Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 19 εγγραφές  [0-19]


  • αζιμουθιακός , ή, ό [ἀζιμουθιακός] α-ζι-μου-θι-α-κός επίθ. & αζιμουθικός: ΑΣΤΡΟΝ.-ΓΕΩΔ. που αναφέρεται στο αζιμούθιο: ~ός: κβαντικός αριθμός/κύκλος. ~ή: γωνία/κάλυψη/προβολή. ~ό: τηλεσκόπιο. ~ές: συντεταγμένες. [< γαλλ. azimutal]
  • αζιμούθιο [ἀζιμούθιο] α-ζι-μού-θι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου}: ΑΣΤΡΟΝ.-ΓΕΩΔ. η γωνία που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ουράνιου ή γήινου σημείου και σχηματίζεται από το κατακόρυφο επίπεδό του και το μεσημβρινό επίπεδο του σημείου παρατήρησης: αστρονομικό/γεωγραφικό/γεωδαιτικό/μαγνητικό ~. Καθορίζω/μετρώ/υπολογίζω το ~. Βλ. διόπτευση. ● ΦΡ.: όλα τα αζιμούθια (απαιτ. λεξιλόγ.-μτφ.): όλες οι κατευθύνσεις, οι διευθύνσεις: Εχθροί που προέρχονται από ~ ~ (= από παντού). Διπλωματική επίθεση/προειδοποίηση προς ~ ~. [< γαλλ. tous les azimuts] [< γαλλ. azimut]
  • αντίποδας [ἀντίποδας] α-ντί-πο-δας ουσ. (αρσ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. κατάσταση ή άποψη που είναι τελείως αντίθετη με κάποια άλλη: Ο ολοκληρωτισμός αποτελεί τον ~α της δημοκρατίας. 2. ΓΕΩΔ. {συνήθ. στον πληθ.} σημείο της επιφάνειας της Γης που είναι διαμετρικά αντίθετο με κάποιο άλλο: Η ελληνική διασπορά στους Αντίποδες (= στην Αυστραλία). ● ΦΡ.: στον αντίποδα: σε πλήρη αντίθεση: ~~ αυτής της άποψης.Θέσεις που βρίσκονται ~ ~ της ιστορικής αλήθειας. Ο ρεαλισμός αναπτύχθηκε στους ~ες του ρομαντισμού. [< 1: γαλλ.-αγγλ. antipode 2: αρχ. ἀντίπους]
  • γεωδαισία γε-ω-δαι-σί-α ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΓΕΩΔ. κλάδος που μελετά τον προσδιορισμό του μεγέθους και του σχήματος της Γης (ή τμημάτων της γήινης επιφάνειας), του βαρυτικού της πεδίου, της ακριβούς θέσης σημείων (εντός συστήματος συντεταγμένων), καθώς και τη μελέτη γεωδυναμικών φαινομένων (κίνηση πόλων και φλοιού): γεωμετρική/διαστημική/δορυφορική/θαλάσσια (πβ. υδρογραφία)/φυσική ~. Βλ. τοπογραφία. [< αρχ. γεωδαισία ‘διαίρεση της γης’, γαλλ. géodésie, αγγλ. geodesy]
  • γεωδαισιακός , ή, ό γε-ω-δαι-σι-α-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαισιακή (γραμμή): ΓΕΩΔ. γραμμή σύνδεσης δύο σημείων, η οποία έχει το ελάχιστο δυνατό μήκος (ένας μέγιστος κύκλος στην επιφάνεια μιας σφαίρας). [< γαλλ. ligne géodésique]
  • γεωδαιτικός , ή, ό γε-ω-δαι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τη γεωδαισία: ~ές: μέθοδοι (βλ. οπισθοτομία, ταχυμετρία)/μετρήσεις/συντεταγμένες. ~ά: όργανα (βλ. θεοδόλιχος, μετροταινία, τζι πι ες, χωροβάτης). ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαιτική αστρονομία: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω της παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων., γεωδαιτικός θόλος: ΑΡΧΙΤ. σφαιρική δομή αποτελούμενη από ένα σύνθετο πλέγμα τριγώνων και πολυγώνων. [< αγγλ. geodetic dome, 1959] , γεωδαιτικός σταθμός: ΤΟΠΟΓΡ. όργανο ψηφιακής μέτρησης γωνιών και αποστάσεων. [< γαλλ. géodésique, αγγλ. geodetic]
  • γεωειδές γε-ω-ει-δές ουσ. (ουδ.) {γεωειδ-ούς} 1. ΓΕΩΔ. υποθετική, ισοδυναμική (ως προς το βαρυτικό πεδίο) επιφάνεια, η οποία ταυτίζεται με τη μέση στάθμη της θάλασσας και τη θεωρητική προέκτασή της κάτω από τις ηπείρους και από την οποία προκύπτει το ελλειψοειδές σχήμα της Γης. 2. (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο σφαιρικό σχήμα, συμπιεσμένο στους πόλους και πεπλατυσμένο στον Ισημερινό, όπως εκείνο της Γης. [< γαλλ. géoïde, αγγλ. geoid]
  • ισημερινός , ή, ό [ἰσημερινός] ι-ση-με-ρι-νός επίθ. 1. ΑΣΤΡΟΝ.-ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τον ισημερινό: ~ός: κύκλος. ~ή: ακτίνα (πλανήτη)/διάμετρος/ζώνη/τροχιά (δορυφόρου). ~ό: επίπεδο (: που είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της Γης)/κλίμα. ~ές: συντεταγμένες (βλ. απόκλιση, ορθή αναφορά). ~ά: σημεία (: στα οποία τέμνονται η εκλειπτική και ο ουράνιος ισημερινός).|| ~ή: βάση στήριξης (: μηχανισμός τηλεσκοπίου με δύο άξονες κάθετους μεταξύ τους). 2. ΑΣΤΡΟΝ. που σχετίζεται με την ισημερία: ~ές: ημέρες. Εαρινό ~ό σημείο. [< αρχ. ἰσημερινός, γαλλ. équatorial]
  • καμπυλότητα κα-μπυ-λό-τη-τα ουσ. (θηλ.) (κυρ. επιστ.): το γνώρισμα του καμπύλου· (συνεκδ.-συνήθ. στον πληθ.) καμπύλη: αυξημένη/μηδενική/σταθερή/υψηλή ~. Η ~ (ΓΕΩΔ.) της Γης/(ΦΥΣ.) της τροχιάς/(ΙΑΤΡ.) του κερατοειδούς/της σπονδυλικής στήλης (βλ. κύφ-, σκολί-ωση). (ΓΕΩΜ.) Ακτίνα/κέντρο/κύκλος ~ας. (ΙΑΤΡ.) Μέτρηση της ~ας. Το έδαφος εμφανίζει μια ελαφριά/φυσική ~ (= κλίση). Βλ. κοιλ-, κυρτ-ότητα.|| Οι ~ες του προσώπου. [< αρχ. καμπυλότης, γαλλ. courbure, αγγλ. curvature]
