Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 22 εγγραφές  [0-20]


  • ανθρωπογεωγραφία [ἀνθρωπογεωγραφία] αν-θρω-πο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού στη Γη καθώς και την αλληλεπίδραση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου: ~ της φτώχειας/των φυσικών καταστροφών. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. anthropogéographie, αγγλ. anthropogeography]
  • βιογεωγραφία βι-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή φυτών και ζώων στη Γη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βλ. βιοκλιματολογία, ζωο-, φυτο-γεωγραφία. [< γαλλ. biogéographie, 1907, αγγλ. biogeography]
  • βιογεωγραφικός , ή, ό βι-ο-γε-ω-γρα-φι-κός επίθ.: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη βιογεωγραφία: η μεσογειακή ~ή περιοχή. [< γαλλ. biogéographique, 1907, αγγλ. biogeographic]
  • βιοκοινότητα βι-ο-κοι-νό-τη-τα ουσ. (θηλ.) & βιοκοινωνία: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. το σύνολο των φυτικών και ζωικών πληθυσμών ενός βιότοπου σε δεδομένη χρονική περίοδο. Βλ. βιομάζα, οικοσύστημα, φυτοκοινωνία. [< γαλλ. biocénose, 1908, αγγλ. biocenosis, γερμ. Biozönese]
  • βιόσφαιρα βι-ό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. οι περιοχές στην ατμόσφαιρα, την υδρόσφαιρα και την επιφάνεια της Γης όπου αναπτύσσεται ζωή· (σπάν.-συνεκδ.) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών που βρίσκονται σε αυτή: θαλάσσια/περιβαλλοντικά προστατευόμενη ~. Βιωσιμότητα/ρύπανση της ~ας. Βλ. λιθόσφαιρα, βιοκοινότητα, βιοποικιλότητα, οικοσύστημα. [< γαλλ. biosphère, αγγλ. biosphere]
  • βροχή βρο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη με μορφή σταγόνων: ασθενής/έντονη/ξαφνική/πρωινή/ραγδαία/σιγανή/ψιλή (= ψιλόβροχο) ~. Ήλιος και ~. Στάλες/σύννεφο/ψιχάλες ~ής. Αισθητήρας/κουκούλα/λάστιχα/ομπρέλα ~ής. Ματαίωση της εκδρομής λόγω της ~ής. Έξω/μες στη ~. Τροπικές/φθινοπωρινές ~ές. Οι πρώτες ~ές (= πρωτοβρόχια). Πέφτει (η) ~. Έρχεται (= πλησιάζει, προμηνύεται) ~. Μας έπιασε (δυνατή) ~. Η ~ δυνάμωσε/εξασθένισε/κόπασε/κράτησε πολύ/σταμάτησε. Ρίχνει καταρρακτώδη ~ (πβ. ρίχνει/πέφτει νερό με το τουλούμι). Το πάει για ~ (: μάλλον θα βρέξει). Βλ. θύελλα, καταιγίδα, κατακρημνίσματα, λασπο~, νεροποντή.|| Ο μέσος όρος/το ύψος της ~ής. Η περίοδος των ~ών. Είχαμε πολλές ~ές. (σε πρόγνωση καιρού:) Εκδήλωση/πιθανότητα σποραδικών ~ών. Νεφώσεις με ~ές. Θα σημειωθεί πρόσκαιρη ~/~ κατά διαστήματα. Πβ. βροχόπτωση, όμβρος. Βλ. ανεμοβρόχι, χιονόβροχο. 2. (μτφ.) συχνή εμφάνιση, αδιάκοπη διαδοχή, πλήθος αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ ανατιμήσεων/ερωτήσεων/καταγγελιών/τηλεφωνημάτων (πβ. κύμα, χορός). ~ από προτάσεις. ~ τα γκολ! Πβ. βομβαρδισμός, καταιγίδα, καταιγισμός, καταιονισμός, κατακλυσμός, ομοβροντία, χαλάζι, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| (ως επίρρ.) Οι σφαίρες έπεφταν ~ (: η μία μετά την άλλη). Κυλούν/τρέχουν τα δάκρυα ~ (πβ. ποτάμι). 3. (μτφ.) μαζική πτώση (από τον ουρανό): ~ διαττόντων. ~ από μετεωρίτες. ~ ζώων (: ως αποτέλεσμα της μεταφοράς τους σε μεγάλα ύψη από θύελλες ή τυφώνες). ● Υποκ.: βροχούλα (η) ● Μεγεθ.: βροχάρα (η) & βρόχα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δάσος βροχής & (σπάν.) βροχερό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. τροπικό δάσος με αειθαλή πλατύφυλλα δέντρα σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Βλ. ζούγκλα. ΣΥΝ. βροχοδάσος [< αγγλ. rain forest, 1903] , τεχνητή βροχή 1. σύστημα άρδευσης από εκτοξευτήρες: πότισμα με ~ ~. Πβ. καταιονισμός. 2. πρόκληση βροχής με ψεκασμό των νεφών, συνήθ. με ξηρό πάγο και ιωδιούχο άργυρο σε περιπτώσεις έντονης ξηρασίας. [< αγγλ. artificial rain] , όξινη βροχή βλ. όξινος, ποτιστική βροχή βλ. ποτιστικός ● ΦΡ.: ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται βλ. βρέχω, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μτγν. βροχή, γαλλ. pluie, αγγλ. rain]
  • βροχοδάσος βρο-χο-δά-σος ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. δάσος βροχής. Βλ. -δασος.
  • γεωβοτανική γε-ω-βο-τα-νι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την κατανομή των φυτών, την εξάπλωσή τους και τον ρόλο τους στη βιόσφαιρα. ΣΥΝ. φυτογεωγραφία [< αγγλ. geobotany, 1904, γαλλ. géobotanique]
