Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 12 εγγραφές  [0-12]


  • αύξηση [αὔξηση] αύ-ξη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ποσοτική άνοδος: αλματώδης/ανησυχητική/απότομη/γενναία/εκρηκτική/επικείμενη/ετήσια/καθαρή/κατακόρυφη/μηδενική/νόμιμη/ονομαστική/ποσοστιαία/σημαντική/σταδιακή/υψηλή ~. ~ της ανταγωνιστικότητας/των αποδοχών/του αφορολόγητου/βάρους (= πάχυνση)/της εγκληματικότητας/του ελλείμματος/των εξαγωγών/των επιτοκίων/της ζήτησης (ΑΝΤ. πτώση)/του κόστους/των μέτρων ασφαλείας (= ενίσχυση)/της παραγωγής/των ωρών διδασκαλίας. ~ του περιθωρίου (= μεγάλωμα). ~ στα καταναλωτικά δάνεια της τάξης του ...%. Ρυθμός ~ης.|| (ειδικότ., για μισθολογική ~:) Αναστολή/καταβολή/πάγωμα/χορήγηση αυξήσεων.|| (Για ~ των τιμών:) Νέες αυξήσεις. Αυξήσεις-φωτιά. Κύμα αυξήσεων (= ανατιμήσεων) σε προϊόντα. Βλ. επ~, προσ~, υπερ~. ΑΝΤ. ελάττωση, μείωση. 2. ΒΙΟΛ. φυσιολογική ανάπτυξη οργανισμού ή ανεξέλεγκτος κυτταρικός πολλαπλασιασμός: ~ της μυϊκής μάζας.|| ~ των καρκινικών κυττάρων. 3. ΓΡΑΜΜ. μεταβολή του ρηματικού θέματος στην οριστική παρατατικού και αορίστου, συλλαβική, όταν το θέμα αρχίζει από σύμφωνο (γράφω – έγραφα –έγραψα), χρονική ή, αλλιώς, φωνηεντική, όταν το θέμα αρχίζει από φωνήεν (ελπίζω – ήλπιζα – ήλπισα) και εσωτερική, συλλαβική ή χρονική, όταν το ρήμα είναι σύνθετο με προθετικό πρόθημα (προβάλλω – προέβαλα, απευθύνω – απηύθυνα). ● ΣΥΜΠΛ.: αύξηση πληθυσμού: ΔΗΜΟΓΡ. άνοδος του αριθμού των ατόμων που ζουν σε μία χώρα ή περιοχή σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα: αναιμική/ραγδαία/ταχεία/φυσική ~ ~. [< αγγλ. population growth, 1927] ● ΦΡ.: δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση: παρέχω, λαμβάνω ή αξιώνω μεγαλύτερο μισθό: Η κυβέρνηση έδωσε ~ ... % στους μισθωτούς. Προήχθη και πήρε ~.|| (κατ' επέκτ.) Τα ασφάλιστρα πήραν ~. [< 1: αρχ. αὔξησις, γαλλ. augmentation, αγγλ. increase 2: γαλλ. augmentation, αγγλ. growth 3: μτγν. σημ.]
  • γαμηλιότητα γα-μη-λι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. η σχέση του αριθμού των γάμων προς τον πληθυσμό μιας περιοχής ή ομάδας ατόμων. Βλ. γεννητικ-, θνησιμ-ότητα. [< γαλλ. nuptialité]
  • γεννητικότητα γεν-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΔΗΜΟΓΡ. το ποσοστό των γεννήσεων ζώντων παιδιών σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, συνήθ. έτος, και τόπο, ως προς το σύνολο του πληθυσμού: σταθερή/υψηλή ~. ~ και γονιμότητα. Ενίσχυση/μείωση της ~ας. Συντελεστής ~ας. Χαμηλή ~ και δημογραφική γήρανση. Βλ. γαμηλιότητα, υπερ~, υπο~, -ότητα. ΑΝΤ. θνησιμότητα 2. (σπάν.-λόγ.) ικανότητα αναπαραγωγής. ● ΣΥΜΠΛ.: δείκτης γεννητικότητας: αριθμός γεννήσεων σε πληθυσμό 1.000 κατοίκων μιας χώρας: αδρός/χαμηλός ~ ~. Ο ~ ~ έχει πέσει κάτω από ... Βλ. δείκτης γήρανσης. [< γαλλ. taux de natalité ] [< 1: γαλλ. natalité 2: γαλλ. génitalité]
