Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 13 εγγραφές  [0-13]


  • αθλητικογραφία [ἀθλητικογραφία] α-θλη-τι-κο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. η περιγραφή, η ανάλυση και ο σχολιασμός αθλητικών γεγονότων και θεμάτων. Βλ. αθλητικό ρεπορτάζ, -γραφία.
  • αποκλειστικός , ή, ό [ἀποκλειστικός] α-πο-κλει-στι-κός επίθ. 1. που ανήκει σε έναν και μόνο ή σε μικρή ομάδα του συνόλου· που έχει ή αποτελεί ειδικό προνόμιο κυρ. εμπορίας ή εκμετάλλευσης: ~ή: άδεια λειτουργίας/(εργασιακή) απασχόληση/κυριότητα (πβ. πλήρης)/προσφορά/συμφωνία/συνεργασία/σχέση/χορηγία/χρήση. ~ό: δικαίωμα/συμβόλαιο. ~ές: συμβάσεις. ~ά: καθήκοντα. Έχω την ~ή (βλ. ειδική, ιδιαίτερη) αρμοδιότητα/ευθύνη του ... (πβ. απόλυτη).|| (ΕΜΠΟΡ.) ~ός: διανομέας/δικαιούχος/εισαγωγέας/προμηθευτής. ~ή: διάθεση (προϊόντος). ~οί: δικαιούχοι. Πβ. μοναδικός. 2. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. που προβάλλεται από ένα μόνο μέσο ενημέρωσης ως δημοσιογραφική επιτυχία: ~ή: συνέντευξη. ~ό: βίντεο/ντοκουμέντο/ρεπορτάζ. ~ές: δηλώσεις/ειδήσεις/εικόνες/φωτογραφίες. Ο σταθμός διατηρεί/εξασφάλισε τα ~ά δικαιώματα μετάδοσης των αγώνων. Σύμφωνα με εμπιστευτικές και ~ές πληροφορίες ...|| (ως ουσ.) Σούπερ ~ό (πβ. αποκλειστικότητα)! ● επίρρ.: αποκλειστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: Το θέμα αφορά ~ εμένα και κανέναν άλλον. Πβ. μόνο. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική αδελφή/νοσοκόμα & (προφ.) αποκλειστική {σπάν. αποκλειστικός νοσοκόμος}: που αναλαμβάνει επ' αμοιβή την φροντίδα ενός και μόνο ασθενή, συνήθ. που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί: Βάζω/παίρνω ~., αποκλειστική οικονομική ζώνη βλ. οικονομικός, αποκλειστικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, αποκλειστικός θηλασμός βλ. θηλασμός ● ΦΡ.: απλώς και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο βλ. μόνο [< γαλλ. exclusif]
  • αποκλειστικότητα [ἀποκλειστικότητα] α-πο-κλει-στι-κό-τη-τα ουσ. (θηλ.) 1. αποκλειστικό δικαίωμα, συνήθ. εμπορίας ή εκμετάλλευσης: πλήρης ~. ~ συνεργασίας. ~ (πνευματικών/συγγραφικών) δικαιωμάτων (= κοπιράιτ). Άδεια/παροχή/συμβόλαιο ~ας. Η εταιρεία απέκτησε/εξασφάλισε/έχει/πήρε την ~ της εισαγωγής/πώλησης των προϊόντων του εργοστασίου. Πβ. μονοπώλιο, προνόμιο.|| (ειδικότ.) Του το ξεκαθάρισε ότι θέλει ~ (βλ. μονογαμική σχέση). 2. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. θέμα που παρουσιάζεται από ένα μόνο κανάλι, ραδιοφωνικό σταθμό ή έντυπο, συνήθ. ως αποκάλυψη: μουσικές ~ες και συνεντεύξεις. Η είδηση-βόμβα ήταν άλλη μια ~ του σταθμού (πβ. λαβράκι). Έχουμε εξασφαλίσει την ~ του βίντεο (= αποκλειστική μετάδοση). Δείτε τα συγκλονιστικά στιγμιότυπα σε παγκόσμια ~! Βλ. -ότητα. ● ΦΡ.: σε/(λόγ.) κατ' αποκλειστικότητα: με αποκλειστικό τρόπο: διάθεση/διανομή ~ ~ (= αποκλειστικά και μόνο) από τα καταστήματά μας. Υπηρεσίες που έχουν ανατεθεί ~ ~ στην .../προσφέρονται ~ ~ από την ... [< γαλλ. exclusivité]
  • δημοσιογραφία δη-μο-σι-ο-γρα-φί-α ουσ. (θηλ.): ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. η συγκέντρωση, επεξεργασία και μετάδοση ειδήσεων από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, έντυπα και ηλεκτρονικά· το σχετικό επάγγελμα και το αντίστοιχο γνωστικό αντικείμενο: αθλητική/ανεξάρτητη/αντικειμενική/ελεύθερη/έντυπη/ερευνητική/ κίτρινη (βλ. Τύπος)/μάχιμη/πολιτική/στρατευμένη ~. Πβ. Τύπος. Βλ. φωτο~.|| Διδάσκει/σπουδάζει ~. Βλ. -γραφία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική δημοσιογραφία: τα μέσα ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης και η πληροφόρηση μέσω του διαδικτύου: Η ~ ~ κάνει εκτεταμένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας. Πβ. ηλεκτρονικός Τύπος. [< αγγλ. electronic/e-journalism, περ. 1970] [< γαλλ. journalisme]
  • δημοσιογραφικός , ή, ό δη-μο-σι-ο-γρα-φι-κός επίθ.: ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. που σχετίζεται με τη δημοσιογραφία ή τους δημοσιογράφους: ~ός: κόσμος/λόγος/οργανισμός. ~ή: αποστολή/διάσκεψη/εκπομπή/έρευνα/κάλυψη/ομάδα. ~ό: απόρρητο/άρθρο/επάγγελμα/υλικό/χαρτί (: για την έκδοση εφημερίδων και περιοδικών). ~ές: πηγές/πληροφορίες. ~ά: θέματα/κείμενα/νέα/σχόλια. Κώδικας ~ής δεοντολογίας. Το ~ό επιτελείο του σταθμού. ● επίρρ.: δημοσιογραφικά ● ΣΥΜΠΛ.: δημοσιογραφικοί κύκλοι βλ. κύκλος [< γαλλ. journalistique]
  • έγκυρος , η, ο [ἔγκυρος] έ-γκυ-ρος επίθ. (λόγ.) 1. που έχει νομική ή άλλη ισχύ, είναι αποδεκτός, σύμφωνος με τους κανονισμούς: ~ος: γάμος/διαγωνισμός/κωδικός/φορέας (πβ. αρμόδιος). ~η: άδεια/απόδειξη/βεβαίωση/ημερομηνία/(πιστωτική) κάρτα/σύμβαση. ~ο: άλμα/διαβατήριο/έγγραφο/εισιτήριο/πιστοποιητικό/ψηφοδέλτιο. ~ες: μέθοδοι. ~α: (στατιστικά) στοιχεία (= ακριβή). ΑΝΤ. άκυρος (1) 2. αξιόπιστος και με κύρος: ~ος: αναλυτής. ~η: άποψη/έρευνα/εφημερίδα/μαρτυρία/μετάφραση. ~ο: δελτίο ειδήσεων/λεξικό/περιοδικό/σάιτ. ~οι: νομικοί/παρατηρητές. ~ες: εκδόσεις/εκτιμήσεις/πηγές/πληροφορίες. ~α: δεδομένα/τεστ. ~η και έγκαιρη ενημέρωση. Πβ. έγκριτος, επίσημος. ΑΝΤ. αναξιόπιστος ● ΣΥΜΠΛ.: έγκυροι κύκλοι: ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. καλά πληροφορημένες πηγές. [< μεσν. έγκυρος, γαλλ. valable, valide]