  • όδευση [ὅδευση] ό-δευ-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. μετακίνηση προς συγκεκριμένη κατεύθυνση: εναλλακτική/κατακόρυφη/οριζόντια/υπόγεια/φυσική ~. ~ διαφυγής (πβ. οδός/έξοδος διαφυγής). Η ~ του αγωγού/του δικτύου/του δρόμου/του καλωδίου/της κυκλοφορίας/των σωληνώσεων. Βλ. διοχέτευση, πορεία.|| Ζώνη ~ης πεζών σε πεζοδρόμια (: για άτομα με αναπηρία).|| (μτφ.) ~ προς ένα καλύτερο μέλλον. 2. ΤΟΠΟΓΡ. -ΓΕΩΔ. μέθοδος προσδιορισμού του γεωγραφικού μήκους και πλάτους σημείων στην επιφάνεια της Γης: ανοιχτή/εξαρτημένη/κλειστή/πολυγωνική ~. [< μτγν. ὅδευσις ‘πέρασμα’]
  • ορθομετρικός , ή, ό [ὀρθομετρικός] ορ-θο-με-τρι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΔ. που υπολογίζεται με βάση το γεωειδές: ~ό: υψόμετρο. 2. ΚΡΥΣΤ. (για κρύσταλλο ή κρυσταλλική μορφή) που έχει άξονες οι οποίοι τέμνονται κάθετα. [< αγγλ. orthometric]
  • σταθμός σταθ-μός ουσ. (αρσ.) 1. σημείο, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου πραγματοποιείται στάθμευση και κυρ. στάση οχημάτων δημόσιας συνήθ. συγκοινωνίας για μεταφορά επιβατών και φορτίων ή ανεφοδιασμό: διαμετακομιστικός/επιβατικός/κεντρικός/σιδηροδρομικός/συνοριακός/υπόγειος ~. ~ αυτοκινήτων (= πάρκινγκ)/διοδίων/εξυπηρέτησης πλοίων/του ηλεκτρικού/(υπεραστικών) λεωφορείων/μεταφόρτωσης απορριμμάτων/ταξί (πβ. πιάτσα)/του τρένου. Θα συναντηθούμε μπροστά στον ~ό. Με υποδέχτηκε στον ~ό. Αποβιβαστείτε/επιβιβαστείτε/κατεβείτε σε ~ό της γραμμής 1 (ενν. του ΗΣΑΠ). Ποιος ~ του μετρό σε εξυπηρετεί; Βλ. αερο~.|| (μτφ.) Επόμενος/πρώτος/τελευταίος ~ της περιοδείας του ... Ενδιάμεσος ~ στο ταξίδι προς ... 2. ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις υπηρεσίας, εταιρείας, ιδρύματος με κατάλληλο εξοπλισμό για πραγματοποίηση τεχνολογικού ή ερευνητικού έργου (παραγωγή ενέργειας, παρατηρήσεις, μετρήσεις και μελέτες, εκπομπή σημάτων) και το αντίστοιχο κτιριακό συγκρότημα: αστρονομικός/ατμοηλεκτρικός/βιολογικός/δορυφορικός/θερμοηλεκτρικός/μετεωρολογικός/περιβαλλοντικός/σεισμολογικός/τηλεοπτικός (= κανάλι, τηλε~) ~. ~ (ανα)μετάδοσης/της ΔΕΗ/επεξεργασίας αποβλήτων/ηλεκτρικής ενέργειας (ή ηλεκτρικός ~: το εργοστάσιο παραγωγής ή ο υπο~)/(ΓΕΩΔ.-ΤΟΠΟΓΡ.) παρατήρησης/ραντάρ. Κινητός ~ μέτρησης (ατμοσφαιρικών ρύπων).|| (ειδικότ. για ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό ~ό) Αγαπημένος/δημοτικός/ερασιτεχνικός/μουσικός/συνδρομητικός/τοπικός ~. Ακροαματικότητα/κεραία/πρωινή ζώνη ~ού. Αλλάζω/επιλέγω ~ό. Ποιον ~ό ακούτε; Ο ~ μεταδίδει ζωντανά από το ίντερνετ. Το ραδιόφωνό μου πιάνει μόνο δέκα ~ούς (: συχνότητες). Πβ. ραδιο~. 3. χώρος, κτίριο, εγκαταστάσεις όπου παρέχονται υπηρεσίες ή από όπου διευθύνονται συγκεκριμένες επιχειρήσεις: αστυνομικός/δασικός/πυροσβεστικός ~. Συμβουλευτικός ~ ψυχικής υγείας. ~ αιμοδοσίας/ελέγχου (διαβατηρίων)/εξυπηρέτησης/μέριμνας ζώων/φροντίδας εξαρτημένων ατόμων. Ο ~ λειτουργεί καθημερινά. Μεταφέρθηκε αιμόφυρτος στον ~ό πρώτων βοηθειών (βλ. πρώτες βοήθειες). 4. καθοριστικό γεγονός, ορόσημο, καμπή: ~ στη ζωή/στην καριέρα του υπήρξε η ... Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου αποτελεί ~ό στην παγκόσμια ιστορία.|| (κυρ. ως παραθετικό σύνθ.) Απόφαση/έργο/παράσταση/συνέδριο/συνεργασία-~. Γεγονότα/ημερομηνίες-~οί. ● ΣΥΜΠΛ.: διαστημικός σταθμός & (σπάν.) τροχιακός σταθμός: ΑΕΡΟΝ. μεγάλος τεχνητός δορυφόρος σε τροχιά κυρ. γύρω από τη Γη, που χρησιμεύει ως βάση και διαθέτει τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη διεξαγωγή επιστημονικών ερευνών: διεθνής ~ ~. [< αγγλ. space station, 1930] , πυρηνικός σταθμός: μονάδα στην οποία η πυρηνική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμότητα, ώστε να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια: Εκτός λειτουργίας τέθηκε ο ~ ~. [< αγγλ. nuclear (power) station, 1955] , ραδιοφωνικός σταθμός & (προφ.) σταθμός: χώρος παραγωγής και μετάδοσης ραδιοφωνικών εκπομπών· η αντίστοιχη υπηρεσία και ραδιοφωνική συχνότητα ή δέσμη συχνοτήτων. ΣΥΝ. ραδιοσταθμός (1), σταθμός βάσης: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις λήψης και εκπομπής ηλεκτρομαγνητικών ή άλλων σημάτων: ~ ~ κινητής τηλεφωνίας. [< αγγλ. base station] , σταθμός εργασίας: ΠΛΗΡΟΦ. αυτόνομος ηλεκτρονικός υπολογιστής, συνήθ. σε δίκτυο, με μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύ από έναν προσωπικό υπολογιστή, κατάλληλα εφοδιασμένος, για να διεκπεραιώνει σειρά απαιτητικών εργασιών: ~ ~ με δύο επεξεργαστές. [< αγγλ. workstation, 1977] , σταθμός ηλεκτροπαραγωγής & ηλεκτροπαραγωγικός/ηλεκτροπαραγωγός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. ειδική μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από άλλες μορφές, συνήθ. υδραυλική, πυρηνική, του ατμού, η οποία μεταφέρεται με γραμμές υψηλής τάσης. [< αγγλ. generating station] , τερματικός σταθμός ΣΥΝ. τέρμιναλ 1. αυτός στον οποίο καταλήγει μέσο μεταφοράς, αποβιβάζονται και επιβιβάζονται όλοι οι επιβάτες και εκφορτώνονται και φορτώνονται όλα τα εμπορεύματα: Το μετρό/τραμ έφτασε στον ~ό ~ό. Η αμαξοστοιχία προσεγγίζει (σ)τον ~ό ~ό. Ο ~ ~ του αεροδρομίου.