  • δάσος δά-σος ουσ. (ουδ.) {δάσ-ους | -η, -ών} 1. εκτεταμένη περιοχή που καλύπτεται κυρ. από άγρια δέντρα· συνεκδ. το σύνολο αυτών των δέντρων: αιωνόβιο/απολιθωμένο/μαύρο/ορεινό/περιαστικό/τεχνητό/φυσικό ~. Καμένα ~η. ~ από έλατα/κυπαρίσσια/βελανιδιές/πεύκα (βλ. ελατό-, κυπαρισσό-δασος, δρυο-, πευκο-δάσος). Φρούτα του ~ους (βλ. αγριοφράουλα, βατόμουρο, μύρτιλλο, φραγκοστάφυλο, φραμπουάζ). Η πανίδα/χλωρίδα του ~ους. Αποψίλωση του ~ους. Διαδρομές/περίπατος στο ~. ~η κωνοφόρων/φυλλοβόλων. Διαχείριση ~ών (βλ. δασο-κομία, -πονία). Πβ. δασικό οικοσύστημα, δρυμός. Βλ. άλσος, πάρκο. Βλ. -δασος.|| ~η της θάλασσας (πβ. ποσειδωνία). 2. (κατ' επέκτ.) έκταση με καλλιεργούμενα, πυκνοφυτεμένα δέντρα ή γενικότ. πυκνή βλάστηση: ~ από ελιές/φοίνικες. Βλ. -ώνας. 3. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα σε πυκνή διάταξη: ~ από κεραίες/πολυκατοικίες. ● Υποκ.: δασάκι (το): ΣΥΝ. δασύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: αμιγές δάσος: που αποτελείται από ένα είδος δέντρου: ~ ~ καστανιάς., μικτό δάσος: που περιλαμβάνει διαφορετικά είδη δέντρων: ~ ~ οξιάς και μαύρης πεύκης., παρθένο δάσος: που δημιουργείται, αναπτύσσεται και αναγεννιέται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση., τροπικό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που αναπτύσσεται στην τροπική ζώνη: τα ~ά ~η του Αμαζονίου/της Αφρικής. Αρκτικά, εύκρατα και ~ά ~η. Βλ. διάπλαση, σαβάνα, στέπα, τάιγκα, τούνδρα., αισθητικό δάσος βλ. αισθητικός, δάσος βροχής βλ. βροχή ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο [< αρχ. δάσος, γαλλ. forêt, αγγλ. forest]
  • ζωογεωγραφία ζω-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Ζ): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή των ζωικών ειδών και τους παράγοντες που την επηρέασαν. Βλ. φυτογεωγραφία. [< γαλλ. zoogéographie, 1904, αγγλ. zoogeography]
  • λειμώνας λει-μώ-νας ουσ. (αρσ.) (λόγ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. λιβάδι. [< αρχ. λειμών]
  • λιβάδι λι-βά-δι ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. έκταση γης, οικοσύστημα που καλύπτεται από αυτοφυή ποώδη ή/και θαμνώδη βλάστηση: αλπικά/καταπράσινα/ορεινά/τεχνητά/χλοερά/υποαλπικά ~ια. Απέραντα ~ια με μαργαρίτες/παπαρούνες. ~ια με αγελάδες/πρόβατα (πβ. βοσκότοπος). Διαχείριση των ~ιών. Πβ. λειμώνας. Βλ. πεδιάδα, σαβάνα, χορτολίβαδο. ● Υποκ.: λιβαδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσια λιβάδια & υποθαλάσσια λιβάδια: ΟΙΚΟΛ. βιότοποι που σχηματίζονται από ένα ή περισσότερα είδη θαλάσσιων φανερόγαμων φυτών: ~ ~ ποσειδωνίας. Βλ. βιντζότρατα, φυκιάδα. [< αγγλ. seagrass beds] , υγρά λιβάδια: ΟΙΚΟΛ. παραλίμνιες ή παραποτάμιες περιοχές με χαμηλή υγρόφιλη βλάστηση, οι οποίες καλύπτονται περιοδικά κάθε χρόνο με νερό, όταν η λίμνη ή ο ποταμός υπερχειλίζει από τις βροχοπτώσεις· αποτελούν σημαντικούς υγροβιότοπους: τα ~ ~ της Πρέσπας. ~ ~ με αργυροπελεκάνους, ερωδιούς και λαγγόνες. [< μεσν. λιβάδι(ν) – παλαιότ. ορθογρ. λειβάδι]
  • λιβαδικός , ή, ό λι-βα-δι-κός επίθ.: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με το λιβάδι ή αναπτύσσεται σε αυτό: ~ή: οικολογία. ~ές: εκτάσεις. ~ά: οικοσυστήματα/φυτά. Βλ. χορτο~.
  • οικόσφαιρα [οἰκόσφαιρα] οι-κό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. βιόσφαιρα. [< αγγλ. ecosphere, 1953]
  • οικότοπος [οἰκότοπος] οι-κό-το-πος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όπου}: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. οι φυσικές συνθήκες και το περιβάλλον στο οποίο ζει και αναπτύσσεται ένας φυτικός ή ζωικός οργανισμός: θαλάσσιος/παράκτιος/σπάνιος ~. Υποβάθμιση ~ου. ~ προτεραιότητας. ~ με χλωρίδα και πανίδα. ~ για μεταναστευτικά, αλλά και ενδημικά είδη πουλιών. Ποικιλότητα ~όπων. Πβ. βιότοπος. Βλ. οικοθέση, -τοπος. ΣΥΝ. ενδιαίτημα (2) [< μεσν. οικότοπος 'κτισμένο οικόπεδο', αγγλ.-γαλλ. habitat]
  • πάμπα πά-μπα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. μεγάλη άδενδρη πεδινή έκταση στη Ν. Αμερική με ποώδη βλάστηση και ήπιο κλίμα. Βλ. στέπα. [< αμερικ.-ισπαν. pampa < γαλλ. ~]
  • σαβάνα σα-βά-να ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. μεγάλη πεδινή έκταση των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, με πυκνή χαμηλή βλάστηση, θάμνους και διάσπαρτα δέντρα: οι ~ες της Αφρικής. Τα ζώα της ~ας (ελέφαντας, ζέβρα, καμηλοπάρδαλη, λιοντάρι, ρινόκερος). Βλ. λιβάδι, στέπα, τάιγκα, τούνδρα. [< γαλλ. savane]
  • στέπα στέ-πα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. μεγάλη, πεδινή, άδενδρη και ακαλλιέργητη έκταση σε ηπειρωτικά ή τροπικά κλίματα, η οποία καλύπτεται από ποώδη βλάστηση: άνυδρη/ασιατική/ρωσική ~. Βλ. σαβάνα, τάιγκα, τούνδρα, τροπικό δάσος. [< γαλλ. steppe]
  • τάιγκα τά-ι-γκα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. ζώνη κωνοφόρων δασών, νότια της αρκτικής τούνδρας: η ~ του Καναδά/της Σιβηρίας/της Β. Σκανδιναβίας. Βλ. σαβάνα, στέπα. [< ρωσ. taĭga, γαλλ. taïga, 1905]
  • τούνδρα τούν-δρα ουσ. (θηλ.) & τούντρα: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. περιοχή που συναντάται στο βορειότερο τμήμα της Αμερικής, της Ευρώπης και στη Σιβηρία και έχει χαμηλές θερμοκρασίες και βλάστηση κυρ. από χόρτα, βρύα και λειχήνες: αλπική/ανταρκτική/αρκτική ~. Βλ. σαβάνα, στέπα, τάιγκα, τροπικό δάσος. [< γαλλ. toundra]