  • γήρανση γή-ραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προοδευτική φθορά του οργανισμού με την πάροδο της ηλικίας: βιολογική/ορμονική/πνευματική/πρόωρη/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/των κυττάρων/του σώματος. Σημάδια ~ης. Επιβράδυνση/καταπολέμηση της ~ης. Πβ. γέρασμα, γηρασμός. Βλ. αντι~, φωτο~. 2. (μτφ.) φθορά λόγω παλαιότητας: ~ του κτιρίου/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: γήρανση πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή γήρανση: ΔΗΜΟΓΡ. συνεχής αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων ως προς τον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Πβ. δημογραφικό (πρόβλημα). Βλ. υπογεννητικότητα., δείκτης γήρανσης: ΔΗΜΟΓΡ. αναλογία (επί τοις εκατό) του πληθυσμού άνω των εξήντα πέντε ετών προς τον πληθυσμό με ηλικία μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Βλ. δείκτης γεννητικότητας., ενεργός γήρανση: (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης στην αγορά εργασίας, με ταυτόχρονη εξειδικευμένη αξιοποίηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων., τεχνητή γήρανση: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. στη μεταλλουργία) θερμική επεξεργασία για την αύξηση της ανθεκτικότητας υλικού. [< αγγλ. artificial ageing, 1930] [< αρχ. γήρανσις]
  • δημογραφία δη-μο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. επιστημονικός κλάδος που μελετά στατιστικά τα χαρακτηριστικά του πληθυσμού μιας περιοχής, χώρας: ιατρική/ιστορική/κοινωνική ~. ~ και μετανάστευση. Βλ. ανθρωπογεωγραφία, απογραφή.|| Επιχειρηματική ~. Βλ. -γραφία. [< γαλλ. démographie, αγγλ. demography]
  • δημογραφικός , ή, ό δη-μο-γρα-φι-κός επίθ.: ΔΗΜΟΓΡ. που σχετίζεται με τη δημογραφία ή τον πληθυσμό: ~ός: δείκτης/παράγοντας/χάρτης. ~ή: ανάλυση/έκρηξη/εξέλιξη/κρίση/πολιτική/συρρίκνωση. ~ές: μελέτες/μεταβολές. ~ά: στοιχεία. Βλ. απογραφικός. ● επίρρ.: δημογραφικά ● ΣΥΜΠΛ.: δημογραφικά χαρακτηριστικά: τα γνωρίσματα (φύλο, ηλικία, μόρφωση, απασχόληση, εισόδημα) ενός πληθυσμού ή τμήματός του, ιδ. για τον προσδιορισμό του προφίλ μιας αγοράς καταναλωτών. [< αγγλ. demographics, 1967] , δημογραφικό (πρόβλημα/ζήτημα): οι αρνητικές συνέπειες της δυσανάλογης μείωσης ή αύξησης του πληθυσμού μιας περιοχής, μιας χώρας ή ολόκληρου του πλανήτη ως προς τους διαθέσιμους πόρους., γήρανση πληθυσμού βλ. γήρανση [< γαλλ. démographique, αγγλ. demographic]
  • θνησιμότητα θνη-σι-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. η σχέση του αριθμού των θανάτων προς τον πληθυσμό συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής ή ομάδας ατόμων· συνεκδ. ο αριθμός θανάτων που σημειώνεται σε αυτά τα πλαίσια: αυξημένη/βρεφική/ελαττωμένη/μητρική/παιδική/υψηλή ~. ~ από καρκίνο/ναρκωτικά. Αίτια/αντιμετώπιση/περιορισμός της ~ας. Δείκτης/παράγοντας/ποσοστό/συντελεστής ~ας. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. γεννητικότητα (1) [< γαλλ. mortalité]