|| (ειδικότ., για φόρτωση και εκφόρτωση προϊόντων σε λιμάνι) ~ ~ καυσίμων. 2. εγκαταστάσεις άντλησης και αποθήκευσης στο σημείο κατάληξης αγωγού πετρελαίου ή αερίου. 3. ΠΛΗΡΟΦ. τερματικό: ~ ~ εργασίας. [< αγγλ. terminal station] , υγειονομικός σταθμός: ιατρικό κέντρο περιορισμένων δυνατοτήτων., υδροηλεκτρικός σταθμός: εγκαταστάσεις όπου η υδραυλική ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρική. [< αγγλ. hydroelectric station, γαλλ. station hydroélectrique] , αιολικός σταθμός βλ. αιολικός2, βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός βλ. βρεφονηπιακός, γεωδαιτικός σταθμός βλ. γεωδαιτικός [< 1,2,3: αρχ. σταθμός, αγγλ.-γαλλ. station 4: γαλλ. étape]
  • τοπομετρία το-πο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΔ. το σύνολο των τεχνικών και μετρήσεων που πραγματοποιούνται πάνω στη Γη για τη δημιουργία ενός χάρτη. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. topométrie, 1900, αγγλ. topometry]
  • τριγωνισμός τρι-γω-νι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΕΩΔ. νοητός διαχωρισμός της επιφάνειας της Γης σε τρίγωνα, συνήθ. για την ακριβή χαρτογράφησή της. Βλ. -ισμός. [< μτγν. τριγωνισμός, γαλλ. triangulation]
  • τριγωνομέτρηση τρι-γω-νο-μέ-τρη-ση ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΔ. τρόπος εντοπισμού ενός σημείου με τη χρήση τριγώνου ή με το νοητό σχηματισμό τριγώνων σε χάρτη: Με ~ βρέθηκε η ακριβής θέση του πομπού. Βλ. -μέτρηση.
  • τροπικός , ή, ό τρο-πι-κός επίθ. 1. ΓΕΩΓΡ. που σχετίζεται με τη διακεκαυμένη ζώνη ή έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτή: ~ός: ιός/κυκλώνας/παράδεισος. ~ή: ζούγκλα/ιατρική (: για τις νόσους που εκδηλώνονται στις ~ές περιοχές)/καταιγίδα/πανίδα/φύση. ~ό: κλίμα (: πολύ θερμό και με υγρασία)/νησί. ~ές: ασθένειες/βροχές/θάλασσες/χώρες. ~ά: λουλούδια/φρούτα (π.χ. ανανάς, γκουάβα, μάνγκο, μπανάνα)/φυτά/ψάρια.|| ~ός: κήπος. ~ή: βλάστηση (: πυκνή)/ζέστη (: πολύ μεγάλη)/παραλία. Πβ. εξωτικός. Βλ. υπο~. 2. ΓΛΩΣΣ. που δηλώνει τρόπο, απαντά στην ερώτηση "πώς;" ή αναφέρεται στην τροπικότητα: ~ή: μετοχή (λ.χ. παίζοντας). ~ό: επίρρημα (π.χ. γρήγορα).|| ~ές: εκφράσεις (όπως: κατά τη γνώμη μου). 3. ΜΟΥΣ. που σχετίζεται με τον μουσικό τρόπο ή την τροπική μουσική: ~ή: ανάλυση (συνθέσεων)/αντίστιξη. ~ό: σύστημα (βλ. τονικό). ~ές: κλίμακες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. που αναφέρεται στις τροπές του ήλιου. ● Ουσ.: τροπικοί (οι): ΓΕΩΓΡ. η διακεκαυμένη/τροπική ζώνη. ● ΣΥΜΠΛ.: τροπική μουσική: ΜΟΥΣ. που βασίζεται στη μελωδία και στον ρυθμό και όχι στην αρμονία: η ~ ~ της Ανατολής., τροπικό ρήμα: ΓΛΩΣΣ. που εκφράζει τη στάση του ομιλητή σε όσα λέει (κυρ. τα "μπορεί" και "πρέπει"). [< αγγλ. modal (verb), 1959] , τροπικός (κύκλος): ΓΕΩΔ. ο Τροπικός του Αιγόκερω ή ο Τροπικός του Καρκίνου., Τροπικός του Αιγόκερω & (σπάν.) Νότιος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται νότια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Capricorne] , Τροπικός του Καρκίνου & (σπάν.) Βόρειος Τροπικός: ΓΕΩΔ. νοητός παράλληλος της Γης που βρίσκεται βόρεια από τον ισημερινό και σε απόσταση 23° 27' από αυτόν: Κατά το θερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος βρίσκεται στον ~ό ~. [< γαλλ. Tropique du Cancer] , διακεκαυμένη/τροπική ζώνη βλ. διακεκαυμένος, ηλιακό/τροπικό έτος βλ. έτος, τροπική μόρωση βλ. μόρωση, τροπικό δάσος βλ. δάσος [< 1,4: αρχ. τροπικός, γαλλ. tropique, tropical, αγγλ. tropic(al) 2: αγγλ. modal]
  • υψομετρία [ὑψομετρία] υ-ψο-με-τρί-α ουσ. (θηλ.): ΓΕΩΔ. -ΤΟΠΟΓΡ. επιστημονικός κλάδος που ασχολείται με τη μέτρηση και την αναπαράσταση σε χάρτη του ανάγλυφου της Γης· η αντίστοιχη μέθοδος για τον υπολογισμό του υψομέτρου σε μεμονωμένα σημεία και των υψομετρικών διαφορών τους: τριγωνομετρική ~. Πβ. χωροστάθμηση. Βλ. -μετρία. [< γαλλ. hypsométrie, αγγλ. hypsometry]
  • υψομετρικός , ή, ό [ὑψομετρικός] υ-ψο-με-τρι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. -ΤΟΠΟΓΡ. που σχετίζεται με το υψόμετρο ή την υψομετρία: ~ός: χάρτης. ~ή: ανάβαση/αποτύπωση/διαβάθμιση/διαφορά/ζώνη/μελέτη/στάθμη. ~ό: διάγραμμα/εύρος/όριο. ~ά: δεδομένα. ● επίρρ.: υψομετρικά ● ΣΥΜΠΛ.: ισοϋψής (καμπύλη) βλ. ισοϋψής [< γαλλ. hypsométrique, αγγλ. hypsometric(al)]
  • φωτοσταθερός , ή, ό φω-το-στα-θε-ρός επίθ.: (κυρ. για αντηλιακό προϊόν) που παρέχει σταθερή προστασία στο δέρμα, ανεξάρτητα από την ένταση του ηλιακού φωτός: ~ό: φίλτρο. Βλ. -ερός. ● Ουσ.: φωτοσταθερά (τα): ΓΕΩΔ. χαρακτηριστικά σημεία του εδάφους που είναι ευδιάκριτα σε αεροφωτογραφίες, επίγειες λήψεις ή δορυφορικές εικόνες και αποτυπώνονται σε σύστημα συντεταγμένων χρήσιμο στη φωτογραμμετρία. [< αγγλ. photostable, 1921]