αγριοφράουλα

αγριοφράουλα [ἀγριοφράουλα] α-γρι-ο-φρά-ου-λα ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. ποώδες φυτό (επιστ. ονομασ. Fragaria vesca) που μοιάζει με φράουλα. ΣΥΝ. χαμοκέρασο

αισθητικός

αισθητικός, ή, ό [αἰσθητικός] αι-σθη-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με την αισθητική ως αντίληψη του ωραίου ή ως επιστημονικό κλάδο: ~ός: κανόνας/χαρακτήρας (κτιρίου). ~ή: αγωγή/αλλοίωση/αναβάθμιση (χώρου)/αξία/απόλαυση/αρτιότητα/θεωρία/καλλιέργεια/παιδεία/παρέμβαση/συγκίνηση/υποβάθμιση. ~ό: αποτέλεσμα/ενδιαφέρον/ιδεώδες/κάλλος/κριτήριο/ρεύμα. ~ές: αναζητήσεις/τάσεις (πβ. καλλιτεχνικός). ~ά: χαρακτηριστικά (κειμένου). Αρμονικό από ~ή άποψη. Η ~ή λειτουργία του έργου τέχνης. Επεμβάσεις για ~ούς και λειτουργικούς λόγους. Πβ. καλ~.|| (ως ουσ.-λόγ.) Το ~ό (= το ωραίο, το αρμονικό). Βλ. αντι~. 2. που αναφέρεται στις αισθήσεις: ~ή: ανάπτυξη του νηπίου. ~ό: ερέθισμα.|| (ΦΥΣΙΟΛ.) ~ός: νευρώνας/υποδοχέας/φλοιός (του εγκεφάλου). ~ό: νεύρο/σύστημα (του εσωτερικού αυτιού). ~ές: απολήξεις/νευρικές ίνες/οδοί (του κεντρικού νευρικού συστήματος). ~ά: (εγκεφαλικά/νωτιαία) κέντρα.|| (ΙΑΤΡ.) ~ή: αφασία/επιληψία/νεύρωση. ~ές: διαταραχές. Βλ. αν~, παρ~, υπερ~, ψευδ~. 3. που αφορά την αισθητική της εμφάνισης: ~ός: σύμβουλος εμφάνισης. ~ή: αποκατάσταση/γυμναστική/δερματολογία/επέμβαση/(επανορθωτική) οδοντιατρική/περιποίηση. ~ό: ελάττωμα/μασάζ. ● επίρρ.: αισθητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αισθητική/κοσμητική ιατρική: ΙΑΤΡ. κλάδος της πλαστικής χειρουργικής που χρησιμοποιεί επεμβατικές μεθόδους για τη βελτίωση σωματικών ατελειών: χρήση σιλικόνης στην ~ ~ (: για αύξηση του στήθους). Βλ. λιποαναρρόφηση, λίφτινγκ, μπότοξ., αισθητικό δάσος: ΟΙΚΟΛ. προστατευόμενη δασική περιοχή με φυσική ομορφιά και οικολογική σημασία., αισθητική χειρουργική βλ. χειρουργική [< αρχ. αἰσθητικός 1,3: γερμ. ästhetisch, γαλλ. esthétique, αγγλ. aesthetic 2: γαλλ. sensitif]