  • θνητότητα θνη-τό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. ΔΗΜΟΓΡ. ο αριθμός των θανάτων από μία ασθένεια σε σχέση με τον καταγεγραμμένο αριθμό ατόμων που προσβλήθηκαν από αυτή: καρδιαγγειακή/υψηλή/χαμηλή ~. Ποσοστό ~ας. 2. (λόγ.) η ιδιότητα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα του θνητού: η ~ του ανθρώπου. Πβ. φθαρτότητα. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. αθανασία (1) [< 1: γαλλ. mortalité 2: μτγν. θνητότης]
  • πυραμίδα πυ-ρα-μί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΑΡΧΑΙΟΛ. τεράστιο οικοδόμημα από ογκόλιθους, με σχήμα όμοιο με αυτό του αντίστοιχου στερεού, που το χρησιμοποιούσαν κυρ. ως ταφικό μνημείο βασιλιάδων: βαθμιδωτή/γιγάντια/κλιμακωτή ~. Οι ~ες της Αιγύπτου (= αιγυπτιακές ~ες)/της Γκίζας/των Φαραώ (βλ. μασταμπάς). Οι ~ες των Μάγια. 2. ΓΕΩΜ. πολύεδρο, που η βάση του είναι πολύγωνο και οι υπόλοιπες πλευρές του τρίγωνα, τα οποία ενώνονται σε κοινή κορυφή: κανονική (τετραγωνική)/κόλουρη ~. Βλ. κύβος. 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει το αντίστοιχο σχήμα: γυάλινη/κρυστάλλινη ~. Η ~ του Λούβρου. ~ από τραπουλόχαρτα.|| (ΑΝΑΤ.) Νεφρικές ~ες. 4. (μτφ.) ιεραρχική κλίμακα όπου η διαβάθμιση γίνεται από την κορυφή (ανώτερη θέση) προς τη βάση (κατώτερη θέση): διοικητική/εκπαιδευτική/κοινωνική ~. Ανακατατάξεις στην ηγετική ~ του κόμματος. 5. το παράνομο παιχνίδι αεροπλανάκι και η αντίστοιχη επιχείρηση οργάνωσης δικτύων καταναλωτών. ● ΣΥΜΠΛ.: διατροφική πυραμίδα & πυραμίδα των τροφίμων & τροφική πυραμίδα: γραφική αναπαράσταση σε σχήμα τριγώνου που υποδεικνύει τις τροφές τις οποίες πρέπει να καταναλώνουμε (στη βάση βρίσκονται αυτές με τα περισσότερα θρεπτικά συστατικά και στην κορυφή όσες πρέπει να τρώμε σε μικρές ποσότητες): μεσογειακή ~ ~. [< αγγλ. food pyramid, 1949] πυραμίδα του πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή πυραμίδα: ΔΗΜΟΓΡ. γραφική παράσταση που δείχνει τη σύνθεση και την εξέλιξη ενός πληθυσμού, όσον αφορά το φύλο και την ηλικία. [< αρχ. πυραμίς, γαλλ. pyramide, αγγλ. pyramid, 5: αμερικ. ~, 1932]
  • υπεργεννητικότητα [ὑπεργεννητικότητα] υ-περ-γεν-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. αύξηση του αριθμού των γεννήσεων πάνω από τα φυσιολογικά ή επιθυμητά όρια. Βλ. -ότητα. ΑΝΤ. υπογεννητικότητα [< αγγλ. high birth rate]
  • υπερπληθυσμός [ὑπερπληθυσμός] υ-περ-πλη-θυ-σμός ουσ. (αρσ.) 1. ΔΗΜΟΓΡ. υπερβολική αύξηση της πληθυσμιακής πυκνότητας μιας χώρας ή περιοχής σε σχέση με τις οικονομικές της δυνατότητες και τους φυσικούς πόρους που διαθέτει, με αποτέλεσμα τη δημιουργία σοβαρότατων, κυρ. περιβαλλοντικών, προβλημάτων: ο ~ της Γης. Βλ. έλεγχος (των) γεννήσεων.|| (μτφ.) ~ των κρατουμένων/των φυλακών. 2. ΖΩΟΛ. υπεραύξηση ενός είδους του ζωικού βασιλείου σε σχέση με τους διαθέσιμους φυσικούς πόρους μιας περιοχής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη του οικοσυστήματος. [< 1: αγγλ. overpopulation]
  • υπογεννητικότητα [ὑπογεννητικότητα] υ-πο-γεν-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. πτώση του δείκτη των γεννήσεων μιας χώρας κάτω από τα φυσιολογικά ή επιθυμητά όρια. Βλ. γήρανση πληθυσμού, -ότητα. ΑΝΤ. υπεργεννητικότητα [< γαλλ. dénatalité, 1918]

