. άκου λέει! (1), άκουσον, άκουσον!, άκουσε τα εξ αμάξης/τον εξάψαλμο/της χρονιάς του/τα σκολιανά του/τον αναβαλλόμενο: τον επέπληξαν, τον κατσάδιασαν: Άργησε να πάει στη δουλειά κι ~ ~., άκουσον, άκουσον! (λόγ.): έκπληξη για κάτι αρνητικό, αγανάκτηση, διαμαρτυρία, αποδοκιμασία. ΣΥΝ. (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί, άκου πράγματα!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...;, αυτό που άκουσες! (προφ.-επιτατ.): για έκφραση αγανάκτησης: Ναι λοιπόν, ~ ~, βαρέθηκα να σε παρακαλώ!, θα τ’ ακούσεις από την καλή (κι απ' την ανάποδη)!: (απειλητ.) ως επίπληξη., μ' ακούς;: για επιβεβαίωση ότι το κανάλι επικοινωνίας είναι ανοιχτό· (εμφατ. στο τέλος πρότασης) για δήλωση ισχυρής επιθυμίας του ομιλητή να τον προσέξει ιδιαίτερα ο ακροατής ή για απόλυτη επιβεβαίωση των λεγομένων με δραματικό τόνο: (σε τηλεφωνική συνδιάλεξη) Εγώ είμαι, ~ ~;|| Θέλω να σου μιλήσω, ~ ~;, όποιος έχει αυτιά, ακούει: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πασιφανές, οπότε δεν χρειάζονται περαιτέρω εξηγήσεις. Βλ. ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω., ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει (προφ.): για δήλωση κατηγορηματικής άρνησης: Διάβασμα; ~ ~! Παντρεύεται; Αυτός ούτε που ήθελε ν' ακούσει για γάμο!, πού (ξαν)ακούστηκε/πού έχει ακουστεί ...; & δεν έχει ξανακουστεί/δεν ξανακούστηκε! (προφ.): για δήλωση δυσάρεστης έκπληξης, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας· είναι αδιανόητο: ~ ~ να μην εφαρμόζονται οι αποφάσεις/ότι ισχύει κάτι τέτοιο; ~ ~ αυτό; Πβ. άκουσον, άκουσον!, δεν ξανάγινε!, τ(α) άκουσα (προφ.): με επέπληξε, με κατσάδιασε: ~ ~ γερά/για τα καλά/ένα χεράκι. Δεν φτάνει που τη βοήθησα, ~ ~ κι από πάνω! Πβ. άκουσε τα εξ αμάξης., τ’ ακούς, τ’ ακούω να λες: για επιβεβαίωση ή εμφατικό τονισμό των λεγομένων., την άκουσα (αργκό) 1. ήπια πολύ αλκοόλ και ζαλίστηκα: ~ ~ από το πιοτό. ~ ~ για τα καλά. Πβ. γίνομαι κουδούνι, μεθώ. 2. (σπάν.) σε περιπτώσεις που ακούει κάποιος μια ανοησία, μια κοτσάνα. Βλ. την πέταξε., (για) δες (εκεί)/(για) κοίτα/για φαντάσου/άκου/ακούς εκεί βλ. βλέπω, άκου εδώ βλ. εδώ, άκου(σε)/κοίτα(ξε) (να δεις) βλ. βλέπω, ακούει στο όνομα βλ. όνομα, άκουσα με τα ίδια μου τ' αυτιά/με τ' αυτιά μου βλ. αυτί, ακούω (κάτι) βερεσέ βλ. βερεσέ, ακούω τα σχολιανά μου βλ. σχολιανός, ακούω/ψέλνω σε κάποιον τον εξάψαλμο βλ. εξάψαλμος, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, δεν ακούγεται/δε(ν) βγαίνει άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά βλ. μιλιά, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, δεν καταλαβαίνω/ξέρω/ακούω Χριστό! βλ. Χριστός, εγώ μιλάω, εγώ τ' ακούω βλ. μιλώ, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, κοίτα/δες/άκου ποιος μιλάει! βλ. κοιτάζω, ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω βλ. ους, πάταξον μεν, άκουσον δε βλ. πατάσσω, τα 'θελες και τ' άκουσες βλ. θέλω, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά [< αρχ. ἀκούω]
άλλος, η, ο [ἄλλος] άλ-λος αόρ. αντων. {κ. λαϊκό αλλουνού (θηλ. αλληνής), άλλονε (-α) | αλλονών, αλλουνούς} 1. δηλώνει ότι ένα πρόσωπο, ένα πράγμα ή μια έννοια δεν ταυτίζεται με αυτό στο οποίο αντιπαρατίθεται: Κανένας/κάποιος/οποιοσδήποτε ~. Τίποτε ~ο. Διάφοροι ~οι. Αυτός και όλοι οι ~οι. Aυτό ή το ~ο; Αυτά και ~α πολλά. ~ για Θεσσαλονίκη; (: για επιβάτη) ~ εδώ, ~ εκεί. Ποιος ~ θέλει να έρθει; Με τον έναν ή τον ~ο τρόπο. ~ παίζει, ~ κερδίζει. ~ λιγότερο, ~ περισσότερο, θα τη βγάλουμε τη δουλειά. Το είπες στους ~ους; Σχετικά με τα/ως προς τα ~α...|| Το ~ο μισό. Ο ένας θα πάρει αυτό κι ο ~ εκείνο. Όχι αυτό, το ~ο. Ούτε ο ένας ούτε ο ~. Βλ. δεύτερος.|| ~ ένας (= επιπλέον). ~η μια φορά. Για ~ον ένα χρόνο θα μείνουμε εδώ. Δεν έδωσε ~α στοιχεία.|| (αόρ.) ~η μέρα/ώρα. Τι σε νοιάζει τι κάνουν οι ~οι; Να βοηθάς τους ~ους.|| (μειωτ.) Πιστεύεις ό,τι σου λέει ο ~;|| (αντίθ.) Στην ~η άκρη. Γύρισέ το από την ~η μεριά.|| Την ~η (= προηγούμενη) φορά μου άρεσε περισσότερο.|| Τον ~ο (= επόμενο) μήνα.|| Υπάρχει ~η (= ερωμένη). Τώρα βρήκε/τα έχει με ~ον (ενν. σύντροφο). 2. διαφορετικός: ~ος: τρόπος. ~η: άποψη/γνώμη. ~ο: πρόσωπο. Για ~ο λόγο σού τηλεφώνησα. Έγινε ~ άνθρωπος. ~α λέει ο ένας κι ~α ο ~. ~α λέει κι ~α κάνει. ~ο να τ' ακούς και ~ο να το βλέπεις. Σε ~ες εποχές (: στο παρελθόν). Βλ. ίδιος. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή βλ. ζωή, το άλλο/αντίθετο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: (μια) άλλη φορά: κάποια άλλη στιγμή: Θα σε δω/τα πούμε/συναντηθούμε ~ ~. [< γαλλ. une autre fois] , άλλα αντ' άλλων & (σπανιότ.) άλλα των άλλων & (προφ.) άλλα αντ' άλλα: για άσχετα πράγματα, ασυναρτησίες: Καταλαβαίνει/λέει ~ ~. Πβ. άρες μάρες (κουκουνάρες), ό,τι να 'ναι., άλλα λέει η θεια μου (κι) άλλα ακούν τ' αυτιά μου (παροιμ.): σε περιπτώσεις πλήρους ασυνεννοησίας., άλλο (πάλι) και τούτο/κι αυτό! & τι είναι πάλι τούτο/αυτό; (επιφων.): ως έκφραση έκπληξης για κάτι απρόσμενο, αναπάντεχο., άλλο το ένα κι άλλο το άλλο: για διαφορετικά πράγματα που δεν πρέπει να συγχέονται: Δεν μπορώ να τα συγκρίνω, ~ ~., άλλοι κι άλλοι: για αόριστη αναφορά σε πολλούς με τους οποίους γίνεται σύγκριση: Δεν ζητάω καμία χάρη, όπως ~ ~ (= τόσοι άλλοι).|| Εδώ κατάφερα άλλα κι άλλα, τώρα θα κολλήσω;, άλλος (κι) αυτός! (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): ούτε και αυτός μιλά ή ενεργεί σωστά: Τον παρέσυρε ο μικρός του αδελφός. ~ ~ πάλι! ΣΥΝ. καλός είναι κι αυτός/και τούτος/του λόγου του!, άλλος τόσος: (εμφατ.) διπλάσιος: ~ ~ δρόμος/κόπος/χρόνος/χώρος. Έχει γίνει ~ ~ (: έχει παχύνει ή ψηλώσει πολύ). Τόσος κι ~ ~., αν μη τι άλλο: τουλάχιστον: Δεν είναι τέλεια η εργασία του, ~ ~ όμως προσπάθησε. ΣΥΝ. ει μη τι άλλο, από ... άλλο τίποτα (προφ.): για κάτι που πλεονάζει: Από ιδέες/προτάσεις ~ ~ (: υπάρχουν ένα σωρό)., από δω παν' κι (οι) άλλοι: ως έκφραση αδιαφορίας για κάτι: Τα μάζεψε, έφυγε κι ~ ~., από την άλλη (πλευρά/μεριά) & από το άλλο μέρος: άλλωστε, εξάλλου: Δεν έχω χρόνο να πάω διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρήματα. [< γαλλ. d'autre part] , από το ένα στο άλλο: για απότομη, συνήθ. μη ομαλή μετάβαση: γρήγορη μετακίνηση ~ ~ (ενν. σημείο). Πηγαίνω/πηδάω ~ ~ (: για αλλαγή θέματος στον λόγο)., η άλλη όψη/πλευρά 1. η αντίθετη πλευρά: ~ ~ του έρωτα/της ζωής/του θέματος/του νομίσματος. 2. η άλλη πλευρά: (για πρόσ.) οι αντίπαλοι: Η ~ ~ είναι αδιάλλακτη. Συνομιλίες με την ~ ~., θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος (προφ.): για αόριστη αναφορά σε μια άλλη πλευρά του θέματος, συνήθ. σε αντιπαρατιθέμενη άποψη: Εσύ μπορεί να το λες, αλλά ~ ~: "και 'γω γιατί να το πιστέψω"; Δεν με άφησαν να μιλήσω και μετά σου λέει ~ ελευθερία του λόγου., κατά τα άλλα: ως προς τα υπόλοιπα: ~ ~ καλά. Έκανα μερικές διορθώσεις σε ένα ~ ~ πολύ καλό κείμενο.|| (ειρων.) Σκάσαμε σήμερα· ~ ~ είπαν ότι θα έπεφτε η θερμοκρασία (= είναι που είπαν ότι...)!, μεταξύ (των) άλλων & εκτός των άλλων & συν τοις άλλοις & ανάμεσα/κοντά/μέσα στα άλλα: επιπλέον, επιπρόσθετα: Είχα επαγγελματικά προβλήματα και ~ ~ αρρώστησα. ~ ~ συζητήθηκε το θέμα της μείωσης του ωραρίου. [< γερμ. unter anderem] , ο ένας κι ο άλλος: ο καθένας, ο οποιοσδήποτε: Μην ακούς τι σου λέει ~ ~. [< γαλλ. l' un et l' autre] , ο ένας με τον άλλο: (ανα)μεταξύ τους: Γνωρίζονται/επικοινωνούν/μοιάζουν ~ ~. Ζουν πολύ κοντά ~ ~., ο ένας του άλλου/(σ)τον άλλο(ν): για δήλωση αμοιβαιότητας: Όλοι έχουμε την ανάγκη ~ ~. Tα ρίχνουν ~ στον άλλον. Αγαπάει/καταλαβαίνει/κατηγορεί/μισεί ~ τον άλλον (πβ. αλληλο-)., τίποτ' άλλο/άλλο τίποτα; 1. (ειρων.) για σχολιασμό ή μετριασμό της υπερβολής στις δηλώσεις κάποιου: - Φέρε μου τον καφέ μου, την εφημερίδα και τις παντόφλες. - ~ ~; 2. ως ερώτηση σε πελάτη κυρ. καταστήματος, εστιατορίου: (Δεν θέλετε) τίποτε άλλο;, το κάτι άλλο!: (προφ., ως έκφραση ενθουσιασμού) απίθανος, καταπληκτικός, φανταστικός: Το χθεσινό πάρτι ήταν/το γαλακτομπούρεκό του είναι ~ ~!, (είναι) άλλο καπέλο βλ. καπέλο, (μου) έρχεται μία η άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, (το) δίχως άλλο/χωρίς άλλο βλ. δίχως, άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας βλ. μάτι, άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις βλ. λέω, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! βλ. θέλω, άλλο πρά(γ)μα! βλ. πράγμα, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) βλ. πράγμα, άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, από άλλο ανέκδοτο βλ. ανέκδοτο, βάζω κάτι/κάποιον πάνω από κάτι/κάποιον άλλο βλ. βάζω, γίνομαι άλλος άνθρωπος βλ. άνθρωπος, δεν υπάρχει άλλος/δεύτερος σαν (και/κι) αυτόν βλ. υπάρχω, κάθε άλλο βλ. κάθε, και άλλα βλ. και, και σε/εις άλλα με υγεία βλ. υγεία, και τίποτ' άλλο βλ. τίποτα, και τούτο και το άλλο βλ. τούτος, μας τα 'παν κι άλλοι βλ. λέω, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με άλλα/διαφορετικά/καινούργια/νέα μάτια βλ. μάτι, με άλλο(ν) αέρα βλ. αέρας, με τον ένα(ν) ή τον άλλο τρόπο βλ. τρόπος, μη το ένα μη το άλλο βλ. μη & μην, μια έτσι, μια αλλιώς/τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς βλ. έτσι, ο ένας μετά τον άλλο βλ. ένας, μία/μια, ένα, όχι άλλο κάρβουνο! βλ. κάρβουνο, πάμε γι' άλλα βλ. πηγαίνω & πάω, πάρε τον ένα(ν) (και) χτύπα τον άλλον βλ. παίρνω, πλην άλλων βλ. πλην, στο ίδιο/σε διαφορετικό (/άλλο) μήκος κύματος βλ. κύμα, στον άλλο κόσμο βλ. κόσμος, τη μια στιγμή ... (και) την άλλη ... βλ. στιγμή, τη μία/μια ... την άλλη βλ. ένας, μία/μια, ένα, το άλλο εγώ βλ. εγώ, το άλλο μου μισό βλ. μισός, ω καιροί! ω ήθη!/άλλοι καιροί, άλλα ήθη/νέοι καιροί, νέα ήθη βλ. καιρός ● βλ. άλλο [< αρχ. ἄλλος, αγγλ. other, γαλλ. autre, γερμ. ander]
αμαρτία [ἁμαρτία] α-μαρ-τί-α ουσ. (θηλ.) {αμαρτι-ών} 1. παράβαση θείου, θρησκευτικού ή ηθικού νόμου: ασυγχώρητη/βαριά/γλυκιά/θανάσιμη/μεγάλη/μικρή ~. Διαπράττω/κάνω ~. Πέφτω σε ~. Έδωσε/πήρε άφεση ~ών. Του συγχωρέθηκαν οι/εξομολογήθηκε τις/είπε τις ~ες του. Πλήρωσαν (για) τις ~ες τους (: τιμωρήθηκαν, υπέστησαν τις συνέπειες). ΣΥΝ. αμάρτημα (1), ανόμημα, κρίμα (2) 2. ακολασία, ανηθικότητα, διαφθορά: ο δρόμος (ΑΝΤ. ο δρόμος του Θεού/Χριστού)/το σπίτι της ~ας. Βουτηγμένοι/ζει μέσα στην ~. Κάνει αγώνα να ξεφύγει από την ~. Πβ. ασωτία. 3. αξιοκατάκριτη ενέργεια, σοβαρό λάθος: Η μοναδική μου ~ είναι ότι την/τον ανέχτηκα! Πβ. παράπτωμα, σφάλμα. ● ΣΥΜΠΛ.: παλιά αμαρτία: ερωτική σχέση που ανήκει στο παρελθόν., άφεση αμαρτιών βλ. άφεση ● ΦΡ.: (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου: (όταν κάποιος πρόκειται να παραδεχτεί κάτι), για να είμαι ειλικρινής: Για να/να σου πω ~, δεν το περίμενα/το μετάνιωσα., αίρει τις αμαρτίες (μτφ.-αρχαιοπρ.) (ΚΔ): αναλαμβάνει, σηκώνει το ηθικό βάρος αμαρτήματος., αμαρτία από τον Θεό: για κάτι που δεν είναι σωστό: Mην το λες αυτό, είναι ~ ~., αμαρτίαι/αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα: τα λάθη των γονέων ή προγόνων ταλαιπωρούν τα παιδιά ή τους απογόνους τους., ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει: από την τήρηση της νηστείας εξαιρούνται άρρωστοι και ταξιδιώτες· (κατ' επέκτ.-σπάν.) για περιπτώσεις κατά τις οποίες εξαιρούνται από τον νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών., είναι αμαρτία να ...: είναι κρίμα, δεν πρέπει να: ~ ~ μην του πεις την αλήθεια. Θα ήταν ~ χάσει τέτοια ευκαιρία. Αμαρτία δεν είναι να πάει τόσο φαγητό χαμένο;, παίρνω πάνω μου την αμαρτία: αναλαμβάνω την ευθύνη αμαρτημάτων, παραπτωμάτων άλλων: Ο Χριστός πήρε πάνω Του ~ του κόσμου., πληρώνω αμαρτίες (μτφ.): ταλαιπωρούμαι από δικά μου λάθη ή των άλλων: ~ ξένες ~. (ως έκφρ. αγανάκτησης, παράπονου:) (Θεέ μου) τι αμαρτίες πληρώνω; Έχουμε ακόμα πολλές ~ να πληρώσουμε (: μας περιμένουν και άλλα βάσανα, και άλλες ταλαιπωρίες)., σαν αμαρτία: για κάποιον ή κάτι που βάζει σε πειρασμό, που είναι ιδιαίτερα ελκυστικό(ς): όμορφος ~ ~. Αποφεύγει τα γλυκά ~ ~., σιχαίνομαι/απεχθάνομαι/βαριέμαι κάποιον/κάτι σαν τις αμαρτίες μου: αποστρέφομαι, μισώ., προφάσεις εν αμαρτίαις βλ. πρόφαση [< 1,3: αρχ. ἁμαρτία]
αφήνω [ἀφήνω] α-φή-νω ρ. (μτβ.) {άφη-σα (λαϊκό) άφηκα, (προστ. άφη-σε, αφή-στε κ. άσε, άστε), αφέ-θηκα, αφη-μένος, αφήν-οντας} 1. σταματώ να κρατώ κάποιον ή κάτι· (απ)ελευθερώνω: ~σε τα χέρια μου ελεύθερα! Μη μ' ~σεις, θα πέσω. Άσε με!|| ~ το γκάζι (= δεν το πατώ).|| ~ κρατούμενο/όμηρο. 2. ακουμπώ, αποθέτω, τοποθετώ κάτι ή κάποιον σε συγκεκριμένο σημείο: Άσε τις βαλίτσες κάτω (ΑΝΤ. πάρε, πιάσε, σήκωσε). Γιατί ~εις (: παρατάς) τα πράγματά σου όπου βρεις; Βιβλία ~μένα στο πάτωμα.|| ~σα (= ξέχασα) τα κλειδιά μου στο σπίτι.|| ~σα (= πάρκαρα) το αυτοκίνητο μακριά.|| (σε οδηγό ταξί) ~στε με εδώ (: θα αποβιβαστώ, θα κατέβω).|| (μτφ.) Το ~ (= εμπιστεύομαι) στην κρίση σου. ~ (κάποιον) στο μαγαζί (βλ. αφήνω κάποιον στο πόδι μου). 3. εγκαταλείπω συνήθ. οριστικά ή σταματώ να κάνω κάτι: ~ τα όνειρά/σχέδιά μου. ~ μια δουλειά/μια θέση (= παραιτούμαι). Τον ~ουν σιγά-σιγά οι δυνάμεις του (πβ. εξασθενώ). ~σε το πανεπιστήμιο/σχολείο (= διέκοψε, παράτησε). Τους ~σαν στο έλεος του εχθρού. Δεν μπορώ να σε ~σω (= αποχωριστώ). Άστον μόνο του! Την/τον ~σε (= χώρισε).|| ~σε (= έφυγε, μετακόμισε από) το χωριό του και εγκαταστάθηκε στην πόλη.|| Πρέπει να σε ~σω τώρα (: κλείνοντας τηλεφωνική συνομιλία).|| Άσε τα αστεία/την πλάκα (= κόψε)/τα ψέματα!|| (σπάν.) Δεν μπορεί να ~σει (= κόψει) το ποτό. 4. επιτρέπω, προσφέρω τη δυνατότητα: ~ κάποιον να περάσει (πρώτος)/ένα αυτοκίνητο να προσπεράσει. Υλικό που δεν ~ει τον αέρα να περάσει (= αεροστεγές). ~σε ανοιχτό το ενδεχόμενο να .../να εννοηθεί ότι ... Δεν ~σε περιθώρια (αντίδρασης). ~σες να χαθεί (= δεν εκμεταλλεύτηκες) τέτοια ευκαιρία; Πώς τον ~ουν να κυκλοφορεί ελεύθερος; Δεν με ~σε (= μου απαγόρευσε) ο πατέρας μου να έρθω στην εκδρομή. Δεν μας ~σαν (= μας εμπόδισαν, πβ. τρώω πόρτα) να μπούμε στο μαγαζί. Δεν θα το ~σω να περάσει έτσι! Δεν μου ~σε άλλη επιλογή. Άσε τους άλλους να λένε ό, τι θέλουν (= αδιαφόρησε)! 5. δεν χρησιμοποιώ ή δεν καταναλώνω (κάτι), διατηρώ τη θέση ή την κατάστασή του: Ελπίζω να ~σες φαγητό και για μένα. Άσε τα πράγματα στη θέση τους. ~ τα μακαρόνια να βράσουν.|| ~ (κάποιον) στην άγνοια. 6. δεν κάνω κάτι, αναβάλλω για αργότερα: ~ τον λογαριασμό απλήρωτο/το παράθυρο ανοιχτό/το φως αναμμένο. ~σα τη δουλειά ατελείωτη/μισή. Άσε (= περίμενε) πρώτα να δούμε τι θα κάνει ... Ας ~σουμε αυτή τη συζήτηση, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Πβ. μεταθέτω. 7. δίνω ή κληροδοτώ: ~ πουρμπουάρ. ~σέ μου τη διεύθυνσή/το τηλέφωνό σου και θα σε ειδοποιήσω. Θα μου ~σεις (= δανείσεις) το αυτοκίνητό σου για λίγες ώρες; ~σε παραγγελία (= παρήγγειλε) στον ... Μου ~σε το κλειδί του σπιτιού του, για να ποτίζω τα λουλούδια. Πβ. παραχωρώ.|| Από εκατό ευρώ μου το ~σε εβδομήντα (: το πούλησε σε χαμηλότερη τιμή).|| (στο γ' πρόσ.) Δουλειά που ~ει κέρδος. Πβ. αποδίδει, αποφέρει.|| (για προθεσμία) ~σέ μου λίγες ώρες να το σκεφτώ.|| Παρακαλώ ~στε μήνυμα στον τηλεφωνητή.|| ~ κληρονομιά. 8. δημιουργώ, προκαλώ κάτι, συχνά αρνητικό· οδηγώ κάποιον σε ορισμένη κατάσταση: (για δημιουργία ελεύθερου χώρου:) ~ απόσταση/τόπο (μεταξύ πραγμάτων/στοιχείων κ.λπ.). ~στε λίγο περιθώριο στα αριστερά του γραπτού.|| ~ αιχμές/υπαινιγμούς (πβ. πετάω σπόντες). Κάποιος/κάτι με ~ει αδιάφορο/έκπληκτο. Με ~σες με τη(ν) αίσθηση/βεβαιότητα ότι/πως … Η κατάθεσή του ~σε πολλά ερωτηματικά.|| Σύστημα καθαρισμού που δεν ~ει σημάδια. ~ (κάποιον) μετέωρο/ξεκρέμαστο. Ο τυφώνας ~σε χιλιάδες άστεγους. 9. (οικ.) απορρίπτω, κόβω: Δεν ~σε κανέναν στην ίδια τάξη (= τους πέρασε όλους). Βλ. προβιβάζω. ● Παθ.: αφήνεται: βρίσκεται στην εξουσία κάποιου, εξαρτάται από αυτόν: Η απόφαση ~ στη διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων. Η τελική επιλογή ~ στον αγοραστή. Πβ. εναπόκειται, επαφίεται., αφήνομαι: παραδίνομαι, χαλαρώνω, δεν αντιστέκομαι σε κάτι: ~ στην απελπισία/στις σκέψεις. Βλ. ενδίδω.|| ~ στο έλεος του Θεού/στα χέρια του γιατρού. Κλείσε τα μάτια και ~ήσου/(σπανιότ.) ~έσου στον ρυθμό της μουσικής. ● ΦΡ.: άσε (προφ.-επιτατ.): ως εισαγωγικός δείκτης για κάτι δυσάρεστο ή αρνητικό: ~, τράκαρα με το αυτοκίνητο! ~ τι έπαθα χθες ..., άσε που (προφ.): επιπλέον, επίσης, επιπρόσθετα: Δεν έχω λεφτά για διακοπές, ~ ~ δεν έχω και χρόνο. Πβ. μεταξύ των άλλων. ΣΥΝ. μεταξύ (των) άλλων, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα (οικ.): μην το συζητάς, η κατάσταση είναι απογοητευτική: ~ ~, τα 'χω φορτώσει στον κόκορα. Το πρόγραμμα ήταν ~ ~ (= χάλια). Όσο για τη δουλειά, άσε καλύτερα ... Πβ. μην τα ρωτάς. ΣΥΝ. βράσε ρύζι/όρυζα, άστα αυτά & άστ'/ασ’ τ’ αυτά (προφ.): προτρεπτικά σε κάποιον, για να σταματήσει να λέει άσχετα πράγματα ή να κάνει κάτι: ~ ~ τώρα και βοήθησέ με να ..., άστα βράστα & ασ' τα βράσ' τα (οικ.): για να δηλωθεί δυσαρέσκεια, απογοήτευση σχετικά με μια κατάσταση., αφήνω (κάτι) στην τύχη (συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): δεν ασχολούμαι με ή δεν επεμβαίνω σε κάτι. [< αγγλ. leave to chance] , αφήνω γεια 1. (οικ.-λογοτ.) αποχαιρετώ, εγκαταλείπω ή (σπάν.) πεθαίνω. 2. (αργκό) χαλάω: Ο υπολογιστής μάς άφησε ~, αφήνω κάποιον στη δυστυχία του: τον εγκαταλείπω χωρίς φροντίδα ή βοήθεια, δείχνω πλήρη αδιαφορία., αφήνω μούσι/μουστάκι/γένια/μαλλιά: δεν τα κόβω για να μεγαλώσουν., αφήνω στο σκοτάδι (μτφ.): κρατώ κάποιον σε άγνοια σχετικά με κάτι. [< αγγλ. leave someone in the dark] , αφήνω στον τόπο: προκαλώ ακαριαίο θάνατο. Πβ. θανατώνω, σκοτώνω., αφήνω το στίγμα/τη σφραγίδα μου (κάπου) {συνηθέστ. στον αόρ.} & (σπανιότ.) τη στάμπα μου (μτφ.): επιδρώ σε μεγάλο βαθμό: ~ησε ~ του στην πολιτική/στον πολιτισμό., αφήνω τον εαυτό μου ελεύθερο: δεν τον περιορίζω, κατ' επέκτ. χαλαρώνω: Άσε τον εαυτό σου ~ κι απόλαυσέ το!, άφησε την τελευταία του πνοή: πέθανε., δεν αφήνω (κάποιον) (να σταθεί) σε χλωρό κλαρί & (σπανιότ.) κλαδί: καταδιώκω κάποιον παντού, δεν τον αφήνω ήσυχο., θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι δεν πρόκειται να παρατήσουμε κάτι σημαντικό, για να ασχοληθούμε με κάτι ασήμαντο., μας άφησε χρόνους 1. πέθανε. 2. (χιουμορ.) χάλασε: Μάλλον θα μας ~ήσει ~ η μηχανή/η συσκευή!, την αφήνω {συνήθ. στον αόρ.} (προφ.): κλάνω. ΣΥΝ. την αμολάω (2), (αφήνω/μένει) το πεδίο/το έδαφος ελεύθερο βλ. ελεύθερος, αμολώ/ρίχνω/αφήνω (πίσω μου) μελάνι βλ. μελάνι, άσε τα σάπια! βλ. σάπιος, άστον/άσ' τον να λέει βλ. λέω, αφήνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, αφήνω (κάποιον) στον άσο βλ. άσος, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω (κάποιον/κάτι) σύξυλο/μένω σύξυλος βλ. σύξυλος, αφήνω (το) πλεονέκτημα βλ. πλεονέκτημα, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, αφήνω κάποιον άφωνο βλ. άφωνος, αφήνω κάποιον μπουκάλα βλ. μπουκάλα, αφήνω κάποιον στο ακουστικό του βλ. ακουστικό, αφήνω κάποιον στο πόδι μου βλ. πόδι, αφήνω κάποιον/κάτι πίσω (μου) βλ. πίσω, αφήνω λάσκα βλ. λάσκος, αφήνω τα θρανία βλ. θρανίο, αφήνω τα κόκαλά μου κάπου βλ. κόκαλο, αφήνω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει βλ. καρδιά, αφήνω την πόρτα ανοιχτή για/σε κάτι βλ. πόρτα, αφήνω χώρο βλ. χώρος, αφήνω/βάζω (κάτι) κατά μέρος βλ. μέρος, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, αφήνω/εγκαταλείπω/παρατώ κάποιον/κάτι στην τύχη/στη μοίρα του βλ. τύχη, αφήνω/παρατάω κάποιον ήσυχο/στην ησυχία του βλ. ήσυχος, αφήνω/παρατάω στη μέση βλ. μέση, αφήνω/παρατώ (κάποιον) στα κρύα του λουτρού βλ. λουτρό, αφήνω/παρατώ κάποιον στο(ν) δρόμο βλ. δρόμος, αφήνω/πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές/καρφιά βλ. σπόντα, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, βάζω (ή αφήνω/εξωθώ/θέτω) κάποιον/μπαίνω στο περιθώριο βλ. περιθώριο, δεν αφήνει τίποτα να πέσει κάτω βλ. πέφτω, δεν αφήνω κάποιον/κάτι από τα μάτια μου βλ. μάτι, δεν αφήνω/δεν χάνω ευκαιρία για/να ... βλ. ευκαιρία, δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα βλ. πέτρα, δεν έμεινε/δεν άφησαν (ούτε) κολυμπηθρόξυλο (όρθιο) βλ. κολυμπηθρόξυλο, δεν έμεινε/δεν άφησαν τίποτα όρθιο βλ. τίποτα, δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω βλ. δρόμος, μάθε τέχνη κι άστηνε (κι αν πεινάσεις πιάστηνε) βλ. τέχνη, μένω άγαλμα βλ. άγαλμα, μένω/αφήνω κόκαλο βλ. κόκαλο, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τον άφησε σέκο βλ. σέκος [< μεσν. αφήνω < αρχ. ἀφίημι, γαλλ. laisser, αγγλ. leave – παλαιότ. ορθογρ. αφίνω]
βασανίζω βα-σα-νί-ζω ρ. (μτβ.) {βασάνι-σα, -στηκα (λόγ.) -σθηκα, -στεί (λόγ.) -σθεί, βασανίζ-οντας, -όμενος, βασανι-σμένος} 1. κάνω σε κάποιον βασανιστήρια: Τον ~σαν ανελέητα/απάνθρωπα/φρικτά, για να να ομολογήσει. ~στηκε στα κρατητήρια. ~σμένα: ζώα/κορμιά. Πβ. κακοποιώ. 2. (μτφ.) υποβάλλω κάποιον σε ψυχική ή σωματική δοκιμασία· ταλαιπωρώ, παιδεύω: Το θέμα που με ~ει είναι ... Πες μου τι σε ~ει (= απασχολεί). Τον ~ει το άγχος/η ιδέα ότι .../~ουν οι έγνοιες/οι σκέψεις. Μίλα μου και μη με ~εις άλλο (: μη με κρατάς σε αγωνία)! ~εται από αναπάντητα ερωτήματα/τις τύψεις. ~στηκε στη ζωή του.|| Αρρώστια που ~ει (= μαστίζει) χιλιάδες ανθρώπους. ~όταν (= υπέφερε) από αφόρητους πόνους/αϋπνίες.|| ~σμένος: λαός/τόπος (βλ. πολυβασανισμένος). ~σμένη: ψυχή. ~σμένοι (και εξαθλιωμένοι) από τη φτώχεια και τους πολέμους. ΣΥΝ. κατατρύχει, τυραννώ (1) 3. (μτφ.-προφ.) εξετάζω εξαντλητικά: Μην το ~εις άδικα το θέμα/το πράγμα! Πβ. λεπτολογώ, (ξε)ψειρίζω. ● ΦΡ.: βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου: καταβάλλω έντονη διανοητική και ψυχική προσπάθεια: Το πρόβλημα είναι απλό, μη ~εις (άλλο) ~ σου. Πάψε να ~εις ~ σου με αυτές τις ανοησίες.|| Όσο και αν ~ το κεφάλι/το μυαλό μου, δεν μπορώ να θυμηθώ. [< αρχ. βασανίζω] ΒΑΣΑΝΙΖΩ
βέβαιος, η, ο βέ-βαι-ος επίθ. {κ. (λόγ.) θηλ. βεβαία} ΑΝΤ. αβέβαιος 1. που δεν επιδέχεται καμία αμφιβολία, δεδομένος: ~η: επιτυχία/καταστροφή/νίκη. ~ο: αποτέλεσμα/γεγονός/μέλλον (= εξασφαλισμένο). Σώθηκε από ~ο θάνατο. ~η (= αναμφίβολη, αναμφισβήτητη) θεωρείται η υποψηφιότητά του στις προσεχείς εκλογές. Είναι πιθανό, αλλά όχι ~ο. Δεν είναι ~ο το κατά πόσο ... Είναι ~ο ότι θα έρθει; ΑΝΤ. αμφίβολος 2. (για πρόσ.) σίγουρος, πεπεισμένος για κάτι: Είμαι απολύτως ~ ότι ... Δεν είμαι καθόλου ~ για .../τι θα ... Να είστε ~οι πως δεν θα σας απογοητεύσω. Βλ. υπερ~. ● ΣΥΜΠΛ.: βέβαιη χρονολογία βλ. χρονολογία ● ΦΡ.: βέβαιος για τον εαυτό μου: σίγουρος για τις δυνάμεις και τις ικανότητές μου, γεμάτος αυτοπεποίθηση: Είμαι ~ ~ και πολύ περήφανος. Έδειχνε/φαινόταν τόσο ~ ~ του., πλέον ή βέβαιον βλ. πλέον [< αρχ. βέβαιος]
γάιδαρος γάι-δα-ρος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -άρου | θηλ. γαϊδούρα} 1. ΖΩΟΛ. θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Equus asinus) με μεγάλα αυτιά και γκρίζο συνήθ. τρίχωμα, που ανήκει στην ίδια οικογένεια με το άλογο: γκάρισμα/σαμάρι ~ου.|| Έχει αυτιά σαν του ~ου. Υπομονή ~ου. Ήταν φορτωμένος σαν ~. Δούλευε σαν ~ (βλ. σαν το σκυλί). Βλ. όναγρος, υποζύγιο. ΣΥΝ. γαϊδούρι (1), όνος 2. (μτφ.-υβριστ.) αναίσθητος, αγενής ή αχάριστος άνθρωπος: Είσαι (μεγάλος) ~! Ντροπή σου, ~ε! 3. (μειωτ.) νεαρός άντρας ο οποίος συμπεριφέρεται με τρόπο ανώριμο, που δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της ηλικίας του: Τριάντα χρονών ~ και ακόμη τον συντηρούν οι γονείς του. ● Υποκ.: γαϊδαράκος & γαϊδουράκος (ο) ● ΦΡ.: γάιδαρος με περικεφαλαία (υβριστ.-επιτατ.): πολύ αναίσθητος ή/και αγενής άνθρωπος. ΣΥΝ. γαϊδούρι/μουλάρι ξεσαμάρωτο/ξεκαπίστρωτο/ξέστρωτο, δεν ξέρει να μοιράσει/να χωρίσει δυο γαϊδάρων/γαϊδουριών άχυρα (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος δεν μπορεί να κάνει κάτι απλό, είναι εντελώς ανίκανος, άχρηστος., έδεσε/έχει δεμένο το(ν) γάιδαρό του (προφ.): εξασφαλίστηκε, τακτοποιήθηκε, έχει βολευτεί και εφησυχάζει: Τι ανάγκη έχει; ~ ~! Παντρεύτηκε και νομίζει ότι έδεσε τον γάιδαρό της. Πβ. επαναπαύομαι., είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα (παροιμ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αποδίδει σε άλλον αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον ίδιο. Πβ. βγάλε τη σκούφια σου και βάρα με., κατά φωνή κι ο γάιδαρος (προφ.): όταν κάποιος εμφανίζεται ακριβώς τη στιγμή που μιλούν για αυτόν, πάνω στην ώρα., πετάει ο γάιδαρος; πετάει! (προφ.): όταν κάποιος δέχεται μια άποψη ή κατάσταση, ακόμα και αν είναι απίστευτη ή παράλογη, συνήθ. λόγω πίεσης ή συμφέροντος., φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι κι έμεινε η ουρά & φάγαμε τον γάιδαρο/το βόδι, στην ουρά θα κολλήσουμε/μείνουμε/σταθούμε; (παροιμ.): ως προτροπή σε κάποιον να μην εγκαταλείψει μια δύσκολη και κοπιαστική προσπάθεια τη στιγμή που φτάνει στο τέλος της., φταίει ο γάιδαρος και χτυπάει/βαράει/δέρνει το σαμάρι (παροιμ.): για εσφαλμένη απόδοση ευθυνών, συνήθ. επειδή δεν γίνεται να τιμωρηθεί ο πραγματικός υπαίτιος., (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (σιγά) μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου/του ποντικού βλ. ουρά, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα βλ. αχυρώνας, σαν τον γάιδαρο του Χότζα βλ. χότζας, σκάω (και) γάιδαρο βλ. σκάω, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω [< μεσν. γάιδαρος]
γκάζι γκά-ζι ουσ. (ουδ.) {γκαζ-ιού} 1. (προφ.) φωταέριο: εστίες/κουζίνα/φούρνος ~ιού. Βλ. γκαζάκι. 2. πεντάλ αυτοκινήτου ή μοχλός μοτοσικλέτας που με το πάτημά του δίνει εντολή για απελευθέρωση μεγαλύτερης ποσότητας καυσίμου και επιτάχυνση του οχήματος: ντίζα ~ιού. Αφήνω το ~. Πβ. γκαζιέρα, επιταχυντής. Βλ. φρένο. ● γκάζια (τα) (νεαν. αργκό) 1. πολύ μεγάλη ταχύτητα (οδήγησης): Ετοιμαστείτε για άγρια/τρελά ~! Τρέχει με μεγάλα ~.|| Αμάξι με πολλά ~ (= γρήγορο· πβ. άλογα). 2. ορμητική και ενθουσιώδης διάθεση· γρήγοροι, εντατικοί ρυθμοί: Ξεκίνησαν με ~ (= με φόρα).|| Έβαλε/έδωσε ~ (= εντατικοποίησε την προσπάθεια). 3. επίπληξη: Τους έβαλε ~ (= τους γκάζωσε, επέπληξε, μάλωσε). Άκουσαν ~ (από τον προπονητή). ● ΦΡ.: πατώ γκάζι ΑΝΤ. πατώ φρένο 1. πιέζω με το πόδι μου το γκάζι για να επιταχύνω: Πάτα ~ να προλάβουμε!|| (προφ.) Το πατάει (= οδηγεί με μεγάλη ταχύτητα, τρέχει). 2. (μτφ.) αυξάνω την απόδοσή μου, παρουσιάζω άνοδο: Η ομάδα ~ησε ~ στο δεύτερο ημίχρονο. Ο δρομέας ~ησε ~ στα τελευταία λεπτά. Πβ. ανεβάζω (τις) στροφές/ταχύτητα/ρυθμούς.|| Η αγορά αυτοκινήτων/το χρηματιστήριο ~ησε ~., τέρμα/τσίτα/τέζα (τα) γκάζια/(το) γκάζι (νεαν. αργκό) 1. πάτημα του γκαζιού μέχρι το τέρμα για ανάπτυξη μεγάλης ταχύτητας: ~ ~ και φύγαμε! Οδηγεί/πηγαίνει με ~ ~! 2. (μτφ.) εντατικοποίηση στον μέγιστο βαθμό: ~ ~ για να τελειώνουμε! Δουλεύουν με ~ ~ (: με πολύ έντονους ρυθμούς, στο μάξιμουμ)., τσιτώνω τα γκάζια βλ. τσιτώνω [< γαλλ. gaz < λατ. chaos < αρχ. χάος]
γραμμή γραμ-μή ουσ. (θηλ.) 1. το σύνολο των διαδοχικών θέσεων ενός σημείου που κινείται στον χώρο, συνεχές και συνήθ. μακρόστενο ίχνος ή όριο (ορατό ή νοητό): (ΓΕΩΜ.) διαγώνια/διακεκομμένη/διπλή/ευθεία (βλ. ευθυγραμμία)/κάθετη/καμπύλη/κατακόρυφη/μονή/οριζόντια/τεθλασμένη ~. Ισοϋψείς/παράλληλες ~ές. Σημείο τομής δύο ~ών. Τραβώ/χαράσσω μια ~.|| Η ~ του αιγιαλού/ισημερινού/ορίζοντα/των συνόρων. Οριοθετική ~.|| (ΑΘΛ.) ~ εκκίνησης/τερματισμού. Η μπάλα πέρασε τη ~ (του) τέρματος.|| Οι ~ές του πενταγράμμου/τετραδίου. Διάστημα μεταξύ δύο ~ών (= διάστιχο). Έγραψα πέντε ~ές (= αράδες). Έλεγξα το κείμενο ~ προς ~. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (: αυτά τα λόγια). || ~ κορμού. Οι ~ές του τραμ/του τρένου (= ράγες).|| Οι ~ές του προσώπου (βλ. ρυτίδες)/χεριού. Η ~ της ζωής/καρδιάς/τύχης (βλ. χειρομαντεία).|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ διευθύνσεων/εντολών/εργαλείων/εργασιών/σάρωσης. (ΤΕΧΝΟΛ.) Εκτυπωτές ~ής.|| (ΝΑΥΤ.) ~ φορτώσεως (: καθορίζει τη μέγιστη επιτρεπόμενη βύθιση του πλοίου). 2. (ειδικότ.) το περίγραμμα αντικειμένου ή σώματος· σχήμα, φόρμα: οι ~ές του αυτοκινήτου/βουνού/κτιρίου/τοπίου. Αδρές/έντονες/λεπτές ~ές προσώπου (= χαρακτηριστικά). Έχει ωραίες ~ές (: είναι καλλίγραμμη. ΣΥΝ. σιλουέτα).|| Αρμονία των ~ών. Ρούχο σε ίσια/σπορ/στενή/φαρδιά ~. Σαλόνι σε μοντέρνα/κλασική ~. Η σύγχρονη αισθητική επιβάλλει απλές/καθαρές/λιτές ~ές. 3. πραγματικό ή νοητό μέσο σύνδεσης, μεταφοράς και η αντίστοιχη υπηρεσία: (ΤΗΛΕΠ.) επίγεια/υποθαλάσσια ~. Απευθείας/δεύτερη ~. ~ές τηλεφώνου. ~ ίντερνετ/μετάδοσης (: δεδομένων, σημάτων). Αναβάθμιση/αριθμός/ενεργοποίηση/ενισχυτής/κατάργηση/παροχή ~ής. Οι ~ές είναι εκτός λειτουργίας. Η ~ είναι κατειλημμένη (: το τηλέφωνο μιλάει).|| (ΗΛΕΚΤΡ.) ~ ηλεκτρικού ρεύματος. ~ές υψηλής τάσης.|| Εμπορική/επιδοτούμενη/λεωφορειακή/ταχυδρομική/υπέργεια/υπόγεια ~. Η ~ του Ηλεκτρικού/μετρό. Ανακαίνιση/επέκταση/οι σταθμοί (της) ~ής. ~ές πλοίων/ακτοπλοϊκές ~ές. Αστικές ~ές ΚΤΕΛ. ~ές εξωτερικού/εσωτερικού. Οχηματαγωγά δρομολογημένα στη ~ των Κυκλάδων/σε τακτική ~. Ταξίδεψε με το αεροπλάνο/λεωφορείο/πλοίο της ~ής. Άλλαξα ~ και προορισμό. 4. (μτφ.) γενική κατεύθυνση, πορεία ή οδηγία που πρέπει να ακολουθηθεί, ώστε να επιτευχθεί ορισμένος στόχος: ενιαία/ιδεολογική/κατευθυντήρια/κομματική/πολιτική ~. Καθορίζει τη ~ της εφημερίδας/κυβέρνησης. Κράτησε την ίδια ~. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ~. Η ~ δράσης στοχεύει στην οικονομική ανάπτυξη. Επικράτησε η ~ των μετριοπαθών. Δόθηκε/έπεσε ~ να καταψηφιστεί η υποψηφιότητά του. Πβ. ντιρεκτίβα. 5. ευθυγραμμισμένη σειρά ή διάταξη προσώπων, πραγμάτων, στοιχείων: οχυρωματική ~. ~ βολής/διαδοχής/κρούσης/μάχης/προέλασης. Οι ~ές άμυνας του εχθρού. Βάζω κάποιον/κάτι στη ~.|| Λεωφόροι με ~ές δέντρων (= δεντροστοιχίες). Τα στοιχεία ενός πίνακα οργανώνονται σε ~ές και στήλες (: οριζοντίως και καθέτως).|| (μτφ.) Προσχώρησε στις ~ές του κόμματος/της οργάνωσης.|| Χρονική ~ γεγονότων (πβ. διαδοχή). 6. (ως επίρρ.) κατευθείαν, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις ή στη σειρά: Έφυγε/τράβηξε ~ για το γραφείο. ● Υποκ.: γραμμούλα (η): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: άγονη γραμμή: ακτοπλοϊκή (ή σπανιότ. συγκοινωνιακή) γραμμή με μικρή επιβατική κίνηση και συνεκδ. τα νησιά που εξυπηρετούνται από αυτή ή ο αντίστοιχος γεωγραφικός χώρος: τα δρομολόγια της ~ης ~ής. Το πλοίο εξυπηρετεί/καλύπτει την ~ ~., αεροπορική γραμμή {συνηθέστ. στον πληθ.}: αερογραμμή., ανοιχτή γραμμή (επικοινωνίας): που επιτρέπει την απευθείας πληροφόρηση ή συνεννόηση: Λειτουργεί ~ ~ βοήθειας/εξυπηρέτησης/(υπο)στήριξης (: για τηλεφωνική υπηρεσία). ~ ~ επικοινωνίας μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων. Βρισκόμαστε σε ~ ~ με τον πρωθυπουργό για ... [< αγγλ. open line] , άσπρη/λευκή γραμμή 1. λωρίδα στο οδόστρωμα που διαχωρίζει τα ρεύματα κυκλοφορίας. 2. ΑΝΑΤ. ινώδης περιοχή της κοιλιακής χώρας κάτω από τον ομφαλό και μέχρι το τριχωτό του εφηβαίου που σχηματίζεται από τις προσφύσεις των πλάγιων κοιλιακών μυών., γραμμές (του) τέρματος: ΑΘΛ. (κυρ. στο ποδόσφαιρο) οι δύο μικρότερες γραμμές (πλάτους) των εξωτερικών ορίων αγωνιστικού χώρου. Βλ. πλάγια γραμμή., γραμμή επαφής (με αιώρηση αλυσοειδούς): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την τροφοδοσία τρένων, τρόλεϊ και τραμ με ηλεκτρικό ρεύμα, το οποίο αποτελείται από τους αγωγούς επαφής, τα φέροντα καλώδια, τους αναρτήρες και όλα τα εξαρτήματα που τοποθετούνται μεταξύ των αγωγών και των μονωτήρων. Βλ. αλυσοειδής (ανάρτηση)., γραμμή μεταφοράς 1. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο αγωγών ή καλωδίων για τη μεταφορά ενέργειας ή σήματος: εναέρια ~ ~ ρεύματος μέσης/υψηλής τάσης. 2. υπηρεσία που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις: ~ ~ εμπορευμάτων/επιβατών. [< αγγλ. transmission line] , γραμμή παραγωγής ΟΙΚΟΝ. 1. σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε παραγωγική μονάδα: αυτοματοποιημένη/ολοκληρωμένη ~ ~. Πβ. αλυσίδα παραγωγής. 2. & γραμμή προϊόντος: ομάδα προϊόντων που ανήκουν στο ίδιο είδος. [< αγγλ. production line, 1935] , γραμμή συναρμολόγησης: σύστημα με συγχρονισμένες λειτουργίες που χρησιμοποιείται σε βιομηχανική μονάδα, όπου μηχανές και εξαρτήματα τοποθετούνται στη σειρά για τη συναρμολόγηση του τελικού προϊόντος: κινούμενη ~ ~. ~ ~ αυτοκινήτων/κινητήρων. [< αγγλ. assembly line] , διαχωριστική γραμμή: οτιδήποτε διαχωρίζει· όριο: φυσική ~ ~. Παραβίασε τη ~ ~ και πήρε κλήση.|| (μτφ.) ~ ~ μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Δυσκολεύεται να τραβήξει μια ~ ~ ανάμεσα στην οικογένεια και το επάγγελμα. [< γαλλ. ligne disjonctive] , επίσημη γραμμή: οι κατευθυντήριες και δεσμευτικές θέσεις ενός φορέα απέναντι σε ένα θέμα: Ακολουθεί την/διαφοροποιήθηκε από την ~ ~ του κόμματος. [< αγγλ. official line, 1974] , η γραμμή του τρίποντου/των 6,75: ΑΘΛ. (στο ευρωπαϊκό μπάσκετ) το όριο πέρα από το οποίο επιχειρείται σουτ τριών πόντων: Ευστόχησε/σκόραρε από τη ~ ~ (: πέτυχε τρίποντο)., κίτρινη γραμμή: που έχει σχεδιαστεί στο οδόστρωμα, παράλληλα με το κράσπεδο του πεζοδρομίου, για την απαγόρευση της στάσης και της στάθμευσης., κόκκινη γραμμή 1. & θερμή γραμμή: ειδική και αποκλειστική γραμμή άμεσης επικοινωνίας για ανταλλαγή στρατιωτικών, πολιτικών πληροφοριών, κυρ. μεταξύ αρχηγών κρατών: ~ (τηλεφωνική) ~ λειτούργησε χθες στον Λευκό Οίκο. ~ ~ μεταξύ των αεροπορικών στρατηγείων. Πβ. κόκκινο/πορτοκαλί τηλέφωνο. 2. όριο, κρίσιμο σημείο που δεν επιτρέπεται να το υπερβεί κάποιος: Πέρασαν την ~ ~ που έχει οριοθετήσει η διεθνής κοινότητα. [< 1: αγγλ. hot line, 1955 2: αγγλ. red line, 1952] , λεπτή γραμμή (μτφ.): οριακό, διαχωριστικό σημείο: ~ ~ ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος. Η ~ ~ που χωρίζει τη ζωή από τον θάνατο., μελωδική γραμμή: ΜΟΥΣ. μελωδία: αντιστικτική/απλή/κύρια/ρυθμική ~ ~. Η ανιούσα ~ ~ των μπάσων., πλευρική γραμμή: ΖΩΟΛ. αισθητήριο όργανο ψαριών και αμφιβίων που ανιχνεύει την οποιαδήποτε κίνηση στο νερό. [< γαλλ. ligne latérale ] , πράσινη γραμμή: & γραμμή Αττίλα: το προστατευόμενο από τον ΟΗΕ όριο που χωρίζει την Κύπρο σε ελεύθερα (νότιο τμήμα) και κατεχόμενα (βόρειο τμήμα) εδάφη. [< αγγλ. green line] , πρώτη γραμμή 1. το πεδίο όπου μαίνεται ο πόλεμος, το μέτωπο· (συχνότ. κατ' επέκτ.) κάθε εμπροσθοφυλακή, πρωτοπορία: Πολέμησε στην ~ ~.|| Στην ~ ~ των μεταρρυθμίσεων. Ήταν πάντα παρών στην ~ ~ των λαϊκών αγώνων. 2. επίκεντρο: στην ~ ~ του ενδιαφέροντος/των εξελίξεων/της επικαιρότητας., πρώτης γραμμής (μτφ.): άριστης ποιότητας· πολύ μεγάλης αξίας, σημασίας: τεχνολογία/υπηρεσίες/φάρμακα ~ ~.|| Στόχος ~ ~ (= πρώτης προτεραιότητας). Στέλεχος ~ ~ (= βασικό, κορυφαίο). ΣΥΝ. πρώτης τάξεως/τάξης, σιδηροδρομική γραμμή: δύο σταθερά συνδεδεμένες παράλληλες ράγες πάνω στις οποίες κινούνται τα οχήματα του σιδηρόδρομου και κατ' επέκτ. η διαδρομή που εξυπηρετούν: ~ ~ υψηλών ταχυτήτων. [< γαλλ. voie ferrée/ferroviaire] , σκληρή γραμμή (μτφ.): τακτική αντιπαράθεσης χωρίς υποχωρήσεις: Η κυβέρνηση ακολουθεί ~ ~ στο θέμα της διαφθοράς. [< αγγλ. hard line, 1962] , τηλεφωνική γραμμή: ΤΗΛΕΠ. καλωδίωση που έχει ορισμένο αριθμό και μεταφέρει τηλεφωνικά σήματα συνδέοντας περιοχές: αναλογική/εσωτερική/συμβουλευτική/ψηφιακή ~ ~., αμυντική γραμμή βλ. αμυντικός, Ασύμμετρη Ψηφιακή Συνδρομητική Γραμμή βλ. ασύμμετρος, γραμμή (του) πυρός βλ. πυρ, γραμμή άλφα βλ. άλφα, γραμμή του μετώπου βλ. μέτωπο, γραμμή/πορεία πλεύσης βλ. πλεύση, επιθετική γραμμή βλ. επιθετικός, ηλεκτρικές γραμμές βλ. ηλεκτρικός, ίσαλος (γραμμή) βλ. ίσαλος, μεσαία γραμμή βλ. μεσαίος, μισθωμένη γραμμή βλ. μισθώνω, οικοδομική γραμμή/γραμμή δόμησης βλ. οικοδομικός, οροθετική γραμμή βλ. οροθετικός1, πλάγια γραμμή βλ. πλάγιος, ροζ τηλέφωνα βλ. ροζ, ρυμοτομική γραμμή βλ. ρυμοτομικός ● ΦΡ.: διαβάζω ανάμεσα στις/πίσω (/κάτω/μέσα) από τις γραμμές (/αράδες): ανακαλύπτω μια σημασία ή έναν σκοπό που δεν εκφράζεται ρητά σε ένα κείμενο, μαντεύω τα υπονοούμενα: Μπορεί και ~ει ~. [< γαλλ. lire entre des lignes] , διατηρώ τη γραμμή μου: παραμένω κομψός και αδύνατος: Ασκείται καθημερινά, για να ~εί ~ της., εκτός γραμμής 1. για κάποιον που δεν ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του συνόλου ή της ομάδας όπου ανήκει: Βουλευτής που βρίσκεται ~ ~ του κόμματος (= αποκλίνει). 2. ΠΛΗΡΟΦ. για περιφερειακή συσκευή που δεν ελέγχεται προσωρινά από την κεντρική μονάδα επεξεργασίας ή δεν επικοινωνεί με αυτή. [< 2: αγγλ. off-line, 1950] , κατευθείαν γραμμή: (για συγγένεια) που ενώνει πατέρα, γιο ή κόρη, εγγονό ή εγγονή., κόπηκε/έπεσε η γραμμή (προφ.): διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία: Ξαφνικά, εκεί που μιλάγαμε, ~ ~., μπαίνω στη γραμμή 1. τοποθετούμαι σε σειρά δίπλα σε άλλους ή πίσω τους: Μπήκαν ~ ~, για να σερβιριστούν. Πβ. μπαίνω στη/σε σειρά. 2. παρεμβάλλομαι (σε τηλεφωνική επικοινωνία): Δεν σ' ακούω, μάλλον κάποιος μπήκε ~ ~. 3. (για μεταφορικό μέσο) εντάσσομαι σε δρομολόγιο: Το πλοίο μπήκε ~ ~ των Κυκλάδων., παίρνω γραμμή (συχνά αρνητ. συνυποδ.): λαμβάνω κατευθυντήριες γραμμές για τον τρόπο χειρισμού μιας κατάστασης: ~ ~ από την κυβέρνηση. Πήρε ~ από το κόμμα και άλλαξε στάση., παίρνω κάποιον/κάτι γραμμή (νεαν. αργκό): αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, χαμπάρι: Δεν πήρε ~ τίποτα. Μας πήρε ~ κι έβαλε τις φωνές., πιάνω γραμμή (προφ.): καταφέρνω να επικοινωνήσω τηλεφωνικά με κάποιον: Δεν μπορώ/προσπαθώ να ~σω ~., σε γενικές γραμμές & σε αδρές/χοντρές γραμμές: γενικά, χωρίς λεπτομέρειες, χοντρικά: Περιέγραψε τις νέες πρακτικές ~ ~. Δίνει/σκιαγραφεί με/σε ~ ~ το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πβ. μέσες άκρες, κατά προσέγγιση, πάνω κάτω, περίπου. ΣΥΝ. σε γενικά πλαίσια, (συγγενείς/συγγένεια) σε πλάγια γραμμή/εκ πλαγίου βλ. πλάγιος, έσπασαν/άναψαν τα τηλέφωνα/οι γραμμές βλ. τηλέφωνο, σε ευθεία γραμμή βλ. ευθύς [< αρχ. γραμμή, γαλλ. ligne, αγγλ. line, γερμ. Linie]
δικός, ή/ιά, ό δι-κός κτητ. αντων. (+ μου, σου, του/της, μας, σας, τους) 1. που ανήκει σε κάποιον, αποτελώντας ιδιοκτησία ή δημιούργημά του ή που τον χαρακτηρίζει: Έχει έναν εντελώς ~ό του (= προσωπικό) τρόπο έκφρασης. Είναι η ~ή σου ζωή. Εσύ αποφασίζεις! Απέκτησε επιτέλους το ~ό της αυτοκίνητο. Οι απόψεις είναι (καθαρά) ~ές του. Ενεργούν βάσει των ~ών τους (και μόνο) αποφάσεων. Βλ. κατα~, ολο~. 2. πρόσωπο οικείο ή άτομο που ανήκει στον ίδιο ιδεολογικό χώρο με τον ομιλητή ή παρουσιάζει γενικότ. ταύτιση απόψεων μαζί του: Δεν είναι ~ μας, υποστηρίζει άλλο κόμμα (πβ. ομοϊδεάτης). Είναι ~ό μας παιδί (: του φιλικού περιβάλλοντος, της απολύτου εμπιστοσύνης μας). Αν δεν σου συμπαρασταθούν οι ~οί σου άνθρωποι (= οι στενοί συγγενείς ή φίλοι), ποιος θα σου συμπαρασταθεί;|| (σε γράμμα:) ~ σου για πάντα! 3. για να δηλωθεί ότι κάτι αφορά άμεσα κάποιον: με ~ή μου ευθύνη. Από τη ~ή μας πλευρά (= από την πλευρά μας) δεν υπάρχει πρόβλημα. ~ό του το πρόβλημα, ας ασχοληθεί αυτός. ● Ουσ.: ο δικός μου/η δικιά μου (αργκό): ο/η ερωτικός/ή μου σύντροφος: Δεν τα πάει καλά με τον ~ό της τελευταία (: με το αγόρι της/με τον φίλο της). Θα έρθω μαζί με τη ~ιά μου (: με το κορίτσι μου, με τη φιλενάδα/φίλη μου)., οι δικοί μου: οι γονείς ή οι στενοί συγγενείς μου· η οικογένειά μου: Θέλει να γνωρίσει τους ~ούς μου. ● ΦΡ.: δικέ μου! (νεαν. αργκό): οικεία προσφώνηση: Έτσι σε θέλω, ~ ~! Μπράβο, (ρε) ~ ~, πώς τα κατάφερες;, και στα δικά σου/σας! (προφ.) 1. (σε γάμο ή αρραβώνα) ως ευχή σε ανύπαντρο άτομο να παντρευτεί· και στο δικό σου γάμο! Πβ. και στα κουφέτα σου!, και του χρόνου διπλός/διπλή!, στις χαρές/στη χαρά σου! 2. ως ευχή σε κάποιον να έχει επιτυχία παρόμοια με αυτή για την οποία συγχαίρουμε άλλο πρόσωπο., κάποιος κάνει/λέει τα δικά του (προφ.): ενεργεί με ιδιόμορφο, αλλοπρόσαλλο τρόπο ή λέει ασυναρτησίες, πράγματα που δεν ευσταθούν: Άσ' τον να ~ ~ (: αυτά που νομίζει σωστά). Κάποια στιγμή θα σταματήσει., ο δικός σου/η δικιά σου (νεαν. αργκό): αντί της προσωπικής αντωνυμίας: Για δες ύφος ο ~ ~ (= αυτός)!, τα δικά μου δικά μου και τα δικά σου δικά μου (ειρων.): για κάποιον που τα απαιτεί όλα για τον εαυτό του., τα θέλει όλα δικά του & τα θέλει μονά-ζυγά δικά του (προφ.): για κάποιον που επιδιώκει να γίνονται τα πάντα σύμφωνα με τις επιθυμίες του, χωρίς καμία υποχώρηση ή χωρίς να βγαίνει ζημιωμένος: Δεν γίνεται και να λείπεις και να πληρώνεσαι, μην τα θες ~ ~ σου! ΣΥΝ. και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο, το δικό σου/του (προφ.): η δικιά σου/του γνώμη ή επιθυμία (δηλωτικό εγωιστικού χαρακτήρα): Δεν είναι δυνατόν να γίνεται/κάνουμε/περνάει πάντα ~ ~ σου. Εμείς τον συμβουλεύσαμε, αλλά αυτός ~ ~ του (πβ. το(ν) χαβά του)., δικός μου λογαριασμός βλ. λογαριασμός [< μεσν. δικός]
δίφραγκο δί-φρα-γκο ουσ. (ουδ.) (παλαιότ.): νόμισμα αξίας δύο δραχμών, κυρ. στη ● ΦΡ.: τέρμα τα δίφραγκα! (μτφ.-προφ.): τέλος, ως εδώ: Παιδιά, ~ ~ (: φτάνει πια), αρκετά καθίσατε!
δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]
εγώ [ἐγώ] ε-γώ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) εμένα/(αδύνατος τ.) μου/(λόγ.) εμού, αιτ. εμένα/μένα/με/(λόγ.) εμέ | πληθ. ονομ. εμείς, αιτ. εμάς/μας· χωρ. κλητ.} & (προφ.) γω: δηλώνει το ίδιο το πρόσωπο που μιλά ή γράφει, για να ξεχωρίσει από το β' και γ' πρόσωπο: -Ποιος είναι; -~. ~ η ίδια σε προειδοποίησα. ~ και οι άλλοι. -Ποιος το έκανε; -Όχι ~.|| (η ονομ. είναι το υποκείμενο για κάθε ρήμα α' πρόσ. και συνήθ. εννοείται) (~) διόρθωσα το κείμενο.|| (εμφατ. ή σε αντιδιαστολή με άλλα πρόσωπα) ~ σε πήρα τηλέφωνο. ~ σου τα 'λεγα, αλλά εσύ δεν με άκουγες! ~ να μείνω μέσα κι εσύ να πας βόλτα; Εμείς σε βοηθήσαμε και όχι αυτός.|| (εμφατ. χρησιμοποιούνται μαζί και οι δύο τύποι της αντων.) Μη μου τα φορτώνεις εμένα όλα!|| (η γεν. χρησιμοποιείται ως κτητ. επίθ. ή ως β' όρος σύγκρισης) Τα παπούτσια μου πάλιωσαν. Είναι μεγαλύτερός μου/από εμένα.|| (η γεν. κ. αιτ. συντάσσονται με ρήμα ή πρόθεση, ή βρίσκονται κοντά σε επίρρημα) Μου έγραψε. Τηλεφώνησέ μου. Άσε με. Φύλαξέ μου το/φύλαξέ το μου. Εκτός/πλην εμού. Για μας. Δίπλα/κοντά/μαζί μου.|| (οικ.) Τι μου γίνεσαι/μου κάνεις; Έλα μου! Βλ. ημείς, ημών. ● ΦΡ.: εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ: είμαστε διαφορετικοί μεταξύ μας., εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω (προφ.): κανένας δεν προσέχει αυτά που λέω, ιδ. ο συνομιλητής: Δεν σου είπα να θυμηθείς να πληρώσεις τον λογαριασμό; Μου φαίνεται ~ ~. ΣΥΝ. φωνή βοώντος εν τη ερήμω, εμείς κι εμείς (προφ.): μονάχα εμείς οι γνωστοί και συνήθ. λίγοι, σε στενό κύκλο: Ήμασταν/μείναμε ~ ~., κατ' εμέ (λόγ.): κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου: ~ ~ είναι αριστούργημα., εγώ να δεις! βλ. βλέπω, είπα κι εγώ βλ. λέω, εμένα μου λες βλ. λέω, εμένα που με βλέπεις βλ. βλέπω, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, να 'μαι κι εγώ βλ. είμαι, ξέρω γω βλ. ξέρω, ξέρω κι εγώ/(που θες να) ξέρω εγώ/'γω;/! βλ. ξέρω, ποιος μου λέει (εμένα) βλ. λέω ● βλ. υμών [< αρχ. ἐγώ]
εδώ [ἐδῶ] ε-δώ επίρρ. & (προφ.) δω κ. 'δω 1. (ως προς αυτόν που μιλά) σε αυτόν τον χώρο, τόπο, σε αυτό το σημείο: ~ μένω. Είναι κανείς ~; Έχει υγρασία ~ κάτω. Τι γίνεται ~ πέρα; Κάπου ~ γύρω θα 'ναι. Ελάτε λίγο πιο ~ (= κοντά· πβ. παραδώ). Δεν είμαι (= δεν κατάγομαι, δεν κατοικώ) από ~. Έρχεται/κοίταζε προς τα ~. Όπως λέμε εμείς ~ στην ... Αν βρεθείς κατά δω ...|| (συνήθ. με ανάλογη κίνηση του χεριού) Να σας συστήσω: από ~ η μητέρα μου, από ~ ο/η ...|| (ως επίθ.) Σύμφωνα με την ~ παράδοση (πβ. τοπική). Η ~ ζωή (= η επίγεια).|| (Όταν δεν γνωρίζουμε ή δεν θέλουμε να αναφέρουμε το όνομα κάποιου) Ο κύριος από ~ ζήτησε ...|| (σε ιστοσελίδα) Για περισσότερες πληροφορίες κάντε κλικ ~.|| (παλαιότ. σε στερεότυπη εισαγωγική έκφραση ραδιοφωνικών συνήθ. εκπομπών) ~ ραδιοφωνικός σταθμός ... (ΙΣΤ.) ~ Πολυτεχνείο.|| (συνήθ. στο τηλέφωνο:) ~ Πέτρος, μπορώ να μιλήσω με ...;|| Το λάθος ~ έγκειται. ~ φτάσαμε, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα. ΑΝΤ. αλλού (1), εκεί (1) 2. (προηγείται η δεικτική αντων. αυτός, -ή, -ό) για έμφαση: αυτός ~ ο δίσκος. Αυτή ~ η πόλη. Αυτό ~ το κείμενο. ● ΦΡ.: άκου εδώ: για να δηλωθεί έκπληξη, εκνευρισμός, θυμός ή όταν κάποιος θέλει να μιλήσει σοβαρά: ~ ~ ερώτηση/λογική!|| ~ ~ που σου μιλάω κι άσε τα παιχνίδια!|| ~ ~ φίλε, ..., από εδώ και από εκεί & από δω κι από κει & εδώ κι εκεί & μια εδώ και μια εκεί: πότε στο ένα και πότε στο άλλο μέρος: Ρωτούσε ~ ~ μήπως είχε δει κάποιος το παιδί της. Οι δημοσιογράφοι έτρεχαν ~ ~. Ρούχα πεταμένα ~ ~ (: σκόρπια, σε διάφορα σημεία)., από εδώ και πέρα/και στο εξής/και μπρος & (λόγ.) από τούδε και στο εξής: από τώρα και μετά, από τώρα και στο μέλλον: Σου υπόσχομαι ότι ~ ~ θα τα λέμε πιο συχνά. ΣΥΝ. στο εξής, εδώ είμαι εγώ/εγώ είμαι εδώ (μτφ.): όταν προσφέρεται κάποιος να βοηθήσει: Μην στενοχωριέσαι καθόλου, ~ ~. Ό,τι θέλεις, ~ ~!, εδώ και: για χρονικό διάστημα κατά το οποίο γίνεται κάτι:~~ χιλιάδες χρόνια. ~ ~ (πολύ) καιρό/μήνες ψάχνω για καινούργιο σπίτι., εδώ και τώρα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι πρέπει να ικανοποιηθεί αμέσως ένα αίτημα: λύση ~ ~!, εδώ που τα λέμε (οικ.): για να αναφερθεί κάτι συνήθ. με ειλικρινή ή εξομολογητική διάθεση: ~ ~, δεν έγινε και τίποτε/καλά έκανε/του χρειαζόταν!, εδώ/εκεί που φτάσαμε: για δήλωση μιας κρίσιμης κατάστασης: ~ ~ δεν γίνεται αλλιώς/δεν μας σώζει τίποτα., είμαι ως/μέχρι εδώ & με έχει(ς) φέρει ως/μέχρι εδώ (μτφ.): (μπορεί να συνοδεύεται με ανάλογη κίνηση του χεριού, συνήθ. ως το μέτωπο) έχω αγανακτήσει, νευριάσει, έχω φτάσει στα όρια της υπομονής, ανοχής μου: Άσε με, ~ ~! Μην αρχίζεις τις ειρωνείες, γιατί ~ ~! Πβ. μπουχτίζω., μέχρι/ως εδώ: για την ώρα, μέχρι στιγμής, προς το παρόν: ~ ~ όλα καλά!, ως εδώ (και μη παρέκει) & (σπάν.) ως εκεί (εμφατ. με επιφωνηματική χρήση): για δήλωση αγανάκτησης για κατάσταση, συμπεριφορά που δεν είναι πλέον ανεκτή: Έκανα υπομονή τόσα χρόνια, αλλά ~ ~. Πβ. δεν πάει άλλο, έφτασε ο κόμπος στο χτένι, φτάνει πια., ως εδώ ήταν: για να δηλωθεί ότι κάτι πρέπει να σταματήσει ή ότι έφτασε στο τέλος του: ~ ~, καιρός να σοβαρευτούμε. ~ ~· σκέφτομαι να αποσυρθώ., από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, από δω τον είχα, από κει τον είχα βλ. έχω, εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; βλ. παπάς, εδώ είναι η κόλαση, εδώ και ο παράδεισος βλ. κόλαση, εδώ θα τα χαλάσουμε βλ. χαλώ, εδώ καράβια χάνονται/πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν βλ. καράβι, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)! βλ. θέλω, εδώ/εκεί πέρα βλ. πέρα, εδώ/εκεί/κάπου γύρω/τριγύρω βλ. τριγύρω, εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι θα 'ρθεις βλ. είμαι, μακριά από μας/απ' εδώ βλ. μακριά, όλα εδώ πληρώνονται/εδώ πληρώνονται όλα βλ. πληρώνω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τούτος εδώ/'δω βλ. τούτος [< μεσν. εδώ] ΕΔΩ
ειπωμένος, η, ο [εἰπωμένος] ει-πω-μέ-νος επίθ. (προφ.): που έχει ειπωθεί, διατυπωθεί ή εκφραστεί: ~η: αλήθεια/ιστορία/φράση. ~α: λόγια (ΑΝΤ. ανείπωτος). Αλλιώς/απλά/εύστοχα ~ο. Πβ. λεχθείς. Βλ. λεγόμενος, χιλιο~. ● βλ. λέω
έκτος, η, ο [ἕκτος] έ-κτος αριθμητ. τακτ. (σύμβ. 6ος, ΣΤ' ή στ' ή ς', λατ. VI): που αντιπροσωπεύει τον αριθμό έξι (6) σε μια ακολουθία ή σειρά: ~ος: γύρος/τόμος. ~η: επέτειος. ~ο: κεφάλαιο. (σε φωτογραφία) ~ από δεξιά. Τον ~ο αιώνα π.Χ. Για ~η συνεχόμενη μέρα/φορά. Δέκατη ~η. Το ~ο έτος της ηλικίας. Βγήκε/τερμάτισε ~.|| (ως ουσ.) Ο αγώνας ήταν ο ~ της χρονιάς. ● επίρρ.: έκτον (λόγ.): για να δηλωθεί ότι το αναφερόμενο στοιχείο βρίσκεται στην έκτη θέση σε μια απαρίθμηση, επιχειρηματολογία: πρώτον, ...· (...)· πέμπτον, ...· ~, ...· έβδομον, ... Βλ. -ον2. ● Ουσ.: έκτη (η) 1. (κ. με κεφαλ. Ε) ενν. τάξη δημοτικού σχολείου (σύμβ. ΣΤ'). 2. ενν. μέρα του μήνα: την ~η (: 6η) Απριλίου. 3. ΜΑΘ. ενν. δύναμη αριθμού. 4. ΜΟΥΣ. διάστημα έξι φθόγγων., έκτο (το): καθένα από τα έξι ίσα μέρη ενός συνόλου: το ένα ~ (: 1/6)., έκτος (ο) 1. ενν. όροφος: Μένω στον ~ο. 2. (συνήθ. στη γεν., σε ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμούς) ενν. μήνας, ο Ιούνιος: στις 5/6 (: πέντε ~ου). ● ΣΥΜΠΛ.: έκτη αίσθηση βλ. αίσθηση [< αρχ. ἕκτος]
επαγωγή [ἐπαγωγή] ε-πα-γω-γή ουσ. (θηλ.) 1. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) μέθοδος σκέψης που καταλήγει στη διατύπωση γενικού νόμου ή κανόνα, ξεκινώντας από την εξέταση επιμέρους περιπτώσεων: λογική ~. Βλ. συν~. ΑΝΤ. απαγωγή (2), παραγωγή (5) 2. ΦΥΣ. πρόκληση ηλεκτρεγερτικής δύναμης σε ηλεκτρικό κύκλωμα εξαιτίας μαγνητικού πεδίου, ειδικότ. με μεταβολή της μαγνητικής ροής: ηλεκτρομαγνητική/(σπανιότ.) ηλεκτρική ~. Αμοιβαία ~ μεταξύ δύο πηνίων. Ο νόµος της ~ής. Φόρτιση με ~/(λόγ.) εξ ~ής. Βλ. αυτ~. ● ΣΥΜΠΛ.: επαγωγή κληρονομιάς & (λόγ.) κληρονομίας: ΝΟΜ. προσωρινή κτήση κληρονομιάς με δικαίωμα αποποίησης, που πραγματοποιείται αυτοδικαίως με τον θάνατο αυτού που κληρονομείται., επαγωγή όρκου: ΝΟΜ. απαίτηση που επιβάλλεται από διάδικο σε αντίδικό του να βεβαιώσει ενόρκως τα λεγόμενά του. , μαγνητική επαγωγή ΦΥΣ. 1. ένταση μαγνητικού πεδίου. Βλ. τέσλα. 2. μετατροπή υλικού σε μαγνήτη υπό την επίδραση μαγνητικού πεδίου. [< γαλλ. induction magnétique] , μαθηματική επαγωγή & τέλεια επαγωγή: ΜΑΘ. μέθοδος που αποδεικνύει ότι μια πρόταση στην οποία αναφέρεται ένας φυσικός αριθμός ισχύει για όλους τους υπόλοιπους φυσικούς αριθμούς και οδηγεί σε απολύτως ασφαλή αποτελέσματα. [< 1: αρχ. ἐπαγωγή 2: γαλλ. induction]
εσύ [ἐσύ] ε-σύ προσ. αντων. {εν. γεν. (δυνατός τ.) (ε)σένα/(αδύνατος τ.) σου, αιτ. (ε)σένα/σε | ονομ. πληθ. (ε)σείς/σεις, αιτ. εσάς/σας} 1. για να δηλωθεί το δεύτερο πρόσωπο, ο αποδέκτης του μηνύματος, συνομιλητής ή αναγνώστης: ~ τηλεφώνησες; ~ ο ίδιος έλεγες ότι ... Οι τρεις σας (: εσείς οι τρεις). (με μτχ.) Βλέποντάς σε/προσφέροντάς σου ... Σε καταλαβαίνω/σκέφτομαι. Δεν σ' άκουσα. (μετά από πρόθεση, συνήθ. ο δυνατός τ.) Δεν το περίμενα αυτό από σένα.|| (ως μονολεκτική απάντηση) -Ποιος έχει σειρά; -~!|| (για αντιδιαστολή) ~ το είπες, όχι εμείς.|| (ως κτητ. αντων.) Οι γονείς σου. Ποιος είναι ο καλύτερός σου φίλος;|| (διαλεκτ.-ιδιωμ.) Λογαριασμό θα σε (= σου) δώσω;|| (ως ουσ.) Δεν υπήρχε το εγώ και το ~, αλλά μόνο το εμείς.|| (ως β' όρος σύγκρισης:) Είναι πολύ καλύτερός σου.|| (με επιμεριστική σημασία:) Ο καθένας σας έχει τριάντα λεπτά παρουσίασης.|| (εμφατ.) Ναι, σε σένα μιλάω. Εσένα είδα.|| (σε προσφών.) Έλα εδώ ~! Ε, ~! Βλ. εγώ, αυτός. 2. για πληθυντικό ευγενείας: Πείτε μου εσείς, που είστε ενημερωμένος. Ρωτώ εσάς ως ειδικό. Γεια σας. 3. για γενική αναφορά στους ανθρώπους και όχι μόνο στον συνομιλητή: Μπορεί ~ να θέλεις διάφορα, αλλά να μη συμφωνούν και οι υπόλοιποι. 4. (οι αδύνατοι τ., με δεικτικά μόρια) για κάποιον ή κάτι που εμφανίζεται, έρχεται: Να σου και το λεωφορείο. ● ΦΡ.: με το σεις και με το σας: με πολλή ευγένεια: Σας μιλάει/μου φερόταν ~ ~. Είμαστε/σε έχω ~ ~., συ είπας (αρχαιοπρ.-συχνά ειρων.): για να διαχωρίσει κάποιος τη θέση του από τα λεγόμενα, τη γνώμη του άλλου είτε συμφωνεί κατά βάθος είτε διαφωνεί: Εγώ δεν μίλησα για συμφέροντα, ~ ~., τι να σου κάνω (προφ.): δεν μπορώ να κάνω τίποτα: Αν δεν με πιστεύεις, ~ ~;, αφού το λες εσύ βλ. λέω, εγώ είμαι εγώ κι εσύ είσαι εσύ βλ. εγώ, είσαι εσύ ένας/ένας εσύ! βλ. ένας, μία/μια, ένα, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό βλ. λέω, τι σου είναι ...! βλ. τι [< αρχ. σύ]
έχω [ἔχω] έ-χω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {παρατ. είχα, έχ-οντας} 1. κατέχω, διαθέτω ή κρατώ πάνω μου: ~ αυτοκίνητο/κατοικίδιο/λεφτά/μαγαζί/μετοχές/περιουσία/σπίτι (= είμαι ιδιοκτήτης).|| (προφ.) Τα ’χει (= είναι πλούσιος).|| ~ δίπλωμα/πτυχίο. ~ μεγάλη θέση στην εταιρεία. Δεν ~ δουλειά (= είμαι άνεργος). Δεν είχα ευκαιρίες στη ζωή μου. ~ δικαιοδοσία/πρόσβαση σε κάτι/το ελεύθερο για κάτι. Δεν ~ άποψη επί του θέματος. ~εις λίγο χρόνο; Δεν ~ χρόνο για χάσιμο. ~εις άδικο/δίκιο. Δεν ~ει τα λογικά του (: τα έχει χάσει). Η θεραπεία δεν ~ει αποτέλεσμα/πιθανότητες επιτυχίας. Το επάγγελμα αυτό δεν ~ει ενδιαφέρον/μέλλον/προοπτικές. Δεν ~ουμε επαρκή στοιχεία/πληροφορίες. Θα ~ουμε τον κόσμο στο πλευρό μας.|| ~εις χρήματα/ψιλά πάνω σου (πβ. βαστώ); ~εις μαζί σου ομπρέλα/τις σημειώσεις/καμιά φωτογραφία του/χαρτομάντιλα; ~εις φωτιά (= αναπτήρα); ~ετε ώρα (= τι ώρα είναι); Λυπάμαι, δεν ~ ώρα (= ρολόι). Πρόσεχε! ~ει όπλο. Δεν είχες (= φορούσες) παλτό; ~ει τατουάζ στο χέρι. Ποιος ~ει τσίχλα (να μου δώσει); ΑΝΤ. στερούμαι 2. (για χαρακτηριστικό ή ιδιότητα) διαθέτω: Ο άνθρωπος ~ει δύο αυτιά. Τα μαλάκια δεν ~ουν κέλυφος. Τι ηλικία/μάτια (ενν. χρώμα)/ύψος ~ει; ~ει μακριά δάχτυλα/μουστάκι/ωραία μύτη. Δεν ~ει μαλλιά (= είναι φαλακρός)/μάτια (= είναι τυφλός). Τα ~ει όλα, δεν της λείπει τίποτε (για υλικά ή ψυχικά αγαθά, ευτυχία). ~ει άνεση/γούστο (= καλαισθησία)/εξυπνάδα/καλοσύνη/θράσος/ομορφιά/πείσμα/πλάκα/ταλέντο. Δεν ~ το θάρρος να τον αντιμετωπίσω. Δεν ~ει φωνή (ενν. καλή, μελωδική). ~ει γλώσσα (= είναι αυθάδης). ~ει παρελθόν (= έχει ζήσει πολλά). Κάθε άνθρωπος ~ει τις ιδιοτροπίες/τις παραξενιές του. Το ~ει αυτό, να μην σε αφήνει να μιλάς. Τι χρώμα ~ει το πουκάμισο; Ο κύβος ~ει τρεις διαστάσεις. Η ταινία ~ει δράση. Το σπίτι ~ει κεντρική θέρμανση. Η πόλη δεν ~ει τουριστική υποδομή. Τα δέντρα δεν ~ουν πια φύλλα (= έχουν πέσει). Βλ. παρα~.|| (για έθιμα) Έτσι το ~ουμε (= συνηθίζουμε) στα μέρη μας. 3. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ απαίτηση (= απαιτώ)/το δικαίωμα (= δικαιούμαι)/σκοπό (= σκοπεύω)/τη συνήθεια (= συνηθίζω)/την υποχρέωση ή το χρέος (= υποχρεούμαι)/φιλοδοξία (= φιλοδοξώ) (+ να). ~ αγωνία (= αγωνιώ)/ανησυχία (= ανησυχώ)/αμφιβολίες (= αμφιβάλλω)/απορία ή απορίες (= απορώ)/ελπίδα ή ελπίδες (= ελπίζω)/ενδιαφέρον (= ενδιαφέρομαι)/ευθύνη (= ευθύνομαι) για κάτι. ~ εμπιστοσύνη σε ... (= εμπιστεύομαι). ~ γιορτή (= γιορτάζω)/πένθος (= πενθώ). ~ αγώνα αύριο (= αγωνίζομαι). ~ επιρροή πάνω του (= επηρεάζω). Τι σχέδια ~εις (= σχεδιάζεις); ~ει τη φήμη του δύσκολου (= φημίζεται για). Τα λεφτά ~ουν αξία (= αξίζουν). Οι δυο υποθέσεις δεν ~ουν σχέση μεταξύ τους (= δεν σχετίζονται). Κάθε πράγμα ~ει αρχή (= αρχίζει) και τέλος (= τελειώνει). ~ουμε διαφορές (= διαφέρουμε ή διαφωνούμε). Στο μέλλον θα ~ουμε αλλαγές/ανακατατάξεις (= θα αλλάξουν τα πράγματα). ~ουμε συζητήσεις (= συζητάμε). Αύριο ~ουμε απεργία (= απεργούμε). 4. κρατώ, φυλάω κάτι σε κάποιον χώρο ή σε συγκεκριμένη θέση, διατηρώ σε ορισμένη κατάσταση: ~ γάλα στο ψυγείο/τα λεφτά στην τράπεζα. Πού τα ~εις (ενν. κρύψει) τα κλοπιμαία;|| ~ τα παιδιά στους παππούδες (= αναθέτω τη φύλαξη).|| Τον ~ουν στην Ασφάλεια/μέσα (ενν. στη φυλακή)/υπό κράτηση/υπό περιορισμό. ~ει τον γιο της στην εντατική (= νοησηλεύεται).|| Μην ~εις τα μάτια κλειστά! Είχε το κεφάλι σκυφτό.|| (μτφ.) Τα ~ όλα υπό έλεγχο. Να το ~εις υπόψη σου. ~ει έτοιμη τη δικαιολογία. 5. σχετίζομαι με πρόσωπο με συγκεκριμένο τρόπο: ~ αδέρφια/οικογένεια/παιδιά/πολλούς γνωστούς/συγγενείς/σύζυγο/φίλους. Δεν ~ σχέση/φίλο (= ερωτικό δεσμό, σύντροφο). Τον είχα δάσκαλο/μαθητή/υπάλληλο. Δεν ~ γονείς (= είμαι ορφανός)/κανέναν στη ζωή (= είμαι μόνος). Μόνο εσένα ~. -Την Ελένη τι την ~εις; -Ξαδέρφη. Είχα πάντα κοντά μου τους δικούς μου (: με στήριζαν, βοηθούσαν). ~ έναν καλό γιατρό (= γνωρίζω) να σου συστήσω. 6. {τριτοπρόσ.} περιέχει· (συνήθ. απρόσ.) υπάρχει: Τι ~ει το ντουλάπι; Η θάλασσα ~ει τσούχτρες. Το βουνό δεν ~ει δέντρα (= είναι γυμνό). Η αίθουσα είχε πολύ κόσμο. Το γράμμα δεν ~ει διεύθυνση/υπογραφή (πβ. φέρω).|| Δεν ~ει ψωμί στο σπίτι. ~ει θέση για μένα; Εδώ είχε κάποτε ένα ποταμάκι. Τι (φαγητό) ~ει/~ουμε σήμερα; Δεν ~ει/ουμε νερό ούτε ρεύμα (σε περίπτωση διακοπής). Αύριο δεν ~ει μετρό και τρένο λόγω της απεργίας. Δεν τελείωσα, ~ει και συνέχεια! 7. {τριτοπρόσ.} αποτελούμαι από, περιλαμβάνω: Πόσα δωμάτια ~ει το διαμέρισμα; Η μέρα ~ει εικοσιτέσσερις ώρες. Πόσα μέλη ~ει ο σύλλογος; 8. παρέχω, προσφέρω: ~ει λύση για κάθε πρόβλημα. Η εταιρεία ~ει δύο δρομολόγια την εβδομάδα. Μας είχε πλούσιο τραπέζι. Τι ~ουν οι κινηματογράφοι σήμερα (ΣΥΝ. παίζουν, προβάλλουν); Σε λίγο ~ει ειδήσεις. Η τηλεόραση δεν ~ει τίποτα (: δεν δείχνει κάτι αξιόλογο) σήμερα. 9. παίρνω λαμβάνω ή δέχομαι: ~ γράμμα. ~εις τον λόγο μου. Δεν ~ νέα της. Πότε μπορώ να ~ απάντηση; Είχα μία αναπάντητη κλήση (στο κινητό)/μια πρόσκληση για χορό. Είχες δύο τηλεφωνήματα. (για να ζητήσουμε κάτι ευγενικά:) Μπορώ να ~ το αλάτι, παρακαλώ;|| ~ επισκέψεις/καλεσμένους/κόσμο/ξένους (στο σπίτι). 10. (+ για/σαν/ως) θεωρώ, χρησιμοποιώ: ~ κάποιον για παράδειγμα/πρότυπο. Το ~ για γρουσουζιά να ... Δεν τον ~ ικανό να έκανε τέτοιο πράγμα. Δεν με ~ει άξιο για τίποτα. Εύκολο το ~εις να κάνω διαίτα; ~ει σίγουρη την επανεκλογή του. Το ~ει καμάρι που ... Την είχα για φίλη. Τον ~ει σαν θεό. Το είχε σαν παιδί της. Πβ. νομίζω, πιστεύω.|| Τον ~ για τις δύσκολες δουλειές. ~εις κάτι για πανωφόρι; Πβ. μεταχειρίζομαι. 11. νιώθω, αισθάνομαι: ~ διάθεση/κέφια/πικρία/πόνο στην καρδιά/φιλικά αισθήματα για κάποιον. Του 'χω μεγάλη αγάπη (= τον αγαπώ πολύ)/αδυναμία. 12. πάσχω, υποφέρω: ~ει την καρδιά του (= είναι καρδιοπαθής)/μυωπία. -Τι ~εις; -~ βήχα/γρίπη/πονοκέφαλο/πυρετό/το στομάχι μου (= με πονάει)/συνάχι/φαγούρα.|| (για βλάβη, δυσλειτουργία) Κάτι ~ει το μηχάνημα και βουίζει. 13. βρίσκομαι σε μία κατάσταση και (ειδικότ. για καιρικές συνθήκες, χρονική στιγμή) επικρατεί, συμβαίνει κάτι: ~ διακοπές. ~ει δυσκολίες (συνήθ. οικονομικές)/πρόβλημα. Αύριο δεν ~ουμε σχολείο. ~ουμε Αρχαία (: ως σχολικό μάθημα). Ελπίζω να μην ~ουμε καμιά δυσάρεστη έκπληξη. Πριν ένα μήνα είχε νέο καρδιακό επεισόδιο (ΣΥΝ. παθαίνω, υφίσταμαι). Τα πράγματα ~ουν ως εξής: ...|| Φέτος θα ~ουμε καύσωνα/δύσκολο χειμώνα. Τι (μέρα) ~ουμε σήμερα; Πόσες του μηνός ~ουμε;/Πόσες ~ει ο μήνας;|| {απρόσ.} ~ει αέρα (πβ. φυσά)/ήλιο/ζέστη/κρύο/κύμα (ενν. η θάλασσα)/λιακάδα/παγωνιά (πβ. κάνει)/συννεφιά. Έξω ~ει σαράντα βαθμούς. Απόψε ~ει φεγγάρι. ~ει πολλή κάπνα εδώ μέσα. Την Κυριακή ~ει παζάρι στο κέντρο. 14. πουλώ προϊόν σε συγκεκριμένη τιμή και (στο γ' πρόσ., για προϊόν) κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο τις ~εις τις ντομάτες; Τις ~ουν πιο φτηνές στο σούπερ-μάρκετ. ~ετε παγωτό φράουλα;|| Αυτό το φόρεμα ~ει (= κάνει, αξίζει) ... ευρώ. 15. (+ ουσ. παράγωγο ρήματος ή πρόταση) πρέπει, θέλω, μπορώ, ξέρω, υπάρχει, πρόκειται: (+ ουσ.) ~ δουλειά/μάθημα/σιδέρωμα (: οφείλω, σκοπεύω να κάνω κάτι).|| (+ να) ~ να πάρω το παιδί από το σχολείο. Δεν ~εις (= δεν χρειάζεται) να δώσεις λογαριασμό σε κανέναν.|| ~ κάτι να σας πω. ~εις κάτι να απαντήσεις/προσθέσεις/ρωτήσεις; ~εις (= θες) κάτι άλλο (ενν. να αναφέρεις, να πεις);|| Δεν ~εις κάτι καλύτερο να κάνεις;|| (+ πλάγια ερώτηση) Δεν ~ πού να πάω/τι να κάνω/τι να πω. Πβ. γνωρίζω.|| (+ να) Δεν ~ να κρύψω/πω τίποτε! Δεν ~ τίποτα να κερδίσω/φοβηθώ/χάσω! Δεν ~ κανέναν να μιλήσω. Δεν ~ουμε κάτι να χωρίσουμε.|| {απρόσ.}(+ να) ~ει να (= θα) γίνει το έλα να δεις/χαμός!|| (απειλητ.) Δεν ~εις (= δεν επιτρέπεται) να πας πουθενά! 16. κάνω ή δεν έχω κάνει κάτι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (+ να/που + χρον. προσδιορισμό): ~ να κοιμηθώ/να φάω τρεις μέρες. ~ να τη δω μήνες. ~ καιρό/κάτι χρόνια να παίξω μπάλα. ~εις πέντε λεπτά να αποφασίσεις. ~ τρία χρόνια που κάνω σκι. ~ει ώρα που έφυγε/δεν φάνηκε. 17. ως βοηθητικό ρ. για τον σχηματισμό των περιφραστικών χρόνων: Το βιβλίο δεν ~ει ολοκληρωθεί ακόμη. Θα μπορούσαν να ~ουν συμβεί χειρότερα. Όταν έφτασα, είχε φύγει. Θα ~εις τελειώσει, ώσπου να έρθω; 18. με απρόσ. εκφράσεις (+ ότι/να): Αξία/σημασία ~ει ότι αγαπιέστε. Δεν ~ει νόημα να μπούμε σε λεπτομέρειες. ● ΦΡ.: (δεν) έχει να κάνει που (προφ.): (δεν) παίζει ρόλο: Δεν ~ ~ δεν έχεις λεφτά, κερνάω εγώ., από δω τον είχα, από κει τον είχα (προφ.): για επίμονη προσπάθεια να πείσει κανείς κάποιον: ~ ~, τον κατάφερα τελικά/του το πούλησα., αυτά έχει/έχουν ...: έτσι είναι (η κατάσταση): ~ ~ει η δημοσιότητα/η ζωή. ~ ~ουν τα γεράματα. Πβ. έτσι/αυτός είναι ο κόσμος!, δεν έχει (προφ.): για δυνατότητα που αποκλείει, απαγορεύει κάποιος, δεν υπάρχει: ~ ~ άλλο, αρκετά. (σε παιδιά) Απόψε ~ ~ τηλεόραση, αν δεν κοιμηθείτε το μεσημέρι! ~ ~ γιατί! Γιατί έτσι λέω εγώ! ~ ~ "δεν μπορώ", μπορείς και παραμπορείς! Α, όλα κι όλα, ~ ~ (= δεν επιτρέπονται) τέτοια!, δεν έχω παρά να: για να δηλωθεί ότι κάτι είναι πολύ απλό, χρειάζεται μόνο να: Για να μπεις μέσα, δεν ~εις ~ στρίψεις το κλειδί., δεν το έχω σε πολύ/σε τίποτα: για ενέργεια που γίνεται χωρίς δισταγμό ή δυσκολία: Δεν το έχει ~ να μας εκθέσει μπροστά στον κόσμο. ΣΥΝ. δεν (μου) κοστίζει τίποτα να, είχα δεν είχα (προφ.) 1. για αναμενόμενη συμπεριφορά κάποιου: Είχε δεν είχε, τα κατάφερε πάλι! 2. μόλις και μετά βίας, ούτε καν: Όταν έφυγε από το πατρικό του, είχε δεν είχε κλείσει τα δεκατρία., έχει γούστο/πλάκα (να ...) (προφ.) 1. για κάτι ευχάριστο, διασκεδαστικό: ~ ~ να παίζεις στη θάλασσα! 2. για κάποιο δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο ενδεχόμενο: ~ ~ να άκουσε όσα είπαμε/να με δουλεύει! -Λες να χάσουμε το πλοίο; -~ ~! Πβ. για φαντάσου., έχουμε και λέμε (προφ.): για να συνοψίσουμε, να λογαριάσουμε ή γενικότ. να αναφερθούμε σε ένα σύνολο στοιχείων: Λοιπόν, ~ ~, μαγιό, πετσέτα, ομπρέλα και είμαστε έτοιμοι για παραλία., έχω δεν έχω (προφ.): για κάτι που πρέπει να γίνει, ανεξάρτητα από την οικονομική δυνατότητα κάποιου: ~εις ~εις, πρέπει να τον βοηθήσεις., έχω κάτι/τα έχω με κάποιον (προφ.): είμαι δυσαρεστημένος, ενοχλημένος, θυμωμένος, προβληματισμένος: ~εις κάτι εναντίον μου/με μένα; Κάτι ~εις και δεν μου λες. Δεν ~ τίποτα (: κανένα πρόβλημα, είμαι καλά). Τα ~ει μαζί μου γιατί ...|| Τι ~εις (= σου συμβαίνει);, έχω να κάνω (με) (προφ.): έχω σχέση, σχετίζομαι με: Η δουλειά μου έχει να κάνει με παιδιά/με τη φιλολογία. Δεν ξέρεις με ποιον έχεις να κάνεις. Το θέμα δεν έχει τίποτα να κάνει με σένα (= είναι άσχετο, δεν σε αφορά)., έχω να το λέω (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία των λεγομένων: ~ ~, έμαθα πολλά πράγματα δίπλα του., έχω παρτίδες/πάρε-δώσε/νταραβέρια (κυρ. αρνητ. συνυποδ.): συναλλάσσομαι, σχετίζομαι με κάποιον: ~ει ~ με τη μαφία/τον υπόκοσμο. Δεν θέλει να ~ει ~ ~ μαζί τους. Με ποιον ~ει νταραβέρια είναι δικό της θέμα., έχω τα χάλια/τις μαύρες/τις κακές/τις κλειστές μου & είμαι στις μαύρες/στις κακές μου (προφ.): βρίσκομαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: Μην του μιλάς σήμερα, έχει ~ του. Βλ. στις καλές μου., όλα τα είχαμε, (αυτό μας έλειπε) (ειρων.): για δυσκολία που προστίθεται σε ήδη υπάρχουσες., τα έχω με κάποιον & τα έχουμε (προφ.): είμαστε ζευγάρι., την έχω καλά/άσχημα (προφ.): βρίσκομαι σε ευχάριστη/δυσάρεστη, δύσκολη θέση, σε κίνδυνο: Εγώ την ~ καλά, εσείς να δω πώς θα τη γλιτώσετε! Αν τον πιάσουνε, την ~ει (πολύ) άσχημα!, τι είχαμε, τι χάσαμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν μεταβάλλεται μία κατάσταση, ανεξάρτητα από αυτόν ή αυτό που αποχωρεί, παύει να υφίσταται, να λειτουργεί. Πβ. ούτε γάτα ούτε ζημιά., τι έχει και τι δεν έχει (εμφατ.): για να δηλωθεί η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος: Δεν μπορώ να ξέρω/δεν με ενδιαφέρει ~ ~ ο καθένας τους., το έχω σε καλό/σε κακό να ...: θεωρώ κάτι καλοτυχία/κακοτυχία., το 'χω (νεαν. αργκό): το έχω κατανοήσει, το κατέχω., τον έχω (νεαν. αργκό): τον νικώ, υπερέχω: ~ ~ χαλαρά., ως έχει (λόγ.) & όπως έχει: ακριβώς όπως είναι: Θα ήθελα να μου περιγράψεις την κατάσταση ~ ~. Η διάταξη διατηρείται/παραμένει ~ ~. Να μου πεις την αλήθεια ~ ~., (δεν) έχω την ανάγκη (κάποιου)/(δεν) έχω ανάγκη από (κάτι)/(δεν) τον έχω ανάγκη βλ. ανάγκη, (έχω) ελαφρύ χέρι βλ. χέρι, (και/κι) ο μήνας έχει εννιά βλ. εννέα, (κι/για) αύριο έχει ο Θεός βλ. αύριο, (πρόσεχε/έχε κάποιον/κάτι) σαν τα μάτια σου βλ. μάτι, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, βάζω/έχω (κάποιον/κάτι) στο μάτι βλ. μάτι, δεν έχει αρχή και τέλος βλ. αρχή, δεν έχει μαντίλι να κλάψει βλ. μαντίλι, δεν έχει όμοιο/όμοια βλ. όμοιος, δεν έχει όρια/όριο βλ. όριο, δεν έχει ούτε ιερό ούτε όσιο βλ. ιερός, δεν έχει στον ήλιο μοίρα βλ. ήλιος, δεν έχει το Θεό του βλ. θεός, δεν έχει τσίπα (επάνω/πάνω του) βλ. τσίπα, δεν έχει τύχη βλ. τύχη, δεν έχει ψωμί να φάει βλ. ψωμί, δεν έχω θέση κάπου βλ. θέση, δεν έχω ιδέα βλ. ιδέα, δεν έχω μάτια (γι' άλλον) βλ. μάτι, δεν έχω μάτια να δω βλ. μάτι, δεν έχω μία βλ. ένας, μία/μια, ένα, δεν έχω ξυπνημό βλ. ξυπνημός, δεν έχω τα μέσα βλ. μέσο, δεν έχω τίποτα εναντίον (του) βλ. τίποτα, δεν έχω τίποτα να χάσω βλ. τίποτα, δεν έχω φράγκο βλ. φράγκο, δεν έχω/δεν βρίσκω λόγια βλ. λόγια, δεν θα έχω καλά ξεμπερδέματα/θα έχω κακά/άσχημα ξεμπερδέματα βλ. ξεμπέρδεμα, δεν ξέρει τι έχει βλ. ξέρω, είμαι/έχω λάσκα βλ. λάσκος, είμαι/έχω υπηρεσία βλ. υπηρεσία, είναι/το έχω στο αίμα μου βλ. αίμα, είναι/τον έχω του χεριού μου βλ. χέρι, εύκολο το' χεις; βλ. εύκολος, έχε χάρη ... βλ. χάρη, έχει (γερές) πλάτες βλ. πλάτη, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει (μεγάλη) πέραση βλ. πέραση, έχει άκρες βλ. άκρη, έχει διπλό ρόλο βλ. διπλός, έχει ζουμί βλ. ζουμί, έχει καλώς βλ. καλώς, έχει κώλο βλ. κώλος, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, έχει μπάρμπα στην Κορώνη βλ. μπάρμπας, έχει να κάνει βλ. κάνω, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει βλ. λέω, έχει ο Θεός βλ. θεός, έχει ο καιρός γυρίσματα βλ. καιρός, έχει ρεύμα βλ. ρεύμα, έχει τα ρούχα της βλ. ρούχο, έχει το γενικό πρόσταγμα βλ. πρόσταγμα, έχει το(ν) διά(β)ολο μέσα του βλ. διάβολος, έχει τον αμάζευτο βλ. αμάζευτος, έχει τον τρόπο του βλ. τρόπος, έχει χάζι βλ. χάζι, έχει ψωμί/φαΐ βλ. ψωμί, έχει/υπάρχουν κ(α)ι αλλού πορτοκαλιές (που κάνουν πορτοκάλια) βλ. πορτοκαλιά, έχεις πρόβλημα; βλ. πρόβλημα, έχετε/θα είχατε την καλοσύνη να ... ;/αν έχετε την καλοσύνη, ... βλ. καλοσύνη, έχουμε μέλλον βλ. μέλλον, έχω (καλό) χέρι βλ. χέρι, έχω (κάποιον) από δίπλα/από κοντά βλ. δίπλα, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου βλ. καρδιά, έχω (κάποιον/κάτι) περί πολλού βλ. περί, έχω (μαύρα/βαθιά) μεσάνυχτα βλ. μεσάνυχτα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα δική μου βλ. μέρα, έχω (όλη/ολόκληρη) τη μέρα μπροστά μου βλ. μέρα, έχω άδεια βλ. άδεια, έχω άστρο/αστέρι βλ. άστρο, έχω κάποιον άχτι βλ. άχτι, έχω κάποιον δεμένο βλ. δένω, έχω κάποιον στα όπα όπα βλ. όπα, έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου βλ. τσέπη, έχω κάποιον στο χέρι (μου) βλ. χέρι, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου βλ. μυαλό, έχω κάτι άχτι βλ. άχτι, έχω λαμβάνειν βλ. λαμβάνειν, έχω λόγο βλ. λόγος, έχω μόνο δύο/δυο χέρια! βλ. χέρι, έχω μπέσα βλ. μπέσα, έχω μπλεξίματα/μπελάδες/φασαρίες/τραβήγματα/ντράβαλα βλ. μπλέξιμο, έχω να (το) λέω βλ. λέω, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου βλ. κεφάλι, έχω προ οφθαλμών (κάτι) βλ. οφθαλμός, έχω προηγούμενα (μαζί) με κάποιον βλ. προηγούμενο, έχω ρέντα βλ. ρέντα, έχω σε υπόληψη βλ. υπόληψη, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) βλ. νους, έχω σώας τας φρένας βλ. σώος, έχω τ' αυτιά/τα μάτια μου ανοιχτά βλ. ανοιχτός, έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα/τέσσερα βλ. μάτι, έχω την αξίωση να βλ. αξίωση, έχω την τιμητική μου βλ. τιμητικός, έχω την τύχη με το μέρος μου βλ. τύχη, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, έχω υπόψη βλ. υπόψη, έχω/κάνω κενό βλ. κενό, έχω/κρατάω (κάποιον) σούζα βλ. σούζα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, έχω/με πιάνουν τα διαόλια μου βλ. διαόλια, έχω/περνάω (μεγάλο) ζόρι/(μεγάλα) ζόρια βλ. ζόρι, η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει) βλ. τιμή, και οι ... έχουν ψυχή βλ. ψυχή, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λαμβάνω/έχω την τιμή να ... βλ. τιμή, λίγο το 'χεις; βλ. λίγος, μένει ως έχει βλ. μένω, ό,τι έχω και δεν έχω βλ. ό,τι, όλα τα 'χε/'χει η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε/λείπει βλ. φερετζές, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πόθεν έσχες βλ. πόθεν, ποιος/τι έχει σειρά; βλ. σειρά, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου; βλ. μυαλό, στο ενεργητικό του/της βλ. ενεργητικό, στόμα έχει και μιλιά δεν έχει βλ. στόμα, τα βάζω/τα έχω με τον εαυτό μου βλ. εαυτός, τα έχει τα χρονάκια του! βλ. χρόνος, τα έχω καλά με κάποιον βλ. καλά, τα 'χω τετρακόσια βλ. τετρακόσιοι, τα 'χω χαμένα βλ. χαμένος, τι 'χες Γιάννη, τι 'χα πάντα! βλ. Γιάννης, τι ψυχή έχει (κάτι); βλ. ψυχή, το έχει/το 'χει η μοίρα μου βλ. μοίρα, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) βλ. στόμα, το έχω/βάζω μαράζι βλ. μαράζι, το 'χω μέσα μου βλ. μέσα, το 'χω παράπονο βλ. παράπονο, φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά/όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά βλ. ρούχο ● βλ. έχων [< αρχ. ἔχω]
ζωή ζω-ή ουσ. (θηλ.) 1. η ιδιότητα που διακρίνει τα έμβια από τα μη έμβια όντα, όπως εκδηλώνεται στις λειτουργίες του μεταβολισμού, της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και κατ' επέκτ. η ύπαρξη: το φαινόμενο της ~ής. Το νερό ως πηγή ~ής.|| Η ανθρώπινη ~ είναι πολύτιμη. Δικαίωμα στη ~. Σκοπός της ~ής. Διακινδύνευσε τη ~ του, για να με σώσει. Μας φυγάδευσε με κίνδυνο της ~ής του. Έχασαν/θυσίασαν τη ~ τους για την ελευθερία. Νίκησαν, αλλά με τίμημα τη ~ χιλιάδων μαχητών. Μία σφαίρα του αφαίρεσε/πήρε τη ~ (= τον σκότωσε). Έφυγε από τη ~ (= δεν ζει πια). Δεν έχει ~ (= θα πεθάνει σύντομα). Δεν βρίσκεται πια στη ~ (= έχει πεθάνει). Διατηρείται στη ~ με τεχνητά μέσα. Χρωστάω τη ~ μου στον γιατρό μου. (απειλητ.) Τα λεφτά σου ή τη ~ σου! Ο ερχομός του έδωσε νόημα στη ~ μου. Είσαι η ~ μου!|| Προηγούμενη ~ (βλ. μετεμψύχωση).|| (μτφ.) Ο σχεδιαστής έδωσε ~ σε χαρακτήρες κινουμένων σχεδίων. ΑΝΤ. θάνατος (1) 2. (συνεκδ.) τα έμβια όντα ως σύνολο: θαλάσσια ~. (Α)κυτταρική μορφή ~ής. Υπάρχει ~ σε άλλους πλανήτες; 3. η περίοδος από τη γέννηση (ή από άλλο χρονικό σημείο) ως τον θάνατο (ή ως μια συγκεκριμένη στιγμή της ζωής) και ειδικότ. τα γεγονότα που έχει ζήσει κάποιος, ο βίος του: διάρκεια/μέσος όρος ~ής. Σχέση ~ής (: μακροχρόνια και ουσιαστική). Στα πρώτα βήματα της ~ής (= στα παιδικά χρόνια). Τι κάνεις στη ~ σου (= πώς περνάς, με τι ασχολείσαι); Δεν έκανε τίποτα (ενν. σπουδαίο ή δημιουργικό) στη ~ του. Ευκαιρίες που τυχαίνουν μία φορά στη ~. Τέτοιο πράγμα δεν έχω ξαναδεί στη ~ μου. Όλη μου τη ~ δουλεύω. Παρέμεινε στο εξωτερικό για το υπόλοιπο της ~ής της. Τα λόγια του θα τα θυμάμαι για/σε όλη μου τη ~.|| ~ γεμάτη αγώνες/βάσανα (πβ. σκυλο~)/προκλήσεις/χαρές. Η ~ και το έργο του ποιητή. Σημαντικοί σταθμοί στη ~ της. Ταινία θα γίνει η ~ της δημοφιλούς ηθοποιού. Γράφει βιβλίο για τη ~ του (βλ. αυτοβιογραφία). 4. ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, διαβίωση και ειδικότ. το σύνολο των δραστηριοτήτων σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο ή σε συγκεκριμένο τομέα: αληθινή/ανέμελη/άνετη (βλ. ευζωία)/γλυκιά (πβ. ντόλτσε βίτα)/δύσκολη/εύκολη/ήσυχη/λιτή/μαύρη/παραμυθένια/πραγματική/σκληρή/σκυλίσια ~. Έκανε άστατη ~. Έχει πλούσια ερωτική ~. Αρχίζω μια καινούργια ~. Ο χορός είναι η ~ μου. Αφιέρωσε τη ~ του στην επιστήμη. Η ~ στην πρωτεύουσα έχει ακριβύνει πολύ. Την έβγαλε από τη ~ του (= τα χάλασε μαζί της). Μου αναστάτωσε τη ~. Με τη γέννηση του παιδιού, η ~ μας άλλαξε. Το πλυντήριο έκανε τη ~ μας ευκολότερη. Βελτιώσεις που έφερε στη ~ των ανθρώπων η τεχνολογία. Δεν είναι ~ αυτή (: ως εκδήλωση δυσφορίας)! Βλ. παλιο~.|| Οικογενειακή/στρατιωτική/φοιτητική ~. Η κοινωνική/πνευματική ~ της χώρας. Η καλλιτεχνική/νυχτερινή/πολιτική ~ του τόπου. Η ~ στην πόλη/στην ύπαιθρο/τον προηγούμενο αιώνα. 5. η πραγματικότητα του βίου ως εμπειρία: πείρα βγαλμένη από τη ~. Τι ξέρεις από τη ~ εσύ; Για να μάθεις τη ~, πρέπει να τη ζήσεις. Τέλειωσε το γυμνάσιο και βγήκε στη ~ (= στη βιοπάλη). Σπούδασε στο σχολείο της ~ής (: κατ' αντιδιαστολή προς την εγκύκλια εκπαίδευση). Η ~ με δίδαξε να δίνω αξία στους ανθρώπους. Αυτά έχει/έτσι είναι η ~! Πάρε τη ~ στα χέρια σου (: ανάλαβε πρωτοβουλίες). Θέλει να έχει τη δική της ~ (: να είναι ανεξάρτητη). 6. (μτφ.) (για πρόσ.) ενεργητικότητα, ζωντάνια· (για περιοχές) έντονη δραστηριότητα: Άνθρωπος που ξεχειλίζει από ~. Είναι γεμάτος ~ (= ζωτικότητα) και αισιοδοξία. Δεν έχει ~ (= ψυχή) μέσα του.|| Το νησί δεν έχει καθόλου ~ τον χειμώνα. Η πόλη σφύζει από ~. Πβ. κίνηση, κυκλοφορία. ΑΝΤ. νέκρα. 7. (μτφ.) (κυρ. για μηχανές, επιχειρήσεις) διάρκεια λειτουργίας ή αντοχής: η ~ της μπαταρίας. Η εταιρεία στη σύντομη ~ της κατάφερε να κυριαρχήσει στην αγορά. (ΟΙΚΟΝ.) Η ωφέλιμη ~ των παγίων. ● ζωές (οι): άνθρωποι: Απειλούνται ανθρώπινες ~. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χάθηκαν εκατομμύρια ~ (= ψυχές). Φάρμακο που σώζει ~. ● ΣΥΜΠΛ.: η αιώνια/η άλλη/η μετά θάνατον/η μέλλουσα ζωή & (λόγ.) η αιώνιος ζωή: ΘΕΟΛ. η μεταθανάτια. Βλ. επίγεια/ουράνια ~., καλή ζωή: υψηλό βιοτικό επίπεδο: ~ ~ και μακροζωία/υγεία., μεγάλη ζωή: πολυτελής και κοσμικός τρόπος διαβίωσης: χλιδή και ~ ~., ποιότητα ζωής: το επίπεδο διαβίωσης που καθορίζεται κυρ. από τη διατήρηση καθαρού περιβάλλοντος, από τις ανθρώπινες συνθήκες εργασίας και από τις δυνατότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου: χαμηλή/υψηλή ~ ~. Βελτίωση/εξασθένιση/υποβάθμιση της ~ας ~ (των κατοίκων της πόλης).|| Η ~ ~ των ασθενών. [< αγγλ. quality of life, 1943] , υποστήριξη της ζωής: οτιδήποτε συμβάλλει στη διατήρησή της: (ΙΑΤΡ.) βασική (βλ. καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση/ανάνηψη)/εξειδικευμένη/μηχανική ~ ~. (ΟΙΚΟΛ.) Συστήματα ~ης ~ του πλανήτη (βλ. βιοποικιλότητα, βιόσφαιρα). [< αγγλ. life-support, 1959] , άγρια ζωή βλ. άγριος, ασφάλεια ζωής βλ. ασφάλεια, βιοτικό επίπεδο & επίπεδο ζωής/διαβίωσης βλ. βιοτικός, διπλή ζωή βλ. διπλός, έντονη ζωή βλ. έντονος, επιστήμες της ζωής βλ. επιστήμη, η δημόσια ζωή/ο δημόσιος βίος βλ. δημόσιος, ημιπερίοδος ζωής βλ. ημιπερίοδος2, ημίσεια ζωή βλ. ήμισυς, ιδιωτική ζωή/ιδιωτικός βίος βλ. ιδιωτικός, καθιστική ζωή βλ. καθιστικός, κόστος ζωής βλ. κόστος, κύκλος ζωής βλ. κύκλος, σημεία ζωής βλ. σημείο, στάση ζωής βλ. στάση, το προσδόκιμο ζωής/επιβίωσης βλ. προσδόκιμος ● ΦΡ.: βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του: αυτοκτονεί: Αποφάσισε/προσπάθησε να βάλει τέλος ~., έδωσε τη ζωή του: για κάποιον που πέθανε για ένα ιδανικό ή κατ' επέκτ. αφιερώθηκε σε αυτό: Τιμάμε τους πολεμιστές που έδωσαν ~ τους για την πατρίδα.|| Έδωσε ~ της (= θυσιάστηκε) για τη σωτηρία της ανθρωπότητας., έδωσε/χάρισε ζωή σε ... 1. έγινε δωρητής οργάνων: ~ ~ σε συνανθρώπους μας, προσφέροντας τα όργανά του για μεταμόσχευση.|| (παλαιότ. για κάποιον καταδικασμένο σε θάνατο) Ο βασιλιάς του χάρισε τη ~ (: του έδωσε χάρη). 2. (μτφ.) αναζωογόνησε: Έδωσε ~ (= πνοή) στη ναυτιλία/στην πόλη., εν ζωή (λόγ.): για κάποιον που είναι ακόμη ζωντανός, στη ζωή: Ο σημαντικότερος ~ ~ συγγραφέας. Δωρεά ~ ~. ΑΝΤ. μετά θάνατο(ν), έχω φάει τη ζωή με το κουτάλι (προφ.): έχω μεγάλη πείρα της ζωής., ζωή μου!: ως προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο., ζωή σε (λόγου) σας (προφ.): ως έκφραση συλλυπητηρίων σε συγγενείς ή/και οικείους νεκρού: Θεός σχωρέσ' τον, ~ ~ μας., ζωή χαρισάμενη/ζωή και κότα (προφ.): ευτυχισμένη, ανέμελη, γεμάτη απολαύσεις και καλοπέραση, χωρίς προβλήματα και βάσανα: Περνούν ~ ~., κάνω/ζω τη ζωή μου: ζω όπως επιθυμώ, συνήθ. ανέμελα, χωρίς υποχρεώσεις: Θέλει να ταξιδέψει, να κάνει ~ της. Χαλάρωσε και ζήσε ~ σου! [< γαλλ. vivre ma vie] , μεταξύ ζωής και θανάτου: για ετοιμοθάνατο και γενικότ. για κάθε οριακή κατάσταση: Βρίσκεται ~ ~.|| Μάχη (μεταξύ) ~ ~., μια ζωή (για δήλωση δυσφορίας): από παλιά, πάντα, συνεχώς: ~ ~ τα ίδια λάθη!, μια ζωή την έχουμε (προφ.): η ζωή είναι σύντομη και για αυτό πρέπει να την απολαμβάνουμε., μια ολόκληρη ζωή (προφ.): για πάντα· (επιτατ.) για δήλωση ενός συγκεκριμένου, μικρού ή μεγάλου, χρονικού διαστήματος: φίλοι ~ ~. Αυτοκίνητο/έπιπλα/σπίτι για ~ ~/μια ζωή. Είναι νέος κι έχει ~ ~ (= το μέλλον) μπροστά του.|| Απαιτείται/δεν του φτάνει ~ ~ για να ... Τίναξε στον αέρα ό,τι έχτιζε ~ ~., ξανάφτιαξε τη ζωή του/της: ξαναπαντρεύτηκε. [< γαλλ. refaire sa vie] , ποτέ στη ζωή μου (εμφατ.): ποτέ: Δεν θα το ξεχάσω ~ ~ (: μέχρι να πεθάνω). Ποτέ, μα ~ ~ (= ως τώρα) δεν επιδίωξα να ..., στη ζωή και στο(ν) θάνατο: για πάντα, σε καλές και κακές περιστάσεις: Ορκίστηκαν να είναι μαζί ~ ~., στη ζωή μου/της μάνας μου/των παιδιών μου (προφ.): ως όρκος προς επικύρωση των λεγομένων: ~ ~ μου, δεν το έκανα εγώ! Πβ. μα την πίστη μου!, σε ό,τι έχω ιερό., του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο (προφ.): του δημιουργώ συνεχώς προβλήματα, δεν τον αφήνω να ηρεμήσει, κυρ. ψυχολογικά ή συναισθηματικά: Μου κάνει ~ ~ (= με ζορίζει, ταλαιπωρεί). ΣΥΝ. μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο, φιλί (της) ζωής: τεχνητή αναπνοή με εκπνοή στο στόμα και κατ' επέκτ. διάσωση την τελευταία στιγμή: Ο ναυαγοσώστης τού έδωσε το ~ της ~.|| (συχνότ. μτφ.) ~ ~ στην οικονομία. Οι βροχές έδωσαν το ~ ~ στα σιτηρά. Πβ. ενίσχυση, τόνωση. [< αγγλ. kiss of life, 1961] , αγώνας (μεταξύ) ζωής και θανάτου βλ. αγώνας, αλλάζω ζωή/πορεία/ρότα/σελίδα βλ. αλλάζω, βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, έκοψε/κόπηκε το νήμα της ζωής (κάποιου) βλ. νήμα, έρχεται στον κόσμο/στη ζωή βλ. έρχομαι, εφ' όρου ζωής βλ. όρος, έφυγε απ' τη ζωή/τον κόσμο βλ. φεύγω, έχασε τη μάχη για/με τη ζωή/με το(ν) θάνατο βλ. μάχη, ζήτημα/θέμα ζωής ή/και θανάτου βλ. ζήτημα, η ιστορία της ζωής μου βλ. ιστορία, κρατώ κάποιον ζωντανό/στη ζωή βλ. κρατώ, μπαίνω/έρχομαι στη ζωή κάποιου βλ. μπαίνω, ο θάνατός σου, η ζωή μου! βλ. θάνατος, στοίχισε τη ζωή (σε κάποιον) βλ. στοιχίζει, το αλάτι/το άλας της γης/της ζωής βλ. άλας, φέρνω στη ζωή/στον κόσμο βλ. φέρνω ● βλ. ζωούλα [< αρχ. ζωή, γαλλ. vie, αγγλ. life, γερμ. Leben]