άλσος

άλσος [ἄλσος] άλ-σος ουσ. (ουδ.) {άλσ-ους | -η, -ών}: μικρό, συνήθ. τεχνητό, δάσος μέσα ή κοντά σε αστική περιοχή: δημοτικό/περιαστικό ~. Ανάπλαση του ~ους. Πβ. πάρκο. ● Υποκ.: αλσάκι (το): Πβ. δασάκι. ΣΥΝ. αλσύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: ιερό άλσος: ΑΡΧ. αφιερωμένο σε θεό ή θεότητα, όπου βρίσκεται συνήθ. ιερό οικοδόμημα: το ~ ~ της Δήμητρας/των Μουσών. Πβ. τέμενος. [< αρχ. ἄλσος]

ανεμοβρόχι

ανεμοβρόχι [ἀνεμοβρόχι] α-νε-μο-βρό-χι ουσ. (ουδ.) & ανεμόβροχο (λαϊκό-λογοτ.): ισχυρός άνεμος σε συνδυασμό με βροχή: δυνατό ~. Πβ. δρολάπι. [< μεσν. ανεμοβρόχιν]

βιντζότρατα

βιντζότρατα βι-ντζό-τρα-τα ουσ. (θηλ.): αλιευτικό εργαλείο, το οποίο σέρνεται με βίντσι πάνω σε προστατευόμενα λιβάδια ποσειδωνίας και αλιεύει σε μεγάλο βαθμό γόνους, θέτοντας σε κίνδυνο τα ιχθυαποθέματα και τη θαλάσσια βιοποικιλότητα. Πβ. γρίπος.

βιογεωγραφία

βιογεωγραφία βι-ο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τη γεωγραφική κατανομή φυτών και ζώων στη Γη και τους παράγοντες που την επηρεάζουν. Βλ. βιοκλιματολογία, ζωο-, φυτο-γεωγραφία. [< γαλλ. biogéographie, 1907, αγγλ. biogeography]

βιοκλιματολογία

βιοκλιματολογία βι-ο-κλι-μα-το-λο-γί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. επιστημονικός κλάδος που μελετά τις επιδράσεις του κλίματος στους ζωντανούς οργανισμούς. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. bioclimatologie, 1960, αγγλ. bioclimatology, 1922]

βιομάζα

βιομάζα βι-ο-μά-ζα ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΛ. το σύνολο των προϊόντων, αποβλήτων και καταλοίπων της φυτικής, ζωικής, δασικής, αστικής και βιομηχανικής παραγωγής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βιοκαύσιμο: αεριοποίηση/πυρόλυση ~ας. Σύστημα θέρμανσης με ~. 2. ΒΙΟΛ. η μάζα ενός ζωντανού οργανισμού ή του συνόλου των έμβιων όντων μιας βιοκοινότητας σε δεδομένη μονάδα επιφάνειας. [< αγγλ. biomass, 1931, γαλλ. biomasse, 1966]

βρέχω

βρέχω βρέ-χω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έβρε-ξα, βρά-χηκα, βρα-χεί, βρέχ-οντας, βρε-γμένος (προφ.) -μένος} 1. ρίχνω σε κάτι νερό, το υγραίνω: ~ τα πόδια/το πρόσωπο/τα χέρια μου. ~χηκαν τα μαλλιά/τα παπούτσια της. Σήκωσε το παντελόνι του, για να μη ~χεί. ~γμένος δρόμος (από τη βροχή). ~γμένο πανί/σφουγγάρι/χώμα. ~γμένα ρούχα. ~γμένος μέχρι/ως το κόκαλο (: μούσκεμα/λούτσα από τη βροχή). Πβ. δια~, κατα~, περι~, μουσκεύω.|| Φέρε μου λίγο νερό να ~ξω το στόμα/τα χείλη μου. ΑΝΤ. στεγνώνω (1) 2. (για παιδί) κατουρώ: ~ξε το κρεβατάκι του. Το μωρό ~χηκε. ~γμένες πάνες.βρέχει 1. ρίχνει βροχή: (απρόσ.) ~ αδιάκοπα/ασταμάτητα. ~, αστράφτει και βροντά. Έξω ~. Φέτος δεν έχει ~ξει σχεδόν καθόλου (βλ. ανομβρία). Άρχισε/σταμάτησε να ~. Έχει να ~ξει αρκετές μέρες. Υπάρχει πιθανότητα να ~ξει κατά τόπους/τοπικά. ~ει σιγά (σιγά)/σιγανά (= σιγο~, ψιλο~).|| (λαϊκό-λογοτ.) ~ ο Θεός/ουρανός. 2. (μτφ.-προφ.) για να δηλωθεί μεγάλη συχνότητα, αλλεπάλληλη διαδοχή: ~ προσφορές! (ειρων.) Κάθεται στο μαγαζί και περιμένει να ~ξει πελάτες. ● Παθ.: βρέχεται (+ από): περιβάλλεται από θάλασσα: Το νησί ~ στα βόρεια από ... Μέρη που δεν ~ονται από θάλασσα (= ηπειρωτικά). ● ΣΥΜΠΛ.: βρεγμένη σανίδα βλ. σανίδα ● ΦΡ.: αν βρέξει/ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ΄εκείνον τον ζευγά που 'χει πολλά σπαρμένα (παροιμ.): προκειμένου να δηλωθεί η χρησιμότητα των βροχών το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αν δεν βρέξεις κώλο, ψάρι δεν τρως/δεν τρως ψάρι (παροιμ.): αν δεν κοπιάσεις πολύ, δεν πετυχαίνεις., βρέξει χιονίσει (προφ.): οπωσδήποτε, ό,τι και να γίνει: Θα έρθω ~ ~., βρέχει/ρίχνει καρεκλοπόδαρα/καρέκλες/παπάδες & (σπάν.) ρίχνει καλαπόδια/με το κανάτι (προφ.): ενν. πάρα πολύ. Βλ. νεροποντή. ΣΥΝ. ρίχνει (νερό)/πέφτει νερό με το τουλούμι, θα σου τις βρέξω (απειλητ.): θα σε δείρω: Κάθισε φρόνιμα, γιατί ~ ~ (= θα φας ξύλο)!, ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται (παροιμ.): οι δυσκολίες και τα προβλήματα δεν προκαλούν φόβο σε όποιον έχει ζήσει ανάλογες εμπειρίες. ΣΥΝ. μαθημένα/συνηθισμένα τα βουνά στα/από τα χιόνια, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει (προφ.): ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει: Εγώ θα του μιλήσω και ~ ~!, πέρα βρέχει & αλλού βρέχει (προφ.): για εντελώς αδιάφορο άνθρωπο: Εγώ σου μιλάω κι εσύ ~ ~! ΣΥΝ. ζαμανφού, (βρέχει) επί δικαίους και αδίκους βλ. δίκαιος, θέλει βρεγμένο το παξιμάδι βλ. παξιμάδι, μη βρέξει και μη στάξει/μη στάξει και μη βρέξει βλ. στάζω, σαν (τη) βρεγμένη γάτα βλ. γάτα, στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< αρχ. βρέχω]