ανθρωπογεωγραφία

ανθρωπογεωγραφία [ἀνθρωπογεωγραφία] αν-θρω-πο-γε-ω-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΒΙΟΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά την κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού στη Γη καθώς και την αλληλεπίδραση γεωγραφικού περιβάλλοντος και ανθρώπου: ~ της φτώχειας/των φυσικών καταστροφών. Βλ. βιογεωγραφία. [< γαλλ. anthropogéographie, αγγλ. anthropogeography]

απογραφικός

απογραφικός, ή, ό [ἀπογραφικός] α-πο-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με την απογραφή: ~ός: έλεγχος/κατάλογος/πίνακας. ~ή: δήλωση/έρευνα. ~ό: δελτίο. [< μτγν. ἀπογραφικός]

γαμηλιότητα

γαμηλιότητα γα-μη-λι-ό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. η σχέση του αριθμού των γάμων προς τον πληθυσμό μιας περιοχής ή ομάδας ατόμων. Βλ. γεννητικ-, θνησιμ-ότητα. [< γαλλ. nuptialité]

γήρανση

γήρανση γή-ραν-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. προοδευτική φθορά του οργανισμού με την πάροδο της ηλικίας: βιολογική/ορμονική/πνευματική/πρόωρη/φυσιολογική ~. ~ του δέρματος/των κυττάρων/του σώματος. Σημάδια ~ης. Επιβράδυνση/καταπολέμηση της ~ης. Πβ. γέρασμα, γηρασμός. Βλ. αντι~, φωτο~. 2. (μτφ.) φθορά λόγω παλαιότητας: ~ του κτιρίου/του συστήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: γήρανση πληθυσμού & δημογραφική/πληθυσμιακή γήρανση: ΔΗΜΟΓΡ. συνεχής αύξηση της αναλογίας των ηλικιωμένων ατόμων ως προς τον συνολικό πληθυσμό με ταυτόχρονη μείωση του ποσοστού των παιδιών και συρρίκνωση των παραγωγικών ηλικιών. Πβ. δημογραφικό (πρόβλημα). Βλ. υπογεννητικότητα., δείκτης γήρανσης: ΔΗΜΟΓΡ. αναλογία (επί τοις εκατό) του πληθυσμού άνω των εξήντα πέντε ετών προς τον πληθυσμό με ηλικία μέχρι δεκατεσσάρων ετών. Βλ. δείκτης γεννητικότητας., ενεργός γήρανση: (στην Ευρωπαϊκή Ένωση) αύξηση της μέσης ηλικίας απασχόλησης στην αγορά εργασίας, με ταυτόχρονη εξειδικευμένη αξιοποίηση της απασχόλησης των ηλικιωμένων., τεχνητή γήρανση: ΤΕΧΝΟΛ. (κυρ. στη μεταλλουργία) θερμική επεξεργασία για την αύξηση της ανθεκτικότητας υλικού. [< αγγλ. artificial ageing, 1930] [< αρχ. γήρανσις]