θέλω θέ-λω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {θέλ-εις (προφ.) θες, -ει, -ουμε (λαϊκό) θέμε, -ετε (λαϊκό) θέτε, -ουν(ε) (λαϊκό) θένε | θες κ. θέλε, θέλετε | ήθελα, θέλησα, να/θα θελήσω | ηθελημένος, θέλ-οντας} 1. έχω την επιθυμία, εκφράζω την πρόθεση για κάτι: ~ να σου πω κάτι. Θα μιλάω όπως ~ (πβ. γουστάρω)! Δεν ~ να με δει/να ενοχλώ/να θυμάμαι. Ό,τι θες/θελήσεις θα το 'χεις. Κάνε/πράξε ό,τι/όπως θες, δεν με νοιάζει. Φάε όσο ~εις/θες. Λέγε, τι θες; Όποιος ~ει, ας/μπορεί να έρθει. Παίρνει πάντα αυτό που ~ει. Ήθελα να φωνάξω, αλλά κρατήθηκα. ~ να πάω διακοπές/να φύγω. Αν ~εις/θες να είσαι σίγουρος, ρώτα. Κανέναν δεν πιέζουμε, αν δεν το ~ει. Αν ~ήσει να μιλήσει, θα μάθουμε αρκετά. Δεν ξεκουράζεται όσο θα ήθελε.|| (ως έκφρ. ευγενείας) Ένα ποτηράκι κρασί θα το ήθελα. Δεν θα ήθελα να μας δουν μαζί. Ήθελα να ξέρω (: αναρωτιέμαι), δεν κουράζεται ποτέ; Αν ~εις, ρίχνεις μια ματιά κι εδώ (: αν έχεις την καλοσύνη); ~ετε κάτι άλλο; Πώς ~ετε τον καφέ σας (= πώς τον προτιμάτε); Θα ~ατε κάτι; Τι θα ~ατε; Ποιος θα ήθελε να με βοηθήσει;|| (ευχετ.) Θα ήθελα να σε πιστέψω, αλλά .../να είχα γίνει γιατρός (: μακάρι). ΣΥΝ. επιθυμώ 2. προσπαθώ, επιδιώκω: Κάτι ~ει να κρύψει. ~ει τα λεφτά της, δεν την αγαπά. ~ει να πετύχει οπωσδήποτε/την επιτυχία (= έχει στόχο· βλ. προσβλέπω). Εγώ να βοηθήσω ήθελα μόνο. Δεν ήθελα να σε προσβάλω (= δεν είχα σκοπό). Τι ήθελε να πει μ' αυτό (= τι υπονοούσε); Τον έσπρωξα, χωρίς να το ~ (= άθελά μου, ακούσια). Θέλησαν (= επιχείρησαν) να τον απομακρύνουν, αλλά δεν τα κατάφεραν. Πβ. επιζητώ, σκοπεύω. 3. ζητώ ή απαιτώ: Το μόνο που ~ από σένα είναι αγάπη. Δεν ~ υπερβολές. Πβ. γυρεύω.|| (επιτατ.) ~ μια απάντηση/διαζύγιο/δουλειά/εκδίκηση. Πες μου την αλήθεια, ~ να ξέρω. Αν ~εις πόλεμο, θα τον έχεις. Η μόδα ~ει τις γυναίκες αδύνατες/με καμπύλες. Προβλήματα που ~ουν επειγόντως λύση. Πβ. αξιώνω. 4. έχω ανάγκη, χρειάζομαι: ~ αγάπη. ~εις λούσιμο. Τώρα ~εις ξεκούραση, για να γίνεις εντελώς καλά. Το φαγητό ~ει αλάτι. Το πράγμα δεν ~ει σκέψη. Τα ρούχα ~ουν πλύσιμο. Τα φυτά ~ουν φροντίδα. Αν θες βοήθεια, πες το.|| (απρόσ.) ~ει πολύ ακόμη, για να ξημερώσει. ~ει διάβασμα/δύναμη/θάρρος/καιρό/κόπο/κότσια/χρόνο (για) να ... (= απαιτείται). 5. αποδέχομαι: Αφού σου το εξήγησα, γιατί δεν θες να το καταλάβεις (= δεν λες); Δεν ~ει να το πιστέψει. Θα θελήσει να σου κάνει το χατίρι (: θα συναινέσει, θα συγκατατεθεί); Οι γονείς της δεν τον ήθελαν (ενν. για σύζυγο της κόρης τους).|| (μτφ.) Η μηχανή δεν ~ει να πάρει μπρος (πβ. δεν εννοεί να). 6. αναζητώ, ψάχνω κάποιον: Ποιον θα ~ατε/~ετε; Σας ~ουν στο γραφείο/τηλέφωνο (= σας ζητούν). 7. ποθώ: Σε ~ πολύ! Δεν σε ~ πια (= δεν σ' αγαπώ). 8. θεωρώ, ισχυρίζομαι ότι συμβαίνει κάτι, χωρίς αυτό να ισχύει στην πραγματικότητα: Δεν είμαι τόσο ανόητος, όσο με ~ουν κάποιοι. ● θέλει (προφ.): ευνοεί: Άμα σε ~ το ζάρι/η τύχη, δεν έχεις κανέναν ανάγκη (= σε πάει). Τη ~ το κοινό (: την αποδέχεται, την αγαπά). Τη ~ ο φακός (: έχει φωτογένεια). ● Ουσ.: θέλω (τα): οι επιθυμίες κάποιου: τα ~ της καρδιάς. Κάντε τα ~ σας πραγματικότητα! Βλ. πρέπει (τα). ● ΦΡ.: (αυτό/το άδικο) δεν το θέλει ούτε ο Θεός (προφ.): για πλήρη άρνηση, αποδοκιμασία μιας άδικης κατάστασης: Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον θέλει ~., (δε) θες να ...; (προφ.): έκφρ. ανησυχίας ή φόβου: Πολύ αργεί, ~ ~ του συνέβη κάτι (= λες να, μήπως);, (και) τι θες να (σου) κάνω; (οικ.): για δήλωση αδιαφορίας ή αδυναμίας να βοηθήσουμε κάποιον: Έτσι είν' η ζωή, ~ ~;|| Αρρώστησες. Ωραία κι εγώ τι ~ ~;, (κι εγώ) πώς/πού θες να (το) ξέρω;: έκφρ. άγνοιας δηλωμένης με δυσαρέσκεια, πώς περιμένεις να το γνωρίζω: Αν αυτός ήταν άρρωστος, ~ ~;, ... δεν ήθελες; (ειρων.): σε κάποιον που υφίσταται τις δυσάρεστες συνέπειες της συνήθ. παράλογης επιθυμίας του ή των υψηλών προσδοκιών του: Μεγαλεία ~ ~, λούσου τα τώρα!, άλλο που δεν θέλει/δεν ήθελε! (συνήθ. ειρων.): προς δήλωση μεγάλης επιθυμίας· για κάτι που γίνεται δεκτό με μεγάλη χαρά, χωρίς αντίρρηση: Δέχτηκε αμέσως την πρόταση, ~ ~., αν θέλει ο Θεός: αν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές: ~ ~, θα νικήσουμε/θα φύγουμε αύριο. ΣΥΝ. Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος), αν θέλεις/θέλετε & (προφ.) αν θες: κειμενικός δείκτης που σχετικοποιεί ή επιτείνει τον ισχυρισμό του ομιλητή: Αυτό που λες είναι αυθαίρετο ή, ~ ~εις, παρακινδυνευμένο. Πρόκειται για λάθος, ή ~ ~, για γκάφα ολκής., αν θέλω λέει! & αν ήθελα λέει!: (προφ.-εμφατ.) για να δηλωθεί ενθουσιώδης αποδοχή πρότασης, με μεγάλη μου χαρά: -Θέλεις να έρθεις μαζί; -~ ~ (= ευχαρίστως)!, δε(ν) θέλει (και) πολύ (για) να (προφ.): για κάτι συνήθ. δυσάρεστο που μπορεί να συμβεί εύκολα, από τη μια στιγμή στην άλλη: ~ ~ γίνει το κακό!, δε(ν) με θέλει! (προφ.): είμαι άτυχος: Δεν είναι η μέρα μου, ~ ~ καθόλου/με τίποτα! Μου φαίνεται δεν σε ~ η τύχη σήμερα!, δεν (το) ήθελα: για δήλωση ακούσιας πρόκλησης βλάβης: Σας πάτησα; συγγνώμη ~ ~! Δεν ήθελα να σε πληγώσω., δεν θέλω να ξαναδώ κάποιον (στα μάτια μου/μπροστά μου)/δεν θέλω ούτε να ξέρω/να βλέπω κάποιον (προφ.): για να δηλωθεί αποστροφή, αγανάκτηση, οργή απέναντι σε κάποιον: Φύγε, ~ ~ να σε ξαναδώ! Δεν θέλει ούτε να τον βλέπει., δεν πα να λες ό,τι θες! (προφ.): προκλητικά ή οργισμένα για δήλωση ανυπακοής στις αντιρρήσεις κάποιου σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις ενέργειές μας: Εγώ θα το κάνω, ~ ~ (εσύ)!, δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω (προφ.): ως προτροπή ή επίπληξη σε κάποιον που δείχνει απροθυμία ή προβάλλει δικαιολογία, προκειμένου να μην κάνει κάτι: Μην μου λες πως δεν μπορείς να κόψεις το κάπνισμα: ~ ~., εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα/εδώ σε θέλω (μάστορα)!: προτρεπτικά σε κάποιον να αποδείξει τις ικανότητές του σε μια δύσκολη περίσταση: Τώρα πώς θα ξεμπλέξεις; ~ ~!, έλα που δεν ήθελες! (ειρων.): προς αμφισβήτηση της δήθεν απροθυμίας κάποιου να κάνει κάτι, που τελικά έκανε: ~ ~ να πας (= ήθελες και παραήθελες)! Πβ. τραβάτε με κι ας κλαίω!, έτσι το θέλησε η μοίρα/ο Θεός/η τύχη: για κάτι μοιραίο, υπεράνω των δυνάμεών μας· ήταν γραφτό να γίνει: Πέθανε νέος, ~ ~. Πβ. θέλημα (του) Θεού., θα (ή)θελες! (ειρων.): ως αρνητική απάντηση, αντίδραση σε κάτι που μας ενοχλεί ή με το οποίο διαφωνούμε: - Είμαι καλύτερος από σένα! - (Ναι,) ~ ~!, θέλεις να (μου/μας) πεις/πιστέψω πως/ότι ... (ειρων.): για δήλωση δυσπιστίας σχετικά με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν είχες καμία ανάμειξη/όλα αυτά ήταν τυχαία;, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); (ειρων.): σε κάποιον που μίλησε απερίσκεπτα., θέλοντας ή μη/και μη: ανεξάρτητα από τη βούληση κάποιου, είτε το θέλει είτε όχι: ~ ~ θα ζητήσεις συγγνώμη (: θα αναγκαστείς να ...). Πβ. εκών άκων, ηθελημένα ή μη/ή αθέλητα/ή άθελα, θες δεν θες., θέλω κάποιον/κάτι πίσω (προφ.) 1. επιθυμώ επανασύνδεση με ερωτικό σύντροφο: Με άφησε και τον ~ ~! 2. ζητώ, απαιτώ να επαναφέρω στη ζωή μου κάτι που έχασα ή νοστάλγησα: ~ πίσω τη ζωή μου/το σπίτι μου/την πόλη που αγάπησα., θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... (προφ.): για διευκρίνιση των λεγομένων· εννοώ: Δεν μ' ενδιαφέρουν οι μεγάλες παρέες, ~ ~ πως θέλω λίγους φίλους και καλούς. Δεν ~ ~ ότι δεν μου φέρθηκαν ευγενικά, απλώς (ότι) ήταν κάπως ψυχροί., θέλω το καλό/το κακό κάποιου: επιθυμώ να ωφελήσω/να βλάψω κάποιον: Σε συμβουλεύω, γιατί ~ το καλό σου (= την ευτυχία σου). Μην τον εμπιστεύεσαι, ~ει το κακό σου., Θεού θέλοντος (και καιρού επιτρέποντος) (λόγ.): για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, εφόσον οι περιστάσεις είναι ευνοϊκές: ~ ~ αύριο θα ταξιδέψουμε. ΣΥΝ. αν θέλει ο Θεός, θες ... θες (προφ.): σε διαζευκτική σύνδεση προτάσεων για τη δήλωση αμφιβολίας ή αδιαφορίας ως προς το ποια πιθανότητα ισχύει: ~ η δουλειά, ~ τα παιδιά, δεν πήγα να τη δω. ΣΥΝ. είτε ... είτε, ή ... ή, πες ... πες., θες δε(ν) θες ... (προφ.): είτε το θέλεις είτε όχι· που θα συμβεί ανεξάρτητα από την επιθυμία κάποιου: Τα χρόνια περνάνε ~ ~. ~ ~ θα έρθω! Θα το κάνεις ~ ~ (= με το ζόρι, με το στανιό)! Σιγά σιγά, ~ ~ συνηθίζεις. Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα;: απειλητικά για αποτροπή απρεπούς συμπεριφοράς., και θέλω και δεν θέλω (προφ.): για να δηλώσουμε ότι δεν είμαστε σίγουροι για κάτι: ~ ~ να τον δω. Θέλεις να πας; ~ ~., και ό,τι ήθελε προκύψει: έκφραση που δηλώνει αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη μιας κατάστασης: Πάμε ~ ~ (: ας γίνει ό,τι θέλει)! Πβ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!, κάνω κάποιον ό,τι θέλω (προφ.): κάνω κάποιον να υπακούει στις επιθυμίες και τις εντολές μου: Η γυναίκα/η κόρη του τον ~ει ό,τι ~ει. Πβ. είναι/τον έχω του χεριού μου, παίζω στα δάχτυλα., με το έτσι θέλω (προφ.): αυθαίρετα, χωρίς να δίνεται λογαριασμός σε κανένα: Τους επέβαλε τη θέλησή της/τις συνήθειές της ~ ~., ξέρει/δεν ξέρει τι θέλει: (για πρόσ.) έχει/δεν έχει σαφείς επιθυμίες, ξεκάθαρους στόχους: ~ει τι ~ει από τη ζωή της. Δεν ~εις τι ~εις, μου φαίνεται!, ό,τι θέλει ας γίνει/ας γίνει ό,τι θέλει (προφ.): για δήλωση αδιαφορίας, παθητικής αποδοχής αυτού που πρόκειται να συμβεί, ακόμα κι αν είναι αρνητικό: Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, ~ ~ (= σκοτίστηκα). Θα της μιλήσω ανοιχτά κι ~ ~. ΣΥΝ. ό,τι βρέξει ας κατεβάσει, ό,τι θέλει λέει (προφ.): για να δηλωθεί ότι τα λόγια κάποιου χαρακτηρίζονται από απερισκεψία, έλλειψη λογικής: Τρελός είναι, ~ ~. Άστον να λέει ό,τι θέλει! Ό,τι θες λες, μου φαίνεται, πού να βρω τέτοια ώρα περίπτερο ανοιχτό;, όπως θες/θέλεις: συγκαταβατική αποδοχή της επιθυμίας κάποιου: - Θέλω να φύγουμε! - ~ ~. Πβ. με γεια σου, με χαρά σου.|| Όπως θέλετε (= αγαπάτε, προτιμάτε)., ποιος δεν θα ήθελε: για κάτι που αναμφισβήτητα θα το επιθυμούσε ο καθένας: ~ ~ ένα τόσο όμορφο σπίτι; ~ ~ ν' αγαπιέται από αυτόν που αγαπάει;, πολύ θα το ήθελα, αλλά ...: ως ευγενική απόρριψη πρόσκλησης ή πρότασης: -Θέλεις να με συνοδέψεις; -~ ~ πρέπει να διαβάσω., πώς θα ήθελα ...!: για έκφραση έντονης επιθυμίας· μακάρι: ~ ~ μία σοκολάτα/να είχα σπίτι στο βουνό!, πώς το θες; (οικ.-ειρων.): ως αρνητική απάντηση σε παράλογη, κατά τη γνώμη μας, απαίτηση ή πρόταση κάποιου να κάνουμε κάτι που δεν θέλουμε σε καμία περίπτωση: -Θα μπορούσες να πας αντί για μένα; -Ναι, αμέ, ~ ~ (: θες τίποτ' άλλο); Πβ. δε(ν) σφάξανε!, τα 'θελε και τα 'παθε & τα θέλει και τα παθαίνει & ήθελέ τα κι έπαθέ τα (προφ.): είναι υπεύθυνος για αυτό που του συνέβη: Μη στενοχωριέσαι γι' αυτόν, ~ ~., τα θέλει (μειωτ.): για άτομο, συνήθ. γυναίκα, που είναι δεκτικό σε ερωτοτροπίες και ερωτικές προτάσεις ή και τις επιδιώκει., τα 'θελες και τ' άκουσες (οικ.): εσύ φταις που σου μίλησαν άσχημα: -Γιατί θύμωσε; Απλώς του είπα ότι έχει παχύνει. -Ε κι εσύ ~ ~, δεν τα λένε αυτά., τι (το) (ή)θελα .../τι ήθελα (και/να) ...; (προφ.): μετανιώνω που είπα ή έκανα κάτι: Τι το 'θελα (και πήρα/να πάρω) το κινητό; Τώρα δεν με αφήνουν στιγμή ήσυχο! Τι (το) ήθελα και μίλησα/να μιλήσω;, τι άλλο θέλεις; (οικ.): προς δήλωση θαυμασμού για την τύχη κάποιου ή αγανάκτησης προς άτομο ανικανοποίητο: Άντε θα πας και στο εξωτερικό! ~ ~; ΣΥΝ. ποιος τη χάρη σου!|| ~ ~ να γίνει δηλαδή; ~ ~ πια, όλα σου τα 'χω δώσει., τι θέλει αυτός εδώ; (προφ.): για κάποιον που η εμφάνισή του προκαλεί έκπληξη ή δυσαρέσκεια: (Καλά) ~ ~; Πώς τον αφήσατε και μπήκε;, τι τα θες (τι τα γυρεύεις)! (προφ.): για δήλωση παραίτησης από κάποια υπόθεση που θεωρείται μάταιη ή αδιαφορίας, όπως και για εισαγωγή συμπεράσματος που το θεωρεί κάποιος αδιαμφισβήτητο: ~ ~, έτσι είν΄ η ζωή! Πβ. τι να πω., το θες πολύ; (οικ.-ειρων.): ως απάντηση σε εξωπραγματική απαίτηση., τώρα τι θες;: προς δήλωση εκνευρισμού, ενόχλησης από κουραστική συμπεριφορά ή επαναλαμβανόμενη απαίτηση ή προσπάθεια επαναπροσέγγισης: Ε, και ~ ~; Πες μου να καταλάβω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια, ~ ~;, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; βλ. φίλος, άντρα θέλω, τώρα τον(ε) θέλω βλ. άνδρας & άντρας, γυρεύει/θέλει τον μπελά του βλ. μπελάς, δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα βλ. κουβέντα, είναι για/θέλει κρέμασμα (ανάποδα)/σκότωμα/γδάρσιμο βλ. κρέμασμα, έτσι σε θέλω βλ. έτσι, ζητά(ει)/θέλει/γυρεύει και τα ρέστα βλ. ρέστα, θέλει (και) ρώτημα; βλ. ρώτημα, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, θέλει ζουρλομανδύα/του χρειάζεται ζουρλομανδύας βλ. ζουρλομανδύας, θέλει μια μπάλα μόνος του βλ. μπάλα, θέλει/παίρνει/τρώει ώρα/ώρες βλ. ώρα, και/κι ο άγιος φοβέρα θέλει βλ. άγιος, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λίγο έλειψε να .../λίγο ακόμα και θα .../λίγο ήθελε να (/και θα) ... βλ. λίγο, όποιος δεν θέλει/βαριέται να ζυμώσει, πέντε/δέκα μέρες κοσκινίζει βλ. ζυμώνω, όποιος θέλει/ψάχνει/ζητάει/γυρεύει τα πολλά χάνει και τα λίγα βλ. πολύς, πολλή, πολύ, ούτε (που) να τ' ακούσει/δεν θέλει ούτε να (τ') ακούσει βλ. ακούω, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, τα θέλει όλα δικά του βλ. δικός, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τα θέλει/τον τρώει ο κώλος/πισινός/κωλαράκος του βλ. κώλος, τι γυρεύει/τι δουλειά έχει/τι ζητά/τι θέλει η αλεπού στο παζάρι; βλ. αλεπού, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, το καλό που σου θέλω βλ. καλό, χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε(ν) θέλει βλ. κολαούζος ● βλ. ηθελημένος [< αρχ. ἐθέλω, θέλω]
-ιάζω επίθημα ρημάτων παράγωγων από 1. επίθετα ή ουσιαστικά∙ δηλώνει μεταβολή, απόκτηση συγκεκριμένου χαρακτηριστικού: βραχν~ (βραχνός)/χλομ~ (χλομός, βλ. -αίνω).|| Καρβουν~ (κάρβουνο)/ρυτιδ~ (ρυτίδα)/σκοτειν~ (σκοτεινιά). 2. ουσιαστικά∙ δηλώνει ενέργεια: αγκαλ~ (αγκαλιά)/εγκαιν~ (εγκαίνια)/εμβολ~ (εμβόλιο)/κουβεντ~ (κουβέντα).|| Eντυπωσ~ (εντύπωση).
ιδέα [ἰδέα] ι-δέ-α ουσ. (θηλ.) {ιδε-ών} 1. κάτι που υπάρχει μόνο στον νου, αφηρημένη έννοια· ιδανικό, ιδεώδες: αόριστη/ασαφής/γενική ~. Εγκαταλείπω/εφαρμόζω/καλλιεργώ/υλοποιώ μια ~. Εμπνευστής/πρωτεργάτης/υπέρμαχος μιας ~ας. Διαμόρφωση/επεξεργασία/σύλληψη ~ών. Από παλιά μού είχε καρφωθεί η ~ να γίνω δημοσιογράφος. Μου πέρασε από το μυαλό η ~ να τον καλέσω. Με τρομάζει η ~ (= σκέψη) να ταξιδεύω μόνη. Τρέμει στην ~ και μόνο ότι θα μείνει άνεργος. Όλα είναι μια ~.|| Η ~ της δημοκρατίας/της δικαιοσύνης/του έθνους/της ελευθερίας/του Θεού/των Ολυμπιακών Αγώνων/της πατρίδας. 2. σκέψη που εκφράζεται ως πρόταση, πρόθεση για κάτι: ανατρεπτική/ανόητη/αντισυμβατική/απλή/αρχική/βασική (πβ. κόνσεπτ)/δημιουργική/εναλλακτική/έξυπνη/επαναστατική/ευφυής/εφικτή/ξαφνική/πρωτότυπη/ριζοσπαστική/τολμηρή ~. Έχει καινοτόμες/λαμπρές/φρέσκες ~ες. Θαυμάσια ~ για δώρο. Διατυπώνω/προωθώ/στηρίζω μια ~. Ανταλλαγή/αξιολόγηση/διάδοση/έκθεση/έκφραση/πλούτος/σύνθεση ~ών. Μια ~ γεννιέται/ωριμάζει. Το μυαλό του όλο κατεβάζει ~ες (= έχει φαντασία, επινοητικότητα). Δεν έχω καθόλου ~ες (πβ. έμπνευση). Η ~ (= το σχέδιο, ο σκοπός) ήταν να ... Είχε την ~ να ... Σε ποιον ανήκει η ~ για ...; Καμιά ~ για βόλτα; Ωραία ~! (προφ.) Όλο ~ες είσαι, αλλά στην πράξη τίποτα. Πβ. επινόηση, σύλληψη. 3. γενική εικόνα, εντύπωση: Να σου δώσω/πάρε μια ~ για το θέμα.|| Έχω την ~ ότι είσαι προκατειλημμένος (πβ. αίσθηση, υποψία).|| ~ μου ήταν ή όντως φάνηκε κάπως αμήχανος; Δεν αργήσαμε, (η) ~ σας είναι. 4. άποψη, αντίληψη: αντικειμενική/υποκειμενική ~. Αναχρονιστική/κοινωνική/ξεπερασμένη/οικονομική/πολιτική/προοδευτική/σύγχρονη/συντηρητική ~. Εξτρεμιστικές/μοντέρνες ~ες. Υπερασπίζομαι τις ~ες μου. Οι ~ες ενός συγγραφέα (πβ. ιδεολογία, κοσμοθεωρία, φιλοσοφία). Δεν έχει καλή ~ για τον φίλο μου. 5. ΦΙΛΟΣ. (στην πλατωνική φιλοσοφία) υπερβατική οντότητα της οποίας τα αντικείμενα του αισθητού κόσμου είναι ατελείς αναπαραστάσεις: ο κόσμος των ~ών. Βλ. αρχέ-, πρό-τυπο. ● ΣΥΜΠΛ.: Μεγάλη Ιδέα 1. ΙΣΤ. πολιτικό και εθνικό ιδεώδες, καθώς και το σύνολο των ενεργειών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αι. για την απελευθέρωση των αλύτρωτων ελληνικών πληθυσμών και τη δημιουργία μεγαλύτερου σε έκταση ελληνικού κράτους. Βλ. αλυτρωτισμός. ΣΥΝ. μεγαλοϊδεατισμός 2. (μτφ.) μεγαλεπήβολο, φιλόδοξο σχέδιο ή πρόταση., ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, έμμονη ιδέα βλ. έμμονος, ευρωπαϊκή ιδέα βλ. ευρωπαϊκός, φαεινή ιδέα βλ. φαεινός ● ΦΡ.: βάζω ιδέες (σε κάποιον)/βάζω (κάποιον) σε ιδέες (προφ.): του προκαλώ σκέψεις, επιθυμίες: Η πρότασή σου μου έβαλε ιδέες. Ένας φίλος αγόρασε μηχανή και με έβαλε σε ιδέες (ενν. να αγοράσω και εγώ)., δεν έχω ιδέα: δεν έχω ούτε τη στοιχειώδη γνώση για κάτι: ~ ~ για το θέμα/πώς τη λένε. Δεν έχει ~ (= δεν σκαμπάζει) από μαθηματικά.|| Έχει κανείς ~ περί τίνος πρόκειται;, δεν έχω την παραμικρή ιδέα (εμφατ.): δεν γνωρίζω καθόλου: Δεν έχουν ~ τι συνέβη. Ξεκινήσαμε, χωρίς να έχουμε ~ πού πάμε.|| Έχεις ~ (= ξέρεις) πόσο γελοίο είναι αυτό που κάνεις; [< γαλλ. je n' ai pas (le moindre) idée] , έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του: νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος, είναι αλαζόνας. Πβ. καβάλησε το καλάμι. [< γαλλ. avoir une haute idée de soi] , μια ιδέα: πάρα πολύ λίγο, ελάχιστα: Το χρώμα έπρεπε να ήταν ~ ~ πιο σκούρο. (σε συνταγή) ~ ~ αλάτι/ζάχαρη. ~ ~ από γαρίφαλο. [< γερμ. eine Idee] , μου βάζει (κάποιος)/μου ήρθε μια ιδέα: κάποιος μου δίνει μια ιδέα ή συλλαμβάνω μια σκέψη: Ένας φίλος μού έβαλε την ιδέα να εκδώσω το έργο μου.|| Μου ήρθε μια ~. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., μου μπήκε μια ιδέα/μου μπαίνουν ιδέες (προφ.): σκέφτομαι, επιθυμώ ή υποψιάζομαι κάτι: Μου έχει μπει η ~ να κάνω ένα ταξίδι. Δεν πρόκειται να έρθω, μη σου μπαίνουν ~. Πβ. μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι., συμφιλιώνομαι με την ιδέα (μτφ.): αποδέχομαι κάτι, κυρ. δυσάρεστο: ~ ~ του χωρισμού. Έχει συμφιλιωθεί ~ ότι θα ζήσει μακριά από τους δικούς του., χάνω πάσα ιδέα: νιώθω έντονη απογοήτευση, εκπλήσσομαι συνήθ. αρνητικά για κάποιον ή κάτι: Έχω χάσει ~ ~ με αυτά που συμβαίνουν. Έχασα ~ ~ για σένα/για το άτομό σου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, παίρνω ιδέες βλ. παίρνω, ρίχνω την ιδέα/την πρόταση βλ. ρίχνω [< 1,2,3,4: γαλλ. idée, γερμ. Idee, αγγλ. idea 5: αρχ. ἰδέα]
ισοπαλία [ἰσοπαλία] ι-σο-πα-λί-α ουσ. (θηλ.): ΑΘΛ. αποτέλεσμα αναμέτρησης χωρίς ανάδειξη νικητή, με ίδιο σκορ για κάθε αντίπαλο: ο βαθμός της ~ας. Απέσπασε/έφερε/παραχώρησε/πήρε/σημείωσε ~. Οι δύο ομάδες ήρθαν ~. Το παιχνίδι καταλήγει σε/λήγει με ~. ● ΣΥΜΠΛ.: λευκή ισοπαλία & ισοπαλία χωρίς τέρματα: (στο ποδόσφαιρο) αποτέλεσμα χωρίς γκολ (0-0). [< μτγν. ἰσοπαλία]
καλά κα-λά επίρρ. 1. ικανοποιητικά, σωστά: ~ διαβασμένος/οργανωμένος/πληροφορημένος (πβ. επαρκώς. ΑΝΤ. ελλιπώς). Κοιμήθηκα ~. Παίζουνε/συνεργάζονται ~. Κάνει ~ τη δουλειά του. Έπαιξε ~ τον ρόλο της. Δεν το είπε ~ το ανέκδοτο. ~ (του) τα 'πες (πβ. εύστοχα)! Μακριά δεν βλέπω ~. Δεν κατάλαβα ~ τι εννοούσε. ΑΝΤ. κακά.|| (εμφατ.) Κοίτα ~, δεν το βλέπεις; Άκου ~ τι θα σου πω! Κλείσε ~ (= εντελώς, τελείως) το παράθυρο. Ανακινήστε το μπουκάλι ~. Κρατήσου/πιάσου ~, μην πέσεις! Να το δέσεις ~ (= γερά, σφιχτά). Γράψε ~ τ' όνομά σου, χωρίς λάθη! Καθάρισε το δωμάτιό σου ~ (= σχολαστικά, προσεκτικά, ΑΝΤ. βιαστικά).|| Θυμάμαι ~ (: με βεβαιότητα) πως το είχα αφήσει εδώ.|| Του αρέσει να ντύνεται ~ (: είναι καλοντυμένος· πβ. επίσημα, κομψά, όμορφα. ΑΝΤ. πρόχειρα). Ήταν πάντα ~ χτενισμένη (= καλοχτενισμένη). Δεν είσαι ~ (= κατάλληλα) ντυμένος για την περίσταση. Ντύσου ~ (= ζεστά)! Δεν μιλάς ~ (= ευπρεπώς, κόσμια). 2. σε καλή σωματική ή ψυχική κατάσταση: - Τι κάνεις; - ~, ευχαριστώ. Αισθάνομαι/νιώθω ~ (ΑΝΤ. άσχημα). Δεν είμαι καθόλου ~. Φαίνεσαι ~/καλύτερα από χθες. Ο γιατρός τον έκανε ~. Εύχομαι να γίνεις σύντομα ~ (: να αναρρώσεις). 3. ευχάριστα, άνετα ή ευνοϊκά: ~ να περάσετε (πβ. όμορφα, ωραία)! Με δύο μισθούς ζούμε πολύ ~. Εδώ που ήρθα είναι πιο ~, μου αρέσει! ΑΝΤ. δυσάρεστα.|| Μεταχειρίζομαι κάποιον ~. Μου φέρθηκαν πολύ ~, τους είμαι ευγνώμων. ΑΝΤ. άσχημα 4. για δήλωση συμφωνίας, συγκατάβασης· εντάξει: -Θα πας εσύ αντί για μένα; -~! ~, εσύ ό,τι πεις! Πβ. σύμφωνοι, έχει καλώς.|| Ε, ~, τι να γίνει ... 5. (προφ.-εμφατ.) στην αρχή πρότασης για δήλωση έκπληξης, δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: ~, πλάκα μου κάνεις/σοβαρολογείς; ~, εσύ δεν έλεγες πως δεν θα ερχόσουν; ~ εγώ σου μιλάω σοβαρά κι εσύ γελάς! ~, ε, φοβερή ταινία! Μα, ~, καθόλου δεν σου κόβει; ~, το αγόρασες χωρίς να το δοκιμάσεις; ● ΦΡ.: (τα) περνάω καλά/άσχημα (προφ.): ο χρόνος κυλά ευχάριστα/δυσάρεστα, (δεν) διασκεδάζω: - Πώς τα περνάς; - Πολύ καλά! Πέρασες καλά στις διακοπές; Δεν τα πέρασα κι άσχημα., α, καλά! (προφ.-ειρων.): για έκφραση αποδοκιμασίας: - Με απέλυσαν χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση. - ~ ~! έχουμε ξεφύγει εντελώς!, αρχίζω κάτι καλά: κάνω καλή, επιτυχημένη αρχή: Καλά αρχίσαμε, να δούμε πώς θα συνεχίσουμε., για τα καλά (προφ.-επιτατ.): πάρα πολύ, εντελώς: Έβρεξε/καλοκαίριασε/νύχτωσε/χειμώνιασε/χιόνισε ~ ~. Κοιμήθηκε/νευρίασε/την πάτησε/του τα 'ψαλα ~ ~., δεν (μας) τα λες καλά (προφ.): αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου λόγω ασαφειών, ανακριβειών, υπερβολών: Δεν τα λες καλά, εγώ θα σας πω τι έγινε!|| (ειρων.) Μέσα σε μισή ώρα πήγες κι ήρθες κι έκανες και τη δουλειά; Δεν μας τα λες καλά, φιλαράκο!, είμαι καλά με κάποιον (προφ.): για επιτυχημένη ερωτική σχέση: Είμαστε πολύ ~ μαζί τελευταία (= τα πηγαίνουμε καλά)., και καλά (προφ.-ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων τρίτου, δήθεν: Ήρθε ~ ~ να μου ζητήσει συγγνώμη. ΣΥΝ. τάχα (1), καλά δεν τα λέω; (προφ.): ρητορική ερώτηση, για επιβεβαίωση των λεγομένων: Όταν υπόσχεσαι κάτι, πρέπει να κρατάς τον λόγο σου. ~ ~;, καλά θα κάνεις να ... (προφ.): για επίπληξη, υπόδειξη σωστής συμπεριφοράς· πρέπει: ~ ~ προσέχεις τα λόγια σου!|| Θα έκανες καλά να μην αργούσες άλλη φορά!, καλά καλά (εμφατ.): πολύ καλά: Πλύνε τα χέρια σου ~ ~. Με κοίταξε ~ ~. Πβ. προσεκτικά., καλά καλά δεν/προτού καλά καλά ...: (στην αρχή πρότασης) για κάτι που γίνεται αμέσως ή πολύ νωρίς· μόλις: ~ ~ δεν είχε ξημερώσει, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Με χαστούκισε προτού ~ ~ πω τίποτε., καλά κάνω! (προφ.): απότομη, αγενής και αποστομωτική απάντηση σε παρατήρηση, μομφή κάποιου: - Συνεχώς καθυστερείς! - ~ ~, κοίτα τη δουλειά σου!, καλά να (τα) πάθεις! (προφ.): (συχνά με χαιρεκακία) για κάποιον που υφίσταται τις συνέπειες των πράξεών του: ~ ~, να σου γίνει μάθημα! ~ να πάθω που δανείζω σε ξένους... Πβ. ας πρόσεχες!, καλά σου έκανε! (προφ.): σου άξιζε αυτή η συμπεριφορά: ~ ~, να μάθεις να βρίζεις άλλη φορά! ~ ~, το είχες παρακάνει. ~ του έκανες, του μασκαρά!, καλά σου! (νηπιακή γλ.): για εκδήλωση παραπόνου: Δεν με παίζεις; ~ ~ κι εγώ δεν σου ξαναμιλάω!, καλά το κατάλαβα/το σκέφτηκα/το φαντάστηκα! (προφ.): για επιβεβαίωση σκέψης, πρόβλεψης: ~ ~ ότι θα σε βρω εδώ! Καλά το(ν) κατάλαβα εγώ ότι έλεγε ψέματα., καλά/καλό θα 'τανε: (+ να) για έκφραση επιθυμίας ή προτροπής: ~ ~ να πηγαίναμε μαζί τους, τι λες; ~ ~ να είμαστε πλούσιοι αλλά δεν είμαστε (πβ. μακάρι).|| - Να του τηλεφωνήσω; - ~ ~., καλάαα ... (προφ.): ως προειδοποίηση για ανταπόδοση κακής συμπεριφοράς: Δεν μας μιλάς, ε; ~..., κάνω (κάποιον) καλά (προφ.): καταφέρνω να επιβληθώ σε κάποιον ή να χειριστώ μια κατάσταση: Πείσε τον εσύ, εγώ δεν τον ~ ~. Έλα κάνε ~ (= ανάλαβε) τον γιο σου! Πβ. κάνω κάποιον ζάφτι., κάτι δεν πάει καλά (προφ.): για να εκφραστεί προβληματισμός σχετικά με κάποια κατάσταση: ~ ~ μαζί του/μ' αυτόν/με την υπόθεση. Κάτι δεν μου ~ ~ σ' αυτή την ιστορία (= κάτι μου βρομάει· πβ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα)., να 'μαστε καλά/να μας έχει ο Θεός καλά να ... (ευχετ.): μακάρι να είμαστε γεροί για να ξανακάνουμε κάτι: ~ ~ να ξαναπάμε και του χρόνου!, να 'σαι καλά (ευχετ.): αντί για "ευχαριστώ" ή "παρακαλώ": ~ ~ που με θυμήθηκες!|| -Σ' ευχαριστώ για τη βοήθειά σου! -~ ~!, ναι, καλά! & ναι, σιγά! (ειρων.): για αμφισβήτηση των λεγομένων κάποιου: -Θα έρθει! -~ ~!, όλα καλά (προφ.): σε ερώτηση ή απάντηση σχετικά με την κατάσταση κάποιου: -~ ~; -Μια χαρά! -Πώς πάει; - ~ ~ (κι ωραία)!, τα έχω καλά με κάποιον (προφ.): έχω καλές σχέσεις: Φρόντισε να τα ~εις ~ μαζί του/με τους συναδέλφους σου! Πβ. (τα) πάω/πηγαίνω καλά., τι καλά/τι ωραία! (προφ.): για να δηλωθεί ενθουσιασμός: Θα πάμε εκδρομή, ~ ~!, το πήρε καλά: αντέδρασε ήπια σε ένα δυσάρεστο νέο, το δέχτηκε ομαλά, δεν θίχτηκε: Ευτυχώς πήρε ~ την πλάκα που του κάναμε! Δεν περίμενα να το πάρει τόσο καλά! ΑΝΤ. το πήρε άσχημα, (για) πρόσεξε/κοίταξε καλά! βλ. προσέχω, (θέλει) σώνει και καλά/ντε και καλά βλ. σώνω, (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, αν θυμάμαι καλά, ... βλ. θυμάμαι, ας τα λέμε καλά βλ. λέω, βαστιέται/κρατιέται καλά βλ. βαστώ, για θυμήσου καλά! βλ. θυμάμαι, δεν με/σε/τον βλέπω καλά βλ. βλέπω, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα βλ. ζω1, θα φας καλά! βλ. τρώω, καλά και άγια βλ. άγιος, καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες βλ. λέω, καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε βλ. λέω, κάνω καλά/άσχημα βλ. κάνω, κάτσε καλά! βλ. κάθομαι, με βλέπεις καλά/με βλέπεις που σε βλέπω; βλ. βλέπω, μίλα καλά! βλ. μιλώ, μιλάω καλά για κάποιον βλ. μιλώ, πάει καλά βλ. πηγαίνω & πάω, πας/είσαι καλά; βλ. πηγαίνω & πάω, πατώ/στέκομαι γερά/καλά (στα πόδια μου) βλ. πατώ, σκέψου καλά βλ. σκέφτομαι, την έχω καλά/άσχημα βλ. έχω, τι καλά, ... καλάθια! βλ. καλάθι, το μιλάει καλά το ... βλ. μιλώ ● βλ. καλός, καλώς [< αρχ. καλῶς, μεσν. καλά]
καλό κα-λό ουσ. (ουδ.) ΑΝΤ. κακό 1. οτιδήποτε ωφέλιμο, συμφέρον, ευχάριστο, αξιόλογο: Η Πολιτεία μεριμνά για το γενικό/κοινό ~/το ~ όλων. Ελπίζω από όλη αυτή την ιστορία να βγει κάτι ~. Έκανε πολλά ~ά για τον τόπο (= αγαθοεργίες, ευεργεσίες).|| Τι ~ (= νόστιμο) θα φάμε σήμερα; 2. {συνήθ. στον πληθ.} πλεονέκτημα: τα ~ά (= οφέλη) της γυμναστικής. Το μωρό έχει το ~ ότι δεν κλαίει. Πήρε όλα τα ~ά (= προτερήματα) των γονιών του. Έχει και ο χειμώνας τα ~ά του.|| (ευφημ. για κάτι δυσάρεστο:) Μην αρχίζεις τα ~ά (= τις κακές συνήθειες) της μητέρας σου! 3. ΦΙΛΟΣ. το αγαθό, η αρετή, η ηθικότητα· (στην αρχ. ελλην. φιλοσ.) το ωραίο: οι δυνάμεις του ~ού (: προσωποποιημένου). Ταγμένος στην υπηρεσία του ~ού. Πβ. αρετή, ηθικότητα. ● καλά (τα) 1. αγαθά, συνήθ. υλικά: Στο σπίτι τους έχουν όλα τα ~. Τι ~ μας φέρατε; 2. (+ γεν. προσ. αντων.) ρούχα κατάλληλα για επίσημες εκδηλώσεις, περιστάσεις: Βάζω/φοράω τα ~ μου. Πβ. γιορτινά. ΑΝΤ. καθημερινά (τα) ● ΦΡ.: (έτσι) για το καλό: για καλή τύχη: Βάψαμε λίγα αβγά ~ ~.|| Βασιλόπιτα/ευχές/ποδαρικό ~ ~ του χρόνου. Την πρωτοχρονιά ήπιαμε λίγη σαμπάνια ~ ~ του χρόνου., (μπα) σε καλό μου/σου/του (προφ.): για έκφρ. απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: ~ μου τι έπαθα/τι μ' έπιασε; Σε ~ σου, τι κάνεις εκεί; Μπα ~ σας, τι θέλετε πρωί πρωί; ~ μας, πολύ γελάσαμε (πβ. σε καλό να μας βγει)!, για καλό και για κακό (προφ.): για κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε περίπτωση: Πάρε και μια ζακέτα ~ ~· μπορεί να κάνει κρύο. ΣΥΝ. καλού κακού, για καλό/για κακό: με καλή/κακή πρόθεση: Μην παρεξηγείσαι! Για καλό το είπα ... Δεν το είπα για κακό., για το καλό μου/σου/του: για το συμφέρον κάποιου: ~ ~ της χώρας. Εγώ το λέω ~ ~ σου, αν θες μ' ακούς!, δεν είμαι στα καλά μου (προφ.): δεν έχω καλή διάθεση, ψυχολογία: Δεν έρχομαι· ~ ~ σήμερα!, δεν χρωστάω καλό (προφ.): δεν οφείλω χάρη, ευγνωμοσύνη: ~ ~ σε κανένα!, είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου; (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή για επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται, δεν ενεργεί λογικά: Μα, ~ ~ (= είσαι/πας καλά); Είστε ~ ~ σας ή σας χτύπησε η ζέστη; Γι' αυτό με ξύπνησες νυχτιάτικα; Δεν είσαι ~ ~, μου φαίνεται! Βλ. συγκαλά., κάνει καλό: ωφελεί: Το γέλιο ~ ~! Πιες το, θα σου ~ ~! Τα πολλά γλυκά δεν κάνουν ~ στην υγεία (= τη βλάπτουν)!, λέω καλό για κάποιον (συνήθ. με άρνηση, ειρων.): λέω καλά λόγια, τον επαινώ: Εσύ μην πεις ~ για κανέναν, θα πάθεις τίποτα!, με το καλό (προφ.): ως ευχή: Πότε ~ ~ γεννάει/παντρεύεστε; Άντε, ~ ~ να τους δεχτείς! -Πότε έρχεται ο γιος σου; -Αύριο, ~ ~!, με το καλό/μαλακό (προφ.): με ήρεμο, ήπιο τρόπο: ~ ~ ή με το άγριο, θα πάρω τα χρήματά μου πίσω. Σιγά και με το μαλακό, μην τον τρομάξεις! Τον πήρε/έπιασε ~ ~, για να τον πείσει. ΑΝΤ. με το κακό/με το άγριο, μου βγήκε σε καλό (προφ.): για κάτι που είχε θετικές συνέπειες· με ωφέλησε: Επέμεινε και, τελικά, του ~ ~. Εύχομαι να σου βγει ~. ΑΝΤ. μου βγήκε σε κακό, ο εχθρός του καλού είναι το καλύτερο & το τέλειο/καλύτερο είναι ο εχθρός του καλού: είναι απαραίτητη η συνεχής βελτίωση., σε καλό να μας βγει & σε καλό μας! (προφ.): ως αποτροπή του κακού που θεωρείται ότι ακολουθεί μετά από μεγάλη ευθυμία και χαρά: ~ ~ τόσο γέλιο! Πβ. (μπα) σε καλό μου/σου/του., στο καλό (προφ.) 1. ως ευχή σε κάποιον που φεύγει: Καλό ταξίδι! ~ ~ (να πας)!|| (συχνά ειρων.) ~ ~ και με τη νίκη! ~ ~ και να μας γράφεις (: αδιαφορία για την αποχώρηση κάποιου)! 2. (ευφημ.) ως έκφραση δυσαρέσκειας, αγανάκτησης: Άντε/άι/α ~ ~ και συ (βλ. άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο, άι στο διάτανο)!|| (απειλητ.) Πήγαινε/σύρε/τράβα ~ ~ (= φύγε), γιατί θα 'χουμε κακά ξεμπερδέματα!|| Άστον να πάει ~ ~ (= να φύγει), αρκετά μας ταλαιπώρησε! ~ ~, μου χάλασες τη διάθεση! Άι ~ ~, πάλι χάλασε! 3. (σε ερωτήσεις) για δήλωση απορίας, έκπληξης, αγανάκτησης: Πού ~ ~ ήσουν; Τι ~ ~ θέλεις; Μα τι ~ ~ συμβαίνει; Πώς ~ ~ θα πάμε χωρίς αμάξι; Πβ. στο διάτανο., το καλό είναι ότι ...: για να επισημανθεί η θετική και ευχάριστη πτυχή μιας γενικά δυσάρεστης ή ατυχούς εξέλιξης: ~ (στην ιστορία) είναι ότι τουλάχιστον προλάβαμε. Πβ. τυχερός (μέσα) στην ατυχία του. ΑΝΤ. το κακό είναι ..., το καλό να λέγεται (προφ.): οφείλω να παραδεχτώ ότι (κάτι) είναι καλό: Δεν μου αρέσουν τα φαγητά της, αλλά το συγκεκριμένο είναι υπέροχο! Α, ~ ~!, το καλό που σου θέλω (προφ.): ως απειλή, προειδοποίηση ή συμβουλή: ~ ~, φύγε από μπροστά μου!|| ~ ~, μην πιστεύεις αυτά που λέει!|| ~ ~, κόψε το τσιγάρο!, θέλω το καλό/το κακό κάποιου βλ. θέλω, κάνε παιδιά να δεις καλό/χαΐρι βλ. παιδί, κάνε το καλό και ρίξ' το στο γιαλό βλ. γιαλός, ο καλός καλό δεν έχει βλ. καλός, ουδέν κακόν αμιγές καλού βλ. αμιγής, τα καλά και συμφέροντα βλ. συμφέρον, το έχω σε καλό/σε κακό να ... βλ. έχω ● βλ. καλός [< μεσν. καλό(ν)]