βροχή

βροχή βρο-χή ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. νερό που πέφτει από τα σύννεφα στη γη με μορφή σταγόνων: ασθενής/έντονη/ξαφνική/πρωινή/ραγδαία/σιγανή/ψιλή (= ψιλόβροχο) ~. Ήλιος και ~. Στάλες/σύννεφο/ψιχάλες ~ής. Αισθητήρας/κουκούλα/λάστιχα/ομπρέλα ~ής. Ματαίωση της εκδρομής λόγω της ~ής. Έξω/μες στη ~. Τροπικές/φθινοπωρινές ~ές. Οι πρώτες ~ές (= πρωτοβρόχια). Πέφτει (η) ~. Έρχεται (= πλησιάζει, προμηνύεται) ~. Μας έπιασε (δυνατή) ~. Η ~ δυνάμωσε/εξασθένισε/κόπασε/κράτησε πολύ/σταμάτησε. Ρίχνει καταρρακτώδη ~ (πβ. ρίχνει/πέφτει νερό με το τουλούμι). Το πάει για ~ (: μάλλον θα βρέξει). Βλ. θύελλα, καταιγίδα, κατακρημνίσματα, λασπο~, νεροποντή.|| Ο μέσος όρος/το ύψος της ~ής. Η περίοδος των ~ών. Είχαμε πολλές ~ές. (σε πρόγνωση καιρού:) Εκδήλωση/πιθανότητα σποραδικών ~ών. Νεφώσεις με ~ές. Θα σημειωθεί πρόσκαιρη ~/~ κατά διαστήματα. Πβ. βροχόπτωση, όμβρος. Βλ. ανεμοβρόχι, χιονόβροχο. 2. (μτφ.) συχνή εμφάνιση, αδιάκοπη διαδοχή, πλήθος αρνητικών συνήθ. στοιχείων: ~ ανατιμήσεων/ερωτήσεων/καταγγελιών/τηλεφωνημάτων (πβ. κύμα, χορός). ~ από προτάσεις. ~ τα γκολ! Πβ. βομβαρδισμός, καταιγίδα, καταιγισμός, καταιονισμός, κατακλυσμός, ομοβροντία, χαλάζι, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| (ως επίρρ.) Οι σφαίρες έπεφταν ~ (: η μία μετά την άλλη). Κυλούν/τρέχουν τα δάκρυα ~ (πβ. ποτάμι). 3. (μτφ.) μαζική πτώση (από τον ουρανό): ~ διαττόντων. ~ από μετεωρίτες. ~ ζώων (: ως αποτέλεσμα της μεταφοράς τους σε μεγάλα ύψη από θύελλες ή τυφώνες). ● Υποκ.: βροχούλα (η) ● Μεγεθ.: βροχάρα (η) & βρόχα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: δάσος βροχής & (σπάν.) βροχερό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. τροπικό δάσος με αειθαλή πλατύφυλλα δέντρα σε περιοχές με υψηλή βροχόπτωση. Βλ. ζούγκλα. ΣΥΝ. βροχοδάσος [< αγγλ. rain forest, 1903] , τεχνητή βροχή 1. σύστημα άρδευσης από εκτοξευτήρες: πότισμα με ~ ~. Πβ. καταιονισμός. 2. πρόκληση βροχής με ψεκασμό των νεφών, συνήθ. με ξηρό πάγο και ιωδιούχο άργυρο σε περιπτώσεις έντονης ξηρασίας. [< αγγλ. artificial rain] , όξινη βροχή βλ. όξινος, ποτιστική βροχή βλ. ποτιστικός ● ΦΡ.: ο βρεγμένος (τη) βροχή δεν (τη) φοβάται βλ. βρέχω, χόρευε στη βροχή/στη λάσπη βλ. χορεύω [< μτγν. βροχή, γαλλ. pluie, αγγλ. rain]

-δασος

-δασος & -δάσος: β' συνθετικό ουδετέρων ουσιαστικών που αναφέρεται σε συγκεκριμένο είδος δάσους: ελατό-/κεδρό-/κυπαρισσό-/πευκό-/πλατανό-/πευκό-/φοινικό-~. Δρυο-/λεμονο-δάσος. Βροχο-δάσος.