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

δείκτης

δείκτης δεί-κτης ουσ. (αρσ.) {δεικτών} & (προφ.) δείχτης 1. (επιστ.) αριθμός που εκφράζει την ποσοστιαία σύγκριση δύο μεγεθών και χρησιμοποιείται κυρ. για να διευκολύνει τη μελέτη της διαχρονικής μεταβολής ενός φαινομένου: υψηλός/χαμηλός ~. Ο ~ αυξάνεται/μειώνεται. ~ ακροαματικότητας/αξιολόγησης/απόκλισης/αποτελεσματικότητας/ασφαλείας (των πτήσεων)/διαφθοράς. ~ες ποιότητας (= ποιοτικοί ~ες). Βλ. αριθμο~.|| (ΟΙΚΟΝ.) Οικονομικός/χρηματοοικονομικός ~. ~ αγοραστικής δύναμης/αναφοράς/ανεργίας/ανταγωνιστικότητας/απόδοσης (ενεργητικού)/αποδοτικότητας (ιδίων κεφαλαίων)/βιομηχανικής παραγωγής/δαπανών/εκροών/εμπιστοσύνης (επιχειρήσεων/καταναλωτή)/κερδοφορίας/κόστους/παραγωγικότητας. Ο ~ ανεβαίνει/πέφτει.|| (ΙΑΤΡ.) Αιματολογικοί/βιολογικοί (= βιοδείκτες)/βιοχημικοί ~ες.|| Οι διακοπές (ως) ~ (= στοιχείο) ευημερίας.|| ~ βιβλιογραφικών αναφορών [< αγγλ. citation index, } 2. ΤΕΧΝΟΛ. κινητή βελόνα σε βαθμονομημένη κλίμακα οργάνου μετρήσεως· κατ' επέκτ. οτιδήποτε παρέχει ένδειξη μεταβολής φυσικού μεγέθους: οι ~ες του ρολογιού (βλ. λεπτο~, ωρο~). Ο ~ του βαρόμετρου/της ζυγαριάς/της πυξίδας.|| ~ βενζίνης/θερμοκρασίας/πίεσης/ροής. Χιλιομετρικός ~ (: μικρή πινακίδα στην οποία αναγράφεται η απόσταση από δεδομένο σημείο σε χιλιόμετρα, βλ. οδο~). Βλ. ανεμο~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ ποντικιού (= κέρσορας). 3. κάθε αριθμητικό ή γραμματικό σύμβολο που γράφεται κάτω και δεξιά από άλλο, για να το χαρακτηρίσει: (ΜΑΘ.) a1+ a2 = 10 (: για να υποδηλώσει εξάρτηση της μεταβλητής από συγκεκριμένο υποσύνολο τιμών). Βλ. εκθέτης.|| (ΧΗΜ.) H2O (: για την υπόδειξη του αριθμού των ατόμων ενός στοιχείου που περιέχονται στο μόριο της χημικής ένωσης). 4. ΑΝΑΤ. το δάχτυλο δίπλα στον αντίχειρα. ΣΥΝ. λιχανός 5. ΜΑΘ. αριθμός που γράφεται στα αριστερά του ριζικού και εκφράζει την τάξη της ζητούμενης ρίζας (τετραγωνική, κυβική). 6. ΧΗΜ. ουσία της οποίας το χρώμα μεταβάλλεται όταν προστίθεται σε διάλυμα, υποδεικνύοντας την επιτέλεση συγκεκριμένης χημικής αντίδρασης (με οξύ ή με βάση). 7. ΓΛΩΣΣ. λέξη δηλωτική κυρ. γλωσσικής λειτουργίας (ας, θα, να, σαν, ως): κειμενικοί/συνομιλιακοί ~ες ή ~ες λόγου (: παραπέμπουν σε πληροφορίες που προηγούνται ή έπονται π.χ. άλλωστε, γι΄ αυτό, δηλαδή, ιδίως, όμως, συνεπώς). Πβ. μόριο. 8. ΠΛΗΡΟΦ. μεταβλητή, της οποίας η τιμή δείχνει τη θέση μιας άλλης μεταβλητής στη μνήμη του υπολογιστή. 9. βέργα ή συσκευή φωτεινής δέσμης ως μέσο υπόδειξης σε επιφάνεια (χάρτη, πίνακα, γραφική παράσταση). ● ΣΥΜΠΛ.: (Γενικός) Δείκτης Τιμών: ΟΙΚΟΝ. αριθμοδείκτης που εκφράζει την ποσοστιαία μεταβολή στο γενικό επίπεδο τιμών ενός συνόλου αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται σε μια οικονομία: Γενικός ~ ~ Καταναλωτή (ακρ. ΓΔΤΚ)/λιανικής. ~ ~ στο ΧΑΑ. ~ ~ Dow-Jones/Nikkei (= οι χρηματιστηριακοί δείκτες σε Νέα Υόρκη/Τόκιο αντίστοιχα). Τάσεις σταθεροποίησης παρουσίασε ο ~ ~. Πβ. χρηματιστήριο. [< αγγλ. general price index] , Δείκτης Τιμών Καταναλωτή: ΟΙΚΟΝ. αντιπροσωπεύει τις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που αγοράζει ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών. Βλ. εναρμονισμένος, καλάθι της νοικοκυράς. [< αγγλ. consumer price index, 1945] , γενετικός δείκτης βλ. γενετικός, δείκτης απήχησης βλ. απήχηση, δείκτης γεννητικότητας βλ. γεννητικότητα, δείκτης γήρανσης βλ. γήρανση, δείκτης διάθλασης βλ. διάθλαση, δείκτης δυσφορίας βλ. δυσφορία, δείκτης εγκληματικότητας βλ. εγκληματικότητα, Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) βλ. μάζα, δείκτης νοημοσύνης βλ. νοημοσύνη, δείκτης πορείας βλ. πορεία, δείκτης προστασίας βλ. προστασία, δείκτης στάθμης βλ. στάθμη, καρκινικοί δείκτες βλ. καρκινικός [< μτγν. δείκτης, γαλλ. indice, indicateur, αγγλ. index, indicator, pointer, γερμ. Index]