καμπούρης κα-μπού-ρης ουσ. (αρσ.): αυτός που έχει καμπούρα. Βλ. ραχιτικός. ● ΦΡ.: δεν σε είπαμε και καμπούρη! & (σπάν.) καμπούρα (προφ.): προς κάποιον που έχει θιγεί χωρίς λόγο από κάτι που ειπώθηκε γι' αυτόν: Καλά ντε, ~ ~! [< μεσν. καμπούρης < τουρκ. kambur]
κάνω κά-νω ρ. (μτβ.) {έκανα (λαϊκό) έκαμα, κάν-οντας} & (λαϊκό) κάμνω 1. ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ αγορές (= αγοράζω)/αλλαγές (= αλλάζω)/αναβάθμιση (= αναβαθμίζω)/αναζήτηση (= αναζητώ)/ανακοίνωση (= ανακοινώνω)/απεργία (= απεργώ)/δηλώσεις (= δηλώνω)/διαίρεση (= διαιρώ)/έλεγχο (= ελέγχω)/επίδειξη (= επιδεικνύω)/επίσκεψη (= επισκέπτομαι)/έρευνα (= ερευνώ)/θόρυβο (= θορυβώ)/θυσίες (= θυσιάζομαι)/κατάχρηση (= καταχρώμαι)/μήνυση (= μηνύω)/πρόβα (= προβάρω)/προσευχή (= προσεύχομαι)/προσπάθεια (= προσπαθώ)/σκέψεις (= σκέφτομαι)/σύγκριση (= συγκρίνω)/σχέδια (= σχεδιάζω)/ταξίδι (= ταξιδεύω). ~ μια ερώτηση (= ρωτώ)/ευχή (= εύχομαι)/πρόταση (= προτείνω). Έχεις ~ει μεγάλη πρόοδο (= έχεις προοδεύσει πολύ). Έχει ~ει πολλές απουσίες (= έχει απουσιάσει πολλές φορές). Πού ~ει στάση (= σταματά) το λεωφορείο; 2. εκτελώ ένα έργο, προβαίνω σε κάποια ενέργεια: ~ αίτηση για .../ασκήσεις (= λύνω)/βόλτα/εμετό/το καθήκον μου/κούνια/τα μαθήματά μου (= διαβάζω)/ντους/ρεκόρ (= πετυχαίνω, σημειώνω)/το σπίτι (πβ. καθαρίζω, συγυρίζω, τακτοποιώ)/συμβόλαιο (= συντάσσω ή/και υπογράφω). Τι πρέπει να ~ετε σε περίπτωση σεισμού (πβ. πράττω). Θα σου ~ (= πληρώσω) τα έξοδα να έρθεις. Λέγε τι της έκανες. Ομολόγησε ότι έκανε (= διέπραξε) τον φόνο. Του έκανε νόημα. Με χτύπησε χωρίς να του ~ τίποτα (= χωρίς να τον ενοχλήσω). Έχω πολλά να ~ (βλ. πολυάσχολος). Δεν έχω τι να ~ (: βαριέμαι, πλήττω). Υπόσχομαι να ~ ό,τι μπορώ. Τι μπορώ να ~ για σας (= πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω); Κάνε αριστερά (= στρίψε)/κάτι/μου μια αναπάντητη! Κάντο/καν' το όπως σου λέω. Θεέ μου, κάνε να γίνει καλά!|| (αιφνιδιαστικά) Τι ~εις εκεί; (απορία) Και τώρα τι ~ουμε; (ανυπόμονα) Μα τι ~ουν, επιτέλους; Βλ. ξανα~, παρα~, πρωτο~. 3. φέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο: Γιατί/πώς/τι ~εις έτσι; Δεν ~ει τίποτ' άλλο απ' το να γκρινιάζει. Δεν ξέρει τι ~ει (= βρίσκεται σε σύγχυση). (απειλητ.) Να δεις τι θα σου ~! Σταμάτα να ~εις ανοησίες! Δεν έπρεπε να μου το ~εις αυτό! Μην ~εις ό,τι δεν θέλεις να σου ~ουν. Κάνε γρήγορα (= βιάσου)/υπομονή! (δήλωση αδιαφορίας:) Κάνε ό,τι θες.|| Δεν ~ουν μαζί (= δεν μπορούν να συμβιώσουν αρμονικά). 4. φέρνω, οδηγώ κάποιον ή κάτι σε μια κατάσταση· γίνομαι αιτία για κάτι: Με ~εις πολύ ευτυχισμένη/περήφανο! Οδοντόκρεμα που ~ει τα δόντια πιο λευκά (= λευκαίνει). Αυτή η μπλούζα σε ~ει (= δείχνει) αδύνατη. Έκανε το όνειρό της πραγματικότητα (= το εκπλήρωσε, πραγματοποίησε). Μ' έκανες να γελάσω/σκεφτώ. Την έκανε κουρέλι/ρεζίλι (= έγινε). Τι σ' έκανε να παραιτηθείς; Έχει ~ει το σπίτι της γραφείο (= έχει μετατρέψει). Θα ήθελα να ~ (= καταστήσω) γνωστό (= να γνωστοποιήσω)/σαφές (= να αποσαφηνίσω) ότι ... Πώς να τον ~ ν' αλλάξει γνώμη (= να τον μεταπείσω); Τι είναι αυτό που τον ~ει να ξεχωρίζει; Κάν' τον να σου τα πει όλα (= ανάγκασέ τον).|| Τον έκαναν Γενικό Γραμματέα (= διόρισαν)/Πρόεδρο (= εξέλεξαν). 5. φτιάχνω, κατασκευάζω: ~ ένα κουστούμι (= ράβω)/έναν πίνακα (= ζωγραφίζω). ~ουν γλυκά (= παρασκευάζουν). Να σου ~ (= ετοιμάσω) ένα καφεδάκι; Τα χελιδόνια έχουν ~ει (= χτίσει) φωλιά στο μπαλκόνι. Πώς να ~ τα μαλλιά μου (= κόψω, χτενίσω); Τι φαγητό θες να σου ~ (= μαγειρέψω);|| Η περιοχή ~ει (= βγάζει, παράγει) καλό κρασί.|| Ο Θεός έκανε (= δημιούργησε) τον άνθρωπο. Πβ. ποιώ. Βλ. καμωμένος. 6. ασχολούμαι, κυρ. συστηματικά ή επαγγελματικά, με κάτι: ~ Αγγλικά (= μαθαίνω ή διδάσκω)/γυμναστική (= γυμνάζομαι)/διδακτορικό (= είμαι υποψήφιος διδάκτορας)/ιδιαίτερα (= παραδίδω)/θέατρο/καράτε/καριέρα/σπουδές (= σπουδάζω)/στίβο. Τι δουλειά/επάγγελμα ~ει (= τι επαγγέλλεται); Τι θα ~εις μετά το πανεπιστήμιο; Έκανε χρόνια (= δούλεψε, εργάστηκε ως) οικοδόμος. Όλη μέρα έχει να ~ει με μικρά παιδιά. 7. διανύω χρονικό διάστημα ή τοπική απόσταση· μου χρειάζεται συγκεκριμένος χρόνος για να κάνω κάτι: ~ει (= υπηρετεί) τη θητεία του. Πού θα ~ετε (= γιορτάσετε, περάσετε) Πάσχα φέτος; Έκαναν να μιλήσουν πάνω από χρόνο. Έχει ~ει δέκα χρόνια στο εξωτερικό (= ζήσει, μείνει)/φυλακή (πβ. εκτίω).|| Τη διαδρομή αυτή την ~ κάθε μέρα/με τα πόδια. Πόσα χιλιόμετρα ~ει (= καλύπτει) την ώρα;|| Πόση ώρα ~εις να ντυθείς (= σου παίρνει); Δεν θα ~ ούτε (ένα) λεπτό (= δεν θ' αργήσω)! 8. (δι)οργανώνω, πραγματοποιώ: Θα ~ουν αγιασμό/γιορτή/δεξίωση (= θα δώσουν/παραθέσουν)/έρανο.|| Έκαναν τον γάμο τους (= παντρεύτηκαν) σε κλειστό κύκλο. Πβ. τελώ.|| Έκαναν νέο σύλλογο (= ίδρυσαν, συγκρότησαν). Η Λέσχη ~ει (= διενεργεί, διεξάγει) εκλογές κάθε χρόνο. 9. παριστάνω, προσποιούμαι: ~ει (= παίζει) τον άρρωστο/έξυπνο/καλό/σκληρό. ~ει ότι δεν ακούει/καταλαβαίνει. Μου έκανε τη φίλη. Έκανε δήθεν/τάχα πως δεν μας πρόσεξε. Πβ. καμώνομαι.|| ~ει (= αντιγράφει) τις κινήσεις γνωστών καλλιτεχνών (πβ. ξεσηκώνω). ~ει (= μιμείται) τον γάιδαρο/σκύλο.|| (για ηθοποιό) Ποια έκανε (= έπαιζε, υποδυόταν) τη θεία στην ταινία; 10. σχηματίζω: Το ύφασμα ~ει ζάρες (= ζαρώνει). Ο κόσμος έξω έκανε ουρά (: στεκόταν στη γραμμή ο ένας πίσω από τον άλλο). Το γλυκό έχει ~ει κρούστα από πάνω.|| (για σωματικές αλλαγές) Έχει αρχίσει να ~ει ρυτίδες (= ρυτιδιάζει). Έχει ~ει καμπούρα (= έχει καμπουριάσει)/μαγουλάκια (= έχει παχύνει).|| (για γραμματικούς τύπους) Πώς ~ει το ουσιαστικό στον πληθυντικό; Πβ. κλίνω. 11. αποκτώ: Έκανε μεγάλη περιουσία.|| Έχει ~ει (= γεννήσει) δίδυμα. Δεν μπορούν να ~ουν παιδιά (βλ. στειρότητα). 12. είμαι κατάλληλος, χρησιμεύω: Δεν ~ εγώ γι' αυτή τη δουλειά. Εσύ ~εις για πολιτικός! Δεν τους έκανε και την απέλυσαν.|| Αυτό το χάπι ~ει (= είναι) για τον πονοκέφαλο. 13. υποβάλλομαι σε μια διαδικασία: ~ ακτινογραφία (= βγάζω)/αποτρίχωση/γαργάρες/δίαιτα/ένεση/εξετάσεις αίματος/επέμβαση (χολής)/λίφτινγκ/μασάζ/τσεκάπ. 14. υπολογίζω, εκτιμώ: Πόσο την ~εις (ενν. ηλικιακά); Δεν τον ~ για τριαντάρη/πάνω από σαράντα (: δεν φαίνεται). 15. προκαλώ, προξενώ: Όλο ζημιές ~εις! Μην ~ετε φασαρία! 16. (συνήθ. σε ερωτημ. προτάσεις) χρησιμοποιώ: Τι (το) ~εις το λάδι μετά το τηγάνισμα; Τι τα έκανες τα κλειδιά (= πού τα έβαλες)/τόσα χρήματα (= πού τα ξόδεψες); Τι να το ~ τόσο φαγητό; 17. παθαίνω, παρουσιάζω: Το μωρό έκανε ίκτερο/πυρετό (= ανέβασε). 18. (προφ.) λέω: Τον ρωτάω "πού ήσουν" και μου ~ει (= απαντά) "να μη σε νοιάζει".|| (για ηχομιμητικές λέξεις) Το ρολόι ~ει τικ τακ. Πώς ~ει ο βάτραχος; ● κάνει 1. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ αυτή η μπλούζα; 2. (για καιρικές συνθήκες) έχει: Τι καιρό ~; ~ ζέστη/κρύο/παγωνιά. 3. (συνήθ. με άρνηση) επιτρέπεται: Δεν ~ να κουράζεται. Μη μιλάς έτσι, δεν ~! 4. (σε αριθμητικές πράξεις) ισοδυναμεί, ισούται: Πέντε και πέντε ~/~ουν (= ίσον) δέκα. ● ΦΡ.: (για) κάνε μου τη χάρη! (προφ.): λέγεται σε κάποιον με αυστηρό ύφος για να σταματήσει να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: ~ ~ και πρόσεχε πώς μιλάς/που θα μου αντιμιλήσεις κιόλας!, δεν κάνω χωρίς κάποιον/κάτι (προφ.): δεν μπορώ να το(ν) αποχωριστώ, μου είναι αναγκαίο(ς): ~ ~ τον άνδρα/τα παιδιά μου.|| Δεν μπορεί να ~ει χωρίς το κινητό του. ΣΥΝ. δεν κάνω βήμα χωρίς ..., έχει να κάνει: αφορά, σχετίζεται: Μ' ενδιαφέρει ό,τι ~ ~ με υπολογιστές. -Τι σου συμβαίνει; -Δεν ~ ~ με σένα. Προτιμώ τα επαγγέλματα που δεν ~ουν να ~ουν με κόσμο., κάνει σαν: συμπεριφέρεται σαν: ~ ~ μικρό παιδί/υστερική. ~ ~ να μη συμβαίνει τίποτα., κάνω καλά/άσχημα (+ που/και): πράττω σωστά ή εσφαλμένα: Καλά ~εις και μ' ενημερώνεις. Δεν έκανα καλά που τον κάλεσα. Πολύ καλά έκανες και ... Έκανες πολύ άσχημα που δεν μου το είπες., κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο (προφ.): μεριάζω, παραμερίζω: Κάνεις λίγο χώρο να καθίσω; Κάντε τόπο να περάσω (= κάντε στην άκρη/μπάντα)! Άνοιξαν χώρο, για να περάσει το όχημα.|| (μτφ.) ~ει τόπο στη νέα γενιά., κάνω/πάω να ... (προφ.): επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω: ~ ~ μπω και τι να δω! Μόλις έκανα να φύγω, χτύπησε το τηλέφωνο., μου κάνει (προφ.): μου αρμόζει, πηγαίνει, ταιριάζει: Δεν ~ ~ αυτός ο τρόπος ζωής.|| Τα παπούτσια δεν ~ ~ουν (: μου είναι μεγάλα/μικρά, με στενεύουν/χτυπάνε)., τα κάνω (προφ.): αφοδεύω. ΣΥΝ. κάνω (τα) κακά (μου), την κάνω (νεαν. αργκό): φεύγω, αποχωρώ συνήθ. βιαστικά: Με την πρώτη ευκαιρία θα ~ ~. ΣΥΝ. (το) κόβω λάσπη, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια, την κοπανάω, του δίνω, τι έκανε λέει; (προφ.): έκφραση έκπληξης, συνήθ. για να δηλωθεί αντίθεση με τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~; Πάλι ζητάει λεφτά; Αποκλείεται!, τι κάνεις; (προφ.): στερεότυπη έκφραση χαιρετισμού που δεν απαιτεί κυριολεκτική απάντηση: -Γεια σου, ~ ~ (= πώς είσαι, πώς τα πας); -Καλά, εσύ;|| ~ ~ετε; Πώς τα περάσατε;|| (οικ.) -~ ~ουμε (= πώς πάει); Όλα καλά;, τι να κάνεις/να κάνουμε (προφ.): για να δηλωθεί συμβιβασμός, συγκατάβαση: ~ ~; Αυτά έχει η ζωή! ΣΥΝ. τι να γίνει;, τι να το κάνω (προφ., κυρ. σε ερωτημ. προτάσεις): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν έχει πια καθόλου σημασία: Τώρα που ήρθες ~ ~; (: είναι πολύ αργά)., το κάνω (προφ.) 1. κάνω έρωτα. 2. διανύω ορισμένη απόσταση σε συγκεκριμένο χρόνο, συνήθ. με όχημα ή με τα πόδια: Με το αυτοκίνητο ~ ~ μισή ώρα μέχρι τη δουλειά., (βλέπω/κάνω) χαΐρι και προκοπή βλ. προκοπή, (δεν κάνει) τίποτα βλ. τίποτα, (δεν μου κάνει) ούτε κρύο ούτε ζέστη βλ. κρύο, (δεν) έχει να κάνει που βλ. έχω, (εμείς) μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε βλ. χώρια, (και) τι θες να (σου) κάνω; βλ. θέλω, (κάνει) σαν τη χήρα στο κρεβάτι βλ. χήρα, (κάνει) χρυσές δουλειές βλ. δουλειά, (κάνω) μισές δουλειές βλ. δουλειά, (μου) κάνει απιστίες βλ. απιστία, (την) κάνει (μια χαρά) τη δουλειά/(τη δουλίτσα) του βλ. δουλειά, αν δεν κάνω λάθος βλ. λάθος, ανοίγω πανιά βλ. πανί, αρχίζει τα νούμερα/κάνει νούμερα βλ. νούμερο, βγάζω/κάνω λεφτά βλ. λεφτά, βλέποντας και κάνοντας βλ. βλέπω, βρίσκει και τα κάνει βλ. βρίσκω, γίνομαι άνθρωπος/κάνω κάποιον άνθρωπο βλ. άνθρωπος, δεν κάνει ούτε για ζήτω βλ. ζήτω, δεν κάνω (ούτε ένα) βήμα βλ. βήμα, δεν κάνω βήμα χωρίς ... βλ. βήμα, δεν κάνω/δεν το κουνάω ρούπι βλ. ρούπι, δεν μου κάνει καρδιά να ... βλ. καρδιά, δεν μου κάνει κούκου βλ. κούκου, έκανε (κίνηση ρουά) ματ βλ. ματ1, έκανε/έχει κάνει τη νύχτα μέρα βλ. νύχτα, ένα κι ένα κάνουν/κάνει δύο βλ. ένα, έχω να κάνω (με) βλ. έχω, καλά θα κάνεις να ... βλ. καλά, καλά κάνω! βλ. καλά, καλά σου έκανε! βλ. καλά, κάνε (τη) δουλειά σου βλ. δουλειά, κάνει αίσθηση βλ. αίσθηση, κάνει εμφάνιση βλ. εμφάνιση, κάνει θαύματα βλ. θαύμα, κάνει καλό βλ. καλό, κάνει κρα βλ. κρα, κάνει νερά βλ. νερό, κάνει πως δεν βλέπει βλ. βλέπω, κάνει ράλι βλ. ράλι, κάνει τα εύκολα δύσκολα βλ. εύκολος, κάνει τα πρώτα (του) βήματα βλ. βήμα, κάνει την πάπια/το κορόιδο βλ. πάπια, κάνει το άσπρο μαύρο βλ. άσπρος, κάνει το κομμάτι του βλ. κομμάτι, κάνει τον ανήξερο/το παίζει ανήξερος βλ. ανήξερος, κάνει τον ζόρικο βλ. ζόρικος, κάνει τον Κινέζο βλ. Κινέζος, Κινέζα, κάνει τον κόκορα/το κοκόρι βλ. κόκορας, κάνει τον κουφό βλ. κουφός, κάνει τον σπουδαίο βλ. σπουδαίος, κάνει φτερά βλ. φτερό, κάνει/έκανε κοιλιά βλ. κοιλιά, κάνει/παριστάνει τον καμπόσο βλ. κάμποσος, κάνει/παριστάνει τον παλικαρά βλ. παλικαράς, κάνω (καινούργιο) συκώτι βλ. συκώτι, κάνω (κάποιον) καλά βλ. καλά, κάνω (κάποιον)/γίνομαι βαπόρι/μπαρούτι βλ. βαπόρι, κάνω (κάτι σε κάποιον) λιανά βλ. λιανός, κάνω (κάτι) καλοκαιρινό βλ. καλοκαιρινός, κάνω (κάτι)/(κάτι) γίνεται στάχτη βλ. στάχτη, κάνω (τα) κακά (μου) βλ. κακά, κάνω αισθητή την παρουσία μου βλ. παρουσία, κάνω αμάν (και πως) για κάτι/κάποιον βλ. αμάν, κάνω Ανάσταση βλ. ανάσταση, κάνω βίδες βλ. βίδα, κάνω βούκινο βλ. βούκινο, κάνω εξαίρεση/εξαιρέσεις βλ. εξαίρεση, κάνω ζευγάρι βλ. ζευγάρι, κάνω ζήλιες βλ. ζήλια, κάνω ζουμ βλ. ζουμ, κάνω θραύση/πάταγο βλ. θραύση, κάνω καθυστέρηση βλ. καθυστέρηση, κάνω κακό βλ. κακό, κάνω κάποιον δύο/πέντε/τρεις παράδες βλ. παράς, κάνω κάποιον ζάφτι βλ. ζάφτι, κάνω κάποιον κιμά βλ. κιμάς, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο) βλ. τόπι, κάνω κάποιον με τα κρεμμυδάκια βλ. κρεμμύδι, κάνω κάποιον ό,τι θέλω βλ. θέλω, κάνω κάποιον σκόνη (και θρύψαλα) βλ. σκόνη, κάνω κάποιον σκουπίδι βλ. σκουπίδι, κάνω κάποιον τελατίνι βλ. τελατίνι, κάνω κάποιον τούμπανο βλ. τούμπανο, κάνω κάποιον τσακωτό/γίνομαι τσακωτός βλ. τσακωτός, κάνω κάποιον φέτες/τ' αλατιού βλ. φέτα, κάνω κάποιον/γίνομαι μούσκεμα/παπί/λούτσα βλ. μούσκεμα, κάνω κάποιον/γίνομαι μπαλάκι βλ. μπαλάκι, κάνω κάποιον/κάτι κόσκινο βλ. κόσκινο, κάνω κάποιον/κάτι πέρα βλ. πέρα, κάνω κάποιον/κάτι σμπαράλια βλ. σμπαράλια, κάνω κάποιον/κάτι τσίρκουλο βλ. τσίρκουλο, κάνω κατάσταση βλ. κατάσταση, κάνω κάτι πράξη βλ. πράξη, κάνω κάτι τσιμπητό βλ. τσιμπητός, κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι βλ. κέφι, κάνω κέφι/έρχομαι στο κέφι βλ. κέφι, κάνω κομμάτια βλ. κομμάτι, κάνω κουμάντο/έχω το κουμάντο βλ. κουμάντο, κάνω κράτει βλ. κράτει, κάνω λεζάντα βλ. λεζάντα, κάνω λιώμα/χώμα βλ. λιώμα, κάνω λογαριασμό βλ. λογαριασμός, κάνω λόγο για ... βλ. λόγος, κάνω μαγικά βλ. μαγικός, κάνω μάθημα βλ. μάθημα, κάνω μαθήματα βλ. μάθημα, κάνω μάκια/μα βλ. μα3, κάνω ματάκι βλ. ματάκι, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κάνω μόκο βλ. μόκο, κάνω μπαμ βλ. μπαμ, κάνω μπούγιο βλ. μπούγιο, κάνω μπουρλότο βλ. μπουρλότο, κάνω μπράτσα βλ. μπράτσο, κάνω παιχνίδι βλ. παιχνίδι, κάνω πάρτι βλ. πάρτι, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κάνω πίσω βλ. πίσω, κάνω πλάτες βλ. πλάτη, κάνω πνεύμα βλ. πνεύμα, κάνω σαν παλαβός/τρελός για κάποιον/κάτι βλ. παλαβός, κάνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, κάνω σε κάποιον το τραπέζι/έχω τραπέζι βλ. τραπέζι, κάνω σήμα (σε κάποιον) βλ. σήμα, κάνω σημαία μου (κάτι) βλ. σημαία, κάνω σινεμά/κινηματογράφο βλ. σινεμά, κάνω σκηνή/σκηνές (σε κάποιον) βλ. σκηνή, κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα βλ. άκρη, κάνω συζήτηση (για κάτι) βλ. συζήτηση, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κάνω τα γλυκά μάτια (σε κάποιον) βλ. μάτι, κάνω τα κέφια (κάποιου) βλ. κέφι, κάνω τα πικρά γλυκά βλ. πικρός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κάνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κάνω ταμείο βλ. ταμείο, κάνω τεμενάδες βλ. τεμενάς, κάνω τη δουλειά μου βλ. δουλειά, κάνω την ανάγκη μου βλ. ανάγκη, κάνω την ανάγκη φιλοτιμία βλ. φιλοτιμία, κάνω την αρχή βλ. αρχή, κάνω την Πυθία βλ. Πυθία, κάνω την τρίχα τριχιά βλ. τριχιά, κάνω το κέφι/το γούστο/το ψώνιο μου βλ. κέφι, κάνω το κουμάντο μου βλ. κουμάντο, κάνω το πρώτο βήμα βλ. βήμα, κάνω τόκα με κάποιον βλ. τόκα2, κάνω τόμπολα βλ. τόμπολα, κάνω τον αστυνόμο βλ. αστυνόμος, κάνω τον κόπο/μπαίνω σε/στον κόπο βλ. κόπος, κάνω τον σταυρό μου βλ. σταυρός, κάνω του κεφαλιού μου βλ. κεφάλι, κάνω τουμπεκί (ψιλοκομμένο) βλ. τουμπεκί, κάνω τούμπες βλ. τούμπα1, κάνω φιγούρα/κάνω τη φιγούρα μου βλ. φιγούρα, κάνω φροντιστήριο βλ. φροντιστήριο, κάνω χάζι βλ. χάζι, κάνω χαρά/χαρές/χαρούλες βλ. χαρά, κάνω χρήση βλ. χρήση, κάνω χωριό με κάποιον βλ. χωριό, κάνω, ράνω βλ. ράνω, κάνω/βρίσκω την τύχη μου βλ. τύχη, κάνω/δημιουργώ θέμα/ζήτημα βλ. θέμα, κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα βλ. όνομα, κάνω/ζω τη ζωή μου βλ. ζωή, κάνω/κρατάω σεκόντο (σε κάποιον) βλ. σεκόντο, κάνω/παριστάνω την οσία (Μαρία) βλ. όσιος, κάνω/παριστάνω τον τροχονόμο βλ. τροχονόμος, κάνω/παριστάνω τον ψόφιο κοριό βλ. κοριός, κάνω/φτιάχνω κεφάλι βλ. κεφάλι, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, κατέληξε στο/βγήκε στο/κάνει πεζοδρόμιο βλ. πεζοδρόμιο, κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον βλ. μούτρο, μαύρα μάτια κάναμε (να σε δούμε) βλ. μάτι, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, μου έχει κάνει το(ν) βίο αβίωτο βλ. βίος, μου κάνει κέφι βλ. κέφι, μου κάνει κλικ βλ. κλικ, μου κάνει κόλπα/τσαχπινιές βλ. κόλπο, μου κάνει/προκαλεί/προξενεί εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του βλ. χέρι, ο Θεός να το κάνει βλ. θεός, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός, όσα δε φτάνει/πιάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια βλ. αλεπού, παίρνω/κάνω μάτι βλ. μάτι, τα κάνω γυαλιά καρφιά/λίμπα/λαμπόγυαλο/μπίλιες βλ. γυαλί, τα κάνω θάλασσα/σαλάτα/μαντάρα/μούσκεμα/σκατά/ρόιδο βλ. θάλασσα, τα κάνω πάνω μου βλ. πάνω & επάνω, τα κάνω πλακάκια (με κάποιον) βλ. πλακάκι, τα κάνω τούμπανο σε κάποιον βλ. τούμπανο, τα λάθη είναι ανθρώπινα/άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε βλ. άνθρωπος, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βλ. ράσο, τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου βλ. μούτρο, την έκανε τη δουλειά βλ. δουλειά, την κάνω λαχείο βλ. λαχείο, την κάνω με ελαφρά πηδηματάκια βλ. πήδημα, την κάνω ταράτσα βλ. ταράτσα, την κάνω τούρλα βλ. τούρλα, τι να σου κάνω βλ. εσύ, το έκανα/έγινε (σαν) καινούργιο βλ. καινούργιος, το ίδιο είναι/(μου) κάνει βλ. ίδιος2, το κάνω γαργάρα βλ. γαργάρα, το κάνω τούμπανο βλ. τούμπανο, το παίζω παλαβός & κάνω τον παλαβό βλ. παλαβός, το 'πε και το 'κανε βλ. λέω, του κάνω τη ζωή δύσκολη/κόλαση/μαρτύριο/μαύρη/πατίνι/ποδήλατο βλ. ζωή, χάρη (σου/του ...) κάνω βλ. χάρη, χρυσό/Θεό/Χριστό τον έκανα βλ. χρυσός ● βλ. καμωμένος [< αρχ. κάμνω, μεσν. κάνω, γαλλ. faire, αγγλ. do, make, γερμ. machen]
κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]
κοπέλι κο-πέ-λι ουσ. (ουδ.) (στην κρητική κυρ. διάλεκτο): αγόρι, νέος άνδρας: ~ια και κοπελιές. Πβ. νεαρός, νιος, παλικάρι. ● ΦΡ.: λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει (παροιμ.): όποιος επιμένει, στο τέλος επιτυγχάνει τον στόχο του. Πβ. ο επιμένων νικά. [< μεσν. κοπέλιν]
κουβέντα κου-βέ-ντα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. συζήτηση, συνομιλία: καθημερινή/πολιτική/πολύωρη/σύντομη ~. Άρχισε/σταμάτησε η ~. (Έχω) ~ με έναν φίλο. Συνέχισαν την ~ τους. Mε την ~ ξεχάστηκα/η ώρα πέρασε. Δεν είχε όρεξη/ώρα για ~. Από την ~ κατάλαβα ... Από ~ σε ~ έμαθα ότι ... Ήρθε η ~ στο θέμα της ... Την ~ σου είχαμε (= για σένα μιλούσαμε, σε μελετούσαμε). Οι ~ες των μεγάλων/των παιδιών/της παρέας. Πβ. διάλογος. Βλ. ψιλο~. 2. λόγος, λόγια: Δεν έβγαλε/δεν είπε ~. Και πρόσεχε, γι' αυτό που σου είπα (μην πεις) ~ σε κανένα! Πβ. λέξη, μιλιά.|| Υποσχέθηκε να πει μια καλή ~ (= να μεσολαβήσει). Δεν μπορείς να πετάς μια ~ (: να μιλάς υπαινικτικά) και να φεύγεις. Καθαρές (= ειλικρινείς)/μεγάλες/μετρημένες/μισές (= μισόλογα)/παχιές (= πομπώδεις)/περιττές/σταράτες/τυπικές/φιλικές ~ες. ~ες του αέρα (= ανούσιες). Mε τις ~ες δεν γίνεται τίποτα. Βάζεις στο στόμα μου ~ες που δεν είπα. Αντάλλαξαν βαριές/σκληρές ~ες. Τον ήξερα μόνο από ~ες άλλων. Χρειάζεται δράση χωρίς πολλές ~ες. Πείτε μας δυο ~ες για τον ήρωά σας. Βλ. βρομοκουβέντες.|| (κατ' επέκτ.) Δεν είχαν πολλές ~ες μαζί της (: σχέσεις, επαφές). ● Υποκ.: κουβεντούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: συζήτηση/κουβέντα καφενείου βλ. καφενείο, ψιλή κουβέντα/κουβεντούλα βλ. ψιλός ● ΦΡ.: δεν ακούω/δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω/δεν παίρνω κουβέντα & δεν δέχομαι/δεν θέλω/δεν σηκώνω συζήτηση: δεν υποχωρώ, δεν ανέχομαι κριτική ή αντιρρήσεις: Προσπάθησα να της μιλήσω, αλλά δεν ακούει ~ (= είναι ανένδοτη· βλ. δεν μιλιέται). Δεν δέχεται ~ από κανέναν. Δεν παίρνει ~ για το θέμα. Δεν σηκώνει πολλές κουβέντες., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα (προφ.): για πρόσωπο λιγομίλητο, που προσέχει τι λέει και δεν ανοίγεται εύκολα σε άλλους: Αν πεισμώσει, ~ ~., θα (σου) πω καμιά κουβέντα (απειλητ.): θα μιλήσω άσχημα, θα τα ακούσεις: Άντε φύγε, γιατί ~ ~. Προχώρα, μην πω ~ ~ τώρα., κάνω κουβέντα (προφ.): συζητώ κάτι: Απέφυγε να ~ει ~ για τα σχέδιά της. Μην (το) κάνεις ~ (= μην το αναφέρεις, να μείνει μεταξύ μας)., κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο (προφ.): στην πορεία της συζήτησης: ~ ~, στο τέλος τσακωθήκαμε., μια κουβέντα είπα (προφ.): για να μετριαστεί η βαρύτητα των λεγομένων: ~ ~, πώς κάνεις έτσι (: μη θυμώνεις)!, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον: αρχίζω συνομιλία: Έπιασε/άνοιξε ~ με τους μαθητές/μαζί τους. Μου έπιασε/άνοιξε ~ για βιβλία. Της είχε πιάσει την ~ μέσα στο λεωφορείο., χωρίς (άλλη/καμιά) κουβέντα 1. χωρίς να ειπωθεί κάτι (επιπλέον): Συνέχισε τον δρόμο της, ~ ~. 2. αναντίρρητα: Δέχθηκαν ~ ~ την αλλαγή., χωρίς δεύτερη κουβέντα/συζήτηση & χωρίς πολλές κουβέντες: δίχως καθυστέρηση ή διαφωνία: Απέρριψε την πρόταση ~ ~. Υπέγραψαν ~ ~ το συμφωνητικό., αλλάζω/γυρίζω (την) κουβέντα/(τη) συζήτηση βλ. αλλάζω, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, κάτι σηκώνει/θέλει/χρειάζεται/χωράει/παίρνει συζήτηση/κουβέντα βλ. συζήτηση, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση βλ. λόγος, πάνω στη συζήτηση/στην κουβέντα βλ. συζήτηση, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< μεσν. κουβέντα < κομβέντον, κομβέντος < λατ. conventus ‘συνάντηση, συνάθροιση’]
κύμινο κύ-μι-νο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. μικρό, ετήσιο ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Cuminum cyminum) με λευκά ή ρόδινα άνθη και έντονο άρωμα· κυρ. συνεκδ. το μπαχαρικό που προέρχεται από τους σπόρους του: τριμμένο ~ (= ~ σε σκόνη). Σουτζουκάκια με ~. Βλ. κάρι, τσίλι. ● ΦΡ.: μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι (μτφ.-προφ.): αμέσως, πολύ γρήγορα: Θα έχω τελειώσει ~ ~! ΣΥΝ. στη στιγμή, στο άψε σβήσε, στο τάκα-τάκα, ώσπου να πεις αμήν [< αρχ. κύμινον, γαλλ.-αγγλ. cumin]
κύριος κύ-ρι-ος ουσ. (αρσ.) {κυρί-ου | -ων, -ους} 1. ως ευγενική αναφορά ή προσφώνηση άντρα: (για κάποιον του οποίου αγνοούμε το όνομα) Ένας γοητευτικός/ευγενέστατος/ηλικιωμένος/νεαρός ~. Σας ζητάει ένας ~. Ο ~ της φωτογραφίας της φάνηκε γνωστός. Ρωτήστε τον ~ο δίπλα. Ο εν λόγω ~ θέλησε να μείνει ανώνυμος. (στο τηλέφωνο) Με ποιον ~ο μιλάω;|| Αγαπητέ/φίλτατε ~ε ... Αξιότιμοι ~οι ... Κυρίες και ~οι ...|| (με ρ. στο γ' πρόσ., συνήθ. για πελάτη) Για δες τι θέλει ο ~. Τι θα πάρουν οι ~οι;|| (συνοδεύει επώνυμο ή/και όνομα, ιδιότητα) Ο ~ Αντρέας. (ως συντομ. κ.) Ο κ. Πετρόπουλος. (ως συντομ. κ.κ.) Οι κ.κ. Βασιλείου και Ρένεσης. Ο ~ καθηγητής/πρόεδρος ... Μάλιστα, ~ε δικαστά. 2. (λόγ.) εξουσιαστής, κυρίαρχος: ~ του κόσμου (= ο Θεός). Έγινε ο ~ του νησιού/της πόλης (πβ. αφέντης). Κάθε άνθρωπος είναι ~ της μοίρας/τύχης του. Παρέμειναν ~οι της κατάστασης/του παιχνιδιού μέχρι τέλους. Πβ. άρχοντας, βασιλιάς. 3. ΝΟΜ. κάτοχος, ιδιοκτήτης: ο ~ του ακινήτου/της επιχείρησης/των μετοχών. Βλ. συγ~. 4. άνδρας με αξιοπρέπεια, ήθος και σοβαρότητα: Είναι ~ με τα/σε όλα του. Ήταν ένας πραγματικός ~ του ελληνικού θεάτρου. Πβ. ιππότης, τζέντλεμαν. 5. προσηγορία ή προσφώνηση δασκάλου ή καθηγητή μέσης εκπαίδευσης, κυρ. από μαθητές: Με σήκωσε ο ~ στον πίνακα. ~ε, να ρωτήσω κάτι; 6. σύζυγος, οικοδεσπότης ή αφεντικό: (κυρ. παλαιότ.) Ο ~ της κυρίας. Πβ. άνδρας.|| Πότε επιστρέφει ο ~ του σπιτιού;|| (από το υπηρετικό προσωπικό) Ο ~ απουσιάζει. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνία κυρίων: που δεν βασίζεται σε επίσημο έγγραφο, αλλά στον λόγο των συμβαλλόμενων: Υπάρχει ~ ~ ανάμεσα στις δύο πλευρές ότι ... [< αγγλ. gentlemen's/ gentleman's agreement, γαλλ. ~ ~, 1930] , ψιλός κύριος βλ. ψιλός ● ΦΡ.: κύριος/κυρία του εαυτού μου: ανεξάρτητος/η ή ικανός/ή να διατηρώ τον αυτοέλεγχό μου. ● βλ. κυρία [< 1,5,6: μτγν. κύριος, γαλλ. monsieur, ιταλ. signore 2,3: αρχ. κύριος 4: αγγλ. gentleman]
λαλεί [λαλεῖ] λα-λεί ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {λάλ-ησε, -ήσει, -ούμενος, -ημένος} & λαλάει & λαλά (προφ.): (για πτηνό) κελαηδά, βγάζει φωνή: ~ούν τα πουλιά. Πβ. τραγουδώ.|| (μτφ.-λογοτ.) ~ούσαν (= ηχούσαν μελωδικά) τα βιολιά. ● λαλώ {λαλ-είς κ. -άς} 1. (νεαν. αργκό) τρελαίνομαι: Έχω ~ήσει (= παλαβώσει) απ' το πολύ διάβασμα. Κόντεψα να ~ήσω (= να μου στρίψει, να φλιπάρω) κλεισμένος στο σπίτι τόσες μέρες. Καλά, αυτός είναι τελείως ~ημένος (= σαλταρισμένος). 2. (προφ.) λέω, μιλώ· (για μουσικό) παίζω. Βλ. δια~, κατα~. ● Ουσ.: λαλούμενα (τα): λαϊκά μουσικά όργανα., λαλουμένη/λαλούμενη (γλώσσα) (η) (προφ.): καθομιλουμένη. Πβ. λαλιά. ● ΦΡ.: είπα και (ε)λάλησα (προφ.-εμφατ.): δεν δέχομαι δεύτερη κουβέντα, δεν θα το ξαναπώ, είμαι ανυποχώρητος στην άποψή μου: ~ ~, θα πάτε αμέσως για ύπνο!, ούτε μιλάει ούτε λαλάει (προφ.): δεν μιλά καθόλου, δεν βγάζει λέξη., τρεις λαλούν και δυο χορεύουν (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έλλειψη σοβαρότητας, λογικής ή συνεννόησης: Είναι όλοι τους ~ ~!, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, όπου λαλούν πολλοί κοκόροι/πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει βλ. κόκορας [< αρχ. λαλῶ]
λάπτοπ λάπ-τοπ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & λαπ-τοπ: ΠΛΗΡΟΦ. φορητός υπολογιστής. Βλ. νέτμπουκ, ντέσκτοπ. [< αμερικ. laptop, 1984]
λέξη λέ-ξη ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -εως | -εις, -εων} 1. ΓΛΩΣΣ. μονάδα του λόγου, γλωσσικό σημείο που έχει μορφή και περιεχόμενο (σημασία): λεξικές (ή πλήρεις) και γραμματικές (ή λειτουργικές ή κενές) ~εις. Απλές και μη απλές (: σύνθετες ή παράγωγες) ~εις (βλ. επίθ-, μόρφ-ημα, θέμα). Φωνολογικές ~εις. Οι τύποι μιας ~ης.|| (ΓΡΑΜΜ.) Άκλιτες ή κλιτές ~εις.|| (ΛΕΞΙΚΟΓΡ.) Απαρχαιωμένες/αρχαίες ελληνικές/νέες (= νεολογισμοί)/σπάνιες ~εις. Η ετυμολογία/ο ορισμός μιας ~ης. Καταχώρηση ~εων σε λεξικό. Βλ. λεξιλόγιο.|| Δυσνόητη/κακόηχη/συνθηματική (βλ. πάσγουορντ) ~. Άγνωστες/βασικές/καθημερινές/ξένες/χυδαίες ~εις. Τα γράμματα/η έννοια/η μετάφραση μιας ~ης. Πώς γράφεται/τι σημαίνει η ~ ...; Από πού βγαίνει/προέρχεται η ~ ...; ~ που αρχίζει από/με φωνήεν. Δεν μου 'ρχεται η κατάλληλη ~. Αναζήτηση με ~εις-κλειδιά (: σε βάσεις δεδομένων). || ~εις-συνθήματα (: αλλαγή, επανίδρυση, κάθαρση). 2. κάτι που λέγεται ή γράφεται, σύντομη κουβέντα: Δεν ακούω ~ (για αυτό το ζήτημα)! Δεν μπόρεσε να αρθρώσει/βγάλει ~ (: να μιλήσει). ~ δεν έγραψε στο διαγώνισμα (: έδωσε λευκή κόλλα). Δεν έχουν ανταλλάξει ~ από το πρωί. Θέλω να σου πω δυο ~εις (= λόγια). Ξεστόμισε/χρησιμοποίησε βαριές ~εις (πβ. εκφράσεις). 3. ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθμός των δυαδικών ψηφίων που μπορούν να αποθηκευτούν σε έναν καταχωρητή της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας υπολογιστή και ο οποίος αποτελεί πολλαπλάσιο του οκτώ. ● Υποκ.: λεξίδιο (το) {συνήθ. στον πληθ.}: Βλ. -ίδιο., λεξούλα (η): Το μωρό είπε τις πρώτες του ~ες. ● ΣΥΜΠΛ.: λέξη-ταμπού βλ. ταμπού, μήκος λέξης βλ. μήκος, πρωτότυπη λέξη βλ. πρωτότυπος ● ΦΡ.: δεν λέω/δεν βγάζω λέξη (προφ.) 1. δεν λέω τίποτα, δεν μιλώ καθόλου: Δεν έβγαλε ~ από το στόμα του.|| (συχνά απειλητ.) Μην πεις ~ σε κανέναν! Μείνε εδώ ήσυχος και μη βγάλεις ~. Πβ. δεν βγάζω άχνα, σωπαίνω. 2. μόνο στο "δεν βγάζω λέξη": δεν καταλαβαίνω τίποτα: ~ ~ από το κείμενο., δεν μου βγαίνει λέξη (προφ.): δεν μπορώ να εκφραστώ προφορικά ή γραπτά, δεν έχω έμπνευση., δεν παίρνω λέξη πίσω (προφ.): δεν αναιρώ ή δεν μετανιώνω για προηγούμενη δήλωσή μου. ΑΝΤ. το παίρνω πίσω., επί λέξει (λόγ.) & κατά λέξη/(λόγ.) λέξιν: με τα ίδια ακριβώς λόγια: Στην παραίτησή του αναφέρει ~ ~ τα εξής ... Δήλωσε/μου είπε ~ ~ τα ακόλουθα ...|| (ως επίθ.) ~ ~ μετάφραση (= κατά γράμμα, πβ. πιστή, βλ. ελεύθερη). ΣΥΝ. αυτολεξεί, λέξη προς λέξη (1), έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα: παίρνω την οριστική απόφαση, καθορίζω το τέλος, το αποτέλεσμα: Δεν έχω πει ακόμη ~ μου ~. Ο λαός θα πει ~ ~ στις εκλογές. Θέλει να έχει ~ ~ σε όλα. [< γαλλ. avoir le dernier mot ] , λέξη προς λέξη 1. επί λέξει. 2. με κάθε λεπτομέρεια: Τα αφηγήθηκα/είπα όλα ~ ~. [< γαλλ. mot à mot] , με μια λέξη & με δυο λέξεις: με λίγα λόγια, πολύ σύντομα, συνοπτικά: Ανακεφαλαιώνω/περιγράφω/συνοψίζω/χαρακτηρίζω κάτι ~ ~. ~ ~, μου είπε ότι εγώ φταίω. [< γαλλ. en un mot] , ούτε λέξη 1. (+ για) κανένας λόγος, καμία αναφορά: (Δεν είπε) ~ ~ για άδεια. 2. απολύτως τίποτα: Δεν πιστεύω ~ ~ απ' όσα είπες.|| Δεν γνωρίζει ~ ~ (= καθόλου) Γαλλικά., παίζω με τις λέξεις & (σπάν.) παίζω με τα λόγια: κάνω περίεργους συνδυασμούς λέξεων, εκμεταλλεύομαι την πολυσημία τους, για να δημιουργήσω ασάφεια, να οδηγήσω κάποιον σε παρερμηνεία: Στα ποιήματά του ~ει ~.|| Μην ~εις ~! [< γαλλ. jouer sur les mots] , πίσω από τις λέξεις & κάτω από τις λέξεις (μτφ.): αναφορά στο βαθύτερο νόημα φράσης, ενέργειας: Τι κρύβεται ~ ~; Η ουσία ~ ~. Μάθε να διαβάζεις ~ ~ (= ανάμεσα στις/πίσω από τις γραμμές)., δεν του παίρνεις λέξη/κουβέντα βλ. κουβέντα, η τελευταία λέξη βλ. τελευταίος, με όλη τη σημασία της λέξης βλ. σημασία, μια εικόνα/μια φωτογραφία (αξίζει όσο) χίλιες λέξεις βλ. εικόνα, παιχνίδι με τις λέξεις βλ. παιχνίδι [< μεσν. λέξη < αρχ. λέξις, γαλλ. mot 3: αγγλ. word, 1946]