δέντρο

δέντρο δέ-ντρο ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) δένδρο 1. κάθε ξυλώδες, πολυετές φυτό με σταθερό κορμό, που σχηματίζει κλαδιά σε αρκετό ύψος από το έδαφος: αειθαλές/αιωνόβιο/κωνοφόρο/οπωροφόρο/τροπικό/φυλλοβόλο ~. Η κουφάλα/η σκιά/ο φλοιός/τα φύλλα ενός ~ου. Απολιθωμένα/καμένα ~α. Ασθένειες των ~ων. Καλλιεργώ/κλαδεύω/κόβω/ξεριζώνω/ποτίζω/φυτεύω ένα ~. Ανθίζει/μεγαλώνει ένα ~. ~ ελιάς. Θάμνοι και ~α. ~-μινιατούρα/νάνος (βλ. μπονσάι).|| (μτφ.) Το ~ της ειρήνης/ελευθερίας/(ΠΔ) ζωής (: που χαρίζει αθανασία). Βλ. ευκάλυπτος, καστανιά, κέδρος, μηλιά, οξιά, πεύκο, πορτοκαλιά, χαμόδεντρο. 2. δενδροδιάγραμμα. ● Υποκ.: δεντράκι (το): ΣΥΝ. δενδρύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: γενεαλογικό δέντρο: το σύνολο των προγόνων κάποιου ανθρώπου ή ζωικού είδους, καθώς και το διάγραμμα που τους εμφανίζει σε δενδρική δομή μέχρι κάποιο όριο στο παρελθόν: ~ ~ οικογένειας (= οικογενειακό δέντρο)/τριών γενεών/... χρόνων. Βλ. ρίζες.|| ~ ~ αιλουροειδών/θηλαστικών. ~ ~ καθαρόαιμου σκύλου (βλ. πεντιγκρί).|| (μτφ.) ~ ~ χειρογράφου. [< γαλλ. arbre généalogique] , το δέντρο της γνώσης (του καλού και του κακού) (ΠΔ): ΘΕΟΛ. το δέντρο με τον απαγορευμένο από τον Θεό καρπό, τον οποίο έφαγαν οι Πρωτόπλαστοι και εκδιώχθηκαν από τον Παράδεισο., χριστουγεννιάτικο δέντρο/δέντρο των Χριστουγέννων: έλατο με διακοσμητικά αντικείμενα ή/και φωτάκια που τοποθετείται σε ιδιωτικούς ή δημόσιους χώρους κατά την περίοδο των Χριστουγέννων: Στολίζω το ~ ~. [< γερμ. Weihnachtsbaum] , βρογχικό δέντρο βλ. βρογχικός, οικογενειακό δέντρο βλ. οικογενειακός ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος (μτφ.): για κάποιον που ασχολείται με τις λεπτομέρειες και όχι με την ουσία ενός θέματος. [< 1: μεσν. δέντρο(ν)]

διάπλαση

διάπλαση δι-ά-πλα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ηθική, πνευματική ή/και σωματική διαμόρφωση του ανθρώπου: αισθητική ~. ~ της διάνοιας/του χαρακτήρα. Πβ. διαπαιδαγώγηση.|| Ανατομική/μυϊκή/φυσική ~ του εμβρύου. Πβ. ανάπτυξη. 2. ΟΙΚΟΛ. βιοκοινότητα με αλληλεξαρτώμενα φυτά και ζώα προσαρμοσμένα σε συγκεκριμένο κλίμα και έδαφος μιας μεγάλης γεωγραφικής περιοχής: θαμνώδεις/φυτικές ~άσεις. Πβ. οικοσύστημα. Βλ. βιότοπος. 3. ΓΕΩΛ. σχηματισμός: ~ του εδάφους. ● ΣΥΜΠΛ.: σωματική διάπλαση: δομή του σώματος: ~ ~ ανάλογη με το ύψος, το βάρος, το φύλο, την ηλικία. Έχει ισχυρή/κανονική/σωστή ~ ~. [< 1: μτγν. διάπλασις, γαλλ. formation 2: αγγλ. biome, 1916, 3: γαλλ. formation]

ζούγκλα

ζούγκλα ζού-γκλα ουσ. (θηλ.) 1. τροπικό, βροχερό δάσος με αδιαπέραστη και πλούσια βλάστηση. Βλ. παρθένο δάσος. 2. (μτφ.) χώρος ή κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αναρχία, καταπάτηση των κανόνων δικαίου, βιαιότητα ή αθέμιτο ανταγωνισμό: η ~ της ασφάλτου. ● ΦΡ.: ο νόμος της ζούγκλας (αρνητ. συνυποδ.) 1. η χρήση αθέμιτων μέσων από κάποιον με σκοπό την επικράτησή του σε χώρο που υπάρχει μεγάλος ανταγωνισμός: Σε ευνομούμενο κράτος δεν μπορεί να επικρατεί ~ ~. 2. & το δίκαιο της ζούγκλας: το δίκαιο του ισχυρότερου. Πβ. το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. [< γαλλ. jungle]

θύελλα

θύελλα θύ-ελ-λα ουσ. (θηλ.) {-ας (λόγ.) θυέλλ-ης} 1. ΜΕΤΕΩΡ. καιρικό φαινόμενο που χαρακτηρίζεται από ανέμους υψηλής έντασης και βροχή: (κυριολ. κ. μτφ.) Έρχεται/πλησιάζει/προβλέπεται/προμηνύεται ~. Η ~ άρχισε να εξασθενεί/να κοπάζει. Η ~ πέρασε/προκάλεσε σοβαρές καταστροφές στις καλλιέργειες. Πβ. μπουρίνι. Βλ. χιονο~. ΣΥΝ. ανεμοθύελλα 2. (μτφ.) για κάτι που εκδηλώνεται με ορμή και σε μεγάλο βαθμό ή ποσότητα· αναταραχή, αναστάτωση: (+ γεν.) ~ δηλώσεων/δημοσιευμάτων/συζητήσεων/χειροκροτημάτων. Το νέο νομοσχέδιο ξεσήκωσε/προκάλεσε ~ αντιδράσεων/διαμαρτυριών. Πβ. λαίλαπα, ορυμαγδός, χείμαρρος, χιονοστιβάδα.|| Ξέσπασε πολιτική ~. Πβ. τρικυμία, φουρτούνα. ΣΥΝ. καταιγίδα (2) ΑΝΤ. νηνεμία (2) ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο θυέλλης: ΜΕΤΕΩΡ. έκτακτο μετεωρολογικό δελτίο το οποίο ενημερώνει για επερχόμενη θύελλα., φανός θυέλλης: λάμπα θυέλλης. ● ΦΡ.: όποιος σπέρνει ανέμους, θερίζει θύελλες βλ. άνεμος [< 1: αρχ. θύελλα]