έλεγχος

έλεγχος [ἔλεγχος] έ-λεγ-χος ουσ. (αρσ.) {ελέγχ-ου | -ων} 1. εξέταση προσώπων, πραγμάτων, δεδομένων, διαδικασιών με στόχο την εξακρίβωση της εγκυρότητας, της λειτουργίας, της ισχύος, της ορθότητας ή της νομιμότητάς τους· συνεκδ. η αρμόδια υπηρεσία: αιφνιδιαστικός/ακτινολογικός/αστυνομικός/αυστηρός/αυτόματος/δημοσιονομικός/έκτακτος/ενδελεχής/εξονυχιστικός/επιτόπιος/εργαστηριακός/ηλεκτρονικός (βλ. τηλε~)/ιατρικός/μοριακός/οικονομικός/οπτικός/ορθογραφικός/περιοδικός/προγεννητικός/προληπτικός/πρωτοβάθμιος/στατιστικός/τακτικός/τελωνειακός/τεχνικός/υγειονομικός/φορολογικός/χημικός ~. ~ αποσκευών/διαβατηρίων/διαθεσιμότητας (δικτύου)/εισιτηρίων (πβ. τσεκ-ιν)/επιχειρήματος (πβ. ανασκευή)/καυσαερίων/κυκλοφορίας/λογιστικών βιβλίων/παραγωγής/πληροφοριών (: διασταύρωση)/πλοίων (πβ. επιθεώρηση)/προϊόντων/στοιχείων (πβ. επαλήθευση)/τιμών/υγείας (πβ. τσεκάπ)/φαρμάκων. Διαχειριστικός ~ των πράξεων. Δυναμικός ~ ευστάθειας. Προσεισμικός ~ κτιρίων. ~ της συμπεριφοράς ανθρώπου/συστήματος. ~ της αξιοπιστίας των αποτελεσμάτων (πβ. δοκιμασία). Ασκώ/διεξάγω/πραγματοποιώ ~ο. Υποβάλλεται/υπόκειται σε ~ο. Περνώ από ~ο. ~ για ιούς (σε υπολογιστή). ~ εξ αποστάσεως. Διενεργούνται ~οι στην αγορά.|| Επιτροπή/όργανα/τμήμα ~ου. Πβ. κοντρόλ, τεστ-, τσεκ-άρισμα. Βλ. αυτο~, επαν~, προ~. 2. διεύθυνση, εξουσία: Αποκτώ/διατηρώ τον (απόλυτο) ~ο μιας εταιρείας. Οι δύο χώρες ανταγωνίζονται για τον ~ο της περιοχής. Ο οδηγός έχει τον ~ο του αυτοκινήτου. Πβ. διακυβέρνηση, διοίκηση, κυριαρχία.|| (μτφ.) ~ (: χαλιναγώγηση) των παθών/παρορμήσεων/συναισθημάτων. 3. (για κατάσταση, φαινομένο, μέγεθος) περιορισμός της εξάπλωσης, της αύξησης: ~ της ανεργίας/της ασθένειας/της βίας/του πληθωρισμού/της ρύπανσης. Ο ~ του βάρους κάποιου. Πβ. συγκράτηση. 4. & (επίσ.) έλεγχος προόδου: επίσημο έγγραφο στο οποίο καταγράφεται η βαθμολογία, ο αριθμός των απουσιών και η διαγωγή μαθητή και δίνεται στον κηδεμόνα του κυρ. κάθε τρίμηνο ή τετράμηνο. 5. επίβλεψη: ~ των παιδιών. Ήθελε να ξεφύγει από τον συνεχή ~ο των γονιών του. Πβ. επιτήρηση, παρακολούθηση. ● ΣΥΜΠΛ.: αίθουσα ελέγχου: χώρος που φιλοξενεί το προσωπικό και τα μηχανήματα που απαιτούνται, ώστε να ελέγχεται η λειτουργία εγκατάστασης, σταθμού, δικτύου: ~ ~ μηχανοστασίου. [< αγγλ. control room] , έλεγχος (της) προόδου: εξέταση της βελτίωσης, της εξέλιξης: ~ ~ ενός αθλητή/του προσωπικού μιας εταιρείας/ενός υποψήφιου διδάκτορα. ~ ~ των πωλήσεων ενός προϊόντος/υλοποίησης ενός έργου., έλεγχος (των) γεννήσεων: σκόπιμος περιορισμός του αριθμού των γεννήσεων με μεθόδους αντισύλληψης: πολιτική ~ου ~. Βλ. άμβλωση, δημογραφική εξέλιξη, οικογενειακός προγραμματισμός, στείρωση, υπερπληθυσμός, υπογεννητικότητα. [< αγγλ. birth control, γαλλ. contrôle des naissances, 1933] , έλεγχος πρόσβασης: ΠΛΗΡΟΦ. απαγόρευση εισόδου