αιολικός2

αιολικός2, ή, ό [αἰολικός] αι-ο-λι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με τον άνεμο και ειδικότ. την ενέργειά του: ~ή: δύναμη.|| ~ή: ισχύς. ~ό: δυναμικό/ρεύμα. ~ές: γεωμορφές.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) ~ός: χάρτης. ~ό: κλίμα. 2. που λειτουργεί με την ενέργεια του ανέμου ή συντελεί στην παραγωγή της: ~ή: αντλία/βιομηχανία/γεννήτρια (= ανεμογεννήτρια)/τεχνολογία. ~ό: εργοστάσιο/σύστημα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (βλ. φωτοβολταïκός)/χωριό. ~οί: συλλέκτες. ~ές: μονάδες/τουρμπίνες. 3. που προκαλείται από τον άνεμο ή οφείλεται σε αυτόν: (ΓΕΩΛ.) ~ή: άμμος (: που μεταφέρθηκε από τον άνεμο)/λείανση. ~ές: αποθέσεις. ~ά: ιζήματα/πετρώματα. ● ΣΥΜΠΛ.: αιολική διάβρωση/αποσάθρωση: ΓΕΩΛ. φθορά των πετρωμάτων που προξενείται από την κίνηση του αέρα: Μέτρα προστασίας εδαφών από την υδατική και ~ ~., αιολική ενέργεια: ΦΥΣ. που προέρχεται από τη μετακίνηση αέριων μαζών της ατμόσφαιρας και μετατρέπεται σε ηλεκτρική με ανεμογεννήτριες: Η ~ ~ αποτελεί ανανεώσιμη πηγή ενέργειας., αιολικό πάρκο: ΤΕΧΝΟΛ. μεγάλη έκταση με συστοιχία ανεμογεννητριών για την αξιοποίηση της αιολικής ενέργειας: ~ ~ στη θάλασσα. Ηλεκτροπαραγωγή από ~ά ~α., αιολικός σταθμός: ΤΕΧΝΟΛ. εγκαταστάσεις παραγωγής αιολικής ενέργειας: ~ ~ ισχύος ... ΜW. ΑΝΤ. συμβατικός σταθμός. [< γαλλ. éolien, αγγλ. eolic, aeolian]