λέω λέ-ω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {λες, λέ-ει, -με, -τε, -ν(ε), έλεγα, είπα (προστ. πες, πείτε κ. πέστε), πει, λέγ-ομαι, λέ-χθηκε (λόγ.) ειπώ-θηκε (λογιότ. ελέ-χθη, -χθησαν, μτχ. λε-χθείς, -χθείσα, -χθέν), λε-χθεί (λόγ.) ειπω-θεί, λέγ-οντας, -όμενος, ειπω-μένος} & (λόγ.) λέγω 1. εκφέρω λέξεις και φράσεις, αρθρώνω φθόγγους: Συγγνώμη, δεν σ' άκουσα, τι είπες; Είπαν (= αντάλλαξαν) βαριές κουβέντες. Έχω κάτι να σου πω (: εμπιστευτώ), αλλά μην το πεις (= αποκαλύψεις, μαρτυρήσεις) σε κανέναν/πουθενά. Πες το μου στ' αυτί/ψιθυριστά. Έφυγε, ~οντας μόνο ένα "γεια". Έχουν ~χθεί τα πάντα. (εμφατ.) ~ει και ~ει ασταμάτητα (πβ. μιλώ). Δεν ξέρει τι ~ει (= ~ει ασυναρτησίες). (ειρων.) Τέτοια λέγε μου, να χαίρομαι!|| Τι έχεις να πεις σε όσους σε κατηγορούν; Πβ. απαντώ.|| ~ τη γνώμη μου (= διατυπώνω, εκφράζω)/ψέματα (= ψεύδομαι). ~ει τις ειδήσεις (= εκφωνεί, παρουσιάζει). Πείτε μου/πέστε μου τι κάνετε/τα νέα σας. Μας είπε (= ανακοίνωσε) την απόφασή του/τα εξής: … Αναγκάστηκε να πει (= ομολογήσει, παραδεχτεί) την αλήθεια.|| Δεν μπορεί να πει (= προφέρει) το "ρο".|| Στο ~ εγώ, θα έρθει (πβ. διαβεβαιώνω)! Τι το λες και δεν το κάνεις; Ό,τι είχα/ήταν να πω το είπα (πβ. δηλώνω). Ό,τι και να πεις, έχεις δίκιο. Αφού σου είπα (= υποσχέθηκα) ότι θα σε βοηθήσω, θα το κάνω. Στο είχα πει (: επαναλάβει) πολλές φορές.|| Το είπε (= μετέδωσε) το ραδιόφωνο.|| ~νε (= κάνουν λόγο) για τα χθεσινά. 2. σκέφτομαι, υπολογίζω· νομίζω, πιστεύω· υποθέτω, φαντάζομαι: ~ να φύγω αύριο (πβ. προγραμματίζω, σκοπεύω, σχεδιάζω). Πάνω που είπα (= αποφάσισα) κι εγώ να σοβαρευτώ ... -Θα έρθεις; -Έτσι ~. Και να πεις πως δεν το περίμεναν! Πες πενήντα τα οδοιπορικά κι εκατό η διαμονή. Πόση ώρα λες να πάρει;|| Εσύ τι λες/τι έχεις να πεις γι’ αυτά; Τι θα πει ο κόσμος; (με αμφιβολία ή απορία:) ~τε να είναι τόσο απλό;|| Αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα ότι δεν είσαι (= δεν θα σε έκανα) πάνω από είκοσι. Έτσι όπως είχε ξαπλώσει, έλεγες ότι κοιμάται. Πες πως ήσουν στη θέση μου, τι θα έκανες; Ποιος να (μου) το 'λεγε ότι θα χώριζαν! 3. για παράθεση άποψης, φήμης, γνωμικού, των λόγων κάποιου: (συνήθ. στο γ' πρόσ.) ~νε/~εται ότι/πως ... (πβ. διαδίδεται, μαρτυρείται, συζητιέται, φημολογείται, ψιθυρίζεται). Πολλά ~ονται και ακούγονται γι' αυτό το θέμα. Απ' ό,τι λένε (οι δικοί του) είναι πολύ ώριμος για την ηλικία του. Η παράδοση ~ει (= αναφέρει) ότι ο πύργος ήταν στοιχειωμένος. Στο χωριό μου ~νε: "Δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά".|| Όπως ακριβώς είπα/~θηκε και πριν, ...|| (σε ευθύ ή πλάγιο λόγο) Και γυρίζει και μου ~ει: "Έχεις καθόλου λεφτά;" (πβ. ρωτώ). Δεν τη νοιάζει, ~ει. (Μου) είπε να μη χαθούμε. 4. (ειδικότ.) ισχυρίζομαι, υποστηρίζω: Ο ίδιος ~ει ότι έπεσε θύμα απάτης. Το ~ και το πιστεύω. Είσαι σίγουρος για όσα λες; Σύμφωνα με όσα ~ει σε συνέντευξή της ... Δεν ~/δεν μπορώ να πω ότι το έκανε αυτός/επίτηδες. 5. εισαγωγικά ή παρενθετικά στον λόγο ή σε τυπικές φράσεις για προσέλκυση της προσοχής, έκφραση απορίας, αμηχανίας, δυσαρέσκειας: Δεν μου λες, αύριο έχουμε μάθημα; Για να το πούμε αλλιώς/απλά/καλύτερα, ... Τολμώ να πω ότι την καταλαβαίνω. Συγγνώμη, να πω κάτι (πβ. αναφέρω, επισημαίνω, προσθέτω); Και να πω και κάτι άλλο ... Θα μου επιτρέψετε/πρέπει να πω ... Δεν χρειάζεται/περιττό να πω ότι ... (: για κάτι αυτονόητο, γνωστό). Σου το/στο ~ σαν φίλος, ξέχασέ την.|| (επιτατ., θυμωμένα:) Αυτό που σου ~ εγώ!|| (απειλητ.) Για πρόσεχε τι λες!|| (συγκαταβατικά) Ό,τι πεις εσύ!|| (στερεότυπη φρ. όταν σηκώνουμε το τηλέφωνο) Λέγετε; Λέγετε, παρακαλώ! 6. ονομάζω, αποκαλώ, χαρακτηρίζω κάποιον ή κάτι: -Πώς σε ~νε; -Με ~νε Ειρήνη. ~ομαι ... (: για ονοματεπώνυμο). Πολύ ακατάδεχτη η ... πώς την είπαμε; (: όταν δεν θυμόμαστε το όνομα κάποιου).|| Πώς ~εται αυτό στα Γαλλικά (πβ. μεταφράζω);|| Τον είπε βλάκα μπροστά σ' όλους. (για παρατσούκλι) Στο σχολείο τον ~νε ξερόλα. Εγώ αυτό το ~ κοροϊδία. 7. εννοώ, σημαίνω, δείχνω: (συνηθέστ. στο γ' πρόσ.) Τι θα πει "ελευθερία"; Αν γυρίσει, θα πει πως σ' αγαπάει. Το ότι τον προσκάλεσα δεν θα πει ότι τον συμπαθώ κιόλας.|| Νομίζω αυτό ~ει πολλά για τον χαρακτήρα της. Η φωτογραφία τα ~ει όλα. Το θερμόμετρο ~ει σαράντα βαθμούς Κελσίου. Η πινακίδα ~ει "Απαγορεύεται η αναστροφή". Πάτησε το κουμπί που ~ει στοπ.|| (προφ.) -Τι ώρα λες (: τι ώρα ~ει το ρολόι σου); Τα μάτια σου άλλα ~νε ... 8. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι· προτείνω, συμβουλεύω: Πες του να περάσει. Άσε με ήσυχη, σου είπα! Μην του πεις μόνο για διάβασμα (: να διαβάσει)! Θα σου πω εγώ πότε να σταματήσεις (πβ. καθοδηγώ, υποδεικνύω). Κάνε ό,τι σου ~ει (πβ. διατάζω)!|| Εγώ ~ να πάμε. Θα σου έλεγα να μη βιαστείς. Πες του κι εσύ κάτι! 9. (προφ.) διατυπώνω γραπτώς, αναφέρω: Τι ~νε (= γράφουν) οι εφημερίδες; Η διαθήκη/ο νόμος ~ει (= ορίζει) ... Χρειάζεσαι μία υπεύθυνη δήλωση που να ~ει ότι ... Ένας μεγάλος ποιητής είπε ... 10. προβλέπω, προλέγω: Εγώ το είχα πει από την αρχή. Όταν εγώ στα 'λεγα, εσύ δεν με πίστευες. Πβ. προειδοποιώ. 11. εξηγώ, ερμηνεύω: ~ει (= διαβάζει) τον καφέ/το μέλλον/τη μοίρα/το φλιτζάνι/τα χαρτιά.|| Μπορείς να μου πεις τι σημαίνει ... 12. αφηγούμαι, εξιστορώ, περιγράφω: Δεν ξέρει να ~ει ανέκδοτα. Πείτε μας πώς τα περάσατε στο ταξίδι. Ακριβώς έτσι έγιναν, όπως τα είπε. Πες μας τι σου συμβαίνει. Πβ. διηγούμαι.|| Ένας απ' τους δυο σας ~ει παραμύθια (πβ. παραμυθιάζω, ψεύδομαι). 13. κουβεντιάζω, συζητώ: Τα ~με πού και πού. Κάτσε να τα πούμε λιγάκι. Για σένα λέγαμε (= μιλούσαμε). Πίνανε και λέγανε τα δικά τους. Τι ακριβώς ~θηκε/~χθη στη γενική συνέλευση;|| Όπως είπαμε (= συμφωνήσαμε), εντάξει; 14. επαναλαμβάνω προφορικά κάτι που έχει ορισμένη μορφή και συνήθ. το έχω αποστηθίσει: ~ ένα ποίημα (= απαγγέλλω)/την προσευχή μου. Θα πει (= τραγουδήσει) κομμάτια από τον τελευταίο του δίσκο. Βλ. λεγάμενος, λέγειν, λεγόμενα, λεγόμενος. ● λέει (προφ.) 1. (συνήθ. με άρνηση) αξίζει: -Τι ~ το/σαν μαγαζί; - Δεν ~ μία/τίποτα. Η ταινία δεν έλεγε πολλά (πράγματα). Βλ. ψιλο~. 2. για έμφαση, ενίσχυση των λεγομένων: Ξεφαντώσαμε, ~! Αν τον ξέρω, ~; Απ’ έξω κι ανακατωτά. Πβ. δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! 3. ως συμπλήρωμα στην ομιλία, όταν κάποιος δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις: Και μου ζήτησε, ~, να φύγω ~, γιατί ήθελε, ~, να ... Πβ. να πούμε. 4. σε αφηγήσεις ή υποθέσεις: Ήτανε, ~, κάποτε ένας βασιλιάς... Είδα, ~, στο όνειρό μου ότι ...|| Φαντάσου, ~, να ξανασυναντηθούμε μια μέρα. 5. για να δηλωθεί έντονη έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: Ποιος ήταν ~; 6. για λόγο που θεωρείται πρόφαση, δικαιολογία: Δεν ήρθε γιατί, ~ (= δήθεν), είχε δουλειά. Πβ. τάχα. 7. φημολογείται: Ο γιος τους, ~, είχε μπει φυλακή. ● ΦΡ.: ... όπως/που λέει και (προφ.): όταν αναφέρονται τα λόγια κάποιου, αποφθέγματα, παροιμίες ή στίχοι τραγουδιού: Κάθε εμπόδιο για καλό, ~ ~ ο λαός. Όπως έλεγαν οι πρόγονοί μας, ..., άλλο να στο λέω, κι άλλο να τ' ακούς/να το βλέπεις (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι δεν περιγράφεται με λόγια: Είχε γίνει έξω φρενών, φώναζε, έβριζε, άσε ... ~ ~ ακούς! Τα χρώματα του πίνακα είναι μοναδικά, όμως ~ ~ βλέπεις!, ας πούμε (προφ.) 1. για να δοθεί παράδειγμα: Παιδιά που είναι, ~ ~, οκτώ ετών ... Πβ. για παράδειγμα/παραδείγματος χάριν/χάρη, ξέρω γω. 2. για να εκφραστεί μία υπόθεση: ~ ~ (= ας υποθέσουμε) ότι ψάχνεις για δουλειά ... Πβ. έστω. 3. για να γίνει μία πρόταση: -Πότε να πάμε; -~ ~ την πρώτη του μηνός., ας τα λέμε καλά (προφ.): σχετικά καλά, ως τυπική απάντηση χαιρετισμού: -Τι κάνεις; -Ε, ~ ~..., άστον/άσ' τον να λέει (προφ.): συνήθ. ως προτροπή σε κάποιον να μη δίνει σημασία στα λόγια τρίτου: Άστους να λένε, είσαι η καλύτερη!, αυτά/έτσι που λες/λέτε! (προφ.): σε περιπτώσεις που κάποιος θέλει να συνοψίσει κάτι ή δεν ξέρει τι άλλο να πει: ~ ~ φίλε μου, δεν πάει άλλο αυτή η κατάσταση., αυτό θα πει ...! (προφ.): (ως ένδειξη αναγνώρισης, θαυμασμού) αυτό είναι: ~ ~ αγάπη/εξυπηρέτηση/μαγκιά/τύχη!, αυτό/η αλήθεια/το σωστό να λέγεται (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί παραδοχή, ομολογία ή συμφωνία με κάτι που προηγείται ή ακολουθεί: Είναι ωραίος νέος, αυτό/το σωστό να ~. Η αλήθεια να ~, μαζί της δεν βαριέμαι ποτέ., αφού το λες εσύ & αφού το λέτε εσείς (προφ.): (συγκαταβατικά) για να δηλωθεί αποδοχή της άποψης του άλλου: Ε, ~ ~, έτσι θα 'ναι/κάτι (παραπάνω) θα ξέρεις., για λέγε/πες (προφ.): ως προτροπή για να αφηγηθεί κάποιος κάτι ενδιαφέρον: -Συναντηθήκαμε χθες. -~ ~, ~ ~!, για να μη (σου) πω & μη (σου) πω: παρενθετικά στον λόγο για να προσθέσουμε κάτι, χωρίς να είμαστε απόλυτοι: Ένα από τα πιο σημαντικά, ~ ~ το πιο σημαντικό, είναι ..., για να σου πω (προφ.): (αυστηρά) ως έκφραση δυσφορίας, για να σταματήσει κάποιος να λέει ή να κάνει κάτι ενοχλητικό: Α, ~ ~, μη μου φωνάζεις εμένα! ~ ~, σαν πολύ αέρα δεν πήρες;, δε(ν) λέγεται (προφ.-εμφατ.): δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια: Το τι αγόρασε ~ ~! ~ ~ τι τράβηξα μέχρι να τελειώσω., δε(ν) λέω (προφ.): δεν αντιλέγω, δεν διαφωνώ: ~ ~, η δουλειά είναι δύσκολη, αλλά ..., δεν λέει να 1. (προφ.) για κάτι που δεν συμβαίνει, κυρ. αντίθετα από το επιδιωκόμενο ή το προσδοκώμενο: Αυτή η γρίπη ~ ~ περάσει με τίποτα. Η ώρα περνούσε κι αυτός δεν έλεγε να κουνηθεί από τη θέση του. 2. (νεαν. αργκό) δεν είναι σωστό, πρέπον ή συμφέρον: Θα περιμένω να τον αποχαιρετήσω, ~ ~ φύγω έτσι., δεν λες καλά/καλύτερα (που) ... & πάλι καλά (να λες) (που): (προφ.) όταν κάποιος προσπαθεί να εστιάσει στις θετικές πλευρές μιας δυσάρεστης κατάστασης: ~ ~ που δεν πάθατε τίποτα! Πβ. ευτυχώς.|| -Άργησες, αλλά τουλάχιστον ήρθες. -Πάλι καλά να λες!, δεν λες τίποτα/δεν σου λέω τίποτα/δεν θα πει τίποτα! (προφ.-εμφατ.): για να εκφραστεί συμφωνία με τα προαναφερθέντα και υπερθεματισμός: Καλά, ~ ~, το μέρος ήταν καταπληκτικό! -Πώς περάσατε χθες, ωραία; -Ωραία ~ ~, τέλεια ήταν! Τυχερή, ~ ~, από θαύμα ζει!, δεν μου λέει τίποτα (προφ.): δεν μου κάνει αίσθηση, δεν το θεωρώ σημαντικό: Το ότι είναι πλούσιος πραγματικά/προσωπικά ~ ~. [< γαλλ. cela ne me dit rien] , δεν σου λέω (οικ.): (με περιπαικτική διάθεση) σε περίπτωση που κάποιος αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι: ~ ~, για να μάθεις! ~ ~, ~ ~, πού ήμουν!, είπα κι εγώ (προφ.): σε περιπτώσεις που ανατρέπονται τα λόγια, οι αρχικές σκέψεις ή εκτιμήσεις κάποιου: ~ ~ με ξέχασες;, είπα ξείπα (προφ.): για αναίρεση προηγούμενης δήλωσης ή υπόσχεσης: -Μα μου είπες πως θα μου το αγοράσεις. -~ ~ (: το παίρνω πίσω).|| (ως ουσ.) Βαρέθηκα τα ~ ~ του., είπες κάτι/τίποτα; (προφ.): με αυστηρό ύφος ή απειλητικά, για να αποθαρρυνθεί κάποιος που εκφράζει αντιρρήσεις, συνήθ. μουρμουρίζοντας ή μιλώντας σιγά: Δεν κατάλαβα. ~ ~;, εμένα μου λες (προφ.): ως έκφραση αμφισβήτησης ή συμφωνίας: (ειρων.) -Συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει. -~ ~!|| -Είναι πολύ δύσκολος άνθρωπος. -~ ~; Ένας θεός ξέρει τι έχω τραβήξει μαζί του., ένα (μόνο) σου λέω (προφ.-εμφατ.): για προσέλκυση της προσοχής σε αυτό που θα ακολουθήσει: ~ ~ και να το θυμάσαι, τίποτα δεν είναι δεδομένο. (απειλητ.) Ένα μόνο θα σου πω, μη διανοηθείς και ξαναγυρίσεις!, εσύ το λες αυτό/εσύ είσαι που το λες αυτό 1. (προφ.-εμφατ.) αυτή είναι η δική σου άποψη, όχι η δική μου: Εγώ δεν είπα ότι δεν θέλω, ~ ~. 2. (σε ερώτηση) ως έκφραση έκπληξης, απορίας για τα λεγόμενα κάποιου: -Δεν αντέχω άλλο. -~ ~; Νόμιζα ότι σου άρεσε η δουλειά., έτσι λες; (προφ.): αυτό νομίζεις, αυτό πιστεύεις;: ~ ~ ε; Μπορεί να 'χεις και δίκιο ..., έτσι σου είπαν να λες; (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, διαμαρτυρίας για κάτι που ειπώθηκε: -Ο καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση του. -Μπα, ~ ~;, έχει να πει κάτι/έχει κάτι να πει (προφ.): (για καλλιτέχνη ή καλλιτεχνική δημιουργία) προτείνει κάτι διαφορετικό, καινούργιο: Η ταινία δεν ~ ~., έχω να (το) λέω (προφ.): εκφράζομαι με τα καλύτερα λόγια για κάποιον ή κάτι: ~ ~ για τη φιλοξενία τους., θα έλεγα (προφ.): κειμενικός δείκτης που τονίζει την υποκειμενικότητα μιας κρίσης: Τα θέματα ήταν αρκετά εύκολα, ~ ~ (= κατά τη γνώμη μου).|| (επιτατ.) Η αύξηση είναι σημαντική, εντυπωσιακή ~ ~ (= τολμώ να πω). Πβ. αν θέλεις/θέλετε., θα μου πεις ... (προφ.): (παρενθετικά στον λόγο) ως έκφραση άποψης, σκέψης ή πιθανής εξέλιξης: Κάθε αρχή και δύσκολη, θα μου πεις., θα σου 'λεγα (τώρα) (προφ., συνήθ. με θυμωμένο ύφος): για μετριασμό των λεγομένων ή αποσιώπηση βαρύτερων χαρακτηρισμών και λόγων: ~ ~ καμιά κουβέντα, έχε χάρη όμως που ... ~ ~ τίποτα για το σόι σου, αλλά ... Πβ. τι του λες/τι να του πεις τώρα;, θα τα πούμε (προφ.) 1. ως έκφραση αποχαιρετισμού: Πολλά φιλιά, ~ ~ (από κοντά/σύντομα/την Τρίτη). Πβ. τα λέμε. 2. (απειλητ.) θα λογαριαστούμε, αναμετρηθούμε: Εμείς (οι δύο) ~ ~ στο γήπεδο/δικαστήριο., και πάει λέγοντας (προφ.): και ούτω καθεξής: Το νέο νομοσχέδιο προκάλεσε αντιδράσεις, απεργίες, διαμαρτυρίες ~ ~. ΣΥΝ. και τράβα κορδέλα/κορδόνι, και τι δεν είπε (εμφατ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι ειπώθηκαν πολλά: ~ ~ για τον διευθυντή, ότι τους καταπιέζει, ότι τους εκμεταλλεύεται, ότι ..., καλά μου (τα) έλεγες/τα 'λεγες (προφ.): για επιβεβαίωση της κρίσης κάποιου άλλου: ~ ~ να μην ανακατευτώ, αλλά πού μυαλό! Καλά μου είπανε πως είναι απατεώνας., καλά/όπως/σωστά (τα) λες/λέτε (προφ.): για να δηλωθεί συμφωνία με τα λεγόμενα κάποιου: (Πολύ) καλά τα λες, αλλά ποιος σ' ακούει; Ακριβώς έτσι έγινε, φίλε, σωστά τα λες. Ναι, ναι, (έτσι) όπως τα λέει είναι ..., κάτι έλεγες ...; (προφ.-ειρων.): όταν τα λόγια κάποιου αντιτίθενται στις πράξεις του ή γενικότ. δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα., κάτι μας είπες (τώρα)! (προφ.-ειρων.): για κάτι γνωστό, αυτονόητο: -Τόσο καιρό μας έλεγε ψέματα. -Χαίρω πολύ, ~ ~! Πβ. τι μας λες (τώρα);, κάτι μέσα μου (μού) λέει/κάτι μου λέει ότι/πως ... (προφ.): διαισθάνομαι ή προαισθάνομαι κάτι: Κι όμως εμένα ~ ~ θα τον ξαναδώ. [< γαλλ. quelque chose me dit que] , κάτι μου λέει (προφ.): μου θυμίζει κάτι: ~ ~ το όνομά του, αλλά δεν είμαι σίγουρη.|| Η φωτογραφία δεν μου λέει κάτι/τίποτα. [< γαλλ. me dit quelque chose] , λέγε λέγε/πες πες (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που λέγεται κάτι συνεχώς και επίμονα σε κάποιον: ~ ~ στο τέλος τον έπεισαν. Πβ. λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει., λέγε με ... & μπορείς να με λες (προφ.): (ακολουθεί κύριο όνομα ή ουσιαστικό) να με αποκαλείς, φωνάζεις ..., όταν θέλει κάποιος να δημιουργήσει κλίμα οικειότητας ή, ειρων., για τον ίδιο του τον εαυτό: Από 'δω και πέρα ~ ~ απλώς/σκέτο Μαρία.|| Τελικά, δεν ήταν και τόσο δύσκολο να το φτιάξω, ~ ~ και μάστορα!, λέμε τώρα (προφ.-ειρων.): που λέει ο λόγος: Καλά είμαι, ~ ~. Υποσχέσεις για ένα καλύτερο, ~ ~, μέλλον., λες κ(α)ι (προφ.): σαν να: Το θυμάμαι ~ ~ ήταν χθες! Δεν μπορούσε να μιλήσει, ~ ~ κάτι του 'φραζε το στόμα. Πβ. θαρρείς και., λέω (από) μέσα μου/απομέσα μου/στον εαυτό μου: δηλ. χωρίς να ακούγομαι: Είπε ~ του (: σιγανά, σιωπηλά, χαληλόφωνα) μια προσευχή. Όλα θα πάνε καλά, είπε ~ της (: σκέφτηκε, συλλογίστηκε). Αν έχεις κάτι να πεις, μην το λες ~ ~ σου (= πες το δυνατά, φωναχτά). Βλ. μουρμουρίζω, ψιθυρίζω., μα τι λέω & τι λέω (προφ.) 1. όταν κάποιος διορθώνει ή ενισχύει τα λεγόμενά του: Μέρες έχω να γράψω, ~ ~, μήνες. 2. (ειρων.) ως έκφραση αυτοθαυμασμού: ~ ~, ο άνθρωπος!, μας τα 'παν κι άλλοι (προφ.): για κάτι που έχει ειπωθεί πολλές φορές και δεν προκαλεί πλέον εντύπωση: Άσε/αυτά ~ ~!, μη μου πεις ότι ... (προφ.): για να προκαταλάβουμε τα λεγόμενα κάποιου: ~ ~ δεν σου άρεσε/δεν σκέφτεσαι κι εσύ το ίδιο. ~ ~ ξαφνικά άλλαξες γνώμη!, μη μου το λες/μη μου πεις .../τι μου λες! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης ή ειρωνείας: -Τα 'μαθες; Παντρεύεται! -Όχι, καλέ, ~ ~!|| (ειρων.) Μη μου το λες, γιατί θα βάλω τη γάτα μου να κλαίει. Πβ. τι λες/είπες (τώρα)!, μην το λες (προφ.): για να μετριαστεί η απολυτότητα των λεγομένων κάποιου: -Αποκλείεται να περάσει στις εξετάσεις. - Μπα, ~ ~, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται., μου λες/σου λέει (οικ.): αμφισβητώντας την ορθότητα των λεγομένων των άλλων: Και μετά ~ ~ κάνε παιδιά/φίλους., να μη με λένε (προφ.-εμφατ.): (ως απόδοση υπόθεσης) ως διαβεβαίωση προς τον συνομιλητή ότι θα κάνουμε κάτι οπωσδήποτε: Αν δεν έχω κόψει το κάπνισμα μέχρι το καλοκαίρι, ~ ~ Κώστα. Πβ. να μου τρυπήσεις τη μύτη., να πούμε & να 'ούμε (αργκό): παρενθετικά στον λόγο ως έκφραση αμηχανίας, όταν δεν βρίσκει κάποιος τις κατάλληλες λέξεις, ή στο τέλος φράσης, πρότασης: Έφυγε, ~ ~, χωρίς να πει μια λέξη. Καλά, πού ζεις εσύ, ~ ~;, να τα πούμε; (προφ.): για τα κάλαντα: -~ ~; -Φυσικά!, ξέρω τι θα πει: γνωρίζω πολύ καλά κάτι, ευχάριστο ή δυσάρεστο: ~ ~ αγάπη/μοναξιά. Ομάδα που δεν ξέρει τι θα πει ήττα., πες ... πες (προφ.): είτε ... είτε: ~ το σύμπτωση, ~ το διαίσθηση, ήξερα τι θα συμβεί! Πβ. θες ... θες., πες το κι έγινε (προφ.): ως δήλωση προθυμίας για άμεση ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου: Αν θέλεις κάτι άλλο, ~ ~!, ποιος μου λέει (εμένα) (προφ.): (συνήθ. ως ρητορική ερώτηση) πώς μπορώ να ξέρω, να σιγουρευτώ: ~ ~ ότι δεν με κοροϊδεύει; Και ποιος σου ~ εσένα πως αύριο θα έχεις δουλειά;, ποιος το είπε/λέει (αυτό); (προφ.): ως έκφραση αντίρρησης, αμφισβήτησης των λεγομένων κάποιου: Ακούς εκεί! ~ ~ ότι είμαι υποχρεωμένος να ...;, πολλά λες (προφ.): φλυαρείς, υπερβάλλεις ή αυθαδιάζεις: Πάντα τόσα ~ ~ για σένα;|| Πάνω από εκατό ευρώ; Νομίζω ότι ~ ~.|| Σαν πολλά δεν μας τα είπες;, που λες/λέτε (προφ., ως παραγέμισμα): εισαγωγικά ή παρενθετικά κυρ. σε αφηγήσεις ή συζητήσεις: Και ~ ~, πέρυσι το καλοκαίρι ... Έφυγα, ~ ~, αμέσως., πού να στα/σας τα/σου τα λέω (προφ.) 1. εισαγωγικά, συνήθ., στον λόγο για πρόκληση εντύπωσης: Άσε φίλε, ~ στα λέω, πήρα μια λαχτάρα χθες! ~ σας τα λέω, δεν θα πιστέψετε ποια συνάντησα στον δρόμο! 2. παρενθετικά στον λόγο για αποφυγή μακρηγορίας: Υπέροχα υφάσματα, αλλά ~ σου τα λέω τώρα, πήγαινε να τα δεις καλύτερα μόνη σου., πώς να στο/το πω (προφ.): όταν δυσκολεύεται κάποιος να εκφραστεί κατάλληλα: Μου αρέσει εδώ, ~ ~..., νιώθω σαν να είναι η δεύτερη πατρίδα μου., σαν να λέμε (προφ.): ως έκφραση επεξήγησης ή κυρ. παρομοίωσης, σύγκρισης με κάτι: Έμπλεξε με συμμορίες, ~ ~ έπεσε στο στόμα του λύκου., σου λέω! (προφ.): χρησιμοποιείται για να δοθεί έμφαση στα λεγόμενα ή στην ορθότητα ισχυρισμού που συνήθ. δεν γίνεται πιστευτός: Άσε με ήσυχο ~ ~ (πβ. επιτέλους)! Δράμα, ~ ~, η κατάσταση!, σου 'πα μου 'πες (προφ.): δικαιολογίες ή φλυαρίες: Δεν μου αρέσουν τα πολλά ~ ~, μίλα ξεκάθαρα. Άσε τα ~ ~ και στρώσου στη δουλειά., τα λέμε (οικ.): ως έκφραση αποχαιρετισμού: ~ ~ αργότερα/αύριο (πάλι)/στις 9. Άντε γεια! ~ ~. Πβ. θα τα πούμε, τα ξαναλέμε., τι έλεγα/λέγαμε; (προφ.) 1. μετά από διακοπή συζήτησης: Λοιπόν, ~ έλεγα; Α, ναι ... Θυμάστε ~ λέγαμε; 2. ως υπενθύμιση κάποιου πράγματος που έχει ήδη αναφερθεί και που επαληθεύεται από τις περιστάσεις: ~ ~ πριν για ..., τι θα έλεγες/τι λες ...;: ως ευγενική πρόταση: ~ ~ αν αγοράζαμε καινούργιο αυτοκίνητο/για ένα ποτήρι κρασί/να φάμε μαζί (: θα ήθελες να ...);, τι θα πει (προφ.) 1. τι σημαίνει. Πβ. τι εστί. 2. & τι πάει να πει: για να εκφραστεί έντονη αντίρρηση ή αγανάκτηση: Και ~ ~ δεν του αρέσει; Τόσα λεφτά δώσαμε!, τι λέει; (αργκό) 1. τι κάνεις, πώς είσαι; Πβ. πώς πάει; 2. πώς είναι;: ~ ~ η ζωή στην πρωτεύουσα;, τι λες/είπες (τώρα)! (προφ.): κυρ. ως έκφραση έκπληξης ή διαφωνίας: -Μέσα σε δυο χρόνια πήρε προαγωγή. -~ ~! Δεν θες να πας διακοπές; Μα ~ ~!, τι μας λες (τώρα); & καλέ/μωρέ τι μας λες; (προφ.): για να εκφραστεί αντίρρηση ή ειρωνεία, όταν αναφέρεται κάτι αυτονόητο, ήδη γνωστό: ~ ~, ρε άσχετε; Θα μου πεις "~ ~", αφού κι εσύ το ίδιο κάνεις.|| ~ ~; Εμείς κοιμόμαστε όρθιοι; Πβ. κάτι μας είπες (τώρα)!, τι να πω/τι να πει κανείς & τι να λέμε/τι να πούμε τώρα (προφ.): ως έκφραση αμηχανίας, έκπληξης, παράπονου, απαισιοδοξίας: Τι να (σου) πω, δεν ξέρω, τα 'χω χαμένα. Τι να πούμε κι εμείς οι άνεργοι;|| Ό,τι και να λέμε/να πούμε τώρα είναι λίγο., τι σου λέει αυτό; (προφ.): τι καταλαβαίνεις, ποιο συμπέρασμα βγάζεις;: Χρόνια τώρα ζει εκτός Ελλάδος. ~ ~;, τι του λες/τι να του πεις τώρα; (προφ.): ως ήπια έκφραση αποδοκιμασίας, αγανάκτησης, θυμού: Πήγε και τα μαρτύρησε όλα, ~ ~; Πβ. θα σου 'λεγα (τώρα).|| Τι να σου πω τώρα, καημένε μου; Έτσι που τα 'κανες ..., το 'πε και το 'κανε (προφ.): για άμεση πραγματοποίηση των λεγομένων κάποιου. Πβ. αμ' έπος αμ' έργον., του τη λέω (αργκό): αποστομώνω, κάνω παρατήρηση σε κάποιον, τον πειράζω λεκτικά: Του την είπε άσχημα και δεν της ξαναμίλησε. Όλο σου τη λέει (πβ. σου τη μπαίνει, σε τσιγκλάει)! Πβ. κολλώ κάποιον στον τοίχο, ταπώνω, τα χώνω σε κάποιον., (για) να/θα (σου/σας) πω/εξομολογηθώ την αμαρτία μου βλ. αμαρτία, (λέω) το ψωμί ψωμάκι βλ. ψωμί, (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά βλ. παπάς, (το) είπε το ποίημα βλ. ποίημα, ... και θα πεις κι ένα τραγούδι βλ. τραγούδι, άκου (/κοίτα) να σου πω/ακούστε (κοιτάξτε) να σας πω! βλ. ακούω, άκου (με) που σου λέω! βλ. ακούω, άκου λέει! βλ. ακούω, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο βλ. στραβός, δεν (μας) τα λες καλά βλ. καλά, δεν πα να λες ό,τι θες! βλ. θέλω, δεν σε είπαμε και καμπούρη! βλ. καμπούρης, εγώ τα λέω, εγώ τ' ακούω/μόνος μου τα λέω, μόνος μου τ' ακούω βλ. εγώ, εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του βλ. σκύλος, εδώ που τα λέμε βλ. εδώ, είπα και (ε)λάλησα βλ. λαλεί, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε βλ. χέζω, είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα βλ. γάιδαρος, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε βλ. πουλάκι, έχουμε και λέμε βλ. έχω, έχω να το λέω βλ. έχω, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, θα πούμε το νερό νεράκι βλ. νερό, θα σου πει ο άλλος/σου λέει ο άλλος βλ. άλλος, θέλεις/τα θες και τα λες (αυτά ή σου ξεφεύγουν); βλ. θέλω, θέλω να πω (μ' αυτό) ότι/πως ... βλ. θέλω, θες να σου πω καμιά βαριά κουβέντα; βλ. θέλω, και/κι ύστερα (σου) λένε βλ. ύστερα, καλά δεν τα λέω; βλ. καλά, κάποιος κάνει/λέει τα δικά του βλ. δικός, λέγε λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά/τη γριά και/να θέλει βλ. κοπέλι, λέει/ξέρει κάτι νεράκι βλ. νερό, λέω καλό για κάποιον βλ. καλό, λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου) βλ. μούτρο, λέω με το νου μου βλ. νους, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη βλ. σύκο, μέχρι/ώσπου/όσο να πεις κύμινο/κρεμμύδι βλ. κύμινο, μια κουβέντα είπα βλ. κουβέντα, μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια βλ. δόντι, μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα βλ. χύμα, ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του) βλ. μακρύς, ό,τι θέλει λέει βλ. θέλω, ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε βλ. όνομα, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, ούτως ειπείν βλ. ούτω(ς), πάει να πει & πα' να πει βλ. πηγαίνω & πάω, πες τα, χρυσόστομε! βλ. χρυσόστομος, πες το ψέματα! βλ. ψέμα, ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ βλ. ποτέ, που λέει ο λόγος βλ. λόγος, πώς είπες/είπατε; βλ. πώς, συ είπας βλ. εσύ, τα λέω ένα χεράκι βλ. χεράκι, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη βλ. πεθερά, τι έκανε λέει; βλ. κάνω, τι θέλει να πει/τι εννοεί ο ποιητής; βλ. ποιητής, ποιήτρια, τι λέει το πρόγραμμα; βλ. πρόγραμμα, το καλό να λέγεται βλ. καλό, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το λέω και γεμίζει το στόμα μου βλ. στόμα, το λέω και το ξαναλέω βλ. ξαναλέω, τολμώ να πω βλ. τολμώ, τόσα ξέρει, τόσα λέει βλ. τόσος, φερ' ειπείν βλ. φέρω ● βλ. ειπωμένος [< αρχ. λέγω, μεσν. λέω]
λόγος λό-γος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. η ανθρώπινη ικανότητα για έκφραση σκέψεων, συναισθημάτων, γνώσεων, πληροφοριών μέσω της γλώσσας· η πραγμάτωση και οι διάφορες μορφές της: έναρθρος ~. Διαταραχές (βλ. αλαλία, α-, δυσ-φασία, αφωνία, τραυλ-, ψευδ-ισμός)/θεραπεία (πβ. λογοθεραπεία)/κατανόηση/όργανα (πβ. φωνή)/παραγωγή ~ου.|| Αρθρώνω/εκφέρω ~ο (= μιλώ). Συνηθισμένα λάθη στον καθημερινό ~ο. Έχει την ευχέρεια/το χάρισμα του ~ου. Είναι άριστος χειριστής του ~ου.|| Είδη ~ου. Δείκτες ~ου (= κειμενικοί δείκτες). Γραπτός (πβ. γραφή, γράψιμο)/δημοσιογραφικός/έμμετρος ή ποιητικός (= ποίηση)/επιστημονικός/ηλεκτρονικός/πολιτικός/προφορικός (= ομιλία) ~. Αρχαίος/αττικός (βλ. διάλεκτος)/δημοτικός (= δημοτική)/νεοελληνικός (= νεοελληνική) ~ (= γλώσσα). Έντεχνος ~/η τέχνη του ~ου (= λογοτεχνία). 2. αιτία ή σκοπός, πρόθεση: Για τον άλφα ή βήτα ~ο (= για τον ένα ή τον άλλο ~ο) ... Για ~ους αρχής/ασφαλείας/εκδίκησης/σκοπιμότητας/συμφέροντος/τιμής/υγείας ... Για ειδικούς/επαγγελματικούς/ευνόητους/οικογενειακούς/οικονομικούς/πολιτικούς/πολλούς/σοβαρούς/συναισθηματικούς ~ους. Ένας ~ παραπάνω να ... Διερεύνηση των ~ων/συνηθέστεροι ~οι αποτυχίας στο σχολείο. Ο κύριος ~ είναι ότι ... Υπάρχει ~ που ... Δεν συντρέχει/υπάρχει ~ (για) να .../ανησυχίας. Αυτός δεν είναι ~ να αγχώνεσαι. Εξ αυτού του ~ου. Αισθάνεται ότι δεν έχει ~ο ύπαρξης (πβ. νόημα, προορισμό, βλ. κενό). Για ποιο ~ο (πβ. αφορμή) έλειπες; Για κανένα ~ο (να) μη με ενοχλήσετε (: σε καμία περίπτωση). Ζητάει και τον ~ο (= και τα ρέστα) από πάνω. Δεν έχω ~ο να αμφιβάλλω. Ποιοι ~οι επιβάλλουν/ευνοούν/οδηγούν/ωθούν ...; Άγνωστοι παραμένουν οι ~οι (= τα αίτια, κίνητρα) του εγκλήματος. Δέκα ~οι για να κόψετε το κάπνισμα. Επικαλέστηκε προσωπικούς ~ους. Έχω ~ο/τον ~ο μου/τους ~ους μου που το αναφέρω. Δεν είχε ~ο να πει ψέματα. Εξήγησε τους ~ους για τους οποίους (= γιατί) ... Έχει βάσιμους ~ους να πιστεύει ότι ... Το θυμάμαι αυτό που λες, για άσχετο όμως ~ο. Πβ. αιτιο-, δικαιο-λογία. 3. αγόρευση, ομιλία: αποχαιρετιστήριος/αυτοσχέδιος/εναρκτήριος/επικήδειος/θρησκευτικός/καταγγελτικός/πολιτικός/(συνήθ. για κόμμα) προγραμματικός/προεκλογικός ~. Πανηγυρικός ~ για την 25η Μαρτίου. Βγάζω/εκφωνώ ~ο (στη Βουλή/στο δικαστήριο). Γράφω/ετοιμάζω ένα ~ο. Βλ. διάλεξη, διδαχή, κήρυγμα.|| (ΦΙΛΟΛ.-ΡΗΤΟΡ.) Δικανικοί/επιδεικτικοί/συμβουλευτικοί ~οι. Οι ~οι του Δημοσθένη (βλ. φιλιππικός)/Κικέρωνα. Αγώνας ~ων. 4. ό,τι λέει κάποιος: η αλήθεια των ~ων του. Αναντιστοιχία/συνέπεια ~ων και έργων/πράξεων. Όλοι είχαν να πουν έναν καλό ~ο για το φαγητό (πβ. εγκώμιο, έπαινος). Τι ~ο ξεστόμισες (: βρισιά, ύβρις)! Έχει πάντα έτοιμο τον κακό τον ~ο (= την κακία).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Πνευματικοί ~οι. ~οι Αγίων. ΣΥΝ. λόγια (1) 5. συζήτηση, αναφορά: Γίνεται (πολύς) ~ για πρόωρες εκλογές/ότι (σπάν. να) ... (: συζητιέται, σχεδιάζεται) Τον ~ο σου είχαμε (: μιλούσαμε, κουβεντιάζαμε για σένα). Πβ. μνεία. 6. υπόσχεση, διαβεβαίωση, δέσμευση: Αθέτησε/κράτησε/τήρησε τον ~ο της. Έχεις τον ~ο μου (πβ. δίνω τον λόγο μου, λόγω τιμής/στον ~ο της τιμής μου). Έμεινε πιστός/φάνηκε συνεπής στον ~ο του. Βασίζομαι στον ~ο σου.|| Είναι άνθρωπος με ~ο (: τιμή). 7. το δικαίωμα να μιλήσει κάποιος: Απευθύνω/αποτείνω/δίνω τον ~ο (σε κάποιον). Του αφαίρεσε τον ~ο. Κύριε ..., έχετε τον ~ο. Και τώρα ο ~ στον πρόεδρο. (ΝΟΜ.) Δικαίωμα ~ου.|| (κατ' επέκτ.) Τον ~ο έχει τώρα η δικαιοσύνη (: είναι η σειρά της να αποφασίσει). 8. άποψη, γνώμη με ισχύ: Ο ~ του ακούγεται/μετράει/περνάει (: είναι σεβαστός, τον εκτιμούν). Θα έχει βαρύνοντα ~ο στην τελική απόφαση.|| Δεν υπάκουσε στον ~ο του πατέρα του. Πβ. διαταγή, εντολή, προσταγή. 9. λογική: ορθός ~ (πβ. ορθολογισμός). Η μετάβαση του ανθρώπου από τον μύθο στον ~ο. Πβ. έλλογο, μυαλό, νους. Βλ. υπέρλογο. ΣΥΝ. λογικό ΑΝΤ. άλογο(ν), παράλογο 10. ΜΑΘ. σχέση μεταξύ δύο μεγεθών, η οποία εκφράζεται ως το πηλίκο που προκύπτει, όταν διαιρεθούν μεταξύ τους: 3/4, ο ~ του 3 προς το 4. Ας υποθέσουμε ότι ο ~ α/β είναι σταθερός ... ΣΥΝ. αναλογία (5) ● Υποκ.: λογάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: ανάλυση (του) λόγου: ΓΛΩΣΣ. μελέτη της δομής και των κανόνων που διέπουν γλωσσικές μονάδες μεγαλύτερες από την πρόταση (π.χ. παράγραφος, κείμενο, συνομιλία) κυρ. με γραμματικά και σημασιολογικά κριτήρια· κατ΄επέκτ. ο αντίστοιχος κλάδος: κριτική ~ ~. Βλ. ανάλυση συνομιλίας, αναφορικ-, συνεκτικ-ότητα, συνοχή. [< αγγλ. discourse analysis, 1952] , (τα) μέρη του λόγου βλ. μέρος, αποχρών λόγος βλ. αποχρών, ελευθερία (της) γνώμης/(της) έκφρασης/(των) ιδεών/(του) λόγου βλ. ελευθερία, ενδιάθετος λόγος βλ. ενδιάθετος, εστιακός λόγος βλ. εστιακός, ευθύς λόγος βλ. ευθύς, καθυστέρηση του λόγου/της ομιλίας βλ. καθυστέρηση, ο Λόγος (του Θεού) βλ. θεός, ο λόγος της τιμής βλ. τιμή, πεζός λόγος βλ. πεζός, πλάγιος λόγος βλ. πλάγιος, σπερματικός λόγος βλ. σπερματικός, σχήμα (λόγου) βλ. σχήμα, υποθετικός λόγος βλ. υποθετικός, υποτεταγμένος λόγος βλ. υποταγμένος ● ΦΡ.: από λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): από μένα, σένα ...: Μάθαμε ~ του ότι ..., για λόγου μου/σου/του ... (λαϊκό): για τον εαυτό μου/σου/του ...: ~ σου καλά έπραξες., για τον λόγο ότι ... & (σπάν.-λόγ.) επί τω λόγω ότι ...: γιατί, επειδή, εφόσον., δεν είναι σχήμα λόγου (προφ.): για κάτι που λέγεται κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά ή τυπικά: Θα χαρώ να τα ξαναπούμε· κι αυτό που λέω ~ ~ (: το εννοώ πραγματικά)., δεν μου πέφτει λόγος (προφ.): δεν με αφορά: Αν και (εμένα) ~ ~, θα σε συμβούλευα να φύγεις. Είναι προσωπική της επιλογή και δεν πέφτει ~ σε κανένα., δίνω λόγο 1. δίνω εξηγήσεις για τις ενέργειές μου, απολογούμαι, δικαιολογούμαι: Δεν έχω να δώσω ~ σε κανένα. ΣΥΝ. δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό, λογοδοτώ 2. λογοδίνομαι: Έδωσαν ~ κι ετοιμάζονται να παντρευτούν. Πβ. αρραβωνιάζομαι, μνηστεύομαι. 3. υπόσχομαι: Δώσαμε ~ να ξαναβρεθούμε στο ίδιο μέρος., έχω λόγο: εκφράζω την άποψή μου, συμμετέχω στη λήψη αποφάσεων: Δεν ~ει ~ στη διοίκηση της εταιρείας., ζητώ τον λόγο 1. ζητώ από κάποιον να εξηγήσει τις πράξεις του, τη συμπεριφορά του: Κανείς δεν πρόκειται να σου ζητήσει ~. 2. (σε επίσημη συζήτηση, συνέλευση) ζητώ το δικαίωμα να μιλήσω: Κύριε Πρόεδρε, ~ ~. Ζήτησε και πήρε ~. [< γαλλ. demander la parole] , κάνω λόγο για ...: αναφέρομαι σε κάτι: Στην ανακοίνωσή/δήλωσή/έκθεσή/συνέντευξή του έκανε ~ για άμεση λήψη μέτρων., λόγο (σ)τον λόγο: κατά την εξέλιξη της συζήτησης: ~ ~ άναψαν τα αίματα., λόγος (και) αντίλογος: διατύπωση άποψης και προβολή της αντίθετής της, στο πλαίσιο του διαλόγου, της ελευθερίας έκφρασης: ~ ~ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Αγώνες ~ου (και) ~ου (πβ. αντιλογία, επιχειρηματολογία). Βλ. ντιμπέιτ., λόγου χάρη/χάριν (συντομ. λ.χ.): για παράδειγμα., λόγω και έργω & λόγω ή έργω (λόγ.): με λόγια και/ή πράξεις: Είναι χαρισματική προσωπικότητα ~ ~.|| (ΝΟΜ.) ~ ~ εξύβριση., λόγω τιμής & στο(ν) λόγο (της τιμής) μου (προφ.): ως έκφραση διαβεβαίωσης για την αλήθεια, την αξιοπιστία, την εγκυρότητα των λόγων κάποιου: Λόγω τιμής, δεν ξέρω τίποτα. Σου υπόσχομαι, στον λόγο της τιμής μου, δεν θα το ξανακάνω. [< γαλλ. (ma) parole d'honneur] , μετά λόγου γνώσεως (απαιτ. λεξιλόγ.): με πλήρη επίγνωση της κατάστασης, με σύνεση και λογική, εκ πείρας, υπεύθυνα: Το λέω ~ ~., ο/η/το εν λόγω (λόγ.): για πρόσωπο ή πράγμα που έχει ήδη αναφερθεί, προς αποφυγή επανάληψης ή με ειρωνική χροιά: Με βάση τις διατάξεις του ~ ~ νόμου ... Η επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ~ ~ υποψήφιος δεν διαθέτει προϋπηρεσία. Το ~ ~ προϊόν παρουσιάζει συνεχώς προβλήματα. Πβ. ο περί ου ο λόγος., ούτε λόγος/κουβέντα/συζήτηση (εμφατ.-προφ.): σε περιπτώσεις που δεν τίθεται καν θέμα συζήτησης: ~ ~ για ξεκούραση, αύριο φεύγουμε. -Μπορείς να με βοηθήσεις; -~ ~ (: βέβαια, θέλει και ρώτημα;)! Συναντηθήκαμε σήμερα, αλλά ~ ~ (: δεν μιλήσαμε καθόλου) για τα χθεσινά. Λίγες μέρες πριν τις διακοπές και για εισιτήρια φυσικά ~ ~ να γίνεται (: έχουν εξαντληθεί)., παίρνω/λαμβάνω τον λόγο: μιλώ ή παρεμβαίνω σε συζήτηση, αφού έρθει η σειρά μου: Πήρε ~ και είπε ... Πρώτος έλαβε ~ ο ..., ποιος ο λόγος να ...;: είναι άσκοπο, ανώφελο, ανούσιο: ~ ~ να πάω, αφού δεν θα έρθει; Πβ. ποιο το όφελος/(προς) τι το όφελος;, που λέει ο λόγος & (σπάν.) ο λόγος το λέει (προφ.): μιλώντας υποθετικά, για να αναφερθεί ένα παράδειγμα ή μια παροιμία, λαϊκή ρήση: Kαι πενήντα να μαζευτούμε, ~ ~, χωράμε στην αίθουσα. Πβ. ας πούμε, τρόπος του λέγειν.|| Δεν θέλει κόπο, αλλά τρόπο, ~ ~., του λόγου/(κι) ελόγου μου/σου/του ... (λαϊκό, συνήθ. ειρων.-μειωτ. για το β' κ. γ' πρόσ.): αντί της προσ. αντων. εγώ, εσύ, αυτός: Έτσι μεγάλωσα και ~ μου (= κι εγώ). Από πού 'ρχεσαι ~ σου; Καλό κουμάσι είναι κι ~ του! ΣΥΝ. αφεντιά, φυσικώ τω λόγω (λόγ.): όπως είναι λογικό, φυσικό., χωρίς/δίχως λόγο (και αιτία) & χωρίς αιτία/λόγο κι αφορμή & (λόγ.) άνευ λόγου (και αιτίας): χωρίς λογική εξήγηση: Κατηγορεί ο ένας τον άλλο ~ ~. Υποστήκαμε τα πάνδεινα ~ λόγο. ΣΥΝ. αδικαιολόγητα, αναίτια ΑΝΤ. δικαιολογημένα, ανάξιος λόγου βλ. ανάξιος, άξιος λόγου βλ. άξιος, για του λόγου το αληθές/το ασφαλές βλ. αληθής, δεν βλέπω (τον λόγο) γιατί βλ. βλέπω, δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου βλ. δίνω, εν τη ρύμη του λόγου βλ. ρύμη, ένας λόγος/μια κουβέντα είναι βλ. ένας, μία/μια, ένα, επ' ουδενί (λόγω) βλ. ουδείς, ουδεμία, ουδέν, έχει τον πρώτο (και τον τελευταίο) λόγο βλ. πρώτος, έχω/λέω την τελευταία λέξη/τον τελευταίο λόγο/την τελευταία κουβέντα βλ. λέξη, ζωή σε (λόγου) σας βλ. ζωή, κατά δεύτερο λόγο/κατά δεύτερον βλ. δεύτερος, κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος, κουβέντα στην κουβέντα/λόγο στον λόγο βλ. κουβέντα, κουβέντα/λόγος να γίνεται βλ. γίνομαι, με άλλα λόγια βλ. λόγια, με λίγα/δυο λόγια βλ. λόγια, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, ο περί ου/η περί ης/το περί ου ο λόγος βλ. περί, όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος βλ. πίπτω, περί ορέξεως (ουδείς λόγος/κολοκυθόπιτα) βλ. όρεξη, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, τι μέρος του λόγου είναι ...; βλ. μέρος, το 'φερε η κουβέντα/ο λόγος/η συζήτηση βλ. φέρνω [< αρχ. λόγος, γαλλ. langue, parole, raison]
μακρύς, ιά, ύ μα-κρύς επίθ. {μακρ-ιού, -ιών· μακρύτ-ερος, -ατος} 1. που έχει μεγάλο μήκος: ~ύς: κατάλογος/λαιμός. ~ιά: γενειάδα/λίστα/ουρά/σειρά/φούστα. ~ύ: κεφάλι/ξύλο/παντελόνι/πουκάμισο (= πουκαμίσα)/τρίχωμα/φόρεμα. ~ιές: κάλτσες. ~ιά: μαλλιά/μανίκια/πόδια/σκουλαρίκια. Φυτό με ~ιούς (λόγ. ~είς) βλαστούς). Πβ. μακρός. ΑΝΤ. βραχύς (2), κοντός (1) 2. που διαρκεί πολύ χρόνο: ~ύς: λόγος/πόλεμος. ~ιά: διάρκεια/ιστορία/μέρα/νύχτα/περιπέτεια. ~ύ: βράδυ/διάστημα/ταξίδι. Πβ. εκτενής. ΣΥΝ. μακρός (1), μακροχρόνιος (1), μακρόχρονος (1) ΑΝΤ. βραχύς (1), σύντομος (1) ● ΣΥΜΠΛ.: μακριά γαϊδούρα βλ. γαϊδούρα, μακρύ χέρι βλ. χέρι ● ΦΡ.: ο καθένας (λέει) το μακρύ του και το κοντό του (/το κοντό του και το μακρύ του): για αυθαίρετες απόψεις, χωρίς ουσιαστική γνώση των πραγμάτων. [< μεσν. μακρύς]
μουρμουρίζω μουρ-μου-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μουρμούρι-σα, μουρμουρίζ-οντας} & μουρμουράω {-άς ...} 1. μιλώ μέσα από τα δόντια μου και χαμηλόφωνα, ψιθυρίζω: ~ ένα τραγούδι. ~σε το σκοπό/κρυφά κάποιες λέξεις. Πβ. ψελλίζω. Βλ. σιγο~. ΑΝΤ. κραυγάζω (1), φωνάζω (1) 2. (μτφ.) παραπονιέμαι, γκρινιάζω: Όλη την ώρα ~άει πότε για το ένα πότε για το άλλο. Πάψε να ~άς. ● μουρμουρίζει (λογοτ.): παράγει (ένα) συνεχή, απαλό ήχο σαν μουρμουρητό: Μουρμούριζαν τα φύλλα μες στον άνεμο. [< μεσν. μουρμουρίζω]