μη εξουσιοδοτημένων προσώπων σε υπολογιστικό σύστημα (με προσωπικά συνήθ. δεδομένα)., έλεγχος προσώπων: εξέταση που στοχεύει στην εξακρίβωση της ταυτότητας ατόμου ή ατόμων για λόγους ασφάλειας: αστυνομικός ~ ~. ~ ~ στους αερολιμένες/στα σύνορα. ~ ~ και αποσκευών/εμπορευμάτων/οχημάτων. Βλ. φέις-κοντρόλ., έλεγχος των εξοπλισμών: διεθνής συμφωνία για τον περιορισμό της κατασκευής και κατοχής όπλων, καθώς και τα σχετικά μέτρα. , κοινωνικός έλεγχος: το σύνολο των διαδικασιών που αποσκοπούν στη συμμόρφωση των μελών μιας κοινωνίας προς συγκεκριμένα πρότυπα δράσης και συμπεριφοράς. Βλ. κομφορμισμός., μη καταστροφικός έλεγχος: ΤΕΧΝΟΛ. μορφή ποιοτικού ελέγχου που εφαρμόζεται στη βιομηχανία και την επιστήμη για την αξιολόγηση των ιδιοτήτων και της αντοχής ενός υλικού ή αντικειμένου, χωρίς αυτά να καταστρέφονται: ~ ~ σκυροδέματος. Μέθοδος/τεχνικές μη ~ού ~ου. Βλ. διασφάλιση (της) ποιότητας. [< αγγλ. nondestructive testing, 1929] , πίνακας ελέγχου 1. ΠΛΗΡΟΦ. παράθυρο στον υπολογιστή που περιέχει εικονίδια προγραμμάτων για τη ρύθμιση των βασικών παραμέτρων και λειτουργιών του λειτουργικού συστήματος ή του περιβάλλοντος εργασίας. 2. ΤΕΧΝΟΛ. το τμήμα της κονσόλας συσκευής ή μηχανής που περιλαμβάνει ενδεικτικές λυχνίες, ψηφιακές οθόνες και διακόπτες. [< αγγλ. control panel] , ποιοτικός έλεγχος/έλεγχος ποιότητας : σύνολο διαδικασιών (ανάλυση σχεδιασμού, εξέταση δείγματος) που αποσκοπούν στη διασφάλιση του επιθυμητού επιπέδου ποιότητας, ιδ. κατά την παραγωγή προϊόντων: ~ ~ τροφίμων/υλικών. [< αγγλ. quality control, 1935] , βιολογική καταπολέμηση/βιολογικός έλεγχος βλ. καταπολέμηση, δειγματοληπτικός έλεγχος/δειγματοληπτική έρευνα βλ. δειγματοληπτικός, δωμάτιο ελέγχου βλ. δωμάτιο, ζώνη οικιστικού ελέγχου βλ. ζώνη, κάρτα (ελέγχου) καυσαερίων βλ. κάρτα, κοινοβουλευτικός έλεγχος βλ. κοινοβουλευτικός, ντόπινγκ/αντιντόπινγκ έλεγχος/κοντρόλ βλ. αντιντόπινγκ, ομάδα ελέγχου βλ. ομάδα, πύργος ελέγχου βλ. πύργος, σωματική έρευνα βλ. έρευνα ● ΦΡ.: εκτός ελέγχου: για κάτι που δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί: ~ ~ η κρίση/ο πληθωρισμός/η φωτιά. Η κατάσταση βαίνει/βγήκε/βρίσκεται ~ ~.|| (σπάν. για πρόσ.) Είναι ~ ~ (= εκτός εαυτού)., υπό (τον) έλεγχο: για κάτι που περιορίζεται, ελέγχεται ή βρίσκεται υπό την εξουσία, κυριαρχία κάποιου: Η επιδημία γρίπης/η πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο. Όλα είναι υπό ~.|| Οργανισμοί που βρίσκονται υπό τον ~ του κράτους. Πβ. στα χέρια κάποιου., χάνω τον έλεγχο (μτφ.) 1. χάνω την ψυχραιμία μου, παρεκτρέπομαι: ~ει ~ του εαυτού του. Όταν θυμώνει, ~ει ~. 2. αδυνατώ να διευθύνω, να κατευθύνω κάτι: Έχασε ~ του αεροσκάφους/της επιχείρησης. Ο παίκτης έχασε ~ της μπάλας. [< αρχ. ἔλεγχος ‘ανασκευή, εξέταση (σε αντιπαράθεση), απόδειξη’, γαλλ. contrôle, αγγλ. control]