απόκλιση

απόκλιση [ἀπόκλιση] α-πό-κλι-ση ουσ. (θηλ.) 1. εκτροπή από την αρχική κατεύθυνση· κατ' επέκτ. διαφοροποίηση, συνήθ. από ό,τι θεωρείται γενικά αποδεκτό: ~ ενός σώματος από την τροχιά του. Το πλοίο παρουσίασε ~ από την κανονική του πορεία.|| ~ από τις ιδρυτικές αρχές/τις νομοθετικές διατάξεις/τον στόχο/το χρονοδιάγραμμα. ~ από την πεπατημένη/το φυσιολογικό. Γλωσσικές/κοινωνικές/σεξουαλικές ~ίσεις (= παρεκκλίσεις).|| Εφημερίδα αριστερών/δεξιών ~ίσεων (= προτιμήσεων, τάσεων).|| (αντιπαράθεση, διαφωνία:) Iδεολογικές ~ίσεις (= διαφορές). Ουσιαστικές/σοβαρές ~ίσεις μεταξύ των δύο κρατών στα θέματα της άμυνας (ΑΝΤ. ευθυγράμμιση). Διαπιστώθηκε ~ απόψεων/θέσεων (πβ. διάσταση). ΑΝΤ. σύγκλιση (2) 2. διαφορά μιας τιμής από την καθορισμένη ή αναμενόμενη: μεγάλη/μέγιστη επιτρεπτή/μέση/μικρή/σημαντική/σταθερή/φυσιολογική ~.|| (ΟΙΚΟΔ.-ΑΡΧΙΤ.) ~ μηδέν/της τάξεως των 0,4 mm. ~ της επιφάνειας του δαπέδου. ~ από τις ισχύουσες προδιαγραφές.|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ίσεις αποδοτικότητας/πωλήσεων. Ο προϋπολογισμός εμφάνισε/παρουσίασε ~ ... ευρώ/... %. Καταγράφονται ~ίσεις στην τιμή πώλησης της βενζίνης. 3. ΝΑΥΤ. (σε πυξίδα) η γωνία μεταξύ μαγνητικού και πραγματικού βορρά: ανατολική/δυτική ~. Αριστερή/δεξιά ~. ~ σε μοίρες. 4. ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης σημείου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού πλάτους: ~ αστέρος. Βλ. ορθή αναφορά. 5. ΜΑΘ. η ιδιότητα ακολουθίας ή σειράς να μη συγκλίνει σε όριο. ● ΣΥΜΠΛ.: μαγνητική απόκλιση: ΦΥΣ. η γωνία που σχηματίζει ο μαγνητικός άξονας με τον άξονα περιστροφής της Γης. [< γαλλ. déclinaison magnétique] , τυπική απόκλιση (συντομ. σ ή s(d)): ΣΤΑΤΙΣΤ. μέτρο της διασποράς των τιμών από τον μέσο όρο: ~ ~ των τιμών ενός δείγματος. Βλ. διακύμανση. [< αγγλ. standard deviation] [< μτγν. ἀπόκλισις, γαλλ. déviation 4: γαλλ. déclinaison]

βρεφονηπιακός

βρεφονηπιακός, ή, ό βρε-φο-νη-πι-α-κός επίθ.: που σχετίζεται με τα βρέφη και τα νήπια: ~ή: αγωγή/περίθαλψη. ~ό: επίδομα. ~ές: ανάγκες/υπηρεσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: βρεφονηπιακός/παιδικός σταθμός: εκπαιδευτικό ίδρυμα που δέχεται παιδιά προσχολικής ηλικίας: δημόσιος/ιδιωτικός ~ ~. Βλ. βρεφοκομείο.

γεωδαιτικός

γεωδαιτικός, ή, ό γε-ω-δαι-τι-κός επίθ.: ΓΕΩΔ. που σχετίζεται με τη γεωδαισία: ~ές: μέθοδοι (βλ. οπισθοτομία, ταχυμετρία)/μετρήσεις/συντεταγμένες. ~ά: όργανα (βλ. θεοδόλιχος, μετροταινία, τζι πι ες, χωροβάτης). ● ΣΥΜΠΛ.: γεωδαιτική αστρονομία: ΑΣΤΡΟΝ. κλάδος που έχει ως αντικείμενο τον προσδιορισμό των γεωγραφικών συντεταγμένων μέσω της παρατήρησης των ουράνιων σωμάτων., γεωδαιτικός θόλος: ΑΡΧΙΤ. σφαιρική δομή αποτελούμενη από ένα σύνθετο πλέγμα τριγώνων και πολυγώνων. [< αγγλ. geodetic dome, 1959] , γεωδαιτικός σταθμός: ΤΟΠΟΓΡ. όργανο ψηφιακής μέτρησης γωνιών και αποστάσεων. [< γαλλ. géodésique, αγγλ. geodetic]