μούτρο [μοῦτρο] μού-τρο ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. {συνηθέστ. στον πληθ.} το πρόσωπο του ανθρώπου και κατ' επέκτ. η αντίστοιχη έκφραση: Ρίξτου νερό στα ~α να συνέλθει! Έπεσε κάτω με τα ~α. Δεν έχω όρεξη να βλέπω τα ~α του κάθε πρωί.|| (μτφ.) Δεν μου αρέσουν τα ~α του (: δεν τον συμπαθώ, δεν τον εμπιστεύομαι). Κοίτα πρώτα τα ~α σου στον καθρέφτη κι έπειτα μίλα (: μην κάνεις κριτική, γιατί δεν είσαι καλύτερος). Ξύπνησε με κάτι ~α μέχρι το πάτωμα (: ήταν κακόκεφος). Τι ~α είναι αυτά; (: ως επίπληξη σε άνθρωπο θυμωμένο ή κατσούφη). Έπρεπε να δεις τα ~α του, όταν του το είπα. ΣΥΝ. μούρη (1), φάτσα (1) 2. {χωρ. πληθ.} (μτφ.-υβριστ.) πονηρός, κατεργάρης, απατεώνας: Είναι μεγάλο ~. Πβ. κάθαρμα, καθίκι, τομάρι, τσογλάνι. ● Υποκ.: μουτράκι (το): στη σημ. 1. ● Μεγεθ.: μουτράκλα (η) ● ΦΡ.: αρπάζω/πιάνω κάποιον απ' τα μούτρα (προφ.): του επιτίθεμαι φραστικά και απρόσμενα: Μια κουβέντα είπα και αμέσως με άρπαξε ~., δεν είναι/δεν κάνει για τα μούτρα σου: είναι ανώτερος/ανώτερη, καλύτερος/καλύτερη από εσένα, δεν σου αξίζει., θα σου/του σπάσω τα μούτρα (απειλητ.): θα σε/τον χτυπήσω άσχημα στο πρόσωπο: Αν τον αγγίξεις, θα σου ~! ΣΥΝ. χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα (2), κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου: διακόπτω απότομα την επικοινωνία, κλείνοντας το τηλέφωνο: Θύμωσε και μου έκλεισε ~., κρατάω/κάνω μούτρα σε κάποιον: δείχνω παρεξηγημένος, θυμωμένος, δυσαρεστημένος μαζί του: Μη μου κρατάς ~, δεν φταίω εγώ! Μου έκανε ~, επειδή δεν την κάλεσα στο πάρτι., λέω κάτι στα μούτρα (κάποιου): ευθέως, χωρίς περιστροφές ή απότομα: Του το είπε ~ (= κατάμουτρα)., με τι/ποια μούτρα/(δεν) έχω μούτρα ... (+ να/θα): για να δηλωθεί ντροπή, αμηχανία ή ενοχή για κάτι: ~ ~ θα την αντικρίσω/θα βγω στην κοινωνία; Μετά απ' όσα έκανες, έχεις τα μούτρα να μιλάς κι από πάνω; ΣΥΝ. με τι/ποιο πρόσωπο θα .../(δεν) έχω πρόσωπο να ..., μου πέφτουν τα μούτρα: γίνομαι ρεζίλι, εξευτελίζομαι, ντροπιάζομαι: Δεν ήξερα πώς να δικαιολογηθώ, μου έπεσαν ~! Βλ. ρίχνω τα μούτρα μου., ξινίζω/κρεμάω/κατεβάζω/στραβώνω τα μούτρα μου: εκδηλώνω δυσαρέσκεια, θυμό με την έκφρασή μου, κατσουφιάζω: Ξίνισε ~ του, αλλά το δέχτηκε. Έλα, μην κατεβάζεις τα μούτρα σου, μια κουβέντα είπαμε! Με υποδέχτηκε με κατεβασμένα τα μούτρα. ΣΥΝ. μουτρώνω, στραβομουτσουνιάζω, παίρνω τα μούτρα μου και ... 1. αποχωρώ ντροπιασμένος: Μόλις άκουσα τέτοια προσβολή, πήρα ~ κι έφυγα. 2. τολμώ να: Επιτέλους πήρε ~ του και ήρθε να σου ζητήσει να βγείτε., πετάω κάτι στα μούτρα κάποιου 1. ρίχνω επιθετικά κάτι στο πρόσωπό του και κατ' επέκτ. απορρίπτω, περιφρονώ μια προσφορά: Της πέταξε ~ το φαγητό.|| Τους πέταξε ~ το βραβείο. 2. (μτφ.) για απότομο ή αγενή τρόπο έκφρασης: Μου πέταξε ~ ένα γεια κι έφυγε., πέφτω/ρίχνομαι με τα μούτρα σε κάτι: ασχολούμαι με κάτι αποκλειστικά και με ένταση, αφοσιώνομαι: ~ ~ στο διάβασμα/στη δουλειά/στη σχέση. Πβ. με τα μπούνια.|| Έπεσε ~ στο φαΐ (: άρχισε να τρώει γρήγορα)., ρίχνω τα μούτρα μου: δείχνω την αδυναμία μου, ταπεινώνομαι: Έριξε ~ του και ζήτησε βοήθεια/μου μίλησε/τηλεφώνησε. Βλ. μου πέφτουν τα μούτρα., σκατά στα μούτρα σου! (υβριστ.): για να εκφραστεί οργή, αγανάκτηση., τα/τον κάνω σαν τα μούτρα μου (μειωτ.): καταστρέφω, χαλώ κάτι ή κάποιον: Έτσι που τα έκανες ~ σου, δεν διορθώνονται!|| Δεν θα σας αφήσω να κάνετε τον γιο μου σαν τα ~ σας!, τον κοροϊδεύει μες στα μούτρα του/μπροστά στα μάτια του/κατάμουτρα (προφ.): για περιπτώσεις ολοφάνερης εξαπάτησης: Μας κορόιδευε ~ μας και δεν το πήραμε είδηση!, τρώω/σπάω τα μούτρα μου (προφ.) 1. τραυματίζομαι άσχημα, κυρ. στο πρόσωπο, μετά από πτώση. Βλ. έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα. 2. (μτφ.) αποτυγχάνω παταγωδώς: Τρώει συνεχώς τα ~ του, αλλά δεν το βάζει κάτω. Ήθελε να το παίξει έξυπνη κι έφαγε ~ της. Χτύπησε πολλές πόρτες κι έσπασε ~ του., όποιος κοροϊδεύει τους άλλους, κοροϊδεύει τα μούτρα του βλ. κοροϊδεύω, του έκανε τα μούτρα/τη μούρη κρέας βλ. κρέας, τρίβω κάτι στα μούτρα/στη μούρη κάποιου βλ. τρίβω, χαλάω τη μόστρα/τα μούτρα βλ. μόστρα [< μεσν. μούτρο(ν)]
μπαταρία μπα-τα-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΗΛΕΚΤΡ. ηλεκτρική στήλη ή στοιχείο ή συστοιχία συσσωρευτών ηλεκτρικής ενέργειας που λειτουργεί ως φορητή πηγή ενέργειας: άδεια/αλκαλική/απλή/αποσπώμενη/ενσωματωμένη/επαναφορτιζόμενη/εφεδρική/ηλιακή/κοινή/ξηρή/πεσμένη/υγρή ~. ~ ανάγκης/αυτοκινήτου/βηματοδότη/κινητού τηλεφώνου/ρολογιού/φορητού υπολογιστή. ~ ιόντων/λιθίου/μολύβδου/νικελίου-καδμίου. Απόδοση/διάρκεια ζωής/εξοικονόμηση/ισχύς/τάση/τροφοδοσία/φόρτιση ~ας. Ένδειξη χαμηλής ~ας. Αποσυνδέω/αφαιρώ/τοποθετώ τη(ν) ~. Συσκευή που λειτουργεί με ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. τμήμα βρύσης για την ανάμειξη ζεστού και κρύου νερού σε νεροχύτες, νιπτήρες, μπανιέρες: χρωμέ ~ κουζίνας/μπάνιου. 3. ΜΟΥΣ. (σπάν.-παλαιότ.) σύνολο μη μελωδικών κρουστών οργάνων που παίζονται από έναν εκτελεστή σε μπάντα. Βλ. ντραμς. ● Υποκ.: μπαταριούλα (η) ● ΦΡ.: γεμίζω/φορτίζω τις μπαταρίες (μου) (μτφ.-προφ.): αναζωογονούμαι, ξεκουράζομαι και αποκτώ νέες δυνάμεις: Δυο βδομάδες διακοπών είναι ό,τι πρέπει για να ~σουν οι ~ μας. Ελπίζω να γέμισαν οι ~ σου και να γύρισες ανανεωμένη! [< βεν. bataria, γαλλ. batterie]
νερό νε-ρό ουσ. (ουδ.) 1. υγρή χημική ένωση (H2Ο), άχρωμη, άοσμη και άγευστη, η οποία είναι η περισσότερο διαδεδομένη στη Γη, υπάρχει σε όλα τα ζώα και τα φυτά, καθώς και στις τροφές και είναι απαραίτητη για την επιβίωση των ζωντανών οργανισμών: ανακυκλωμένο/απιονισμένο/αφαλατωμένο/βρόμικο/γλυφό/διαυγές/δροσερό/εδαφικό/εμφιαλωμένο (ΑΝΤ. ~ της βρύσης)/επιτραπέζιο/θολό/καθαρό/πόσιμο/φρέσκο ~. Το ~ της βροχής (βρόχινο ~)/θάλασσας (θαλασσινό ~). Η στάθμη του ~ού. Διαρροή/κατανάλωση ~ού. Μια κανάτα/ένα λίτρο/μια σταγόνα ~/~ού. Αντλία/ποτήρια/φίλτρο ~ού. Στρώμα ~ού/με ~. Το ~ παγώνει στους μηδέν βαθμούς Κελσίου και βράζει στους εκατό. Υποβάθμιση της ποιότητας του ~ού. Τα αποθέματα ~ού εξαντλούνται (βλ. λειψυδρία). Πιες (λίγο) ~, να ξεδιψάσεις. Στραγγίζω/χύνω το ~. Πλένομαι με (ζεστό) ~. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κατά τα δύο τρίτα από ~. ΣΥΝ. ύδωρ 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} έκταση ή μάζα νερού που σχηματίζει θάλασσα, ποταμό ή λίμνη· βροχή: γάργαρα/επιφανειακά/ιαματικά/κρυστάλλινα/μολυσμένα/ορμητικά/παγωμένα/παράκτια/υπόγεια ~ά. Άφθονα πηγαία/τρεχούμενα ~ά. Απορροή/αποστράγγιση/συγκράτηση/υπεράντληση των ~ών. Περιοχή με πυκνή βλάστηση και πολλά ~ά. Παραλία με καταγάλανα ~ά. Κάνω μπάνιο/κολυμπώ σε διάφανα/ήρεμα/ήσυχα/ρηχά ~ά. Ασκήσεις/παιχνίδια (μέσα) στο ~ (βλ. υγρό στοιχείο). Έχασε την ισορροπία του και βρέθηκε στο ~.|| Έριξε πολύ ~. Φέτος δεν είχαμε πολλά ~ά (= βροχοπτώσεις). 3. σύνδεση με το δίκτυο ύδρευσης· συνεκδ. η σχετική παροχή και ο αντίστοιχος λογαριασμός: οικόπεδο με φως και ~.|| Κόπηκε το ~. Ανοίγω/κλείνω το ~ (= τον διακόπτη παροχής).|| 'Ηρθε το ~. Πλήρωσες το ~; Βλ. Ε.ΥΔ.Α.Π., ρεύμα, τηλέφωνο. 4. (κατ' επέκτ.-προφ.) υγρό που μοιάζει με νερό: Το κορμί του έσταζε ~ (= ιδρώτα). Η μύτη μου τρέχει ~ (= αραιή βλέννα).|| Η σούπα είναι σκέτο ~ (= νεροζούμι)! Το αντηλιακό έχει γίνει ~. 5. (προφ.) βράση, πλύση, ξέβγαλμα: Βράζουμε τα πορτοκάλια δύο ~ά.|| Το τελευταίο ~ απ' το πλυντήριο (βλ. γκρίζο ~). Στο δεύτερο ~, προσθέτετε μαλακτικό. Δώσε μου το μπλουζάκι σου να το περάσω ένα ~ (= να το πλύνω)! ● νερά (τα) 1. αποχρώσεις ή ραβδώσεις επιφάνειας: κάθετα/οριζόντια ~. ~ ξύλου/πετρώματος/υφάσματος. Λευκό μάρμαρο με γκρι ~. Καπάκι ντουλαπιού με αραιά/πυκνά ~. Καπλαμάς που μιμείται τα φυσικά ~ της οξιάς. 2. (για πλεούμενο) ίσαλος γραμμή, ίσαλα ή απόνερα. ● Υποκ.: νεράκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: (φυσικό) μεταλλικό νερό: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. πλούσιο σε μεταλλικά στοιχεία (μαγνήσιο, κάλιο, νάτριο, ασβέστιο), το οποίο προέρχεται από υπόγεια πηγή, όπου και εμφιαλώνεται: ανθρακούχο ~ ~. [< γαλλ. eau minérale] , (το) αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, άγνωστα νερά βλ. άγνωστος, αθάνατο νερό/αθάνατο βοτάνι βλ. αθάνατος, απεσταγμένο/αποσταγμένο νερό βλ. αποσταγμένος, βαρύ ύδωρ βλ. ύδωρ, γκρίζο νερό βλ. γκρίζος, γλυκό νερό βλ. γλυκός, λιμνάζοντα νερά/ύδατα βλ. λιμνάζων, μαλακό νερό βλ. μαλακός, σκληρό νερό βλ. σκληρός, στάσιμα νερά βλ. στάσιμος ● ΦΡ.: (μες) στο νερό: (για υπολογισμό κατά προσέγγιση του ελάχιστου χρονικού ή ποσοτικού σημείου) σίγουρα: Θα σου κοστίσει χίλια ευρώ ~ ~. Θα μου πάρει ένα τρίμηνο ~ ~ να βρω αντικαταστάτη., (ούτε) ένα ποτήρι νερό: επικριτικά για πλήρη έλλειψη φροντίδας, αλληλεγγύης, φιλοξενίας: Τόσα έκανα γι' αυτούς κι εκείνοι ούτε ~ ~ δεν μου πρόσφεραν., βάζει/μπάζει νερά/νερό (οικ.): επιτρέπει την είσοδο νερού λόγω ανοίγματος, τρύπας ή προβλήματος στην κατασκευή· κατ' επέκτ. έχει αδύνατα σημεία: Το αυτοκίνητο/το παράθυρο/το πλοίο/η στέγη/το υπόγειο ~ ~.|| (μτφ.) Η επιχειρηματολογία σου ~ ~ και δεν πείθει., έξω από τα νερά μου: για κατάσταση αμηχανίας, ιδ. σε άγνωστο περιβάλλον: Αισθάνομαι λίγο ~ ~. Πβ. έξω από το στοιχείο μου, έχασε τα νερά του, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό.|| Η πληθώρα επιλογών με βγάζει ~ ~ (: με αποπροσανατολίζει, με μπερδεύει)., θα πούμε το νερό νεράκι (προφ.): θα διψάσουμε πολύ: Με τη μεγάλη ανομβρία που έχουμε φέτος, φοβάμαι ότι ~ ~!, κάνει νερά (προφ.) 1. (για πλεούμενο) μπάζει νερά από άνοιγμα· κατ' επέκτ. για αρνητική εξέλιξη, αντίθετα από τις προσδοκίες: Το σκάφος ~ ~ και υπάρχει κίνδυνος να αναποδογυρίσει.|| (μτφ.) Υποσχέθηκε πως θα μου δώσει προαγωγή, αλλά τελευταία μου ~ ~. 2. δεν έχει ευκρίνεια, καθαρότητα: Η τηλεόραση/η ψηφιακή μηχανή μου ~ ~.|| Το χρώμα ~ ~., λέει/ξέρει κάτι νεράκι (προφ.): απέξω (κι ανακατωτά): Είπε/ήξερε το μάθημα ~., μαθαίνω νεράκι (προφ.): αποστηθίζω., πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου (προφ.): προσαρμόζομαι, συμμορφώνομαι με τις απόψεις ή τις επιθυμίες του: ~ ~ του, δεν του πηγαίνω κόντρα., πάω/πηγαίνω προς νερού μου (λαϊκό): πάω να ουρήσω., πίνω νερό στο όνομα κάποιου (προφ.): τον σέβομαι πολύ, τον εκτιμώ., σαν (το) νερό: για αβίαστη ροή, γρήγορα: Οι μέρες κύλησαν ~ ~ κι έφτασε το τέλος των διακοπών. Η ζωή φεύγει/τα χρόνια περνάνε ~ ~., σαν τα κρύα (τα) νερά & (σπάν.) σαν το κρύο (το) νερό: για νεαρό, όμορφο άτομο (συνήθ. κοπέλα)., σπάνε τα νερά (προφ.): (για έγκυο) σπάει ο σάκος με το αμνιακό υγρό, αρχίζει η διαδικασία της γέννας. , ταράζω τα νερά & (λόγ.) τα ύδατα (μτφ.): προκαλώ αναστάτωση, ανατροπή: Καινοτόμος θεωρία που ~ξε ~ της επιστήμης. Η ανατρεπτική παρέμβασή τους ~ει τα βαλτωμένα/ήρεμα/λιμνάζοντα ~ του κατεστημένου., φέρνω κάποιον στα νερά μου (προφ.): τον κάνω να συμφωνήσει μαζί μου, να ταχθεί με το μέρος μου: Πες πες, την έφερε ~ του. ΣΥΝ. φέρνω βόλτα (2), (μοιάζουν) σαν δυο σταγόνες νερό βλ. σταγόνα, (όσα είπαμε) νερό κι αλάτι βλ. αλάτι, βάζω νερό στο κρασί μου βλ. κρασί, βάζω/μπήκε το νερό στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίχως νερό ο μύλος δεν αλέθει βλ. μύλος, έφτασε/πήγε στη βρύση/στην πηγή, αλλά δεν ήπιε νερό βλ. βρύση, έχασε τα νερά του βλ. χάνω, ήπιε το αμίλητο νερό βλ. αμίλητος, θολώνω τα νερά βλ. θολώνω, ίσα βάρκα, ίσα νερά βλ. ίσος, κάνω μια τρύπα στο νερό βλ. τρύπα, κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) βλ. κολυμπώ, κουβαλάει νερό στον μύλο κάποιου βλ. κουβαλώ, κύλησε/θα κυλήσει πολύ νερό στο/στ' αυλάκι βλ. αυλάκι, πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό βλ. πνίγω, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι βλ. τουλούμι, σαν (το) ψάρι έξω απ' το νερό βλ. ψάρι, σε ρηχά νερά/στα ρηχά βλ. ρηχός, σηκώνει (πολύ) νερό βλ. σηκώνω, στα βαθιά/στα (/σε) βαθιά νερά βλ. βαθύς, το αίμα νερό δεν γίνεται βλ. αίμα, το νερό της λησμονιάς/λήθης βλ. λησμονιά, του γλυκού νερού βλ. γλυκός, ψαρεύω σε θολά νερά βλ. θολός [< μεσν. νερό(ν) < μτγν. νηρόν (ὕδωρ) ‘φρέσκο νερό’, γαλλ. eau, αγγλ. water, γερμ. Wasser]
νέτμπουκ νέτ-μπουκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΠΛΗΡΟΦ. μικρός και ελαφρύς φορητός υπολογιστής ο οποίος χρησιμοποιείται κυρ. για πρόσβαση στο διαδίκτυο. Βλ. λάπτοπ, ντέσκτοπ. [< αμερικ. netbook, 2007 < (inter)net + (note)book, ιταλ. ~, 2008]
νους [νοῦς] ουσ. (αρσ.) {νου (λόγ.) νοός | (λόγ.) πληθ. νόες} ΣΥΝ. διάνοια, μυαλό 1. το σύνολο των συνειδητών και ασυνείδητων νοητικών διαδικασιών που σχετίζονται κυρ. με την αντίληψη, τη σκέψη, τη φαντασία, τη μνήμη· το πνεύμα, ο λόγος (δηλ. το λογικό): γέννημα/δημιούργημα/κατασκεύασμα/πλάσμα/προϊόν του νου (πβ. αποκύημα της φαντασίας). Οι δυνάμεις/η εγρήγορση/η καθαρότητα του νου. Έχει δημιουργικό/εύστροφο/οξύ/πρακτικό νου. Πράξη που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου (: αδιανόητη, φρικτή). Αποφασίζει/κρίνει με καθαρό νου (= λογικά, ψύχραιμα). Έσβησε από τον νου του τα πάντα (= τα ξέχασε). Έχασε το(ν) νου της/σάλεψε ο ~ του (= τρελάθηκε). Πβ. νοημοσύνη, νόηση. Βλ. ψυχή.|| (ΦΙΛΟΣ.) Ο ~ του Αναξαγόρα/Ηράκλειτου. Φιλοσοφία του νου. 2. (κατ' επέκτ.) πρόσωπο έξυπνο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη νοητική ικανότητα: φωτισμένος ~ (πβ. ιδιοφυΐα). Μόνο ένας δαιμόνιος/σατανικός ~ θα μπορούσε να σχεδιάσει κάτι τέτοιο! ● ΣΥΜΠΛ.: κοινός νους & (σπάν.) κοινό μυαλό: κοινή λογική., ιθύνων νους βλ. ιθύνων, τετράγωνο μυαλό βλ. μυαλό ● ΦΡ.: βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι (προφ.): πάει το μυαλό μου σε κάτι, σκέφτομαι, υποψιάζομαι: Δεν ~εις με τον νου σου τι σε περιμένει!, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) (προφ.): σταματώ να το(ν) σκέφτομαι, το(ν) ξεχνώ: Μη φοβάσαι, δεν θα ξανασυμβεί, βγάλ' το ~ σου! Δεν μπορεί κανείς να μου (το) βγάλει ~ ότι ...|| Βγάλ' την, επιτέλους, ~ σου!, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου (προφ.): δεν μπορεί να το πιστέψει, είναι αδιανόητο: ~ ~ ο νους/το μυαλό του ανθρώπου αυτό που συνέβη!, έχε τον νου σου & το(ν) νου σου (προφ.): πρόσεχε: ~ ~ μην πάθεις κανένα κακό. Τον νου σου! Θα πέσεις!, έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι) (προφ.) 1. έχω κάποιον ή κάτι στο μυαλό μου, στη σκέψη μου: ~ ~ πολλά πράγματα. Έχε κατά ~ (= έχε υπόψη σου) ότι ... 2. σκοπεύω, προτίθεμαι: Έχει στο(ν) νου του/κατά νου ν' αλλάξει σπίτι. Πβ. έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου., έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι (προφ.): με απασχολεί, το(ν) σκέφτομαι (επίμονα): ~ει ~ της συνέχεια στα παιδιά. Το μυαλό του το έχει στο παιχνίδι. Πού είχες ~ σου, όταν σου μιλούσα;|| Έχει αλλού το ~ του (= είναι αφηρημένος)., κοντά στο(ν) νου κι η γνώση (παροιμ.): για κάτι που (θεωρείται ότι) είναι αυτονόητο, που δεν χρειάζεται πολλή σκέψη., λέω με το νου μου (προφ.): σκέφτομαι: 'Είμαι πολύ τυχερός σήμερα!', είπε με το νου του. Πβ. λέω (από) μέσα μου., νους υγιής εν σώματι υγιεί (γνωμ.-λόγ.): δεν νοείται πνευματική υγεία χωρίς σωματική· προκειμένου να τονιστεί η σημασία της σωματικής άσκησης (άθλησης) ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την πνευματική ευεξία. [< λατ. mens sana in corpore sano] , ό,τι βάλει ο νους (του ανθρώπου) (προφ.): ό,τι μπορεί κάποιος να φανταστεί· τα πάντα, πολλά και διάφορα (πράγματα): Στο παζάρι μπορούσες να βρεις ~ ~ σου/του ανθρώπου! Πβ. και του πουλιού το γάλα., ψήλωσε ο νους (κάποιου) (μτφ.-προφ.) 1. έχει υπερβολικές φιλοδοξίες. 2. έχασε τα λογικά του., ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, βάζω κακό με το μυαλό/τον νου μου βλ. κακό, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, σταματά ο νους του ανθρώπου βλ. σταματώ, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω [< 1: αρχ. νοῦς, γαλλ. esprit, αγγλ. mind, γερμ. Geist 2: γαλλ. esprit]
ξαναλέω ξα-να-λέ-ω ρ. (μτβ.) {ξαναλέ-ς ... | ξανάλεγα κ. ξανα-έλεγα, ξανάπα κ. ξανα-είπα, ξανα-πεί, ξανα-ειπώθηκε κ. -λέχθηκε, ξανα-ειπωθεί κ. -λεχθεί, προστ. ξανα-πές, -ειπωμένος, ξαναλέγ-οντας}: επαναλαμβάνω αυτό που έχω πει μία ή πολλές φορές: Τα 'παμε, μην τα ~με. Τους ρώτησα και μου ~είπαν όχι. Μη με ~πείς "αγάπη σου"! ~πέστα πιο καθαρά και δυνατά! Όπως έχω ~πεί ... Κάτι τέτοιο δεν έχει ~ειπωθεί (: πρώτη φορά το ακούω). Αφού στο έχω ~πεί, δεν μ’ ενδιαφέρει το θέμα. (επιτατ., για κάτι προσβλητικό ή δυσάρεστο) Αυτό να μην το ~πείς! ● ΦΡ.: (εμείς) θα τα ξαναπούμε! (απειλητ.): θα μου το πληρώσεις: Δεν τελειώσαμε· εμείς οι δυο ~ ~!, αυτό ξαναπές το! (εμφατ.): για αποδοχή και εκδήλωση συμφωνίας με τα λόγια κάποιου: -Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό. -~ ~! Πβ. συμφωνώ/εγκρίνω/επικροτώ και επαυξάνω., τα ξαναλέμε/θα τα ξαναπούμε: θα μιλήσουμε ξανά, θα συναντηθούμε πάλι: ~ ~ από/το φθινόπωρο. ~ ~ αργότερα/σύντομα. Πβ. τα λέμε., το λέω και το ξαναλέω & το είπα και το ξαναείπα (εμφατ.): για δήλωση επιμονής ως προς ένα θέμα: ~ ~: χωρίς εκείνον δεν κάνουμε τίποτα. [< μεσν. ξαναλέγω]
όνομα [ὄνομα] ό-νο-μα ουσ. (ουδ.) {ονόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. λέξη με την οποία καλείται ένας άνθρωπος και αποτελεί αναγνωριστικό στοιχείο του· ανθρωπωνύμιο: ανδρικό/γυναικείο ~. Αρχαιοελληνικό/σπάνιο/χριστιανικό ~. Επιλογή ~ατος. Ποιο είναι τ' ~ά σου (: πώς λέγεσαι); Τι ~ θα δώσετε στο μωρό (: πώς θα το βγάλετε, ονομάσετε); Έδωσαν δύο ~ατα στο παιδί τους. Έχει/πήρε το ~ της γιαγιάς της. Στην αίτηση έγραψα πλήρες ~ (: ονοματεπώνυμο). Υπογράφει τα γραπτά του με ψεύτικο ~ (πβ. ψευδώνυμο). Μετά τον γάμο κράτησε το πατρικό της ~ (ενν. επίθετο). Τον φωνάζει με το μικρό του ~ (: σημάδι οικειότητας). Πότε γιορτάζει το ~ ... (βλ. ονομαστική εορτή); Στη συνάντηση έγινε μνεία του ~ατός του. Ανακοινώθηκαν/δημοσιεύτηκαν τα ~ατα των επιτυχόντων. Βλ. μητρ-, πατρ-ώνυμο, παρωνύμιο, χαϊδευτικό.|| (για κατοικίδιο) Τι ~ έχει ο σκύλος σου; 2. ΓΡΑΜΜ. λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλωθεί πρόσωπο, ζώο, πράγμα, έννοια ή γενικότ. οποιαδήποτε οντότητα και να διαχωριστεί από άλλη· ονομασία: γεωγραφικό (βλ. τοπωνύμιο)/διεθνές/εθνικό/εμπορικό (= επωνυμία)/επίσημο/επιστημονικό/κοινό ~. ~ βουνού/λίμνης/οδού/πόλης/φυτού/ψαριού. ~ εταιρείας/οργανισμού/συσκευής. Η περιοχή πήρε το ~ά της από τον ποταμό. ~ τραγουδιού (πβ. τίτλος). Προέλευση/προστασία ~ατος (βλ. ΠΟΠ). Βλ. ονοματοδοσία. 3. η καλή φήμη που έχει αποκτήσει κάποιος ή κάτι· κατ' επέκτ. το ίδιο το πρόσωπο που γνωρίζει καταξίωση σε έναν τομέα: Γιατρός/δικηγόρος με σπουδαίο ~ στον χώρο. Έχει καλό ~ στην αγορά. Αμαύρωσε το ~ά του. Κουβαλάει βαρύ ~ (: προέρχεται από γνωστή οικογένεια). Πρέπει να φανεί αντάξιος του ~ατός του. Ζητά την αποκατάσταση του ~ατος και του κύρους του. Η βαρύτητα του ~ατος του συλλόγου.|| (σε νυχτερινό κέντρο διασκέδασης) Ο ... είναι πρώτο ~ (: φίρμα) στο μαγαζί. Ισχυρά/μεγάλα ~ατα του επιχειρηματικού κόσμου. Ηχηρά ~ατα της σόου μπίζνες. Υπάρχουν ... υποψήφια ~ατα για τη θέση. (μτφ.) Παρέλαση ~άτων (πβ. διασημότητα). 4. ΓΡΑΜΜ. {συνήθ. στον πληθ.} ουσιαστικό ή επίθετο: (για ουσιαστικό) προσηγορικά ~ατα. (για επίθετο) Κλίση των ~άτων. || Σύνθετα ~ατα. ● Υποκ.: ονοματάκι (το): (προφ.) Θα μου πεις τ' ~ σου; ● Μεγεθ.: ονοματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: κοινό όνομα 1. & κοινή ονομασία: η γνωστή στον πολύ κόσμο (σε αντίθεση με την επιστημονική) ονομασία ενός πράγματος: ~ ~ ενός εντόμου/ζώου/λουλουδιού. ~ ~ προϊόντος. 2. ΓΡΑΜΜ. το προσηγορικό: Τα ~ά ~ατα γράφονται με μικρό και τα κύρια με κεφαλαίο., μικρό όνομα: το προσωπικό όνομα καθενός που δίνεται κυρ. κατά τη βάπτιση. Πβ. βαφτιστικό (όνομα). Βλ. επώνυμο., βαφτιστικό (όνομα) βλ. βαφτιστικός, εθνικά (ονόματα) βλ. εθνικός, επίκοινα ονόματα βλ. επίκοινος, κύριο όνομα βλ. κύριος, κωδικό όνομα βλ. κωδικός, μεταπλαστά ονόματα βλ. μεταπλαστός, οικογενειακό όνομα βλ. οικογενειακός, όνομα χρήστη βλ. χρήστης, όνομα χώρου/τομέα βλ. χώρος, περιληπτικό όνομα/ουσιαστικό βλ. περιληπτικός ● ΦΡ.: ακούει στο όνομα: λέγεται, ονομάζεται: Το νέο μουσικό αστέρι ~ ~ ...|| Πολλά σκυλάκια ~ούν ~ ..., για (τ') όνομα του Θεού/της Παναγίας/του Χριστού (και της Παναγίας)! & (προφ.) για όνομα (επιτατ.): για να δηλωθεί έκπληξη, δυσφορία, αποδοκιμασία: ~ ~, τι πήγες κι έκανες; ~ ~, λίγος σεβασμός! Πβ. (ο) Χριστός κι (ο) Απόστολος/κι (η) Παναγία!, εξ ονόματος (λόγ.): για λογαριασμό ή κατ΄εντολή άλλου προσώπου: Μιλώ ~ ~ όλων.|| Η προσφυγή ασκήθηκε από δικηγόρο ~ ~ του πελάτη του. Πβ. εκ μέρους., και το όνομα αυτού/αυτής ...: όταν ανακοινώνεται το όνομα που δόθηκε ή πρόκειται να δοθεί σε κάποιον ή κάτι., κάνω/δημιουργώ/βγάζω όνομα: γίνομαι γνωστός, αποκτώ φήμη: Έχει κάνει ~ στο εξωτερικό/στον κύκλο του., κατ' όνομα (επίσ.) 1. για κάτι που ισχύει σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά όχι στην πράξη: Εκεχειρία μόνο ~ ~. Πβ. στα χαρτιά. ΑΝΤ. στην ουσία 2. ονομαστικά: Τον γνωρίζω ~ ~, όχι εξ όψεως., λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους: μιλάω με παρρησία, ειλικρινά και απροκάλυπτα: Ας πούμε ~ ~. Ποιον φοβάται και δεν λέει ~ ~; Δεν διστάζει να πει ~ ~. ΑΝΤ. μασάω τα λόγια μου/τα μασάω, με τ' όνομα! (προφ.-εμφατ.): ονομαστός, φημισμένος: (συχνά χιουμορ.) Είναι ο Γιάννης ~ ~!, μου βγαίνει τ' όνομα (προφ.): για διάδοση αρνητικής φήμης: Πρόσεχε τι κάνεις και τι λες, γιατί δεν θέλει πολύ να σου βγει ~. Μου βγήκε ~ ότι ..., όνομα και μη χωριό (προφ.): για να αποφύγουμε να κατονομάσουμε πρόσωπο που είναι γνωστό για κάποια αρνητική ιδιότητα: Κάποιος κύριος, ~ ~, συνεχώς τεμπελιάζει., όνομα και πρά(γ)μα (εμφατ.): για να δηλωθεί ότι μια ιδιότητα είναι αληθινή και όχι μόνο ονομαστική: άξιος ~ ~. Βλ. άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη., ονόματα δε(ν) λέμε, υπολήψεις/οικογένειες δε(ν) θίγουμε (προφ.): σε περιπτώσεις που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε κάποιον για τον οποίο διατυπώνουμε κάτι αρνητικό, αν και από τα λεγόμενά μας γίνεται συνήθ. αντιληπτό σε ποιον αναφερόμαστε: Κάποιοι, ~ ~, δεν φέρονται καθόλου τίμια., στο όνομα (κάποιου): προς δήλωση του κατόχου κινητού ή ακίνητου στοιχείου: Ο λογαριασμός εκδόθηκε στο ~ά μου. Το σπίτι είναι (γραμμένο) στο ~ά της., άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος (έχει) τη χάρη βλ. χάρη, άφησε/θα αφήσει εποχή βλ. εποχή, εν ονόματι του νόμου βλ. νόμος, ιδίω ονόματι βλ. ίδιος1, καλύτερα/κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά το όνομα βλ. μάτι, ο λύκος έχει τ' όνομα κ(α)ι η αλεπού τη χάρη βλ. αλεπού, πίνω νερό στο όνομα κάποιου βλ. νερό, ψιλώ ονόματι βλ. ψιλός [< αρχ. ὄνομα]
ούτω(ς) [οὕτω(ς)] ού-τω(ς) επίρρ. (λόγ.): έτσι. Στις ● ΦΡ.: και ούτω καθεξής/καθ' εξής (συντομ. κ.ο.κ.): για αποφυγή επανάληψης στοιχείων που συνεχίζουν με όμοιο ή παραπλήσιο τρόπο ό,τι προαναφέρθηκε· κατά τον ίδιο τρόπο: Το ίδιο έγινε και την επόμενη μέρα και τη μεθεπόμενη ~ ~. Πβ. και πάει λέγοντας, και τράβα κορδέλα/κορδόνι. Βλ. και άλλα, και λοιπά. [< γερμ. und so weiter] , ούτω πως: περίπου με αυτόν τον τρόπο, κάπως έτσι: ~ ~ εξηγείται γιατί αρνήθηκε. ~ ~ προέκυψε ..., ούτως ειπείν (συχνά ειρων.): που λέει ο λόγος, για να το πούμε έτσι: Έκανε ένα, ~ ~, ασυνείδητο λάθος., ούτως εχόντων των πραγμάτων: έτσι όπως έχουν τα πράγματα, έτσι όπως είναι η κατάσταση: ~ ~, τίθεται πλέον το ερώτημα πώς θα κινηθούμε στη συνέχεια. Πβ. εν τοιαύτη περιπτώσει., ούτως ή άλλως βλ. άλλως [< αρχ. οὕτω(ς)]
παπάς πα-πάς ουσ. (αρσ.) {παπάδες} & (σπάν.) παππάς (προφ.) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ιερέας: ο ~ της ενορίας (= εφημέριος)/του χωριού. Πβ. ιερωμένος, κληρικός, ρασοφόρος.|| Καθολικός ~ (πβ. αβάς, φραγκόπαπας). 2. (στην τράπουλα) ρήγας· συνεκδ. απαγορευμένο χαρτοπαίγνιο που παίζεται με τρία τραπουλόχαρτα, από τα οποία το ένα είναι ρήγας. ● ΦΡ.: (να) μην το πεις/πείτε ούτε του παπά & ούτε του παπά (να μην το πεις/πείτε): σε κάποιον που στάθηκε ανέλπιστα τυχερός., αλλού ο παπάς (κι) αλλού τα ράσα του (παροιμ.): για ακατάστατο άτομο ή σε περιπτώσεις ακαταστασίας., εδώ (ο) παπάς, εκεί (ο) παπάς, πού είν'/πού 'ν' ο παπάς; (προφ.) 1. στερεότυπη ερώτηση στο χαρτοπαίγνιο του "παπά". 2. (κατ' επέκτ.) σε περιπτώσεις που αδυνατεί κάποιος να επιλέξει ή να διακρίνει μεταξύ πραγμάτων που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους., κάνει παπάδες (αργκό): (για πρόσ.) κάνει δύσκολα και εντυπωσιακά πράγματα και τα καταφέρνει άριστα· (για συσκευή, μηχάνημα) έχει πολλές δυνατότητες: ~ ~ στο γήπεδο. Πβ. ζωγραφίζω, είναι μανούλα σε ...|| Δυνατό εργαλείο που σου ~ ~. (για πρόγραμμα:) ~ ~ στην επεξεργασία εικόνων. Πβ. κάνει θαύματα., παίζει τον παπά (αργκό): προσπαθεί να εξαπατήσει τους άλλους., τώρα που βρήκαμε παπά, ας/να θάψουμε πεντέξι (παροιμ.): σε περιπτώσεις υπερβολικής εκμετάλλευσης μιας ευκαιρίας, χωρίς να υπάρχει άμεση ανάγκη., (ο παπάς πρώτα) βλογάει/ευλογάει τα γένια του βλ. γένια, άλλου/αλλουνού παπά ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας βλ. αράδα, βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες βλ. βρέχω, ή παπάς-παπάς ή ζευγάς-ζευγάς βλ. ζευγάς, παίρνω/παντρεύομαι κάποιον με παπά και με κουμπάρο βλ. κουμπάρος, κουμπάρα, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά βλ. ράσο, το πολύ το "Κύριε ελέησον" το βαριέται κι ο Θεός/κι ο παπάς βλ. βαριέμαι, τρελός παπάς σε/τον βάφτισε βλ. βαφτίζω [< μτγν. παπᾶς < αρχ.πάππας ‘μπαμπάς’]
πεθερά πε-θε-ρά ουσ. (θηλ.): η μητέρα του/της συζύγου κάποιας/κάποιου: γαμπρός/νύφη και ~. Βλ. πεθερός, συμπέθερος. ● Υποκ.: πεθερούλα (η) ● ΦΡ.: κακιά πεθερά (μειωτ.): για γκρινιάρη, δύστροπο άνθρωπο: Σαν ~ ~ κάνεις/συμπεριφέρεσαι!, τα λέω στην πεθερά, για να τ' ακούσει η νύφη (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι μια παρατήρηση, υπόδειξη, διαταγή ή παράπονο απευθύνεται σε τρίτο πρόσωπο, ώστε να γίνει αντιληπτό και από τον άμεσα ενδιαφερόμενο ή θιγόμενο. Βλ. υπαινικτική αναφορά., όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά βλ. νύφη, σ' αγαπάει η πεθερά σου βλ. αγαπώ [< μεσν. πεθερά < αρχ. πενθερά]
περδικούλα περ-δι-κού-λα ουσ. (θηλ.): μικρή πέρδικα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του: έχει αντοχές, δυνάμεις ή επιδεικνύει θάρρος, τόλμη: Τα έχει τα χρονάκια του, αλλά ~ ~. [< μεσν. περδικούλα]
πηγαίνω & πάω πη-γαί-νω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πηγαίνεις κ. πας, πάει, πάμε, πάτε, πάν(ε) | πήγαινα, πήγα (να/θα πάω), προστ. πήγαινε, πηγαίνετε κ. πάτε, πηγαίν-οντας} 1. μετακινούμαι, κατευθύνομαι με τα πόδια ή με μεταφορικό μέσο συνήθ. προς συγκεκριμένο σημείο: ~ στα μαγαζιά/στην τράπεζα. ~ για ύπνο (= να κοιμηθώ)/για ψώνια (= να ψωνίσω). ~ει από το ένα δωμάτιο στο άλλο. Πού/προς τα πού πας; Πάμε (για) μια βόλτα/να περπατήσουμε (λιγάκι). Από πού πάνε για το λιμάνι;|| Πήγαν (= έφυγαν για) διακοπές/εκδρομή/ταξίδι.|| ~ (= πετάγομαι) μια στιγμή μέχρι τον/στον φούρνο και επιστρέφω.|| Το λεωφορείο πάει στο κέντρο. -Πώς μπορεί να πάει κανείς μέχρι την παραλία; -Με αυτοκίνητο/καΐκι. Πβ. μεταβαίνω. Βλ. παρα-, πολυ-πάω. 2. (+ μέχρι/ως) φτάνω: Πήγα ως την πόρτα.|| (μτφ.) Η ομάδα έχει πάει μέχρι τον τελικό. 3. (+ από) περνώ, διέρχομαι: Πήγα από το σπίτι των γονιών μου. 4. (για οδηγό ή όχημα) κινούμαι: ~ει (= τρέχει) με εκατό (ενν. χιλιόμετρα) την ώρα. 5. συχνάζω κάπου, συνηθίζω να επισκέπτομαι ένα μέρος: ~ στο γυμναστήριο. ~ει (κάθε Σάββατο/με φίλους) στον κινηματογράφο. Πάμε θέατρο συχνά. 6. συνοδεύω, οδηγώ κάποιον· μεταφέρω κάτι: Πάω τα παιδιά στο πάρκο/σχολείο. Να σε πάω (= πετάξω) μέχρι το σπίτι; Με πήγε (= έβγαλε) για φαγητό.|| Πήγα τα σκουπίδια (στον κάδο)/τα χαρτιά για ανακύκλωση.|| (μτφ.) Τον πήγε (= έσυρε) στα δικαστήρια. 7. (+ για, μτφ.) προορίζομαι· βρίσκομαι πολύ κοντά σε κάτι: Σταφύλια που πάνε για (να γίνουν) κρασί/μούστο.|| ~ει για Δήμαρχος/Πρόεδρος (πβ. προαλείφομαι). ~ει (= βαίνει, οδεύει, είναι πολύ κοντά) για παγκόσμιο ρεκόρ/τη νίκη. 8. αναχωρώ, αποχωρώ, φεύγω: Άντε να ~ (κι εγώ σιγά σιγά). Καιρός/ώρα να ~ουμε.|| (ευχετ.) Να πας στο καλό! 9. (+ να, προφ.) προσπαθώ, επιχειρώ, δοκιμάζω: Πήγα να ανοίξω το φως και έπεσε η ασφάλεια. 10. (μτφ.-προφ.) ανατρέχω, μεταβαίνω: Πήγαινε στο τέλος της σελίδας/τρίτο κεφάλαιο. Ας πάμε (= μπούμε) στην ουσία του θέματος. 11. (μτφ.-προφ.) κοντεύω, κινδυνεύω: Πήγα (= λίγο έλειψε να, παραλίγο) να πεθάνω/τρελαθώ! 12. (μτφ.-προφ.) φοιτώ: ~ (στο) γυμνάσιο/λύκειο/πανεπιστήμιο. 13. (συνήθ. στον αόρ., μτφ.-προφ.) πεθαίνω: Πήγε από βαριά αρρώστια/γεράματα/σφαίρα. ● πηγαίνει & (προφ.) πάει 1. διαβιβάζεται: Η ανακοίνωση πήγε σε όλα τα κανάλια και τις εφημερίδες. 2. οδηγεί, καταλήγει, φτάνει, βγάζει: Στρίβουμε δεξιά, όπως ~ ο δρόμος. Το μονοπάτι ~ αριστερά. 3. (για χρόνο) φτάνει: Πήγε δώδεκα (η ώρα)/μεσάνυχτα. 4. εξελίσσεται: Ηρέμησε, όλα θα πάνε καλά! Τι έχει πάει στραβά;|| Ο αγώνας ~ για αναβολή (= οδηγείται προς).|| Δεν θυμάμαι πώς ~ ο σκοπός/το τραγούδι. 5. λειτουργεί, δουλεύει: Το ρολόι ~ μπροστά/πίσω. 6. ξοδεύεται, δαπανάται, διατίθεται: Πού πήγαν τα λεφτά; Τα κονδύλια πήγαν σε ... 7. ταιριάζει, συνδυάζεται: Δεν του ~ αυτό το πουκάμισο/χρώμα. Τα άσπρα/γυαλιά σού πάνε πολύ.|| Το άσπρο κρασί ~ με το ψάρι. 8. πέρασε, τέλειωσε: Πάει κι αυτός ο μήνας! Πάνε χρόνια από τότε.|| Πάει η ευκαιρία (= χάθηκε)! 9. κοστίζει, στοιχίζει: Πόσο ~ η εγγραφή/το κιλό/η ταρίφα; 10. (για διαιρέτη ως προς τον διαιρετέο) χωράει, αναλογεί: Πόσο/πόσες φορές πάει το 8 στο 64; ● ΣΥΜΠΛ.: Πάμε Στοίχημα βλ. στοίχημα ● ΦΡ.: αυτό πού το πας; (προφ.): για συμπληρωματικό στοιχείο που δεν είναι αμελητέο: Δεν έχω διάθεση να βγω, βρέχει κιόλας, ~ ~; , δεν μου πάει (η καρδιά) να ... (προφ.): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αισθάνομαι καλά να κάνω κάτι: ~ ~ τον στενοχωρήσω! ΣΥΝ. δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή), δεν πάει/πα να ... (προφ.): (για δήλωση αδιαφορίας) ας: ~ ~ λέει ό,τι θέλει, δεν με ενδιαφέρει.|| (υβριστ.) ~ ~ πνιγεί!, όπως πάει & κατά πώς πάει: όπως εξελίσσεται η κατάσταση: ~ ~, θα τρελαθώ! ~ ~ το πράγμα, αποκτά ενδιαφέρον., όπως πάω/πας (αρνητ. συνυποδ.): έτσι που ενεργώ/ενεργείς: Όπως πάω, θα μείνω από λεφτά. Έτσι όπως πας, θα φας το κεφάλι σου., όσο πάω/πάει και: όσο περνά ο καιρός: Όσο πάω και βελτιώνομαι. Η κατάσταση όσο πάει και χειροτερεύει. Η παρέα μας όσο πάει και μεγαλώνει., όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν/γύριζα/γυρνούσα (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί μεγαλύτερη εμπειρία, υπεροχή σε κάτι: Τι μας λες τώρα, ~ ~!, πάει και …: για να αξιολογηθεί αρνητικά κάτι: Μα τι ~ ~ κάνει/λέει ο άνθρωπος!, πάει καλά (προφ.): εντάξει, καλώς: -Βάζουμε στοίχημα; -~ ~., πάει καλά/άσχημα (προφ.): έχει θετική ή αρνητική εξέλιξη: Τίποτα δεν (μου) ~ καλά σήμερα. Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Αν κάτι δεν πάει καλά, ενημέρωσέ με. Αν όλα πάνε καλά, αύριο θα είμαστε σπίτια μας (βλ. αν θέλει ο Θεός)., πάει κάτω: καταπίνεται: Δεν ~ ~ τίποτα/ούτε μπουκιά (: έχω χορτάσει, δεν μπορώ να φάω άλλο). Να πάνε ~ τα φαρμάκια., πάει με όλα & πάει παντού: συνδυάζεται, ταιριάζει με τα πάντα: Κρασί που ~ ~ (ενν. τα φαγητά). Χρώμα (ενν. ενδυμάτων ή υποδημάτων) που ~ ~. , πάει να πει & πα' να πει & παναπεί (προφ.): δηλαδή, σημαίνει: Μπλογκ ~ ~ ημερολόγιο. Αν δεν νικήσουμε, δεν ~ ~ ότι καταστρεφόμαστε., πάει παντού 1. απλώνεται: Ανακατεύουμε καλά το μείγμα, για να ~ ~ ο κιμάς και το τυρί. 2. (μτφ.) μεταφέρεται εύκολα: Συσκευή που είναι τόσο μικρή και ελαφριά, ώστε ~ ~., πάμε γι' άλλα: ως προτροπή για νέα αρχή, νέα προσπάθεια: Περασμένα ξεχασμένα και ~ ~. Χάσαμε, αλλά δεν πειράζει, ~ ~., πάμε!: (προτρεπτικά) προχωράμε, συνεχίζουμε, φεύγουμε: Έλα, ~! Αρκετά ξεκουραστήκαμε, ~ τώρα! Τι δουλειά έχουμε εμείς μαζί τους; ~ να φύγουμε.|| (επιφωνηματικά) Έτοιμοι; ~ (= ξεκινάμε)!, πας να ...: το έχεις βάλει σκοπό να: ~ ~ με τρελάνεις;, πας/είσαι καλά; & δεν πάμε/δεν(/σαν να μην) είμαστε καλά! (προφ.): ως έκφραση έκπληξης, δυσαρέσκειας ή ως επίπληξη κάποιου που δεν σκέφτεται ή δεν φέρεται σωστά: Παιδάκι μου, ~ ~ (= είσαι με τα/στα καλά/σωστά σου, σοβαρολογείς); Κορίτσι μου, δεν ~ ~! Άααα, δεν πάμε καθόλου καλά!, πάω με κάποιον/μαζί του (προφ.): έρχομαι σε σεξουαλική επαφή: Πήγε (= κοιμήθηκε) μαζί της., πάω τα πράγματα: ωθώ την κατάσταση (κάπου): ~ ~ μπροστά/πιο πέρα/στα άκρα., πήγαινε & (σπάν.-λαϊκό) πάγαινε: φύγε: Άντε ~ από δω., πήγαινε-έλα & πηγαινέλα & πήγαιν' έλα (προφ.) 1. & (λαϊκό) σύρε/πάνε κι έλα: συνεχής κίνηση ή μετακίνηση: Αρχίσαμε τα ~ ~ στο νησί. Πβ. σούρτα-φέρτα. 2. & πήγαινε και έλα: μετάβαση και επιστροφή: ~ ~ κάναμε πέντε ώρες. Με κούρασε το πήγαινε και το έλα με το λεωφορείο. Βλ. ανέβα-κατέβα., πήγε/έπεσε να με φάει (μτφ.-προφ.): αντέδρασε πολύ έντονα εναντίον μου: Μόλις του ζήτησα λεφτά, ~ ~.|| Δεν τόλμησα να πω κάτι και έπεσαν να με φάνε (= μου επιτέθηκαν λεκτικά)., πού θα (μου) πάει (προφ.-εμφατ.) 1. για να δηλωθεί ότι κάτι θα γίνει, θα συμβεί: ~ ~, θα τα καταφέρω. Θα βρω χρόνο, ~ ~; 2. για να ειπωθεί ότι κάποιος δεν θα ξεφύγει, δεν θα γλιτώσει: ~ ~, θα τον βρω/πετύχω/πιάσω!, πού θα πάει; (εμφατ.): για να δηλωθεί αγανάκτηση για κάτι ενοχλητικό, δυσάρεστο που πρέπει να σταματήσει: ~ ~ αυτή η κατάσταση; ~ ~ αυτό το πράγμα/το χάλι;, πού το πας; (προφ.): τι θέλεις να πεις, τι υπονοείς;, τα πάω/πηγαίνω με κάποιον (προφ.): έχω καλές ή κακές σχέσεις μαζί του: -Πώς τα πας/πάτε με τον φίλο σου; -Μια χαρά! (απειλητ.) Πρόσεξε, γιατί δεν θα τα πάμε καθόλου καλά!, τον πάω (νεαν. αργκό): μου αρέσει: ~ ~ (με χίλια)! Δεν ~ ~ καθόλου/με τίποτα/μία! Πολύ σε ~, δικέ μου!|| Το ~ το καινούργιο σου κινητό! Πβ. κάνω κέφι/γούστο κάποιον/κάτι. ΣΥΝ. γουστάρω, του πήγε να & του πήγε τρεις και μία (προφ.): αισθάνθηκε μεγάλο φόβο., (κάτι) πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, (πήγε) υπέρ πίστεως (και πατρίδος) βλ. πίστη, άι/α/άντε στο διά(β)ολο/διάλο! βλ. διάβολος, από δω παν' κι (οι) άλλοι βλ. άλλος, ας πάει και το παλιάμπελο βλ. παλιάμπελο, άστα (να πάνε) (καλύτερα) & άσε καλύτερα βλ. αφήνω, βάζω/πάω στοίχημα βλ. στοίχημα, δεν (το) πάει η γλώσσα μου βλ. γλώσσα, δεν ξέρω πού (μου) πάν' τα τέσσερα βλ. τέσσερις, δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω βλ. πατώ, δεν πάει άλλο! βλ. άλλο, δεν/να πά(ει) να χεστεί! βλ. χέζω, δουλεύει/πάει ρολόι βλ. ρολόι, είναι μέσα ή μπήκε/πήγε μέσα βλ. μέσα, έρχεται/πάει/πέφτει/ταιριάζει γάντι/κουτί βλ. γάντι, θα αφήσουμε/σιγά μην αφήσουμε τον γάμο να πάμε για πουρνάρια βλ. αφήνω, και πάει λέγοντας βλ. λέω, και πολύ (σου/του) είναι/πάει βλ. είμαι, και/κι όπου με βγάλει (η άκρη)/με πάει βλ. βγάζω, κάνω/πάω να ... βλ. κάνω, κάτι δεν πάει καλά βλ. καλά, κάτι πηγαίνει στραβά βλ. στραβός, κομμάτια/τσιμέντο να γίνει βλ. κομμάτι, μου πάει/έρχεται/κοστίζει/στοιχίζει ο κούκος αηδόνι βλ. αηδόνι, να πάει και να μη γυρίσει! βλ. γυρίζω, να πας/πήγαινε να τα πουλήσεις αλλού/σε άλλον βλ. πουλώ, όσα έρθουν κι όσα πάνε/όσα πάνε κι όσα έρθουν βλ. έρχομαι, πάει (για) φούντο βλ. φούντο, πάει άδικα βλ. άδικος, πάει για βρούβες βλ. βρούβα, πάει καπνός βλ. καπνός, πάει κατά δια(β)όλου βλ. διάβολος, πάει κι έρχεται βλ. έρχομαι, πάει μακριά η βαλίτσα βλ. βαλίτσα, πάει πακέτο με κάποιον/κάτι βλ. πακέτο, πάει περίπατο βλ. περίπατος, πάει πολύ βλ. πολύ, πάει στον διά(β)ολο/διάλο βλ. διάβολος, πάει στράφι βλ. στράφι, πάει/πηγαίνει άπατος βλ. άπατος, πάει/πηγαίνει τρένο βλ. τρένο, πάει/πηγαίνει/πέφτει σύννεφο βλ. σύννεφο, παίρνω το μέρος & πηγαίνω/είμαι με το μέρος (κάποιου) βλ. μέρος, πάμε για (έναν) καφέ; βλ. καφές, πάνε μαζί βλ. μαζί, πάω πάσο βλ. πάσο, πάω πίσω βλ. πίσω, πάω φουλ για ... βλ. φουλ, πάω/πηγαίνω κόντρα βλ. κόντρα, πάω/πηγαίνω με τα νερά κάποιου βλ. νερό, πάω/πηγαίνω μπροστά βλ. μπροστά, πάω/πηγαίνω προς νερού μου βλ. νερό, πάω/σέρνω (κάποιον) καροτσάκι βλ. καρότσι, πάω/τρέχω(/πηγαίνω) με χίλια βλ. χίλιοι, πήγαινε στη γωνία να δεις αν έρχομαι βλ. γωνία, πηγαίνει καλά η μέρα (μου) βλ. μέρα, πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον) βλ. μυαλό, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πηγαίνω μια κόντρα βλ. κόντρα, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος βλ. μαλλί, πήγε σπίτι του βλ. σπίτι, πήγε ταμείο βλ. ταμείο, πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της βλ. καρδιά, πήγε/πέθανε/ψόφησε σαν το σκυλί στ' αμπέλι βλ. σκυλί, πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μία πάει και δε(ν) γυρίζει βλ. στάμνα, πόσο πάει το μαλλί; βλ. μαλλί, πού πήγε και το(ν)/τη βρήκε; βλ. βρίσκω, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς πάει; βλ. πώς, σόι πάει το βασίλειο βλ. βασίλειο, τα λεφτά πάνε στα λεφτά βλ. λεφτά, τα πάω/περνάω ζάχαρη με κάποιον βλ. ζάχαρη, τι θα πει βλ. λέω, το/τα φέρνω από δω, το/τα φέρνω/πηγαίνω από κει βλ. φέρνω, τον πάνε/τον παίρνουν τέσσερις βλ. τέσσερις, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τρώω τη/χάνω τη/πηγαίνει χαμένη η μέρα μου βλ. μέρα, τσουλάει/προχωράει/κυλάει/πάει καλά βλ. τσουλώ, φιρί φιρί (το) πάει βλ. φιρί φιρί [< μεσν. πηγαίνω < μτγν. ὑπάγω]