κύβος

κύβος κύ-βος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. κανονικό, πολύεδρο στερεό με δώδεκα ίσες ακμές και έξι έδρες που είναι ίσα μεταξύ τους τετράγωνα. Βλ. κύλινδρος, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, πυραμίδα, σφαίρα. 2. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει σχήμα κύβου: πλαστικός ~. ~οι ζάχαρης/πάγου/σημειώσεων (: για το γραφείο). Βλ. ζάρι.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~οι βοδινού/ζωμού κρέατος/κότας/λαχανικών.|| (στον πληθ., παιχνίδι για νήπια:) (Ξύλινοι) ~οι με αριθμούς/γράμματα/εικόνες. Κατασκευές με ~ους. 3. ΜΑΘ. η τρίτη δύναμη ενός αριθμού: Δύο στον/(λόγ.) εις τον ~ο (23) (βλ. δευτέρα, τετράγωνο).|| (μτφ.-ειρων.) Ηλιθιότητα στον ~ο (= σε μεγάλο βαθμό)! ΣΥΝ. τρίτη (3) ● Υποκ.: κυβάκι (το): στη σημ. 2. ● ΣΥΜΠΛ.: τέλειος κύβος 1. ΜΑΘ. αριθμός που είναι κύβος ακέραιου αριθμού. 2. ΓΕΩΜ. οτιδήποτε έχει ιδανικό κυβικό σχήμα. ● ΦΡ.: ο κύβος ερρίφθη (λόγ.): για τετελεσμένο γεγονός ή οριστική και αμετάκλητη απόφαση: ~ ~ για το νομοσχέδιο. [< λατ. alea jacta est] [< αρχ. κύβος]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

υπογεννητικότητα

υπογεννητικότητα [ὑπογεννητικότητα] υ-πο-γεν-νη-τι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΓΡ. πτώση του δείκτη των γεννήσεων μιας χώρας κάτω από τα φυσιολογικά ή επιθυμητά όρια. Βλ. γήρανση πληθυσμού, -ότητα. ΑΝΤ. υπεργεννητικότητα [< γαλλ. dénatalité, 1918]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.