δάσος

δάσος δά-σος ουσ. (ουδ.) {δάσ-ους | -η, -ών} 1. εκτεταμένη περιοχή που καλύπτεται κυρ. από άγρια δέντρα· συνεκδ. το σύνολο αυτών των δέντρων: αιωνόβιο/απολιθωμένο/μαύρο/ορεινό/περιαστικό/τεχνητό/φυσικό ~. Καμένα ~η. ~ από έλατα/κυπαρίσσια/βελανιδιές/πεύκα (βλ. ελατό-, κυπαρισσό-δασος, δρυο-, πευκο-δάσος). Φρούτα του ~ους (βλ. αγριοφράουλα, βατόμουρο, μύρτιλλο, φραγκοστάφυλο, φραμπουάζ). Η πανίδα/χλωρίδα του ~ους. Αποψίλωση του ~ους. Διαδρομές/περίπατος στο ~. ~η κωνοφόρων/φυλλοβόλων. Διαχείριση ~ών (βλ. δασο-κομία, -πονία). Πβ. δασικό οικοσύστημα, δρυμός. Βλ. άλσος, πάρκο. Βλ. -δασος.|| ~η της θάλασσας (πβ. ποσειδωνία). 2. (κατ' επέκτ.) έκταση με καλλιεργούμενα, πυκνοφυτεμένα δέντρα ή γενικότ. πυκνή βλάστηση: ~ από ελιές/φοίνικες. Βλ. -ώνας. 3. (μτφ.) πλήθος από κατακόρυφα αντικείμενα σε πυκνή διάταξη: ~ από κεραίες/πολυκατοικίες. ● Υποκ.: δασάκι (το): ΣΥΝ. δασύλλιο ● ΣΥΜΠΛ.: αμιγές δάσος: που αποτελείται από ένα είδος δέντρου: ~ ~ καστανιάς., μικτό δάσος: που περιλαμβάνει διαφορετικά είδη δέντρων: ~ ~ οξιάς και μαύρης πεύκης., παρθένο δάσος: που δημιουργείται, αναπτύσσεται και αναγεννιέται χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση., τροπικό δάσος: ΒΙΟΓΕΩΓΡ. που αναπτύσσεται στην τροπική ζώνη: τα ~ά ~η του Αμαζονίου/της Αφρικής. Αρκτικά, εύκρατα και ~ά ~η. Βλ. διάπλαση, σαβάνα, στέπα, τάιγκα, τούνδρα., αισθητικό δάσος βλ. αισθητικός, δάσος βροχής βλ. βροχή ● ΦΡ.: βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος βλ. δέντρο [< αρχ. δάσος, γαλλ. forêt, αγγλ. forest]

διακεκαυμένος

διακεκαυμένος, η, ο δι-α-κε-καυ-μέ-νος επίθ.: ΓΕΩΓΡ. κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: διακεκαυμένη/τροπική ζώνη: τμήμα της Γης που βρίσκεται ανάμεσα στον τροπικό του Καρκίνου και τον τροπικό του Αιγόκερω και εκτείνεται βόρεια και νότια του Ισημερινού. [< μτγν. διακεκαυμένη ζώνη, γαλλ. zone torride/tropicale]

διόπτευση

διόπτευση δι-ό-πτευ-ση ουσ. (θηλ.): ΝΑΥΤ. προσδιορισμός της γωνίας που σχηματίζεται ανάμεσα στον βορρά και τη νοητή γραμμή μεταξύ παρατηρητή και σημείου ή αντικειμένου: απόλυτη/σχετική ~. ~ πυξίδας. ~ από κόμβο. Σημείο ~ης. Βλ. αζιμούθιο. [< μτγν. διόπτευσις]

διοχέτευση

διοχέτευση δι-ο-χέ-τευ-ση ουσ. (θηλ.) 1. διάθεση, προώθηση: ~ προϊόντος στην αγορά. Βλ. εισαγωγή, κυκλοφορία.|| ~ κεφαλαίων σε επενδύσεις (= τοποθέτηση).|| ~ εργατικού δυναμικού προς τον/στον ιδιωτικό τομέα (βλ. απορρόφηση).|| ~ της κυκλοφορίας σε παρακαμπτήριες οδούς (βλ. διευθέτηση).|| (αρνητ. συνυποδ., διακίνηση παράνομων υλικών, ουσιών:) ~ όπλων/ναρκωτικών στις φυλακές. (για πρόσ.) ~ λαθρομεταναστών. 2. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) έμμεση διάδοση: ~ πληροφοριών/προσωπικών δεδομένων/στοιχείων (βλ. διαρροή)/ψευδών ειδήσεων (: διασπορά). Πβ. διακίνηση. Βλ. μετάδοση. 3. κατευθυνόμενη μεταφορά υγρού, αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος με χρήση αντλίας ή αγωγού: ~ λυμάτων σε εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού (βλ. παροχέτευση). ~ ατμού σε δεξαμενή. 4. (μτφ.) εκτόνωση: ~ της ενεργητικότητας των παιδιών σε δημιουργικές δραστηριότητες. Πβ. εξωτερίκευση. [< γαλλ. canalisation]

-ερός

-ερός, ή, ό: επίθημα για την παραγωγή επιθέτων που δηλώνουν χαρακτηριστικό, ιδιότητα ή σύσταση: βλαβ~/βροχ~/γυαλιστ~/ζοφ~/θλιβ~/λυπητ~/τρομ~/τρυφ~/τυχ~/φθον~/φοβ~.|| Bαμβακ~.