λιβάδι

λιβάδι λι-βά-δι ουσ. (ουδ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. έκταση γης, οικοσύστημα που καλύπτεται από αυτοφυή ποώδη ή/και θαμνώδη βλάστηση: αλπικά/καταπράσινα/ορεινά/τεχνητά/χλοερά/υποαλπικά ~ια. Απέραντα ~ια με μαργαρίτες/παπαρούνες. ~ια με αγελάδες/πρόβατα (πβ. βοσκότοπος). Διαχείριση των ~ιών. Πβ. λειμώνας. Βλ. πεδιάδα, σαβάνα, χορτολίβαδο. ● Υποκ.: λιβαδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσια λιβάδια & υποθαλάσσια λιβάδια: ΟΙΚΟΛ. βιότοποι που σχηματίζονται από ένα ή περισσότερα είδη θαλάσσιων φανερόγαμων φυτών: ~ ~ ποσειδωνίας. Βλ. βιντζότρατα, φυκιάδα. [< αγγλ. seagrass beds] , υγρά λιβάδια: ΟΙΚΟΛ. παραλίμνιες ή παραποτάμιες περιοχές με χαμηλή υγρόφιλη βλάστηση, οι οποίες καλύπτονται περιοδικά κάθε χρόνο με νερό, όταν η λίμνη ή ο ποταμός υπερχειλίζει από τις βροχοπτώσεις· αποτελούν σημαντικούς υγροβιότοπους: τα ~ ~ της Πρέσπας. ~ ~ με αργυροπελεκάνους, ερωδιούς και λαγγόνες. [< μεσν. λιβάδι(ν) – παλαιότ. ορθογρ. λειβάδι]

λιθόσφαιρα

λιθόσφαιρα λι-θό-σφαι-ρα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΛ. το άκαμπτο, εξωτερικό, στερεό περίβλημα της Γης, πάχους ογδόντα ως εκατόν πενήντα περ. χιλιομέτρων, που αποτελείται από τον φλοιό και το ανώτερο τμήμα του μανδύα: ηπειρωτική/ωκεανική ~. Βλ. ασθενόσφαιρα, τεκτονικός. [< γερμ. Lithosphäre, γαλλ. lithosphère, 1907, αγγλ. lithosphere]

οικοθέση

οικοθέση [οἰκοθέση] οι-κο-θέ-ση ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΛ.-ΟΙΚΟΛ. η μοναδική θέση που καταλαμβάνει ένας ζωντανός οργανισμός σε συγκεκριμένο οικοσύστημα και η αλληλεπίδρασή του με αυτό, η οποία επηρεάζει την επιβίωσή του. Βλ. οικότοπος. ΣΥΝ. οικολογικός θώκος [< αγγλ. (eco)niche, 1927]

όξινος

όξινος, η, ο [ὄξινος] ό-ξι-νος επίθ. 1. ΧΗΜ. που σχετίζεται με τα οξέα, που περιέχει πολλά οξέα: ~ος: χαρακτήρας (διαλύματος). ~η: φωσφατάση. ~ο: άλας/ανθρακικό αμμώνιο/φωσφορικό ασβέστιο/θειικό κάλιο/θειώδες νάτριο. Βλ. αλκαλικός.|| ~ος: μανδύας επιδερμίδας. ~η: δράση προϊόντος. ~ο: έδαφος/καθαριστικό (: με διάλυμα οξέος για την απομάκρυνση των ακαθαρσιών)/νερό/περιβάλλον/(γαστρικό) υγρό. ~ες: ιδιότητες/ουσίες/συνθήκες. ~α: αέρια/απόβλητα. 2. (για τροφές) ξινός: ~ος: καρπός/καφές/χυμός (βλ. λεμόνι). ~α: φρούτα (π.χ. πορτοκάλι, γκρέιπ φρουτ, μανταρίνι).|| ~η: γεύση/οσμή. Βλ. στυφός. ● ΣΥΜΠΛ.: όξινη βροχή: ΟΙΚΟΛ. φαινόμενο κατά το οποίο ποσότητες κυρ. θειικού και νιτρικού οξέος, που απελευθερώνονται κατά την καύση φυσικών καυσίμων, φτάνουν στο έδαφος με τη βροχή, το χιόνι, την ομίχλη, το χαλάζι, προκαλώντας καταστρεπτικές συνέπειες στη χλωρίδα και την πανίδα, καθώς και σε κτίρια και μνημεία. [< αγγλ. acid rain, 1845] , όξινη απορροή (μεταλλείων) βλ. απορροή, όξινο τρυγικό κάλιο βλ. τρυγικός [< μτγν. ὄξινος]

πεδιάδα

πεδιάδα πε-δι-ά-δα ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΜΟΡΦ. επίπεδη και ομαλή επιφάνεια γης σε μικρό ή μέτριο υψόμετρο, με χαμηλή βλάστηση: απέραντη/εύφορη/καταπράσινη ~. Άρδευση της ~ας. Βλ. κοιλάδα, λεκανοπέδιο, λιβάδι, λόγγος, πάμπα, σαβάνα, στέπα. ΣΥΝ. κάμπος (1) [< αρχ. πεδιάς]