ποίημα ποί-η-μα ουσ. (ουδ.) {ποιήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΛΟΓΟΤ. σύνθεση που έχει τα χαρακτηριστικά της ποίησης: ανώνυμο/αφηγηματικό/εκτενές/επικό/ερωτικό/λυρικό/πεζό/πολύστιχο/ρομαντικό/σατιρικό ~. Ανέκδοτα/μελοποιημένα ~ατα. ~ σε ελεύθερο στίχο. Το μέτρο/η ομοιοκαταληξία/οι στροφές/ο τίτλος/το ύφος ενός ~ατος. Απαγγελία/έκδοση ~άτων. Ανθολογία/συλλογή ~άτων. Γράφω/συνθέτω ένα ~. Έμαθε απέξω το ~. 2. (μτφ.) για κάτι ιδιαίτερα ωραίο· θαύμα, αριστούργημα: Κήπος σαν ~! Μια ταινία σκέτο ~! (ως παραθετικό σύνθ.) Γκολ-~. Πβ. μαγεία, όνειρο. ● Υποκ.: ποιηματάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: συμφωνικό ποίημα: ΜΟΥΣ. εκτενής ορχηστρική σύνθεση που αναφέρεται σε μια ιστορία ή ένα γεγονός., οπτικό ποίημα βλ. οπτικός ● ΦΡ.: (λέω κάτι) σαν ποίημα/ποιηματάκι: απέξω και γρήγορα: Είπε το μάθημα ~ ~., (το) είπε το ποίημα (αργκό) 1. στημένα, τυποποιημένα λόγια που επαναλαμβάνονται μηχανικά: ~ ~ά του κι έφυγε. 2. (για συσκευή) χάλασε, σταμάτησε να λειτουργεί· (για πρόσ.) πέθανε. [< 1: αρχ. ποίημα 2: γαλλ. poème, αγγλ. poem]
ποτέ πο-τέ επίρρ. & (σπάν.-λαϊκό) ποτές 1. (αρνητ.) ούτε μια φορά: Δεν αργεί ~ στα ραντεβού του. ~ δεν είναι αργά/δεν θα τους ξαναδώ. Μη μ' εγκαταλείψεις ~!|| ~ πια πόλεμος!|| ~ άλλοτε η ανάγκη για ... δεν ήταν πιο επιτακτική.|| Δεν διαβάζει σχεδόν ~ μυθιστορήματα.|| Μακάρι να μην τον γνώριζα/είχα γνωρίσει ~!|| (+ προσ. αντων.) ~ μου δεν τον συμπάθησα. ~ της δεν κατάλαβε πόσο την αγαπούσε.|| (μέχρι τώρα:) ~ στη ζωή μου/στο παρελθόν/ως τώρα δεν είχα ... (με επίθ. υπερθετικού βαθμού) Η ωραιότερη εικόνα που είδα ~.|| (σε καμία περίπτωση:) Να μην επαναληφθεί ~ ξανά (στο μέλλον)! Θα του ξαναμιλήσεις; -~ (= όχι, φυσικά)!|| (εμφατ.) ~ μα ~ δεν του χάλασε χατίρι. Πβ. μηδέποτε, ουδέποτε. ΑΝΤ. ανέκαθεν, πάντα 2. κάποτε, κάποια φορά: Αναρωτήθηκες/σκέφτηκες ~ (σου) αν .../τι ...; Θα τελειώσουν άραγε ~ τα προβλήματα; Αν ~ (σου) με χρειαστείς, τηλεφώνησέ μου! ● ΦΡ.: από/παρά ποτέ (προηγείται επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού): από κάθε, οποιαδήποτε άλλη φορά: Περισσότερο ~ ~ κρίνεται αναγκαία η ... Είναι πιο ελκυστική/ώριμη ~ ~., όσο ποτέ (άλλοτε): όσο καμιά φορά μέχρι τώρα: εντυπωσιακή/λαμπερή ~ ~. Οι προοπτικές είναι ευοίωνες/η συνεργασία κρίνεται αναγκαία ~ ~ (= περισσότερο από κάθε άλλη φορά)., ποτέ μη λες/μην πεις ποτέ (προφ.): μην προεξοφλείς ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει· όλα είναι πιθανόν να συμβούν., ποτέ σου! (προφ.): ως απάντηση σε άρνηση, για να δηλωθεί αδιαφορία ή απαξίωση: Δεν πρόκειται να έρθω. -~ ~ (= (να) μη σώσεις)!, ποτέ των ποτών (προφ.-εμφατ.): σε καμία απολύτως περίπτωση: Τι λες που θα ξανακάνω το ίδιο λάθος, ~ ~!, δε(ν) θα ξεχάσω ποτέ βλ. ξεχνώ, ή τώρα ή ποτέ βλ. τώρα, κάλλιο αργά παρά ποτέ βλ. κάλλιο, πάλαι ποτέ βλ. πάλαι, ποτέ δεν ξέρεις ... βλ. ξέρω, του Αγίου Ποτέ βλ. άγιος [< αρχ. ποτέ]
πουλάκι που-λά-κι ουσ. (ουδ.) 1. μικρό πτηνό: Τα ~ια κελαηδούν/τιτιβίζουν. 2. (προφ.) το γεννητικό όργανο συνήθ. αγοριού. ΣΥΝ. τσουτσουνάκι ● ΦΡ.: (πάει,) πέταξε το πουλάκι/πουλί! (προφ.): χάθηκε η ευκαιρία, η δυνατότητα: Ελπίζω να μην καθυστερήσει, γιατί τότε ~ ~. Τώρα είναι πια αργά, ~ ~., α, το πουλάκι μου! (ειρων.): όταν γίνει αντιληπτό ότι κάποιο φαινομενικά αθώο πρόσωπο έχει κάνει κάτι μεμπτό: ~ ~! Μας κορόιδευε τόσο καιρό!, ένα πουλάκι μού είπε/σφύριξε (προφ.): κάποιος μου είπε κρυφά: ~ ~ ότι/πως λες ψέματα. Πού το έμαθες εσύ αυτό; -Μου τό 'πε ένα πουλάκι., κοίτα το πουλάκι! (συνήθ. παλαιότ.): για να εστιαστεί η προσοχή του προσώπου που φωτογραφίζεται στον φακό., πουλάκι μου: οικ. προσφών. πολυαγαπημένου προσώπου νεαρής ηλικίας: Κοιμάται το ~ (= μωρό) μου! Τι έχεις, ~ ~/τι έχει το ~ ~; Ήρθαν τα ~ια ~ (: πιτσουνάκια μου)!, τρία πουλάκια κάθονται/κάθονταν (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι που ειπώθηκε είναι άσχετο με το θέμα ή ότι κάποιος είναι αδιάφορος ή ανόητος: Καλά! ~ ~, μου φαίνεται ότι δεν ξέρει τι λέει. Εγώ προσπαθώ να του εξηγήσω, κι αυτός είναι ~ ~ (πβ. πέρα βρέχει)., τρώει σαν πουλάκι (προφ.): είναι λιτοδίαιτος., βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια βλ. βλέπω, κοιμάμαι σαν πουλάκι/αρνάκι βλ. κοιμάμαι ● βλ. πουλί [< μεσν. πουλάκι]
πράγμα [πρᾶγμα] πράγ-μα ουσ. (ουδ.) {πράγμ-ατος | -ατα, -άτων} & (λαϊκό) πράμα 1. οτιδήποτε άψυχο έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις· γενικότ. οτιδήποτε υπάρχει (συγκεκριμένο ή αφηρημένο) και δεν θέλει ή δεν μπορεί κάποιος να το προσδιορίσει με ακρίβεια: Πρόσωπο, ζώο ή ~. Ελαττωματικό/καινούργιο/μεταχειρισμένο ~. (οικ.) Πρώτο/φρέσκο πράμα (= εμπόρευμα, προϊόν).|| (μειωτ.) Μην το πιείτε αυτό το ~.|| Ένα ~ δεν μπορώ να καταλάβω ... Δύσκολο ~ (το) να κρατάς τις ισορροπίες. Οι δύο έννοιες δεν σημαίνουν το ίδιο ~. Η υπεροψία είναι κακό ~. Το μόνο ~ που του ζήτησα είναι να ... Το πρώτο ~ που προσέχω σε έναν άνθρωπο είναι ... Τέτοιο ~ δεν έχω ξαναδεί. Δεν υπάρχει χειρότερο ~ από το ... Αγόρασα διάφορα ~ατα (βλ. ψώνια). Τα βασικά/στοιχειώδη ~ατα της ζωής (= αγαθά). Κάποια ~ατα δεν λέγονται. Δεν κατάλαβα/συγκράτησα και πολλά ~ατα απ' όσα είπε.|| (προφ.) Το πράμα της/του (= τα γεννητικά όργανα· πβ. απαυτά, τέτοιο). Έκρυψαν το ~ (= παράνομο εμπόρευμα, συνήθ. ναρκωτικά). Βλ. χαζόπραμα. 2. γεγονός, περιστατικό ή θέμα, ζήτημα που απασχολεί κάποιον: σημαντικό/σοβαρό ~. Η έκβαση των ~άτων. Για ποιο ~ μιλάμε; Το πρώτο/τελευταίο ~ που μου ήρθε στο μυαλό/σκέφτηκα ήταν ... Το ~ (πβ. υπόθεση) είναι πολύπλοκο/σύνθετο. Το ~ για το οποίο διαφωνούν περισσότερο είναι ... Όπως και να το πάρεις το ~, θα έπρεπε να ... Το ~ σήκωνε συζήτηση. Το ~ έχει ως εξής. Αν υπάρξει αμοιβαίο ενδιαφέρον, το ~ προχωράει κανονικά. Θα φανεί το ~. Το ~ θέλει προσοχή/σκέψη/υπομονή/ψάξιμο. Δεν βλέπεις την ουσία του ~ατος. Για την ιστορία του ~ατος, ας σημειωθεί ότι ... Μυστήρια/παράξενα/περίεργα/φοβερά ~ατα. Βλέπω/κρίνω τα ~ατα συνολικά. Είναι κρίμα, αλλά αυτά τα ~ατα συμβαίνουν. 3. {συνηθέστ. στον πληθ.} δουλειά, ασχολία, ενέργεια: Το πρώτο ~ που κάνω είναι να ... Κάνει πολλά και ενδιαφέροντα ~ατα.|| (προφ.) Είναι σοβαρά ~ατα αυτά; (= πβ. φέρσιμο, συμπεριφορά). Δεν είναι για μεγάλα ~ατα (= για σπουδαίες πράξεις, κατορθώματα). Έχει χίλια ~ατα στο μυαλό του (= πολλές έγνοιες). 4. ΝΟΜ. καθετί που έχει ο άνθρωπος στην κατοχή του· περιουσιακό στοιχείο, κτήμα: ακίνητο/κινητό ~. Κατάσχεση/μίσθωση/νομέας/χρήση του ~ατος. Φυσική εξουσία του προσώπου επί του ~ατος. ● πράγματα & πράματα (τα) 1. η πραγματική (πολιτική, κοινωνική ή ατομική) κατάσταση, τα δεδομένα, οι συνθήκες: εκπαιδευτικά/καλλιτεχνικά/οικονομικά/πολιτιστικά ~. Δύσκολα τα ~. Όπως βλέπω/δείχνουν τα ~, δεν μας συμφέρει να ... Τα ~ πάνε από το κακό στο χειρότερο/άσχημα/καλά/στραβά. Αγρίεψαν/άλλαξαν/βελτιώθηκαν/σοβάρεψαν/χειροτέρευσαν τα ~. Για κοίτα κάτι ~. Είδε τα ~ με άλλο μάτι. Θα φτιάξουν τα ~. Τα ~ πήραν ενδιαφέρουσα τροπή. Τα ~ ήρθαν βολικά/καλύτερα απ' ό,τι φανταζόμουν. Αντιμετωπίζω/δέχομαι/παίρνω τα ~ όπως έρχονται. Κάντε τα ~ όσο πιο απλά γίνεται. Έχει θαρραλέα στάση απέναντι στα ~. Συμμετέχει ενεργά στα ~. Τόλμησε μια βαθιά τομή στα ~. Άσε τα ~ να εξελιχθούν/κυλήσουν από μόνα τους. Ο ανασχηματισμός έγινε υπό την πίεση των ~άτων. 2. (+ γεν. προσώπου) προσωπικά αντικείμενα (ρούχα, παπούτσια, βιβλία, αποσκευές): Μάζεψε/πήρε/τακτοποίησε τα ~ά της/του. Άφησαν/έχασαν/ξέχασαν τα ~ά τους στο αεροδρόμιο. Βλ. μικρο~, ψιλο~. ● Υποκ.: πραγματάκι & πραματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσια πράγματα: οι υποθέσεις, τα ζητήματα που αφορούν όλους τους πολίτες: Ασχολούμαι με τα ~ ~. Συμμετοχή των νέων στα ~ ~. Πβ. κοινά. Βλ. πολιτικά. [< γαλλ. la chose publique] , πράγμα καθ' εαυτό: ΦΙΛΟΣ. (στην καντιανή φιλοσοφία) η πραγματικότητα που υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα. [< γερμ. das Ding an sich] , εξεταστική των πραγμάτων επιτροπή βλ. επιτροπή, νέα τάξη (πραγμάτων) βλ. τάξη ● ΦΡ.: άλλο πρά(γ)μα! (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι μοναδικό ή αξιοσημείωτο: Μια παράσταση ~ ~! ~ ~ ο καθαρός αέρας! Μου έφτιαξε ένα φαΐ, ~ ~!, άλλο πράγμα ... κι άλλο (πράγμα) (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί ότι κάτι είναι διαφορετικό από κάτι άλλο: ~ ο ενθουσιασμός ~ η αγάπη., ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά: ας ακολουθήσουμε τη χρονική ή λογική αλληλουχία: ~ ~: πρώτο ..., δεύτερο ..., τρίτο ..., βλέπω/αντιμετωπίζω/παίρνω την κατάσταση/τα πράγματα όπως είναι: αντιμετωπίζω ρεαλιστικά την πραγματικότητα., δεν είναι και λίγο/μικρό πράγμα & λίγο/μικρό πράγμα το έχεις & λίγο/μικρό πράγμα είναι να ... (εμφατ.): για να τονιστεί η σημασία ορισμένης κατάστασης: Τουλάχιστον είναι υγιής, δεν είναι και λίγο ~. Έχει δική του δουλειά, λίγο (πράγμα) το έχεις αυτό; Δεν είναι (και) λίγο/μικρό πράγμα (= είναι σημαντικό, σπουδαίο) να είσαι πρωταθλητής. Λίγο/μικρό πράγμα είναι να έχεις φίλους στις δύσκολες στιγμές;, δεν λέει/λένε (και) πολλά πράγματα (προφ.) 1. δεν είναι σημαντικός, δεν αξίζει: Το έργο του δεν λέει ~. 2. (+ για) δεν παρέχει ασφαλή, πλήρη στοιχεία: Οι επιμέρους δείκτες δεν λένε ~ για την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης., είμαι/έρχομαι στα πράγματα: ανεβαίνω στην εξουσία, έχω ηγετική θέση: Ποιο κόμμα είναι στα ~; Όταν ήρθε στα ~, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα., (ως) εκ των πραγμάτων (λόγ.): (όπως προκύπτει) από τα γεγονότα, από την πραγματικότητα: Ο υπουργός υποχρεώθηκε ~ ~ να προχωρήσει σε δηλώσεις. Τίθεται ~ ~ ζήτημα αναδιάταξης της οικονομίας., εν τοις πράγμασι (αρχαιοπρ.): στην πράξη., έξω από τα πράγματα: χωρίς ενημέρωση και εκτός δράσης: Βρίσκομαι/είμαι/μένω ~ ~., έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του: τον απασχολούν άλλες σκέψεις, έγνοιες: Πήγα να του μιλήσω, αλλά ~ ~., κορίτσι/παιδί πράμα (προφ.-εμφατ.): για να τονιστεί η παιδική ηλικία ή αθωότητα, που δεν συνάδει με ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά: Ξημεροβραδιάζεται ~ ~ σε ύποπτα μαγαζιά., μέσα στα πράγματα & στα πράγματα 1. για πρόσωπο ενεργό σε έναν τομέα, ενημερωμένο ή/και σε θέση-κλειδί: Βρίσκεται/είναι ~ ~ (: στην πρώτη γραμμή). 2. για κάποιον που είναι στη μόδα. Πβ. ιν, τρέντι., πολύ πρά(γ)μα (προφ.): για να δηλωθεί πληθώρα, αφθονία: Αν ψάξεις, θα βρεις ~ ~., πού τέτοιο πρά(γ)μα! (προφ.): για κάτι που δεν έχει συμβεί ή δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, παρόλο που θα ήταν επιθυμητό: Θα πας διακοπές; Μπα, ~ ~. Πβ. πού τέτοια τύχη!, πρά(γ)μα που σαλεύει (μτφ.-προφ.): λέγεται για φρέσκο ψάρι και καταχρ. για πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα., πράγμα που/το οποίο ... (εισάγει αναφορική πρόταση): γεγονός, ζήτημα που: Η διαδικασία έχει ολοκληρωθεί, ~ ~ σημαίνει ότι δεν μπορεί να γίνει καμία αλλαγή., πώς είναι/πάνε τα πράγματα; (προφ.): ποια είναι η κατάσταση, η εξέλιξη των πραγμάτων;: -~ ~ στη δουλειά/στο εξωτερικό/στο σπίτι; -Καλά/μια χαρά/όπως τα ξέρεις., σιγά το/χαρά στο πρά(γ)μα! (προφ.-συνήθ. ειρων.): για κάτι που δεν είναι τόσο σημαντικό ή δύσκολο όσο το παρουσιάζουν: Σε χαιρέτησε ο πρόεδρος; ~ ~! ~ ~, και τι έγινε; ΣΥΝ. σιγά/σπουδαία τα λάχανα!, τι πρά(γ)μα (εμφατ., σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις): τι: ~ ~ είναι αυτό; Για ~ ~ πρόκειται ακριβώς; Δεν καταλαβαίνω για ~ ~ μιλάς. Σε ~ ~ αναφέρεσαι; Τι πράμα είσαι συ (= τι είδους άνθρωπος);|| (ως έκφρ. έκπληξης) -Θα μετακομίσω στο εξωτερικό. -~ ~ (: τι έκανε λέει);, τι πρά(γ)μα είναι αυτό & τι πρά(γ)μα κι αυτό (προφ.): για να δηλωθεί έκπληξη, απορία ή αγανάκτηση: ~ ~ με τον καιρό! Όλο βρέχει! Μα ~ ~ να μην μπορεί να συγκρατηθεί!, τι πρά(γ)ματα είναι αυτά (προφ.): ως έκφραση έντονης αποδοκιμασίας για συγκεκριμένη ενέργεια ή συμπεριφορά: ~ ~; Ντροπή! Μα είσαι σοβαρός; ~ ~ που λες;, (πράγματα) εκτός συναλλαγής βλ. συναλλαγή, άκου πράγματα! βλ. ακούω, βάζω τα πράγματα στη θέση τους βλ. θέση, ζορίζουν/στενεύουν τα πράγματα βλ. ζορίζω, κάθε πράγμα στον καιρό του (κι ο κολιός τον Αύγουστο) βλ. καιρός, κάθε πράγμα/πράμα στην ώρα του βλ. ώρα, καιρός παντί πράγματι βλ. καιρός, καλώς εχόντων των πραγμάτων βλ. καλώς, κάπως έτσι είναι/έχουν τα πράγματα βλ. κάπως, λέω τα πράγματα με τ' όνομά τους βλ. όνομα, νοικοκυρεμένα πρά(γ)ματα βλ. νοικοκυρεύω, ντροπής πρά(γ)ματα! βλ. ντροπή, ξηγημένα πρά(γ)ματα βλ. ξηγημένος, όνομα και πρά(γ)μα βλ. όνομα, όπως και/κι αν έχει το πράγμα ... βλ. αν, ούτως εχόντων των πραγμάτων βλ. ούτω(ς), πάω τα πράγματα βλ. πηγαίνω & πάω, πράματα και θάματα/θαύματα βλ. θάμα, πρόσωπα και πράγματα βλ. πρόσωπο, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, σκούρα/ζόρικα τα πράγματα βλ. σκούρος, τα πράγματα πήραν το(ν) δρόμο τους βλ. δρόμος, τζάμπα πράμα βλ. τζάμπα, τίμια/δίκαια πράγματα! βλ. τίμιος, το ... της υπόθεσης/του πράγματος/της ιστορίας βλ. υπόθεση, το γελοίο(ν)/το αστείο της υπόθεσης/του πράγματος/του θέματος βλ. γελοίος, το καλό πρά(γ)μα αργεί να γίνει βλ. αργώ, το πράγμα αλλάζει/αλλάζει το θέμα/το ζήτημα/το πράγμα βλ. αλλάζω, το πράγμα μιλάει (από) μόνο του βλ. μιλώ [< αρχ. πρᾶγμα, μεσν. πράμα, γαλλ. chose(s), γερμ. Ding]
πρόγραμμα πρό-γραμ-μα ουσ. (ουδ.) {προγράμμ-ατος | -ατα} 1. σύνολο οργανωμένων ενεργειών των οποίων ο χρόνος και συχνά ο τρόπος και οι συνθήκες εκτέλεσης έχουν καθοριστεί από πριν: αναπτυξιακό/εκπαιδευτικό/εκσυγχρονιστικό/ερευνητικό/κοινοτικό/κυβερνητικό/προεκλογικό/στεγαστικό ~. ~ αδυνατίσματος/απεξάρτησης (από τα ναρκωτικά)/αποκατάστασης/ασφάλισης/διαβάσματος/διαχείρισης (χρημάτων)/εθελοντικής δράσης/ελέγχου/εργασίας/κατάρτισης ανέργων/λιτότητας/παραγωγής/παροχών/υγείας/υποτροφιών/χορηγιών. (ΟΙΚΟΝ.) ~ ενίσχυσης επενδύσεων/επιχορήγησης επιχειρήσεων. Αποτελέσματα/εκπόνηση/επεξεργασία/προϋπολογισμός ~ατος. Διεθνή/ευρωπαϊκά/κοινωνικά ~ατα. Συμμετέχω σε/υλοποιώ/υποστηρίζω/χρηματοδοτώ ένα ~. Εφαρμόζεται ~ εξυγίανσης και ανάπτυξης. Ανακοινώθηκε ~ ιδιωτικοποιήσεων. Εντάχθηκε σε ~ (εξ)ειδίκευσης. Το έκτακτο συνέδριο ενέκρινε το νέο ~ του κόμματος.|| Ατομικό/εβδομαδιαίο/καθημερινό ~. Το ~ά του είναι πιεστικό/φορτωμένο. Βάζω/έχω ~ να ... (πβ. σχεδιάζω). Οι εξετάσεις θα διεξαχθούν σύμφωνα με το ~. 2. καταγραφή με συγκεκριμένη σειρά των διαφόρων μερών εκδήλωσης, θεάματος, εκπομπής, μαθήματος, κύκλου σπουδών, αυτό που περιγράφεται και συνεκδ. το έντυπο που τα γνωστοποιεί: αθλητικό/ενημερωτικό/καλλιτεχνικό/ραδιοφωνικό/σχολικό/ψυχαγωγικό ~. ~ αγώνων/εκδρομής/εξεταστικής/επισκέψεων/εργασιών σεμιναρίου/θεάτρου/καναλιών/πρωταθλήματος/συναντήσεων/συναυλιών/συνεδρίου/τηλεόρασης/φεστιβάλ. Ανακοινώθηκε το ~ του διαγωνισμού. Αλλαγή στο ~ των πτήσεων λόγω απεργίας. Ταβέρνες με ελαφρύ/εορταστικό/πλούσιο/ποικίλο (μουσικό) ~. Κάνει ~ σε κλαμπ (: δουλεύει ως ντιτζέι). Το ~ περιλαμβάνει και ... Υπεύθυνος του ~ος. Ο σταθμός εκπέμπει δορυφορικά εικοσιτετράωρο ζωντανό ~.|| Το ~ της έκθεσης/παράστασης διατίθεται δωρεάν. 3. ΤΕΧΝΟΛ. σύνολο εντολών που εκτελούνται από αυτόματο σύστημα, μηχάνημα ή ηλεκτρονικό υπολογιστή: ~ πλυντηρίου.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Εύχρηστο και λειτουργικό ~. Αποθηκεύω/τρέχω ένα ~. (Απ)εγκατάσταση/διαγραφή/εικονίδιο ~ατος. ~ατα κατασκευής ιστοσελίδων/πλοήγησης. Βλ. κώδικας, μικρο~. ● Υποκ.: προγραμματάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: αναλυτικό πρόγραμμα: ΠΑΙΔΑΓ. ο σχεδιασμός και η σύνταξη ενός γενικού πλαισίου μακροπρόθεσμης οργάνωσης της διδασκαλίας: ανοιχτό/διαθεματικό/εθνικό/επίσημο/κλειστό ~ ~. ~ά ~ατα μαθημάτων γυμνασίου/ειδικής αγωγής/λυκείου/πανεπιστημίου/υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Αναμόρφωση/ανάπτυξη ~ών ~άτων. Βλ. κουρίκουλουμ., πιλοτικό πρόγραμμα: σύνολο δράσεων που εφαρμόζονται πειραματικά: ~ά ~ατα ανακύκλωσης. [< αγγλ. pilot project, 1975] , πρόγραμμα Comenius: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για γενικές εκπαιδευτικές δραστηριότητες που αφορούν τα σχολεία έως και τον δεύτερο κύκλο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης., πρόγραμμα Grundtvig: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της εκπαίδευσης ενηλίκων., πρόγραμμα Leonardo da Vinci: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για όλες τις πτυχές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης (εκτός του τριτοβάθμιου επιπέδου)., πρόγραμμα Εράσμους & Εράσμους: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω του οποίου γίνεται ανταλλαγή σπουδαστών και διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, με σκοπό την προώθηση της εκπαιδευτικής και ακαδημαϊκής κινητικότητας. Βλ. διά βίου μάθηση, ECTS., Πρόγραμμα Πλαίσιο (συντομ. ΠΠ): χρηματοδοτικό μέσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υποστήριξη της έρευνας σε επιλεγμένους τομείς προτεραιότητας: 7ο ~ ~ (: από το 2007-13). [< αγγλ. Framework Programme, γαλλ. Programme-Cadre] , πρόγραμμα Σωκράτης: πρόγραμμα δράσης της Ευρωπαϊκής Eπιτροπής για συνεργασία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας της εκπαίδευσης για παιδιά, νέους και ενηλίκους., εικονογραφικό πρόγραμμα βλ. εικονογραφικός, πρόγραμμα Καλλικράτης βλ. Καλλικράτης, πρόγραμμα Κλεισθένης βλ. Κλεισθένης, πρόγραμμα σπουδών βλ. σπουδή, πρόγραμμα/σχέδιο δράσης βλ. δράση, στεγνά (θεραπευτικά) προγράμματα βλ. στεγνός, ωρολόγιο πρόγραμμα βλ. ωρολόγιος ● ΦΡ.: κάτι είναι (μέσα) στο πρόγραμμα: έχει προγραμματιστεί, σχεδιαστεί ή είναι αναμενόμενο να γίνει: Οι αναποδιές/τα λάθη είναι ~., με/χωρίς πρόγραμμα: με/χωρίς μέθοδο, σύστημα: Γυμνάζεστε/τρώτε με ~. Καλοκαιρινές διακοπές χωρίς ~., πρόγραμμα stage & πρόγραμμα στέιτζ: κρατικό πρόγραμμα για ανέργους, με κύριο στόχο την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας. ΣΥΝ. σταζ [< αγγλ. stage programme] , τι λέει το πρόγραμμα; (προφ.): τι θα κάνεις/κάνουμε;: Λοιπόν, ~ ~ για διακοπές/σήμερα;, εκτός προγράμματος βλ. εκτός [< αρχ. πρόγραμμα ‘ημερήσια διάταξη, διάγγελμα’, γαλλ. programme, αγγλ. program(me), γερμ. Programm]
πυροβολητής πυ-ρο-βο-λη-τής ουσ. (αρσ.): ΣΤΡΑΤ. (ως ειδικότητα) χειριστής πυροβόλου: ~ ασυρματιστής. Πβ. κανονιέρης.
πώς [πῶς] επίρρ. 1. (σε ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) για να διατυπωθεί ερώτημα σχετικά με τον τρόπο ή το μέσο και ειδικότ. τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τη διάθεση ή την υγεία, τη γνώμη ή την εντύπωση: -~ ήρθατε; -Με τα πόδια/οδικώς. -~ λειτουργεί; -Με μπαταρία. -~ τα κατάφερε; -Διαβάζοντας πολύ. Δεν ξέρει ~ να φερθεί.|| -~ είσαι/νιώθεις/τα πέρασες; -Άσχημα/καλά!|| -~ ήταν/σου φάνηκε το φαγητό; -Υπέροχο! -~ βλέπεις/φαντάζεσαι την κατάσταση; -Χάλια! -~ σχολιάζεις το γεγονός; -Πιστεύω ότι ... ~ το κατάλαβες ότι ...; 2. (ερωτηματικά ή επιφωνηματικά) δηλωτικό απορίας ή έκπληξης, θετικής ή αρνητικής: Αναρωτιέμαι ~ (= γιατί) δεν έχει γίνει κατανοητό μέχρι τώρα. ~ βαστάει η καρδιά/ψυχή σου να/και με στενοχωρείς; ~ τη γλίτωσε, ένας Θεός ξέρει! ~ να της το πω!|| (+ και) ~ και δεν έχει εμφανιστεί ακόμα/τηλεφώνησες; ~ (και) δεν χτύπησε, να λες!|| (αποδοκιμασία:) ~ (είναι δυνατόν να) μιλάς έτσι; Δεν ντρέπεσαι;|| (θαυμασμός:) ~ μεγάλωσες/ομόρφυνες (έτσι)!|| (ειρων.) ~ τα λέει! 3. (επιφωνηματικά) πόσο πολύ: ~ μ' αρέσει να ...! ~ μου λείπει! 4. βέβαια, σίγουρα: -Θα του το πεις; -~!|| (ειρων.) -Ευχαριστήθηκες; -~ (ενν. καθόλου)!|| (επιτατ., για να αντικρουστεί μια άποψη) (+ δεν) -Την είδες; -~ δεν την είδα! (+ να μην) ~ να μην χαρώ, άλλωστε! ● Ουσ.: το πώς: ο τρόπος: Όλα εξαρτώνται από ~ ~ θα χειριστείς την υπόθεση. ● ΦΡ.: αμ πώς (προφ.): τι νόμιζες, δηλαδή: Με δυο κουβέντες τον έβαλα στη θέση του, ~ ~ (= όχι, παίζουμε)! Τους βοήθησαν οι γονείς τους, ~ ~, θα τα κατάφερναν μόνοι τους;, πώς (κι) έτσι; (προφ.): (δηλώνει έκπληξη) γιατί, για ποιον λόγο; Δεν θα του τηλεφωνήσεις; ~ ~|| ~ ~ (= πώς τόσο) γρήγορα/πρωί-πρωί;, πώς είπες/είπατε; & πώς; (προφ.-συχνά ειρων.): δεν άκουσα, μπορείς/μπορείτε να επαναλάβεις/επαναλάβετε;, πώς και πώς/τι (προφ.) για να δηλωθεί 1. λαχτάρα, ανυπομονησία: Περιμένω ~ ~ να σε ξαναδώ/τις διακοπές. 2. δυσκολία: Κοιτάζω ~ ~ να τα βγάλω πέρα/να τα βολέψω. 3. μεγάλη αγάπη, φροντίδα: Τον/την έχει ~ ~ (= στα όπα όπα)., πώς πάει; (προφ.) 1. τι κάνεις; είσαι καλά; -~ ~; -Έτσι κι έτσι. 2. ποια είναι η πορεία, η εξέλιξη; ~ ~ το διάβασμα/η δουλειά/το σχολείο; Πώς πάνε οι πωλήσεις/οι σπουδές; Από χρήματα πώς πάτε;, πώς σε λένε; & πώς σε φωνάζουν;: ποιο είναι το όνομά σου;, το πώς και το γιατί: ο τρόπος και η αιτία: Θέλω να μάθω ~ ~!, το πώς και το πότε & το πότε και το πώς: ο τρόπος και ο χρόνος: Δεν διευκρινίστηκε ~ ~., κατά πώς βλ. κατά, πώς (το 'παθες) και ... βλ. παθαίνω, πώς γίνεται/έγινε να .../και ...; βλ. γίνομαι, πώς είναι/πάνε τα πράγματα; βλ. πράγμα, πώς θα ήθελα ...! βλ. θέλω, πώς μπόρεσες και/να ... βλ. μπορώ, πώς να στο/το πω βλ. λέω, πώς όχι; βλ. όχι, πώς πάνε τα κέφια/πώς τα πας; βλ. κέφι, πώς την έχεις δει (τη δουλειά); βλ. βλέπω, πώς το θες; βλ. θέλω [< αρχ. πῶς]
σκαλί σκα-λί ουσ. (ουδ.) {σκαλ-ιού | -ιών} ΣΥΝ. σκαλοπάτι 1. καθένα από τα οριζόντια και διαδοχικά τμήματα σκάλας: τα ~ιά της εισόδου/πόρτας. Ανεβαίνω/κατεβαίνω δυο-δυο τα ~ιά. Σκόνταψε στα ~ιά. Πβ. αναβαθμός, βαθμίδα. Βλ. κεφαλό-, πλατύ-σκαλο. 2. (μτφ.) κάθε εξελικτικό στάδιο σε μια πορεία ή ιεραρχία: τα ~ιά της δόξας/εξουσίας/επιτυχίας. Βρίσκεται/έφτασε στο τελευταίο ~. Βλ. βήμα, φάση. ● Υποκ.: σκαλάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: το πιο ψηλό/το κορυφαίο σκαλί (μτφ.): η πρώτη θέση: Ανέβηκε στο ~ ~ του βάθρου (: πήρε το χρυσό μετάλλιο). Στο ~ ~ της Ευρώπης. ● ΦΡ.: σκαλί-σκαλί (μτφ.): βαθμιαία, σταδιακά, κλιμακωτά: Ανέβηκε ~ ~ (σ)την ιεραρχία. Πβ. βήμα-βήμα., ανεβαίνω τα σκαλιά της εκκλησίας βλ. εκκλησία, μετράω τα σκαλιά/σκαλοπάτια βλ. μετρώ [< μεσν. σκαλί(ν)]
σκιά σκι-ά ουσ. (θηλ.) 1. σκοτεινό είδωλο που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια, όταν ένα αδιαφανές σώμα παρεμβάλλεται ανάμεσα σε αυτή και σε εκπεμπόμενο φως· ειδικότ. σκοτεινή φιγούρα: ανθρώπινη ~. ~ές αντικειμένων. Η ~ του αεροπλάνου. ~ές στον τοίχο. (προφ., σε ακτινογραφία:) ~ στον πνεύμονα.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Ηλιακή ~. Η ~ της Γης/Σελήνης. Βλ. παρα~.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αντιθέσεις/εναλλαγές φωτός και ~άς. Βλ. φωτοσκίαση.|| Είδα μια ~ να κινείται προς το μέρος μου. Οι ~ές της νύχτας. Πβ. ίσκιος. 2. μέρος ή τμήμα του εδάφους που δεν φωτίζεται συνήθ. από τον ήλιο, καθώς οι ακτίνες του δεν μπορούν να εισχωρήσουν σε αυτό: δροσερή ~. Κατασκήνωση σε τεχνητή/φυσική ~. Αμμουδιά/αυλή με ~. Στη ~ των βουνών/δέντρων. Δημιουργείται/σχηματίζεται ~. Περίπατος στη ~. Κάτω από τη ~ των βράχων. Πβ. ίσκιωμα. 3. καλλυντικό με το οποίο βάφονται τα βλέφαρα και γενικότ. η περιοχή γύρω από τα μάτια: ανοιχτόχρωμη/απαλή/ουδέτερη/σκούρα/φωτεινή ~. Διακριτικές/ματ/περλέ/πολύχρωμες ~ές. Αποχρώσεις/παλέτες/σειρά/σετ ~ών. ~ές σε καφέ τόνους/με κρεμώδη υφή/σε σκόνη. Απλώστε τη ~ με το πινέλο. Βλ. κραγιόν, ρουζ. 4. (μτφ.) αρνητική ψυχική κυρ. επίδραση που προκαλείται από απειλητική ή γενικότ. δυσάρεστη κατάσταση: ~ ανασφάλειας/καχυποψίας/μίσους/φόβου. 5. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ίχνος: ~ υποψίας. Διαλύθηκε και η τελευταία ~ αμφιβολίας. Πβ. υπόνοια. 6. (μτφ.) οτιδήποτε αρνητικό, ανεξιχνίαστο ή κρυφό, παράνομο: Δεν υπάρχει καμιά ~ στις σχέσεις των δύο ανδρών. Βγήκε από τη ~ (= αφάνεια).|| (ΤΗΛΕΠ., ως παραθετικό σύνθ.) Κλήσεις-/τηλέφωνα-~ές. Παρακολούθηση από κοριούς-~ές. 7. {συνήθ. στον πληθ.} (σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες) φάντασμα: το βασίλειο/ο κόσμος των ~ών (= νεκρών, βλ. Άδης). ● Υποκ.: σκιούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: θέατρο σκιών: παράσταση με ημιδιαφανείς ζωγραφισμένες φιγούρες, τις οποίες ο καλλιτέχνης κινεί πίσω από λευκό φωτιζόμενο πανί μιμούμενος τις φωνές των ηρώων. Βλ. καραγκιόζης, κουκλοθέατρο. [< γαλλ. théâtre d'ombres] , βαριά σκιά βλ. βαρύς ● ΦΡ.: (είμαι) σκιά του εαυτού μου (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): για κάποιον ή κάτι που δύσκολα αναγνωρίζεται, που δεν είναι ή δεν αποδίδει όπως παλιά: Ήταν ~ του (παλιού) εαυτού της, ανήμπορη να αυτοεξυπηρετηθεί. Πόλη που ερήμωσε και απόμεινε ~ ~ της. [< γαλλ. l' ombre de soi-même] , ζω/μένω/είμαι στη σκιά & στη σκιά (μτφ., για πρόσ.): παραμένω αφανής δίπλα σε κάποια πιο ισχυρή προσωπικότητα: Έζησε ~ της μεγάλης της αδελφής. Πβ. σε δεύτερο πλάνο. [< γαλλ. dans l' ombre] , ρίχνει τη σκιά του 1. (μτφ.) επιδρά αρνητικά, απλώνεται απειλητικά: Η θλίψη έριξε ~ της στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή του. 2. σκιάζει: Τα σπίτια έριχναν ~ τους στον δρόμο. Πβ. επισκιάζω., στη/υπό τη σκιά & κάτω από τη σκιά (μτφ.): υπό την επίδραση που ασκείται από αρνητική κατάσταση ή από σπουδαιότερο γεγονός: ~ ~ του πολέμου. Διαπραγματεύσεις ~ ~ απειλών. Συνεδρίαση που γίνεται ~ ~ των συνταρακτικών αποκαλύψεων., υπό σκιά(ν) (λόγ.): σε σκιερό μέρος, σημείο: Το θερμόμετρο άγγιζε τους 38 βαθμούς ~ ~. Καφές καλλιεργημένος ~ ~., έγινα ο ίσκιος/η σκιά κάποιου βλ. ίσκιος, περί όνου σκιάς βλ. όνος, φοβάται/τρέμει (και) τον ίσκιο/τη σκιά του βλ. ίσκιος [< αρχ. σκιά, γαλλ. ombre, αγγλ. shadow, shade]
σκύλος σκύ-λος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. τετράποδο σαρκοφάγο κατοικίδιο θηλαστικό ζώο (επιστ. ονομασ. Canis familiaris), που γαβγίζει και διαθέτει οξεία όσφρηση· ειδικότ. το αρσενικό του: αδέσποτος/ανυπάκουος/εκπαιδευμένος/επιθετικός (βλ. αγριόσκυλο)/ημίαιμος/καθαρόαιμος/κυνηγετικός/ποιμενικός/στειρωμένος ~. ~-συνοδός/-φύλακας. ~ εργασίας/καθοδήγησης τυφλών/συντροφιάς. Αστυνομικοί ~οι ανίχνευσης εκρηκτικών/ναρκωτικών. ~οι αναζήτησης και διάσωσης. Εκπαιδευτής/εκτροφείο/ράτσες ~ων (: κανίς, κόκερ, λαμπραντόρ, μπιγκλ, μπόξερ, μπουλντόγκ, ντόπερμαν, πεκινουά, πόιντερ, ροτβάιλερ, σέτερ). Ξενοδοχείο/ξενώνας/πανσιόν ~ων (πβ. κυνοκομείο). (σε πινακίδα) Προσοχή, ο ~ δαγκώνει.|| (μτφ., για πρόσ.) Παίκτης που μάχεται/τρέχει σαν ~ (: με όλες του τις δυνάμεις). Δουλεύω σαν ~ (= σκληρά). Πιστός σαν ~.|| (υβριστ., για κακό, άπονο άνθρωπο) Φύγε από μπροστά μου, ~ε! ΣΥΝ. σκυλί. 2. ΙΧΘΥΟΛ. σκυλόψαρο. ● Υποκ.: σκυλάκι (το): Πβ. κουτάβι., σκυλάκος (ο) ● Μεγεθ.: σκύλαρος (ο) ● ΦΡ.: άσπρος σκύλος, μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά & άσπροι σκύλοι, μαύροι σκύλοι, όλοι οι σκύλοι μια γενιά (γνωμ.): για περιπτώσεις αρνητικής κρίσης, χωρίς διάκριση ή διαβάθμιση. , εγώ το λέω του σκύλου μου κι ο σκύλος στην ουρά του (παροιμ.): για μετάθεση της ευθύνης σχετικά με την εκτέλεση μιας πράξης., μπάτε/μπέστε σκύλοι (αλέστε κι αλεστικά μη δώσ(ε)τε) (παροιμ.): για να δηλωθεί ότι σε κάποιον χώρο επικρατεί πλήρης αυθαιρεσία, ο καθένας κάνει ό,τι θέλει: Έχουμε γίνει/καταντήσει ~ ~. Η κατάσταση είναι ~ ~. Πβ. ξέφραγο αμπέλι., σαν τον σκύλο με τη γάτα (προφ.): για έντονη και συνεχή διαμάχη μεταξύ δύο ανθρώπων ή ομάδων, παρατάξεων: Διαπληκτίζονται/μαλώνουν/τρώγονται ~ ~. ΣΥΝ. όπως η/σαν τη νύφη με την πεθερά, γίνομαι σκυλί βλ. σκυλί, και την πίτα ολόκληρη/σωστή/αφάγωτη και τον σκύλο χορτάτο βλ. πίτα, σαν δαρμένο σκυλί βλ. σκυλί, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, το φτηνό το κρέας το τρώνε οι σκύλοι βλ. κρέας, χάνει/δεν γνωρίζει ο σκύλος/το σκυλί τον αφέντη του βλ. αφέντης, αφέντρα [< μτγν. σκύλ(λ)ος < αρχ. σκύλαξ ‘κουτάβι’]
στόμα στό-μα ουσ. (ουδ.) {στόμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. άνοιγμα στο μπροστινό, κάτω μέρος του κεφαλιού, ανάμεσα στη μύτη και το πιγούνι, που σχηματίζει κοιλότητα στο ανώτερο τμήμα του πεπτικού συστήματος, η οποία ορίζεται εξωτερικά από τα χείλη, εσωτερικά από τον λάρυγγα και τον φάρυγγα και περιλαμβάνει τη γλώσσα, τα δόντια και τα ούλα· ειδικότ. τα ανθρώπινα χείλη: Άνοιξε το ~ του, για να φάει/φωνάξει. Αναπνέει από το ~, όταν κοιμάται. Μυρίζει το ~ σου (: η αναπνοή σου). Γλύκισμα που αφήνει ωραία γεύση στο ~. Συγγνώμη που μιλάω με γεμάτο το ~ (: τρώγοντας). Το ~ της γάτας/του πουλιού (= ράμφος). Υγιές ~. Βλεννογόνος/καρκίνος/υγιεινή/χειρουργική του ~ατος. Φαρμακευτική αγωγή από το ~. Ζωγραφική με το ~ και το πόδι (: από άτομα με ειδικές ανάγκες). Βλ. γνάθος, μάγουλο, ουρανίσκος, παρειά, υπερώα.|| Μεγάλο/μικρό/στραβό/ωραίο ~. Φιλί στο ~. 2. (συνεκδ.) ο άνθρωπος ως προς τον τρόπο ομιλίας του ή γενικότ. πρόσωπο που μιλά: Έχει άσχημο/βρόμικο ~ (: αισχρολογεί). Δεν άκουσα ποτέ καλή κουβέντα απ' το ~ του.|| Ειπώθηκε από επίσημο ~. Χιλιάδες ~ατα φώναζαν διάφορα συνθήματα. 3. (συνεκδ.) {συνήθ. στον πληθ.} μέλος οικογένειας του οποίου οι βασικές βιοτικές ανάγκες, όπως η τροφή, καλύπτονται από κάποιο άλλο: Η μητέρα του δουλεύει σκληρά· έχει τόσα ~ατα να θρέψει. 4. (προφ.-μτφ.) φυσικό ή τεχνητό άνοιγμα, στόμιο: το ~ του ηφαιστείου/του μπουκαλιού/του πηγαδιού/της σπηλιάς. Πβ. μπούκα. 5. ΒΟΤ. {στον πληθ.} πόροι στην επιφάνεια των φύλλων και των νεαρών βλαστών που επιτρέπουν την ανταλλαγή αερίων με την ατμόσφαιρα ή την αποβολή νερού: Το διοξείδιο του άνθρακα εισέρχεται στο φυτό από τα ~ατα. 6. (προφ.) κόψη μαχαιριού. ● Υποκ.: στοματάκι (το): στις σημ. 1,2. ● Μεγεθ.: στοματάρα (η): στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: απύλωτο(ν) στόμα βλ. απύλωτος, κακοσμία/δυσοσμία του στόματος βλ. κακοσμία ● ΦΡ.: ανοίγω το στόμα μου (προφ.-μτφ.): μιλώ ή κυρ. ειδικότ. προβαίνω σε σοβαρές αποκαλύψεις εναντίον κάποιου: Πες κάτι, δεν έχεις ανοίξει το ~ σου όλη μέρα.|| (απειλητ.) Άντε, (να) μην ανοίξω το ~ μου!, από στόμα σε στόμα: για κάτι που γίνεται γνωστό προφορικά, από τον έναν στον άλλον ή για προφορική παράδοση: Βούιξε ο τόπος σαν διαδόθηκε το νέο ~ ~.|| Η τέχνη της μαγειρικής πέρασε ~ ~ στις νεότερες γενιές., από το στόμα μου το πήρες! (μτφ.-προφ.): θα έλεγα το ίδιο πράγμα, πρόλαβες να το πεις πριν από εμένα: Πες τα, χρυσόστομε! ~ ~!, από το στόμα σου και στου Θεού τ' αυτί! (ευχετ.): μακάρι να πραγματοποιηθεί η ευχή σου: -Καλή επιτυχία στις εξετάσεις! -~ ~!, βάζω κάτι στο στόμα μου (προφ.): τρώω πρόχειρα και λίγο: Βάλε κάτι στο ~ σου, μη φύγεις νηστικός! Δεν έχει βάλει τίποτα στο ~ της απ' το πρωί., βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα (μτφ.-προφ.): αποτρέπω, δεν δίνω δικαίωμα για (περαιτέρω) κακόβουλα σχόλια, αποστομώνω: Με την ερμηνεία της βούλωσε τα (επικριτικά/κακόβουλα) ~ πολλών που την έλεγαν ατάλαντη. Ευκαιρία για την ομάδα να κλείσει ~ στο ντέρμπι της Κυριακής., διά στόματος (κάποιου) & (σπάν.) από στόματος (λόγ.): για προφορική δήλωση ενός προσώπου ή για μεταφορά των λόγων του από κάποιον που τον εκπροσωπεί: Μήνυμα του πρωθυπουργού ~ ~ του κυβερνητικού εκπροσώπου., έχει μεγάλο στόμα (προφ.-μτφ.) 1. για κάποιον που του ξεφεύγουν λόγια και αποκάλυπτει συνήθ. μυστικά. 2. αυθαδιάζει. ΣΥΝ. έχει μεγάλη γλώσσα (1), κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): τον αναγκάζω να σιωπήσει, να μην εκφράσει την άποψή του ή να μη μαρτυρήσει κάτι: Τον απείλησαν, για να του κλείσουν ~. Πβ. φιμώνω.|| Της έκλεισαν ~ μια για πάντα (= την δολοφόνησαν)., κρατά το στόμα του κλειστό (μτφ.): δεν αποκαλύπτει τις σκέψεις του ή τα μυστικά που γνωρίζει: Δεν κράτησε ~ ~ απέναντι στο άδικο., με ανοιχτό το στόμα/με το στόμα ανοιχτό (μτφ.): άναυδος, κατάπληκτος: Πήρε την υποτροφία κι έμειναν/και τους άφησε ~ ~. Πβ. άφωνος., με ένα στόμα: όλοι μαζί, ομόφωνα: Όχι, απάντησαν οι μαθητές ~ ~. ΣΥΝ. με μια φωνή (1), με την ψυχή στο στόμα (προφ.): για ενέργεια που γίνεται βεβιασμένα, με άγχος, έντονη ψυχική φόρτιση: Κατάφεραν να προκριθούν ~ ~. Προλάβαμε ~ ~ να φτάσουμε στο θέατρο. Άνοιξε το γράμμα ~ ~., να πλένεις το στόμα σου, όταν μιλάς/πριν μιλήσεις για κάποιον (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάποιος είναι ανάξιος να κρίνει κάποιον άλλο., πέφτω στο στόμα κάποιου (μτφ.-προφ.): γίνομαι αντικείμενο κακοπροαίρετων σχολίων, κουτσομπολιών: Αλίμονο σ' όποιον πέσει στο ~ της!, πιάνω/βάζω στο στόμα μου κάποιον/κάτι (μτφ.-προφ.): σχολιάζω αρνητικά: Αν σε πιάσει στο ~ του, την πάτησες. Μην βάζεις στο ~ σου τέτοιες λέξεις, δεν κάνει., ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! (μτφ.-προφ.-υβριστ.): πάψε (να μιλάς), σκάσε! Πβ. δεν βγάζω άχνα/κιχ/μιλιά/τσιμουδιά, το βουλώνω., στόμα έχει και μιλιά δεν έχει (προφ.-μτφ.): μιλά ελάχιστα, δεν είναι φλύαρος: Όσες φορές τον έχω συναντήσει, ~ ~.|| (ειρων.) Είναι μια γλωσσοκοπάνα αυτή! ~ ~!, το έχω στο στόμα/στη γλώσσα (μου) (μτφ.-προφ.): είμαι έτοιμος να πω ή να θυμηθώ κάτι: Στο ~ μου το είχα, αλλά με πρόλαβες. ΣΥΝ. έχω κάτι στην άκρη της γλώσσας μου, το λέω και γεμίζει το στόμα μου (προφ.): για να δηλωθεί ευχαρίστηση, θαυμασμός: Είναι εκπληκτική δασκάλα, ~ ~!, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει μέλι βλ. στάζω, (η γλώσσα/το στόμα του) στάζει/έχει φαρμάκι/δηλητήριο/κακία/χολή βλ. στάζω, βάζω λόγια (/κουβέντες/λέξεις) στο στόμα κάποιου βλ. λόγια, βάζω φερμουάρ στο στόμα κάποιου βλ. φερμουάρ, βγάζει αφρούς (από το στόμα/από το κακό του) βλ. αφρός, γεια στο στόμα σου/ν' αγιάσει το στόμα/το στοματάκι σου! βλ. αγιάζω, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, δεν βάζω μπουκιά στο στόμα μου βλ. μπουκιά, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχω/κάνω/γίνεται κάτι καραμέλα στο στόμα μου βλ. καραμέλα, Θου, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου! βλ. φυλακή, κακές γλώσσες βλ. γλώσσα, κρέμομαι από τα χείλη/το στόμα κάποιου βλ. κρέμομαι, μάλλιασε το στόμα μου βλ. γλώσσα, με τη(ν) μπουκιά στο στόμα βλ. μπουκιά, με την κοιλιά στο στόμα βλ. κοιλιά, παίρνω/αρπάζω/κλέβω την μπουκιά (μέσα) από το στόμα κάποιου βλ. μπουκιά, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, πιπέρι στο στόμα/στη γλώσσα! βλ. πιπέρι, στέγνωσε το σάλιο/η γλώσσα/ο λαιμός/το λαρύγγι μου βλ. στεγνώνω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, σφραγίζω το στόμα μου βλ. σφραγίζω [< αρχ. στόμα, γαλλ. bouche, αγγλ. mouth]