έτος

έτος [ἔτος] έ-τος ουσ. (ουδ.) {έτ-ους | -η, -ών} 1. χρονικό διάστημα τριακοσίων εξήντα πέντε ημερών (ή τριακοσίων εξήντα έξι για δίσεκτο έτος), που συνήθ. αρχίζει (συμβατικά) την πρώτη Ιανουαρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Δεκεμβρίου και χωρίζεται σε δώδεκα μήνες (το ημερολογιακό έτος) ή μπορεί να αρχίζει σε οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία· μία συγκεκριμένη από αυτές τις περιόδους, συνήθ. στη χρονολογική της σειρά: επετειακό/επόμενο/μεταβατικό/παρελθόν/περασμένο/πλήρες/τρέχον ~. Στην αρχή/με την πάροδο/στο τέλος του ~ους. Η πρώτη μέρα (πβ. πρωτοχρονιά)/οι εποχές του ~ους. Απαιτούμενη προϋπηρεσία: ένα ως δύο ~η. Δάνειο διαρκείας με σταθερό επιτόκιο για τρία ~η. Κατά τα προηγούμενα ~η. Επί δύο συναπτά ~η. Ύστερα από προσπάθειες πολλών ~ών ... Εγγύηση δύο ~ών. Ποινή κάθειρξης είκοσι ~ών. Προ ~ών (: πριν από πολλά ~η). Από (πολλών) ~ών (: εδώ και πολλά ~η). Εξόφληση χρέους εντός τριών ~ών.|| (ειδικότ. για την ηλικία) Συμπλήρωση του πεντηκοστού ~ους της ηλικίας. Έγινε ογδόντα/πέθανε σε ηλικία ενενήντα ~ών. Γυναίκες άνω/κάτω των σαράντα ~ών. Πόσων ~ών (= χρονών) είστε;|| Ουίσκι δώδεκα ~ών.|| (ευχετ.) Καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένο το νέο ~. ~ αποφοιτήσεως/γεννήσεως/έκδοσης (πβ. χρονολογία).|| (σε άλλο σύστημα χρονολόγησης:) Το ~ του Φιδιού (στο κινέζικο ημερολόγιο). Ένα ~ Εγίρας (στο ισλαμικό ημερολόγιο που αντιστοιχεί στο 622 μ.Χ.). Το ~ 7107 από κτίσεως κόσμου (δηλ. 1599 μ.Χ.). Το ~ μιας Ολυμπιάδας. ΣΥΝ. χρονιά (1), χρόνος (6) 2. (ειδικότ.) χρονικό διάστημα, μικρότερο συνήθ. από ένα έτος, κατά το οποίο λειτουργεί ένα ίδρυμα, ινστιτούτο· συνεκδ. σύνολο προσώπων που φοιτούν μαζί σε σχολείο, πανεπιστήμιο: ακαδημαϊκό-πανεπιστημιακό ~. Παράταση διδακτικού ~ους. Μαθήματα πρώτου ~ους (σπουδών). Διαγωνίσματα/εκπαιδευτική εκδρομή/εξετάσεις/υποτροφίες ~ους ... Φοιτητές δευτέρου ~ους/μεγαλύτερων ~ών/του ~ους μου. Δεν ήταν στο δικό μου ~ (= δεν ήμασταν συμφοιτητές). Βλ. ανθρωπο~, γενιά. 3. ΑΣΤΡΟΝ. το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για μια πλήρη περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, το ηλιακό, τροπικό έτος· κατ' επέκτ. ο χρόνος περιφοράς ενός πλανήτη ή δορυφόρου γύρω από τον Ήλιο ή άλλο πλανήτη, αντίστοιχα: το ~ του Άρη/της Σελήνης. ● ΣΥΜΠΛ.: εκκλησιαστικό έτος: που αρχίζει την πρώτη Σεπτεμβρίου και τελειώνει την τριακοστή πρώτη Αυγούστου. ΣΥΝ. ίνδικτος (1), έτος φωτός 1. ΑΣΤΡΟΝ. {κυρ. στον πληθ.} μονάδα μήκους (διεθνές σύμβ. ly) που ισούται με την απόσταση που διανύει το φως στο κενό σε ένα έτος: Γαλαξίας που απέχει ... εκατομμύρια ~η ~ από τη Γη. 2. {μόνο στον πληθ.} (μτφ.) για να δηλωθεί εμφατικά πολύ μεγάλη (ποιοτική) διαφορά μεταξύ δύο ή περισσοτέρων συγκρινόμενων πραγμάτων, προσώπων: Η θεωρία απέχει συχνά ~η ~ από την πράξη. Βρισκόμαστε ~η ~ (μακριά) από τις συνήθειες των παππούδων μας. [< αγγλ. light year, 1925] , Ευρωπαϊκό/Διεθνές/Παγκόσμιο Έτος: χρονικό διάστημα συνήθ. ενός έτους, αφιερωμένο σε συγκεκριμένο θέμα, πρόσωπο, ιδέα, κατά τη διάρκεια του οποίου πραγματοποιούνται σχετικές εκδηλώσεις σε ευρωπαϊκό, διεθνές ή παγκόσμιο επίπεδο., ηλιακό/τροπικό έτος: ΑΣΤΡΟΝ. το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ή φθινοπωρινών ισημεριών που ισοδυναμεί με 365 μέρες, 5 ώρες, 48 λεπτά και 45.51 δευτερόλεπτα: ημερολόγιο βασισμένο στο ~ ~. Μέσο τροπικό ~ (365, 2421988 ... μέρες). Βλ. γρηγοριανό/νέο, ιουλιανό/παλαιό ημερολόγιο, ηλιακός χρόνος. [< γαλλ. année solaire/tropique] , ημερολογιακό έτος & πολιτικό έτος: από την 1η Ιανουαρίου ως την 31η Δεκεμβρίου. [< αγγλ. calendar year] , οικονομικό έτος: ΟΙΚΟΝ. λογιστική περίοδος δώδεκα μηνών: απολογισμός/έξοδα/έσοδα/ισολογισμός/κέρδη ~ού ~ους ... Φορολογικές δηλώσεις ~ού ~ους ... Εκκαθάριση λογαριασμών-~ά ~η ... [< αγγλ. financial year] , σεληνιακό έτος: με διάρκεια τριακοσίων πενήντα τεσσάρων ημερών., σχολικό έτος: το χρονικό διάστημα λειτουργίας των σχολείων, συμπεριλαμβανομένων των παραδόσεων και των εξετάσεων: Το ~ ~ διαρκεί από την πρώτη Σεπτεμβρίου έως την τριακοστή Ιουνίου. Πβ. χρονιά., αστρικό έτος βλ. αστρικός, κοσμικό/γαλαξιακό έτος βλ. κοσμικός, πλήρης ημερών βλ. ημέρα, το ενεστώς έτος βλ. ενεστώς, υδρολογικό έτος βλ. υδρολογικός ● ΦΡ.: αίσιο(ν) και ευτυχές το νέο(ν) έτος (λόγ.): (σε ευχετήριες κάρτες και επιστολές) στερεότυπη ευχή για το νέο έτος., ανά/κατ' έτος: (για, σε) κάθε έτος, ετησίως: δαπάνες/δημοσιεύσεις/ταξινόμηση ~ ~.|| (ως επίθ.) Βράβευση της κατ' έτος (= ετήσιας) σημαντικότερης ερευνητικής εργασίας στον χώρο της ..., εις πολλά έτη/έτη πολλά (λόγ.): ευχή για μακροζωία: ~ ~ με υγεία και χαρά! (ΕΚΚΛΗΣ.) ~ ~, ∆έσποτα! Πβ. χρόνια πολλά., εν έτει (λόγ.): το έτος: Έργο γραμμένο ~ ~ ... , επί σειρά(ν) ετών (λόγ.): για πολλά και διαδοχικά χρόνια: πρόεδρος/πρωταθλητής ~ ~.|| (ως επίθ.) Ο ~ ~ διευθυντής. , καθ' όλο(ν) το έτος (λόγ.): σε όλη τη διάρκεια του έτους: Το ξενοδοχείο λειτουργεί ~ ~., κατ' έτος (επίσ.): (για) κάθε χρονιά, ετησίως: αποδοχές ~ ~. Η κατώτατη τιμή ορίζεται ~ ~., (κατά) το σωτήριο(ν) έτος βλ. σωτήριος, προ/από αμνημονεύτων ετών/χρόνων βλ. αμνημόνευτος [< αρχ. ἔτος, γαλλ. année, αγγλ. year]