ποτιστικός

ποτιστικός, ή, ό πο-τι-στι-κός επίθ. ΑΝΤ. ξερικός 1. που σχετίζεται με το πότισμα: ~ό: μηχάνημα.|| (ως ουσ.) Ρύθμισε το ~ό (ενν. σύστημα άρδευσης).|| ~ό: νερό (= κατάλληλο για πότισμα). Βλ. πόσιμος. 2. (για φυτό ή γεωργικό προϊόν) που χρειάζεται νερό για να ευδοκιμήσει: ~ά: λαχανικά. ΑΝΤ. άνυδρος (3) 3. (για γεωργική συνήθ. έκταση) που αρδεύεται, ποτίζεται: ~ά: στρέμματα. ● ΣΥΜΠΛ.: ποτιστική βροχή: η σιγανή και διαρκής βροχή που απορροφάται βαθιά από το έδαφος και είναι ιδανική για το πότισμα καλλιεργειών. [< μεσν. ποτιστικός]

σαβάνα

σαβάνα σα-βά-να ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. μεγάλη πεδινή έκταση των τροπικών και υποτροπικών περιοχών, με πυκνή χαμηλή βλάστηση, θάμνους και διάσπαρτα δέντρα: οι ~ες της Αφρικής. Τα ζώα της ~ας (ελέφαντας, ζέβρα, καμηλοπάρδαλη, λιοντάρι, ρινόκερος). Βλ. λιβάδι, στέπα, τάιγκα, τούνδρα. [< γαλλ. savane]

στέπα

στέπα στέ-πα ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. μεγάλη, πεδινή, άδενδρη και ακαλλιέργητη έκταση σε ηπειρωτικά ή τροπικά κλίματα, η οποία καλύπτεται από ποώδη βλάστηση: άνυδρη/ασιατική/ρωσική ~. Βλ. σαβάνα, τάιγκα, τούνδρα, τροπικό δάσος. [< γαλλ. steppe]

φυτογεωγραφία

φυτογεωγραφία φυ-το-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. γεωβοτανική. Βλ. ζωογεωγραφία. [< γαλλ. phytogéographie, αγγλ. phytogeοgraphy]

χορεύω

χορεύω χο-ρεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {χόρ-εψα, -έψει, χορεύ-οντας} 1. εκτελώ μόνος ή μαζί με ένα ή περισσότερα πρόσωπα συγκεκριμένες ρυθμικές κινήσεις ή βήματα, ακολουθώντας τον ρυθμό μουσικής ή τραγουδιού: ~ σε γάμους/γιορτές/κλαμπ. ~ πάνω στο τραπέζι/προκλητικά/στην πίστα. ~ με κάποιον. ~ και τραγουδώ. Δεν ξέρω/μου αρέσει να ~. ~ουν γύρω από τη φωτιά/κυκλικά/ντουέτο. Το ζευγάρι ~εψε μέχρι το πρωί. Της ζήτησε να ~έψουν. ~ετε, παρακαλώ;|| ~ λάτιν/τσιφτετέλι. ~ουν βαλς/καλαματιανό/μπλουζ/τανγκό. Χορός που ~εται αντικριστά/από άνδρες/από γυναίκες/αργά.|| ~εψε τη νύφη (= ~εψε μαζί της). 2. κουνώ ρυθμικά: ~εψε το μωρό στα γόνατά/πόδια του (= το ταχτάρισε). 3. {στο γ' πρόσ.} (μτφ.) εκτελώ κινήσεις κυκλικές ή απότομες, χωρίς ρυθμό ή σταθερότητα: (λογοτ.) Οι νιφάδες/τα κύματα ~ουν.|| Τα πάντα άρχισαν να ~ουν (= γυρίζουν) μπροστά του (βλ. ζαλίζομαι).|| Η γη ~ει (: σείεται λόγω δυνατού σεισμού). ● ΣΥΜΠΛ.: ο χορός του Ησαΐα/το Ησαΐα χόρευε βλ. Ησαΐας ● ΦΡ.: μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα: όσο δεν φέρεις την ευθύνη άλλων ατόμων, μπορείς να κάνεις ό,τι θες., χόρευε στη βροχή/στη λάσπη (μτφ.): (για ποδοσφαιριστή ή αθλητή) είχε εξαιρετική επίδοση παρά τον βρεγμένο ή λασπωμένο αγωνιστικό χώρο., χορεύει (πάνω) στις πλάτες: εξυπηρετεί τα συμφέροντά του σε βάρος κάποιου: ~ουν ~ του κοσμάκη/των ανέργων., αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε/όποιος μπαίνει στον χορό, χορεύει! βλ. χορός, νηστικό αρκούδι δεν χορεύει βλ. αρκούδι, όταν λείπει η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια βλ. γάτα, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν βλ. λαλεί, χορεύω (κάποιον) στο ταψί/κάνω (κάποιον) να χορέψει στο ταψί βλ. ταψί [< 1: αρχ. χορεύω]

-ώνας

-ώνας επίθημα περιληπτ. αρσενικών ουσιαστικών με αναφορά σε 1. καλλιεργήσιμη έκταση ή τόπο με συγκεκριμένη βλάστηση: αμπελ~/ελαι~/πορτοκαλε~. Ορυζ~ (πβ. -καλλιέργεια).|| Θαμν~/καλαμι~/πευκ~. 2. ειδικό χώρο στέγασης ανθρώπων, φύλαξης ζώων ή αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων: στρατ~.|| Ορνιθ~/περιστερ~.|| Αχυρ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.