στραβός, ή, ό στρα-βός επίθ. 1. που δεν είναι ίσιος, δεν έχει συμμετρικό σχήμα ή δεν βρίσκεται στη σωστή θέση: ~ή: γραμμή/μύτη. ~ό: διάφραγμα (= σκολιωτικό)/στόμα/χαμόγελο. ~ά: δόντια/κανιά (βλ. στραβοκάνης)/πόδια. Ο πίνακας/ο τοίχος είναι ~ (= γέρνει, είναι γερτός). Το κρεβάτι είναι ~ό, ίσιωσέ το. ΣΥΝ. λοξός (1), στρεβλός (2) ΑΝΤ. ευθύς (1), ίσιος (1) 2. (μτφ.-προφ.) που έχει σφάλμα, ελάττωμα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· ειδικότ. που φανερώνει δύστροπο άνθρωπο: ~ή: εξέλιξη/κίνηση/πορεία. ~ό: ξεκίνημα (ΑΝΤ. καλό)/ξύπνημα. ~ές: αντιλήψεις. Άλλη μια ~ή κίνηση κι έφυγες. Τα βρίσκει όλα ~ά. Όταν βλέπει κάτι ~ό, το σχολιάζει. Δεν έκανες τίποτα ~ό. ΣΥΝ. λανθασμένος. ΑΝΤ. ορθός, σωστός.|| ~ός: χαρακτήρας. ~ή: διάθεση. ~ό: κεφάλι (πβ. αγύριστο). Έπεσα σε ~ό υπάλληλο. ΣΥΝ. στρεβλός (1) 3. (προφ., για πρόσ.) που δεν βλέπει καλά ή καθόλου ή είναι αλλήθωρος: Χωρίς γυαλιά είμαι ~.|| Καλά, δεν με είδες; ~ή είσαι;|| (μτφ.) Θέλησε να δώσει μαθήματα δημοκρατίας σε ~ούς. Πβ. αδαής, απληροφόρητος. ΣΥΝ. τυφλός (1) ● Ουσ.: στραβά (τα) 1. {σπανιότ. στον εν.} ελαττώματα, λάθη: Τον αγαπάει μ' όλα τα ~ του (πβ. μειονέκτημα). Αναφέρθηκε στα ~ της τηλεόρασης (πβ. τα κακώς κείμενα/έχοντα).|| Μη μου χτυπάς κάθε ~ό που κάνω. 2. (μειωτ.) μάτια: Κοίτα μπροστά σου, τι τα 'χεις τα ~ σου;, στραβή (η) (αργκό): αναποδιά, τυχαίο σφάλμα: Σε κάθε ~ τα ρίχνει πάνω μου. Φοβάμαι μη γίνει καμιά ~ και χαλάσει η συμφωνία. Με την πρώτη ~, τον έδιωξαν (: με το πρώτο λάθος, αστοχία). ● επίρρ.: στραβά: στις σημ. 1,2: Φόρεσες ~ τη φούστα σου. [13ος αι.] || Η μέρα ξεκίνησε ~. Ξύπνησες ~ κι όλα σου φταίνε. ΣΥΝ. ανάποδα ● ΦΡ.: ανοίγω τα στραβά μου {συνήθ. στο β' και γ' πρόσ.} (προφ.-μειωτ.): διαβάζω, ενημερώνομαι, κατανοώ, μαθαίνω: Δεν θέλουν να ανοίξουν τα ~ τους. Αμόρφωτε, άνοιξε τα ~ σου (πβ. ξύπνα)! Βλ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου). , βάζω/φοράω το καπελάκι μου στραβά (μτφ.-προφ.): δεν επηρεάζομαι από δυσάρεστες καταστάσεις και γεγονότα, αδιαφορώ: Αν δεν σε θέλει, βάλε/φόρα το καπελάκι σου ~ και φύγε!, για να λέμε/πούμε και του στραβού το δίκιο (προφ.): για να είμαστε αντικειμενικοί, ειλικρινείς: Βέβαια/πάντως, ~ ~, έχεις κι εσύ μερίδιο ευθύνης. Πληρώσαμε πολλά, αλλά, ~ ~, το φαΐ ήταν υπέροχο., κάτι πηγαίνει στραβά (προφ.): δεν έχει ευνοϊκή εξέλιξη: Τι (μπορεί να) πήγε ~; Αν κάτι πάει ~, πες μου το! Όλα ~ μού πάνε., παίρνω/βλέπω κάτι στραβά (προφ.): παρεξηγώ: Μην το πάρεις ~, αλλά θέλω να μείνω για λίγο μόνη. Εσύ μπορεί να έκανες πλάκα, αυτός όμως το πήρε/είδε ~ (= το πήρε αλλιώς, ανάποδα/από την ανάποδη). Βλ. βλέπω/παίρνω (κάποιον/κάτι) με καλό/με κακό μάτι., τα στραβά και (τα) ανάποδα (εμφατ.): τα αρνητικά φαινόμενα, οι δυσάρεστες πλευρές: ~ ~ των σύγχρονων κοινωνιών., (βλέπω/κοιτώ κάποιον/κάτι) με μισό/στραβό μάτι βλ. μάτι, (ήταν που) ήταν στραβό το κλήμα, το 'φαγε κι ο γάιδαρος βλ. κλήμα, (παίρνω τον) κακό/στραβό δρόμο βλ. δρόμος, ή στραβός είν' ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε βλ. γιαλός, κάνω τα στραβά μάτια βλ. μάτι, κουτσά στραβά βλ. κουτσός, κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα βλ. κουτσός, με στραβό αν κοιμηθείς, το πρωί θ' αλληθωρίζεις βλ. κοιμάμαι, ποιος στραβός/τυφλός δεν θέλει το φως του; βλ. φως, πολλές μαμές, στραβό το παιδί βλ. μαμή, σαν τους στραβούς στον Άδη βλ. Άδης, το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει βλ. φωτιά [< μτγν. στραβός]
σύκο [σῦκο] σύ-κο ουσ. (ουδ.): ΒΟΤ. σχεδόν σφαιρικό και μαλακό φρούτο με πράσινη ή σκούρα μοβ φλούδα, υπόλευκη γλυκιά σάρκα και κόκκινο-λευκό εσωτερικό με πολλά σπόρια, που τρώγεται νωπό ή αποξηραμένο: άγρια/άσπρα/βασιλικά/μαύρα/ξερά/πρώιμα ~α. Γλυκό του κουταλιού ~ (πβ. συκαλάκι). Βλ. τσαπέλα. ● ΦΡ.: λέω τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη: μιλώ ξεκάθαρα, με ευθύτητα, χωρίς να μασώ τα λόγια μου. Πβ. τα λέω/μιλάω έξω από τα δόντια., καλόμαθε/γλυκάθηκε η γριά στα σύκα (θα φάει/κι έφαγε και τα συκόφυλλα) βλ. γριά [< αρχ. σῦκον]
σώζω [σῴζω] σώ-ζω ρ. (μτβ.) {έσω-σα, σώ-σει, -θηκα, -θεί, σώζ-οντας, -όμενος, σω-σμένος} & (λαϊκό) σώνω 1. απαλλάσσω από κίνδυνο, καταστροφή, φθορά ή ανεπιθύμητη κατάσταση· γλιτώνω: ~ τη ζωή (κάποιου). ~ την περιουσία/τα υπάρχοντά μου. ~ (κάποιον) από θάνατο/πνιγμό/πυρκαγιά/φωτιά. ~ (επιχείρηση) από κλείσιμο/λουκέτο/πτώχευση/χρεοκοπία. ~ (κάποιον) με αυταπάρνηση/με αυτοθυσία. Δεν με ~ει τίποτα (: αποκλείεται να ξεφύγω). ~ομαι από ατύχημα/από το χείλος του γκρεμού/από τύχη/ως εκ θαύματος. ~θηκε χάρη στην έγκαιρη μεταφορά της στο νοσοκομείο.|| (ΑΘΛ.) Ο αμυντικός ~σε την ομάδα από βέβαιο γκολ.|| (για μετριασμό αρνητικού αποτελέσματος:) Έκανε γκάφα, αλλά το ~σε κάπως την τελευταία στιγμή. Ο μόνος που ~σε την ταινία ήταν ο πρωταγωνιστής.|| (για πολιτιστικό αγαθό) Έργο/ναός/παράδοση που ~εται (= διατηρείται, παραμένει) ως τις μέρες μας. Τα ~όμενα έργα (του Ευριπίδη). Στην περιοχή ~ονται πολλά βυζαντινά μνημεία. Πβ. δια~. ΑΝΤ. καταστρέφω (1) 2. ΠΛΗΡΟΦ. εγγράφω δεδομένα στη μνήμη ηλεκτρονικού υπολογιστή, δισκέτας ή άλλης συσκευής: ~ το πρόγραμμα/τη συνομιλία/φωτογραφία σε σιντί. Το αρχείο είναι ~σμένο στον σκληρό δίσκο. ΣΥΝ. αποθηκεύω (2) 3. (μτφ.) αποδεικνύομαι χρήσιμος, βοηθώ σε μεγάλο βαθμό: Στις δύσκολες καταστάσεις με ~σε η ψυχραιμία μου. Από τότε που μετακόμισα εδώ, έχω ~θεί. Επένδυσε χρήματα στην επιχείρηση και ~θηκε. Αν πάρω τα χρήματα, ~θηκα. 4. διατηρώ (κάτι) αναλλοίωτο, ακέραιο ή ανεπηρέαστο: ~ την αξιοπρέπειά/εκτίμησή/τιμή/υπόληψή μου. ● σώθηκε (κυρ. παλαιότ.-λαϊκό): τελείωσε: (Μας) ~ το λάδι/το πετρέλαιο. ● ΦΡ.: έσωσε την παρτίδα/το παιχνίδι: απέτρεψε ήττα, κίνδυνο ή καταστροφή: (για ομάδα:) ~ ~ στις καθυστερήσεις, παίρνοντας την ισοπαλία.|| (για εταιρεία:) Χάρη στις εξαγωγές εκτίναξε τις πωλήσεις και ~ ~., ο σώζων εαυτόν σωθήτω: για περιπτώσεις κινδύνου, αναταραχής, όπου ο καθένας ενδιαφέρεται να βοηθήσει μόνο τον εαυτό του., τώρα σώθηκα! & σώθηκα!: (ειρων.) όταν δεν περιμένει κανείς κάποια επιθυμητή ενέργεια, εξέλιξη: Περιμένεις βοήθεια από αυτόν; ~ ~ες!, γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου βλ. λύκος, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του βλ. κεφάλι, κρατώ/τηρώ/σώζω τα προσχήματα βλ. πρόσχημα, σώζω/γλιτώνω το τομάρι μου βλ. τομάρι ● βλ. σώσε [< 1: αρχ. σῴζω 2: αγγλ. save, 1961]
τολμώ [τολμῶ] τολ-μώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τολμ-άς ..., -ώντας | τόλμ-ησα, -ήσει, σπάν. -άται, -ήθηκε, -ηθεί} & τολμάω 1. έχω την τόλμη να κάνω κάτι ή ενεργώ άφοβα: Δεν ~ να τον ενοχλήσω. Τόλμα, αν μπορείς! Είμαι ο μόνος που ~ά να της αντιμιλήσει. Στη συνέντευξη ~ά μια εκ βαθέων εξομολόγηση. Από τότε δεν ~ησε να με ξαναπλησιάσει. Αν και είναι παρακινδυνευμένο, θα το ~ήσω (πβ. αποπειρώμαι, επιχειρώ, προσπαθώ).|| (ως έκφρ. ευγενείας) ~ να σας απασχολήσω λίγο (πβ. παίρνω το θάρρος).|| Στη ζωή πρέπει να ~άς (= να είσαι τολμηρός). Πβ. ρισκάρω. ΑΝΤ. δειλιάζω 2. έχω το θράσος να κάνω κάτι που δείχνει απρέπεια: ~άς και με κοιτάς στα μάτια μετά από όλα αυτά; Κανείς δεν έχει ~ήσει να μου πει κάτι τέτοιο. (απειλητ.) Όποιος ~ήσει να γελάσει, θα το πληρώσει ακριβά! Πβ. απο~. ● ΦΡ.: ... αν τολμάς! (προφ.): ως πρόκληση για να κάνει κάποιος κάτι: Σήκω πάνω, ~ ~ (ΣΥΝ. αν σου βαστάει, αν κοτάς)!, για τόλμα (να ...)! (προφ.): ως πρόκληση ή απειλή: ~ ~ να πλησιάσεις και τα λέμε! ~ ~ να μην έρθεις!, δεν τολμώ (ούτε) να ...: δεν θέλω να, φοβάμαι και να: ~ ~ σκεφτώ τι θα γίνει αν ... Δεν τολμώ να αφήσω τα παιδιά ούτε λεπτό μόνα τους., μην τολμήσεις (να/και ...)! (απειλητ.): για αποτροπή πιθανής ενέργειας κάποιου, μην επιχειρήσεις: ~ ~ να μου ξαναμιλήσεις! ~ ~ και ξαναέρθεις!, να τολμήσω ...; (+ αιτ./+ να): (ως έκφρ. ευγενείας σε ερώτηση) μπορώ να: ~ ~ (ενν. να κάνω) μια υπόθεση; ~ ~ να ρωτήσω κάτι τρελό; , ο τολμών νικά (παροιμ.): ως προτροπή για ανάληψη πρωτοβουλίας, ριψοκίνδυνης δράσης., πώς τολμάς (να/και);: ως έκφρ. αγανάκτησης για την αγενή συμπεριφορά κάποιου: ~ ~ και μου αντιμιλάς; Πώς τόλμησες να μου το κάνεις αυτό;, τολμώ να πω: κειμενικός δείκτης για την έκφραση προσωπικής γνώμης με ήπιο τρόπο: ~ ~ πως κάνετε λάθος. Πβ. θα έλεγα. [< αρχ. τολμῶ]
τόσος, η, ο τό-σος δεικτ. αντων. 1. πάρα πολύς: Πάει ~ καιρός. ~ο αγώνα κάναμε. Αισθανόταν ~η χαρά! Κρίμα ~η δουλειά να πάει χαμένη. Εδώ και ~ους μήνες δεν έχει έρθει. Έφυγε και αυτός, όπως ~οι άλλοι.|| (σε αρνητ. πρόταση, με μετριαστική σημασία) Πριν όχι και ~α πολλά χρόνια.|| (ως ουσ.) Λένε ~α (= ένα σωρό) γι' αυτόν. Έκανε ~α για μας! 2. τέτοιος στο μέγεθος, την ένταση: Ποτέ άλλοτε δεν είχε ~η δύναμη. Τι σου κάνει ~η εντύπωση; Δεν του αξίζει ~η αναγνώριση.|| (ως ουσ.) ~α ακριβώς ξόδεψα. Με ~α που ακούω κάθε μέρα, πώς να μην ανησυχώ; 3. και κάτι, περίπου: Έχουν περάσει σαράντα ~α χρόνια. Μου κόστισε διακόσια ~α ευρώ.|| (αόριστα) Δίνει ~α για σπίτι, ~α για φαΐ, ~α για ντύσιμο. ● ΦΡ.: μια (φορά) στις τόσες/στα τόσα: αραιά και πού, σποραδικά: Τον βλέπουμε ~ ~. Μη μας παρεξηγείς, αν, μια στις τόσες, μας παρασύρει ο ενθουσιασμός., το τόσο το κάνει τόσο: μεγαλοποιεί τα πράγματα., τόσα ξέρει, τόσα λέει (μειωτ.): για κάποιον που δεν είναι καλά ενημερωμένος, που έχει άγνοια ή δεν κατανοεί κάτι., τόσοι και τόσοι: τόσοι πολλοί: ~ ~ έγραψαν για τον συνθέτη. Έχουν ~ες και ~ες ιστορίες να πουν. Έχουμε ακούσει ~α και ~α γι' αυτή., τόσος ... όσος .../όσος ... τόσος ...: για να δηλωθεί αναλογία, ισοδυναμία, αντιστοιχία: Δόθηκαν τόσες απαντήσεις, όσες και οι οπτικές γωνίες των ερωτώμενων.|| (προφ.) Ζήτα (ενν. τόσα) όσα θες., τόσος ... ώστε/που: ένα ορισμένο μέγεθος επιφέρει ένα αντίστοιχο αποτέλεσμα: Yπήρχε τόσος συνωστισμός, που δεν μπορούσες να προχωρήσεις. Η προσέλευση του κοινού ήταν τόση, ώστε η παράσταση άργησε να αρχίσει., τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., άλλος τόσος βλ. άλλος [< αρχ. τόσος]
τραγούδι τρα-γού-δι ουσ. (ουδ.) {τραγουδ-ιού | -ιών} 1. σύντομη συνήθ. μουσική σύνθεση που αποτελεί μελοποίηση στίχων· γενικότ. κάθε μουσικό κομμάτι που προορίζεται για μία ή περισσότερες φωνές: αποκριάτικο/εμπορικό/εύθυμο/μελαγχολικό/ποιοτικό/πολιτικό/σατιρικό/χριστουγεννιάτικο ~. Ένα ερωτικό/ποπ/ραπ/ροκ/τζαζ ~. Είδος/εκτέλεση/ερμηνεία/κουπλέ/ρεσιτάλ/ρεφρέν/στίχοι ~ιού. Διαγωνισμός/φεστιβάλ ~ιού. Το βιντεοκλίπ/τα δικαιώματα/η ενορχήστρωση/τα λόγια/η μελωδία/ο ρυθμός/ο σκοπός/οι στροφές του ~ιού. Ακυκλοφόρητα/ανάλαφρα/αντάρτικα/ευχετικά/θρησκευτικά/παιδικά/παραδοσιακά/πατριωτικά/πιασάρικα/ρεμπέτικα ~ια. ~ια διαμαρτυρίας/διαφημίσεων (πβ. τζινγκλ). Το ~ των τίτλων μιας ταινίας/τηλεοπτικής σειράς (βλ. σάουντρακ). Ακούω/γράφω/διασκευάζω/ηχογραφώ/λέω/τραγουδώ ένα ~. Έβγαλε καινούργια ~ια (= νέο σιντί). Ο δίσκος περιέχει/περιλαμβάνει δέκα ~ια. Στη συναυλία θα ερμηνεύσουν/παρουσιάσουν παλιά και νέα ~ια τους. Πβ. άσμα. Βλ. καντάδα, μπαλάντα, νανούρισμα, σκυλοτράγουδο, σουξέ, χιτ, ωδή. 2. (περιληπτ.) σύνολο τραγουδιών με κοινά στοιχεία και το αντίστοιχο μουσικό είδος: το ελληνικό/κλασικό/μοντέρνο/ξένο/πολυφωνικό/σύγχρονο/χορωδιακό ~. Διδάσκει θεατρικό ~. Το ~ της δεκαετίας του '60/'90. Το ~ του χθες και το ~ του σήμερα. 3. (κατ' επέκτ.-συνήθ. λογοτ.) διακριτικός ή χαρακτηριστικός φυσικός ήχος που έχει μελωδικότητα, μουσικότητα, ρυθμό: το ~ του αέρα/της βροχής/του νερού. Tο ~ του γρύλου/των πουλιών (= κελάηδημα). Τα τζιτζίκια άρχισαν το ~ τους. 4. η τέχνη του τραγουδιστή: Έκανε μαθήματα ~ιού στο Ωδείο/με διεθνούς φήμης δασκάλους.|| Από μικρός είχε μεγάλη κλίση στο ~ (= να τραγουδά. Πβ. τραγούδημα). 5. επαγγελματική ενασχόληση με το τραγούδι: βιομηχανία/σταρ του ~ιού. Ασχολείται με το/κάνει καριέρα στο ~. 6. ΛΟΓΟΤ. λυρικό ποίημα ή μπαλάντα. Βλ. πεζοτράγουδο. ● Υποκ.: τραγουδάκι (το) ● Μεγεθ.: τραγουδάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δημοτικό τραγούδι βλ. δημοτικός, ελαφρό τραγούδι βλ. ελαφρύς, ελαφρολαϊκό (τραγούδι) βλ. ελαφρολαϊκός, έντεχνο (τραγούδι) βλ. έντεχνος, έντεχνο λαϊκό (τραγούδι) βλ. έντεχνος, λαϊκό τραγούδι βλ. λαϊκός ● ΦΡ.: ... και θα πεις κι ένα τραγούδι (προφ.-εμφατ.): σε περιπτώσεις που κάποιος αναγκάζεται να κάνει κάτι: Θα έρθεις μαζί μας ~ ~! Πβ. θέλοντας ή μη/και μη., πιάνω το/το ρίχνω στο τραγούδι (προφ.): αρχίζω να τραγουδώ: Η παρέα μετά το φαγητό έπιασε το ~. Ξαφνικά παίρνει το μικρόφωνο και το ρίχνει στο ~., τον/την κέρδισε το τραγούδι: ξεκίνησε ασχολούμενος με κάτι άλλο και τώρα κάνει καριέρα ως τραγουδιστής/τραγουδίστρια., όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει βλ. χορός, τραγούδια της τάβλας βλ. τάβλα [< μεσν. τραγούδι]
υστέρα [ὑστέρα] υ-στέ-ρα ουσ. (θηλ.) (αρχαιοπρ.): ΑΝΑΤ. μήτρα. [< αρχ. ὑστέρα]
φέρω φέ-ρω ρ. (μτβ.) {έφερ-α, φέρ-ει, -θηκε, -θεί, -οντας, (λόγ. μτχ. ενεστ.) -ων, -ουσα, -ον, -όμενος} (λόγ.): έχω κάτι πάνω μου ή γενικότ. έχω: Αποστολή μηνύματος που ~ει ψηφιακή υπογραφή. Το ψηφοδέλτιο ~ει τη σφραγίδα του συνδέσμου. Προϊόν που ~ει την ένδειξη ... Κρίθηκαν ανίκανοι/ικανοί να ~ουν όπλο (πβ. κρατώ). Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να ~ουν την ταυτότητά τους (: να την έχουν μαζί τους). Έντομα που ~ουν κεραίες.|| ~ουν κράνος/στολή. Διακριτικά βαθμού που ~ονται στις επωμίδες. Πβ. φορώ.|| Το βάρος του τρούλου ~ουν ογκώδεις πεσσοί (πβ. βαστώ, σηκώνω, στηρίζω, υποβαστάζω). Το ~όμενο φορτίο.|| Δεν ~ουμε καμία ευθύνη για το περιεχόμενο της ιστοσελίδας (πβ. αναλαμβάνω, παίρνω). ~ει βαρύ όνομα. ~ει βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση. Τα βρέφη που ~ουν το σύνδρομο είναι λιποβαρή. Οι απόφοιτοι της Σχολής Ικάρων ~ουν τον βαθμό του ανθυποσμηναγού. Ο ναός ~ει αγιογραφίες του 16ου αι. Το άρθρο/η εισήγηση ~ει τον τίτλο ... ● Παθ.: φέρεται 1. (απρόσ.) λέγεται, θεωρείται, πιστεύεται ότι: ~ να έκανε την ακόλουθη δήλωση .../ότι διακινούσε ναρκωτικά/(ως) εμπλεκόμενος σε σκάνδαλο. ~ονται εγγεγραμμένοι ... φοιτητές. Ο ~όμενος ως δολοφόνος/δράστης/εμπρηστής. ~όμενη: απόπειρα (απαγωγής). Πβ. φημολογείται.|| (στην ενεργ. φωνή) Φήμες ~ουν ότι/τον ~ουν να παραιτείται. Οι πληροφορίες ~ουν τις δύο εταιρείες να συνεργάζονται. 2. (επίσ.) μεταφέρεται: Πυροβόλο που ~ επί τροχοφόρου οχήματος. Οι πύραυλοι ~ονται από τα αεροσκάφη., φέρομαι: συμπεριφέρομαι: ~εται αλαζονικά/απερίσκεπτα/άσχημα (πβ. παρα~)/βίαια/εγωιστικά/κόσμια/πολιτισμένα/σωστά/φιλικά/φυσιολογικά. Μη ~εσαι σαν παιδί! Φέρσου σαν άντρας! Ξέρει να ~εται. Δεν μας ~ονται καλά. Της ~θηκε άψογα/σκάρτα. Δεν ξέρω πώς να ~θώ. Πβ. ενεργώ.|| Η ζωή τού ~θηκε γενναιόδωρα. ● ΦΡ.: φερ' ειπείν & (σπάν.) φερειπείν (λόγ.): για παράδειγμα, που λέει ο λόγος: Εάν, ~ ~, θέλω να ..., φέρει στους ώμους του & φέρνει στους ώμους του 1. (μτφ.) επωμίζεται: Έχουν επίγνωση της ευθύνης/της κληρονομιάς/του χρέους που ~ουν ~ τους. ~ ~ το βάρος των επιλογών του. 2. κουβαλά: ~ουν ~ τους τον Επιτάφιο., άγεται και φέρεται βλ. άγω, φέρει τον κίνδυνο βλ. κίνδυνος, φέρνω/φέρω κάτι σε/εις πέρας βλ. πέρας, φέρω (κάτι) βαρέως βλ. βαρέως, φέρω σε γνώση/εις γνώσιν κάποιου βλ. γνώση, φοβού τους Δαναούς και δώρα φέροντας βλ. Δαναοί [< αρχ. φέρω, γαλλ. (se) porter, αγγλ. be reported]
-φύλακας: το ουσιαστικό φύλακας ως β' συνθετικό: αρχαιο~/δεσμο~. Νυκτο~. Αγρο~/ακτο~/δασο~.|| (ΑΘΛ.) Τερματο~.|| (μτφ.) Νομο~.
χέζω χέ-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έχε-σα, χέ-σει, -στηκα, -στεί, χέζ-οντας, χε-σμένος} (προφ.) 1. αφοδεύω. Πβ. αποπατώ, ενεργούμαι, κάνω την ανάγκη μου. 2. (υβριστ.) βρίζω χυδαία, προσβάλλω: Μη σε ~σω! Θα ~στούμε (= τσακωθούμε), αν το ξανακάνεις! Πβ. ξε~. 3. (εμφατ.) για να δηλωθεί ότι κάτι γίνεται σε μεγάλο βαθμό: ~στηκε απ' τον φόβο (= φοβήθηκε πολύ, τα 'κανε πάνω του)/τη χαρά του.|| ~στήκαμε στα γέλια (= ξεκαρδιστήκαμε). Πβ. κατουριέμαι. 4. ευτελίζω, απαξιώνω: Την έχει ~σει (= ξεφτιλίσει) εντελώς την κουβέντα.|| Να τις ~σω (= βράσω) τέτοιες διακοπές, δεν μου χρειάζονται. ● χέστηκα (αργκό): αδιαφορώ παντελώς, δεν με νοιάζει: Κάνε ό,τι θες! ~! ~ αν θα με πάρει τηλέφωνο. Προσωπικά, ~ για το τι λένε οι άλλοι (: ποσώς με ενδιαφέρει/σκασίλα μου). ● ΦΡ.: (εμένα) να με χέσεις! (προφ.): για κάτι αδύνατο, απίθανο: Αν βγάλεις άκρη/αν με ξαναδείς, ~ ~!, δεν/να πά(ει) να χεστεί! (προφ.): δηλωτικό αγανάκτησης ή θυμού: ~ ~ κι αυτός!, είπαν του τρελού να χέσει κι εκείνος ξεκωλώθηκε & είπαν της γριάς να χέσει κι αυτή ξεκωλιάστηκε (παροιμ.): για κάποιον που χρησιμοποιεί αλόγιστα κάτι που του παραχωρήθηκε ή κάνει σε υπερβολικό βαθμό κάτι που του είπαν ή τον άφησαν να κάνει., έχω κάποιον χεσμένο (αργκό-υβριστ.): τον περιφρονώ τελείως, δεν τον υπολογίζω: Τους έχει όλους ~ους κανονικά (= γραμμένους στα παλιά του τα παπούτσια)., μη χέ(σω) (τώρα) (προφ.): δηλωτικό αμφισβήτησης ή περιφρόνησης: Το παίζει και σπουδαίος! ~ ~! Η (~ ~) όμορφη παρουσιάστρια ..., όποιος χέζει/κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στ' αλάτι (παροιμ.): οι κακές πράξεις μακροπρόθεσμα έχουν αρνητικές συνέπειες σε αυτούς που τις κάνουν., χέσ' τον/γάμα τον (αργκό): παράτησέ τον, άφησέ τον: ~ ~ (= άσ' τον), αφού δεν θέλει να έρθει., χέσε μέσα! (αργκό): για να δηλωθεί απαξίωση, απογοήτευση ή απαισιοδοξία: ~ ~! Έφαγα πρόστιμο! Η κατάσταση είναι ~ ~ (= χάλια, σκατά)! , χεστήκαμε κι η βάρκα γέρνει (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί πλήρης αδιαφορία για κάτι επουσιώδες., χέστηκε η φοράδα στ' αλώνι (μτφ.-προφ.): δηλωτικό περιφρόνησης, αδιαφορίας για κάτι ασήμαντο ή αναμενόμενο. ΣΥΝ. κάτι τρέχει στα γύφτικα, βρίζω/χέζω (κάποιον) πατόκορφα βλ. πατόκορφα, δεν μας γαμάς/χέζεις; βλ. γαμώ, έκανε (και) η μύγα κώλο και/κι έχεσε τον κόσμο όλο βλ. κώλος, έχει λερωμένη/χεσμένη τη φωλιά του βλ. φωλιά, κάτσε/χέζε ψηλά κι αγνάντευε βλ. αγναντεύω, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< αρχ. χέζω]
χεράκι χε-ρά-κι ουσ. (ουδ.) 1. (οικ.) χέρι: Γλυκό από τα χρυσά ~ια της μαμάς.|| (μτφ.) ~ φαγούρας (πβ. ξυστήρι πλάτης). 2. χειρολαβή: τσάντες με εύκαμπτο πλαστικό ~. ΣΥΝ. χερούλι 3. η σπάλα του αρνιού ή του κατσικιού. 4. {κυρ. στον πληθ.} μικρό μαξιλαράκι, ανατομικά σχεδιασμένο για την εκγύμναση των χεριών κατά την προπόνηση των κολυμβητών: ~ια κολύμβησης. 5. ΠΛΗΡΟΦ. (στην οθόνη του υπολογιστή) ο κέρσορας με τη μορφή λευκού χεριού που δείχνει κάτι. Βλ. βέλος. ● ΣΥΜΠΛ.: χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια ● ΦΡ.: βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου (προφ.): ζημιώνομαι από δικό μου λάθος: Δεν είμαι τρελός να βάλω ~ ~ (και) να βγάλω ~ ~., τα λέω ένα χεράκι (προφ.) 1. & τα ψέλνω ένα χεράκι: επιπλήττω, μαλώνω: Τα είπα/έψαλα ~ στους αρμόδιους και το φχαριστήθηκα. ΣΥΝ. τα ψέλνω/τα ψάλλω σε κάποιον 2. συζητώ με κάποιον, συχνά σε έντονο τόνο: Ήρθε απ' το σπίτι και τα είπαμε ~., βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου βλ. χέρι, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, χέρι-χέρι/χέρι με χέρι βλ. χέρι [< 5: αγγλ. hand (cursor)]
χορός χο-ρός ουσ. (αρσ.) 1. ρυθμικές κινήσεις ή/και βήματα που εκτελούνται από ένα ή περισσότερα άτομα σε ζεύγη ή ομάδα, με τη συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού, ως τρόπος ψυχαγωγίας ή εξωτερίκευσης συναισθημάτων: ασταμάτητος/αυτοσχέδιος/γρήγορος/ζωηρός ~. Αισθησιακός/προκλητικός ~. Αίθουσα/βραδιά/διαγωνισμός/πίστα ~ού. Εντυπωσίασε με τον ~ό της. Γλέντι/ξεφάντωμα με ~ούς και τραγούδια. Ρίξαμε κάτι ~ούς (: χορέψαμε πολύ)!|| Ανδρικός/γυναικείος/κυκλικός/λεβέντικος/μικτός/μοναχικός ~. Δημοτικοί/λαϊκοί/νησιώτικοι/παραδοσιακοί/τοπικοί ~οί. Βλ. ζεϊμπέκικο, συρτάκι, χασάπικο, χασαποσέρβικο.|| Ανατολίτικος/τσιγγάνικος ~. Ευρωπαϊκοί/φολκλορικοί ~οί. Βλ. βαλς, λάτιν, μάμπο, πόλκα1, ρέγκε, ρούμπα, σάλσα, τάνγκο, τσα τσα (τσα), φλαμένγκο.|| (μτφ.) Ο ~ των κυμάτων/μελισσών. 2. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. (ειδικότ.) ως τέχνη, καλλιτεχνική δραστηριότητα: έντεχνος ~. Κλασικός ~ (= μπαλέτο). Καθηγητής/κριτικός/μαθήματα/ομάδα/σχολή (πβ. χοροδιδασκαλείο) ~ού. Παπούτσια/φορμάκι ~ού. 3. χοροεσπερίδα: αποκριάτικος ~. Αποχαιρετιστήριος ~ των τελειοφοίτων του ... ~ μεταμφιεσμένων (= μπαλ μασκέ). Φόρεμα για ~ό. Ο ετήσιος ~ του συλλόγου ... 4. (μτφ.) σύνολο ομοειδών πραγμάτων ή συμβάντων που διαδέχονται το ένα το άλλο με μεγάλη συχνότητα: Συνεχίζεται ο ~ των αντιδράσεων/αποκαλύψεων/γκολ/μεταγραφών/σκανδάλων/στοιχημάτων.|| Άνοιξαν τον ~ό των μεταλλίων. 5. σύνολο χορευτών ή κατ' επέκτ. προσώπων που ψάλλουν· ομάδα μεταφυσικών όντων ή ιερών μορφών: ο πρώτος του ~ού.|| (ΑΡΧ.) Ο ~ του αρχαίου δράματος (βλ. ημιχόριο). Η πάροδος του ~ού. Ο κορυφαίος/τα μέλη του ~ού. Βλ. όρχηση.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αριστερός/δεξιός ~. Ο ~ των ψαλτών. Πβ. χορωδία. Βλ. χοροστάσιο.|| ~ αγγέλων/Αγίων/μαρτύρων (= χορεία). ● ΣΥΜΠΛ.: μοντέρνος χορός & (προφ.) μοντέρνο: ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. μορφή χορού με συγκεκριμένο σύστημα και τεχνική, που αναπτύχθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα από πρωτοπόρους χορευτές και χορογράφους, ως αντίδραση στους αυστηρούς περιορισμούς του κλασικού μπαλέτου. [< αγγλ. modern dance, 1912] , αντικριστός (χορός) βλ. αντικριστός, ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας, πυρρίχιος χορός βλ. πυρρίχιος, σύγχρονος χορός βλ. σύγχρονος, χορός της κοιλιάς βλ. κοιλιά ● ΦΡ.: ανοίγω τον χορό 1. αρχίζω πρώτος να χορεύω, συνήθ. όπως το ορίζει το έθιμο, ώστε να ξεκινήσουν και οι άλλοι: Η νύφη ~ξε ~ στο γλέντι. 2. (μτφ.) κάνω την αρχή σε κάτι το οποίο θα επαναληφθεί (αμέσως μετά) από άλλους με μεγάλη συχνότητα: ~ξαν ~ των κινητοποιήσεων.|| Ανοίγει ο χορός των απεργιών (: αρχίζουν οι απεργίες). [< γαλλ. ouvrir le bal] , αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει!: από τη στιγμή που έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση συνήθ. αρνητική, θα πρέπει να την υποστούμε και να αποδεχθούμε τις πιθανές συνέπειες., εν χορώ (λόγ.): όλοι μαζί, ταυτόχρονα: Απάντησαν/μιλούσαν/συμφώνησαν/τραγούδησαν/φώναξαν ~ ~. Πβ. ομόφωνα, με μια φωνή.|| (Για κάτι που λέγεται από πολλούς μαζί:) Διαμαρτυρίες/συνθήματα ~ ~., μπαίνω στον χορό 1. αρχίζω να χορεύω μαζί με άλλους σε κυκλικό χορό. 2. (μτφ.) εισέρχομαι και εγώ σε μια κατάσταση: Η εταιρεία μπήκε ~ των εξαγορών/προσφορών/συγχωνεύσεων. ΣΥΝ. βάζω/μπάζω (κάποιον) στο παιχνίδι, όποιος είναι έξω από τον χορό, πολλά τραγούδια λέει/ξέρει & έξω από τον χορό πολλά τραγούδια λέγονται (παροιμ.): είναι εύκολο να κρίνει και να επικρίνει κάποιος μια κατάσταση ή μια υπόθεση, όταν αγνοεί τις δυσκολίες της., στήνω (τον) χορό: ξεκινώ να χορεύω συνήθ. κυκλικό χορό: ~σαν ~ με δημοτικά στην πλατεία.|| (μτφ., για κάτι που κάνει την εμφάνισή του με ένταση ή μεγάλη συχνότητα) Οι αναμνήσεις ~ουν ~. Τα μικρόβια/ποντίκια έχουν στησει τρελό ~., χορός στον πάγο: κατηγορία καλλιτεχνικού πατινάζ, η οποία δίνει έμφαση στις ελεύθερες χορευτικές φιγούρες. [< αγγλ. ice dancing] , (ο χορός) καλά κρατεί βλ. κρατώ, ο χορός του Ζαλόγγου βλ. Ζάλογγο, σέρνω τον χορό βλ. σέρνω [< αρχ. χορός]
χρυσόστομος, η, ο χρυ-σό-στο-μος επίθ.: στη ● ΦΡ.: πες τα, χρυσόστομε! (προφ.): ως επιδοκιμασία σε κάποιον που έχει το θάρρος να διατυπώσει γνώμη την οποία συμμεριζόμαστε απόλυτα, αλλά συνήθ. διστάζουμε να εκφέρουμε: ~ ~, ν' ακούσουν μερικοί μερικοί. Πβ. γεια στο στόμα σου. [< μτγν. χρυσόστομος]
χύμα χύ-μα επίρρ. (προφ.) 1. (για εμπόρευμα που δεν έχει παραχθεί σε οργανωμένη βιομηχανική μονάδα) ασυσκεύαστος, έτσι ώστε ο αγοραστής να επιλέγει την ποσότητα που επιθυμεί: γιαούρτι/ζάχαρη/κρασί (ΑΝΤ. εμφιαλωμένος)/λουκούμια/παγωτό/φακές/φέτα/χαλβάς ~. Τσάι/χαμομήλι ~ σε σελοφάν (ΑΝΤ. τυποποιημένος). ~ τσιμέντο. ~ εισαγωγές/εξαγωγές/καταναλώσεις/πωλήσεις. Μεταφορές εμπορευμάτων/φορτίων/χημικών ~. Πβ. χύδην. ΑΝΤ. συσκευασμένος 2. χωρίς τάξη· σκόρπιος, διασκορπισμένος: σελίδες/σημειώσεις πεταμένες ~ στο πάτωμα (: ανάκατα, ανακατωμένα, διάσπαρτα).|| (ως επίθ., μτφ.) ~ κατάσταση. ~ λέξεις/σκέψεις. 3. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός για άτομο που δεν έχει οργάνωση στη ζωή του ή δεν περιποιείται την εμφάνισή του: Είναι πολύ ~ (: δεν είναι συγκροτημένος). Πβ. ακατάστατος, ανοργάνωτος, χαλαρός. Βλ. αφηρημένος, παρορμητικός.|| Ντυμένος ~ (ΑΝΤ. κυριλέ). ● ΦΡ.: μιλώ/τα λέω(/τα ρίχνω) χύμα και τσουβαλάτα/σταράτα/τσεκουράτα (προφ.): απευθύνομαι σε κάποιον χωρίς περιστροφές, με ειλικρίνεια, θάρρος και συνήθ. επικριτικό ύφος. Πβ. ωμά. ΣΥΝ. μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια, στα ίσ(ι)α (2), χύμα στο κύμα (αργκό): χωρίς τάξη, οργάνωση: (ως επίθ.) εντελώς/πολύ ~ ~ άτομο/κατάσταση.|| Εμφάνιση ~ ~ (= πολύ ατημέλητη)., έφαγε σαβούρα/σούπα/χύμα βλ. σαβούρα [< μτγν. χύμα ‘μάζα, συνονθύλευμα’]
ψέμα ψέ-μα ουσ. (ουδ.) {ψέμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ισχυρισμός εσκεμμένα αναληθής, με σκοπό την απόκρυψη ή παραποίηση της αλήθειας: αθώο/αισχρό/βολικό/ελεεινό/κακόβουλο/καραμπινάτο/κατάφωρο/μικρό/τεράστιο/πρωταπριλιάτικο/συνειδητό/χοντρό ~. Απροκάλυπτα/ασύστολα/επικίνδυνα/συνηθισμένα/τερατώδη (= τερατολογίες)/χονδροειδή ~ατα. Είναι ~ ότι ... (πβ. μούσι, μούφα, φόλα). Μας έχει φλομώσει/ταράξει στα ~ατα. Είναι όλα ~ατα (= ανακρίβειες, αναλήθειες, μυθεύματα, χαλκεύματα, παραμύθια). Άσ' τα ~ατα, δεν σε πιστεύω! Μας έχει αραδιάσει ένα σωρό ~ατα (ή λόγ., σωρεία ~άτων)/του κόσμου τα ~ατα/~ατα με ουρά! Διαδίδει ~ατα (= ψευδολογίες, ψευτιές). Πβ. ψεύδος. Το ~ είναι το αλάτι της αλήθειας (παροιμ.). || Έχει βουλιάξει/ζει μες στο ~. Πβ. απάτη, πλάνη1, φενάκη. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε δεν μπορεί να υπάρξει ή είναι μάταιο, απατηλό: Πιστεύει ότι ο παντοτινός έρωτας είναι ένα ~ (= μύθος). ● Υποκ.: ψεματάκι (το) ● Μεγεθ.: ψεματάρα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: λευκό ψέμα: που λέγεται σκόπιμα από κάποιον, για να αποφύγει μια δυσάρεστη ή άβολη κατάσταση, και δεν εμπεριέχει δόλο ούτε έχει αρνητικές συνέπειες. Πβ. (τα) κατά συνθήκη(ν) ψεύδη. [< αγγλ. white lie] ● ΦΡ.: κακά τα ψέματα (προφ.): ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ας μη γελιόμαστε: ~ ~, χρειάζεται πολλή προσπάθεια, για να πετύχουμε. Έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας, ~ ~!, με τα ψέματα (κυρ. προφ.): χωρίς να το καταλάβω ή χωρίς (ιδιαίτερη) προσπάθεια: ~ ~ πέρασε η ώρα!|| ~ ~ δεν γίνεται δουλειά!, πες το ψέματα! (προφ.): ως επιβεβαίωση των λόγων του συνομιλητή μας: -Χρειάζεσαι ξεκούραση! -~ ~ (: έχεις δίκιο, σωστά)!, σαν ψέμα/ψέματα (προφ.): για κάτι που φαντάζει απίστευτο: Μου φαίνεται ~ ~ που είσαι εδώ/ότι θα τον ξαναδώ (: είμαι πολύ συγκινημένος/η). Ακούγεται ~ ~!, στα ψέματα/στα ψεύτικα (προφ.): χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα: Το είπε ~ ~ (πβ. στ' αστεία. ΑΝΤ. στα σοβαρά.). Έκανε ~ ~ την χαρούμενη (: προσποιητά, υποκριτικά). ΑΝΤ. στ' αλήθεια., τέλος/τέρμα/τέλειωσαν τα ψέματα/τ' αστεία/τα παραμύθια! & σώθηκαν τα ψέματα (προφ.): δεν υπάρχουν πια άλλα περιθώρια, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο: ~ ~, ξεκινώ δίαιτα/πρέπει να φύγω/ώρα για διάβασμα!, το ψέμα έχει κοντά ποδάρια (παροιμ.): αποκαλύπτεται γρήγορα. || (με την ίδια σημ. και το γνωμ.) Το ~ ποτέ δεν ζει για να γεράσει. [< μεσν. ψέμα]
ψωμί ψω-μί ουσ. (ουδ.) {ψωμ-ιού} 1. ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. βασικό είδος διατροφής που φτιάχνεται από ζύμη αποτελούμενη από αλεύρι, νερό, αλάτι και μαγιά και ψήνεται στον φούρνο: άζυμο/άσπρο/αφράτο/βιολογικό/γαλλικό (βλ. μπαγκέτα)/ζεστό/ζυμωτό/ιταλικό (βλ. τσιαπάτα, φοκάτσια)/καλαμποκίσιο (πβ. μπομπότα)/καψαλισμένο (βλ. μπρουσκέτα)/κριθαρένιο/μαύρο/μπαγιάτικο/παραδοσιακό/πιτυρούχο/πολύσπορο/σκληρό/σπιτικό/σταρένιο/στρογγυλό/σύμμικτο/τραγανό/φρέσκο/φρυγανισμένο ~. ~ με προζύμι (βλ. ανεβατό)/σουσάμι. ~ διαίτης/ολικής αλέσεως/σικάλεως/φόρμας. ~ για/του τοστ. ~ με ελιές (= ελιόψωμο)/σταφίδες (= σταφιδόψωμο). ~ και (= ψωμοτύρι)/με τυρί (= τυρόψωμο). ~ στα κάρβουνα. Η κόρα/η ψίχα/τα ψίχουλα του ~ιού. Μαχαίρι/μηχανή (= αρτοπαρασκευαστής)/ξύλο κοπής ~ιού. Ένα κιλό/μια φραντζόλα ~. Μια φέτα ~. Πβ. άρτος. Βλ. αρτο-, αρτοσκευάσματα, εφτάζυμο, κουλούρα, κουτσούνα, λαγάνα, λαδό-, τηγανό-, χριστό-ψωμο, παξιμάδι, φρυγανιά. 2. (κατ' επέκτ.) τα προς το ζην: αγώνας για το ~. Με το κλείσιμο της επιχείρησης, πολλές οικογένειες έχασαν το ~ τους. 3. (ΚΔ) τα υλικά αγαθά: Ο άνθρωπος δεν ζει μόνο με ~. ● Υποκ.: ψωμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: χωριάτικο ψωμί/ψωμί χωριάτικο βλ. χωριάτικος, ψωμί πολυτελείας βλ. πολυτέλεια ● ΦΡ.: (λέω) το ψωμί ψωμάκι (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζω μεγάλες οικονομικές δυσκολίες, είμαι πολύ φτωχός: Με τέτοια κρίση, θα πούμε ~ ~!, για ένα κομμάτι/ένα καρβέλι/μια μπουκιά ψωμί (μτφ.-προφ.): για πολύ λίγα χρήματα: Δούλευε όλη μέρα ~ ~. Πούλησε το οικόπεδο ~ ~. ΣΥΝ. αντί/έναντι πινακίου φακής, δεν έχει ψωμί να φάει (μτφ.-προφ.): είναι πολύ φτωχός, λιμοκτονεί. Πβ. ψωμολυσσάω., έχει (πολύ) ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.): απαιτεί πολύ χρόνο, έχει ακόμη πολλή δουλειά μέχρι να ολοκληρωθεί: Η υπόθεση ~ ~., έχει ψωμί/φαΐ (μτφ.-προφ.): έχει κέρδος, όφελος, κυρ. οικονομικό, ή παρουσιάζει ενδιαφέρον: Η δουλειά ~ ~, μην την αφήσεις! Μυρίστηκε ότι έχει ψωμί (= ζουμί) η υπόθεση κι άρχισε να ψάχνει πληροφορίες., θα φάει/έχει να φάει πολλά ψωμιά/καρβέλια ακόμα & πολύ ψωμί ακόμα (μτφ.-προφ.) 1. χρειάζεται πολύς χρόνος, προσπάθεια ή/και υπομονή για να πετύχει κάτι: Έχει να φάει ~ ~, για να γίνει καλός στη δουλειά του. Θέλω πολλά ψωμιά ακόμα, για να σε φτάσω! 2. θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα: Είναι γερό σκαρί, έχει να φάει ~ ~., τα έφαγε (τα 'φαγε)/είναι λίγα/είναι μετρημένα/τέλειωσαν τα ψωμιά του & (σπάν.) τα καρβέλια του (μτφ.-προφ.) 1. (για πρόσ.) δεν θα ζήσει ή δεν θα παραμείνει στη θέση του για πολύ καιρό ακόμα: || Λίγα είναι τα ~ του στην εταιρεία, σύντομα θα τον απολύσουν. Μη στενοχωριέσαι κι είναι μετρημένα ~ ~! 2. (για πράγμα) έχει παλιώσει, δεν μπορεί πια να χρησιμοποιηθεί, είναι άχρηστο: Τα 'φαγε ~ ~ το αμάξι/κομπιούτερ., το γλυκό/πικρό ψωμί (μτφ.-προφ.): για ευχάριστη ή δυσάρεστη εμπειρία: το γλυκό ~ της εξουσίας/νίκης. Το πικρό ~ της προσφυγιάς., το καθημερινό ψωμί (μτφ.) 1. ο βιοπορισμός: Δούλευε σκληρά, για να βγάζει ~ ~. Πβ. άρτος ο επιούσιος. Βλ. μεροκάματο. 2. καθετί σύνηθες: Η αδικία έγινε ~ ~. [< γαλλ. le pain quotidien] , τρώω ψωμί (από κάποιον) (μτφ.-προφ.): μου προσφέρει δουλειά και μισθό: Χιλιάδες εργαζόμενοι τρώνε ~ από τις επιχειρήσεις/τα χέρια του., βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου βλ. κερδίζω, βούτυρο στο ψωμί βλ. βούτυρο, και ξερό ψωμί βλ. ξερός, τα λόγια σου με χόρτασαν/ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο βλ. χορταίνω, φάγαμε ψωμί κι αλάτι βλ. αλάτι, ψωμί κι ελιά/ελιές βλ. ελιά [< μεσν. ψωμί < μτγν. ψωμίον < αρχ. ψωμός ‘κομμάτι ψωμιού ή άλλου πράγματος’]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