θεοδόλιχος

θεοδόλιχος θε-ο-δό-λι-χος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -ίχου} ΤΟΠΟΓΡ.-ΑΣΤΡΟΝ.: οπτικό όργανο για τη μέτρηση γωνιών του αζιμουθίου και των ζενιθιακών αποστάσεων: ηλεκτρονικός/ψηφιακός ~. ~ με τρίποδα. Πβ. ταχύμετρο. Βλ. σταδία, χωροβάτης. [< γαλλ. théodolite]

-ισμός

-ισμός επίθημα αφηρημένων αρσενικών ουσιαστικών που δηλώνει 1. ενέργεια, αποτέλεσμα: καταρτ~/μεταβολ~/πανηγυρ~/παραθερ~/συμψηφ~/υπνωτ~.|| Oραματ~/προβληματ~. 2. θεωρία, τέχνη: αγνωστικ~/δαρβιν~/δυϊσμός/ουμαν~/πλουραλ~/σχετικ~. Kαπιταλ~/κομμουν~/σοσιαλ~.|| (αρνητ.) Σκοταδ~.|| (κίνημα:) Δημοτικ~. Φεμιν~.|| (διδασκαλία:) Στωικ~/χριστιαν~. Μανιχα-ϊσμός.|| Κλασικ~/μινιμαλ~/ρεαλ~/ρομαντ~. 3. στάση, συμπεριφορά: αλτρου~.|| (συνήθ. μειωτ.) Αριβ~/ατομ~/εγω~/σοβιν~/στρουθοκαμηλ~/χαμαιλεοντ~/χαφιεδ~. 4. ενασχόληση, δραστηριότητα: αθλητ~/ακτιβ~/αλπιν~/προσκοπ~. 5. ΙΑΤΡ. πάθηση, νόσο: δαλτον~. 6. φαινόμενο: γεωτροπ~/ιον~.|| Γαλλ~.

ισοϋψής

ισοϋψής, ής, ές [ἰσοϋψής] ι-σο-ϋ-ψής επίθ. {ισοϋψ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.): που έχει το ίδιο ύψος με κάτι άλλο: τείχος ~ές σε όλο του το μήκος. ΑΝΤ. ανισοϋψής ● ΣΥΜΠΛ.: ισοϋψής (καμπύλη) & υψομετρική καμπύλη: ΓΕΩΦ. γραμμή που ενώνει σε χάρτη σημεία της γήινης επιφάνειας με το ίδιο υψόμετρο. Βλ. ισοβαθής. [< γαλλ. (ligne) isohypse] [< μτγν. ἰσοϋψής]

κοιλο1- & κοιλό- & κοιλ-

κοιλο1- & κοιλό- & κοιλ-: α' συνθετικό ουσιαστικών με τη σημασία του κοίλου: κοιλ-εντερωτά.

-μέτρηση

-μέτρηση: το ουσιαστικό μέτρηση ως β' συνθετικό: (επιστ.) βυθο~ (πβ. -σκόπηση)/εμβαδο~/θερμο~/λιπο~ (βλ. -μετρητής)/ογκο~/σφυγμο~/φωτο~ (βλ. -μετρία)/χιλιο~/χρονο~ (βλ. -μετρο)/χωρο~/ωρο~.|| Φυλλο~.

-μετρία

-μετρία επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. επιστήμη ή τεχνική μέτρησης: ανθρωπο~/αξονο~/γεω~/εργο~/θερμιδο~/ογκο-μετρία (πβ. -μέτρηση)/σπιρο~ (βλ. σπιρό-μετρο)/στερεο~/τριγωνο~. 2. σχέση μεγεθών: (αν)ισο~/(α)συμ~.

οπισθοτομία

οπισθοτομία [ὀπισθοτομία] ο-πι-σθο-το-μί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. χειρουργική αφαίρεση οργάνου, ιστού ή άλλου μέρους του σώματος: ~ του προστάτη. Βλ. -τομή. 2. ΤΟΠΟΓΡ. μέθοδος προσδιορισμού της θέσης σημείου: πολλαπλή/φωτογραμμετρική ~. [< αγγλ. resection]

τοπογραφία

τοπογραφία το-π-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΤΟΠΟΓΡ. επιστημονικός κλάδος που έχει αντικείμενο μελέτης την απεικόνιση υπό κλίμακα των φυσικών και τεχνητών στοιχείων της γήινης επιφάνειας πάνω σε χάρτη ή μακέτα: ~ μεταλλείων. Τμήμα Γεωπληροφορικής και ~ας. Εργαστήριο Μηχανικών Επιστημών και ~ας. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική/μνημειακή ~.|| (συνεκδ.) Σύνθετη ~ (= τοπογραφικό) εδάφους. Βλ. -γραφία. 2. (μτφ.) λεπτομερής περιγραφή ή ανάλυση των στοιχείων ενός δομημένου συνόλου: κοινωνική/πολιτική ~. ● ΣΥΜΠΛ.: τοπογραφία κερατοειδούς: ΙΑΤΡ. ειδική εξέταση που απεικονίζει ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά της καμπυλότητας του κερατοειδούς. [< μτγν. τοπογραφία, γαλλ. topographie, αγγλ. topography]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.