  • χρήμα [χρῆμα] χρή-μα ουσ. (ουδ.) {χρήμ-ατος | -ατα, -άτων} ΣΥΝ. λεφτά 1. ΟΙΚΟΝ. επίσημο μέσο πληρωμής με τη μορφή κερμάτων και χαρτονομισμάτων: ελεγχόμενο (: που η κυκλοφορία του ελέγχεται από τις νομισματικές Αρχές)/μεταλλικό/νόμιμο/παράνομο ~. Κοινοτικό ~ (: οι οικονομικοί πόροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Ζήτηση/προσφορά ~ατος (: συνολική ποσότητα ~ατος σε κυκλοφορία). Διακίνηση/εισροή/έκδοση ~ατος. Η (ανταλλακτική) αξία/τα είδη/το κόστος/ο ρόλος/η τιμή του ~ατος. Βλ. χρηματαγορά. 2. (ειδικότ.) {συνήθ. στον πληθ.} (μεγάλο) χρηματικό ποσό, συνήθ. σε μετρητά: αφθονία/παραχάραξη/συσσώρευση ~ατος. Βοήθεια/εισφορές σε ~. Πεταμένα/χαμένα ~ατα. Τα ~ατα της αποζημίωσης. Δανεισμός/δαπάνη/εκταμίευση/έλλειμμα/κατάθεση/μεταβίβαση/υπεξαίρεση ~άτων. Καταμετρητής/κάτοχος ~άτων. Παιχνίδια με αληθινά/εικονικά ~ατα. Εξοικονομώ χρόνο και ~. Επενδύω τα ~ατά μου (πβ. κεφάλαιο). Επιστράφηκαν/παρακρατήθηκαν ~ατα. Διαθέτω/διαχειρίζομαι/καταβάλλω/κλέβω/μαζεύω/ξοδεύω/προσφέρω/χρειάζομαι ~ατα. Μεταφέρω/τοποθετώ ~ατα σε λογαριασμό. Δεν έχω καθόλου ~ατα μαζί/πάνω/στο πορτοφόλι μου. Δεν λογαριάζω/τσιγκουνεύομαι τα ~ατα. Μου κόστισε/στοίχισε πολλά ~ατα. Δεν θα πάμε διακοπές ελλείψει ~άτων. Πβ. ρευστό. 3. (ειδικότ.) (μεγάλες) απολαβές ή χρηματική περιουσία, πλούτος· συνεκδ. οι οικονομικά εύρωστοι: ~ατα και ακίνητα. Πακτωλός ~άτων. Το ~ ρέει άφθονο. Δουλειές που αφήνουν ~ (: κέρδος). Βγάζει αρκετά ~ατα από τη δουλειά του. Έχει πολλά ~ατα. Πόσα ~ατα παίρνεις τον μήνα (: ποιος/πόσος είναι ο μισθός σου); Έπαιξε όλα του τα ~ατα στα χαρτιά.|| Η δύναμη/το κυνήγι του ~ατος. Επίδειξη ~ατος. Αγαπάει/κυνηγάει το ~ (= τους παράδες, τα φράγκα). Πβ. μαμωνάς.|| Το ~ (= οι πλούσιοι) εξουσιάζει τον κόσμο. ● ΣΥΜΠΛ.: ακριβό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. δανεισμός με υψηλό επιτόκιο, επειδή η ζήτηση χρήματος υπερβαίνει την προσφορά., βρόμικο/μαύρο χρήμα: χρηματικά ποσά που προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες και δεν έχουν φορολογηθεί: διακίνηση/εισαγωγή ~ου ~ατος. Χώρα που λειτουργεί ως παράδεισος/πλυντήριο (: για ξέπλυμα) ~ου ~ατος. [< αγγλ. dirty/black money] , γκρίζο χρήμα (προφ.): μίζα., δημόσιο/κρατικό χρήμα: οι οικονομικοί πόροι του κράτους: διαχείριση/κατάχρηση του δημόσιου ~ατος., εύκολο χρήμα (προφ.): χρηματικά ποσά που αποκτώνται με εύκολο και συνήθ. μη νόμιμο τρόπο: γρήγορο και ~ ~ (στα χαρτιά/στο καζίνο). [< αγγλ. easy money] , ζεστό χρήμα & (σπάν.) θερμό/καυτό χρήμα 1. (προφ.) ρευστό: Η συμφωνία έκλεισε με ~ ~ (= μετρητά). Η αγορά έχει ανάγκη από ~ ~. 2. ΟΙΚΟΝ. επενδυτικό κεφάλαιο που επιδιώκει βραχυπρόθεσμα την υψηλότερη δυνατή απόδοση. [< αγγλ. hot money, 1936] , ηλεκτρονικό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που έχει αποθηκευτεί με ηλεκτρονικό τρόπο, κυρ. για πραγματοποίηση συναλλαγών μέσω διαδικτύου. Πβ. ηλεκτρονικό πορτοφόλι. [< αγγλ. electronic/e-money, 1966] , πολιτικό χρήμα (κυρ. στη ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.): η χρηματοδότηση, τα οικονομικά των πολιτικών κομμάτων., τραπεζικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζικές επιταγές., φτηνό χρήμα (προφ.): δανεισμός χρημάτων με χαμηλό επιτόκιο και ευνοϊκούς όρους., ψηφιακό χρήμα: ΔΙΑΔΙΚΤ. που διακινείται ηλεκτρονικά. [< αγγλ. digital cash, 1991] , άντληση κεφαλαίων βλ. άντληση, λογιστικό χρήμα βλ. λογιστικός, ξέπλυμα χρήματος βλ. ξέπλυμα, πιστωτικό χρήμα βλ. πιστωτικός, πλαστικό χρήμα βλ. πλαστικός, ρευστό χρήμα βλ. ρευστός, το κόστος του χρήματος βλ. κόστος ● ΦΡ.: βάζω/ρίχνω λεφτά/χρήματα (προφ.): επενδύω μεγάλο χρηματικό ποσό σε κάτι που πιστεύω ότι θα μου αποφέρει κέρδος: Έβαλε/έριξε πολλά λεφτά στην επιχείρηση., είναι υπεράνω χρημάτων (λόγ.): δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά., επί χρήμασι (αρχαιοπρ.): έναντι χρημάτων, με οικονομικό αντάλλαγμα: πληροφορίες ~ ~.|| ~ ~ εκδιδόμενη γυναίκα. Πβ. επί πληρωμή. ΑΝΤ. δωρεάν, ο χρόνος είναι χρήμα (γνωμ.): είναι σημαντική η σωστή διαχείριση του χρόνου., παίρνω χρήματα (προφ.): χρηματίζομαι, δωροδοκούμαι. Πβ. τα παίρνει χοντρά, τα πιάνει., τα χρήματα δεν πέφτουν από τον ουρανό: τα λεφτά δεν αποκτώνται εύκολα, πρέπει να δουλέψει σκληρά κάποιος, για να τα αποκτήσει., το χρήμα δεν μυρίζει/τα λεφτά δεν μυρίζουν: για να δηλωθεί ότι η προέλευση των χρημάτων δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. [< γαλλ. l 'argent n'a pas d'odeur] , τραβάω χρήματα (προφ.): κάνω ανάληψη: ~ηξε ~ απ' την κάρτα/τον λογαριασμό/την τράπεζα., χρήμα/παράς/φράγκα με ουρά (προφ.): μεγάλα χρηματικά ποσά: Βγάζει ~ ~. ΣΥΝ. λεφτά με τη σέσουλα/με το τσουβάλι/με (την) ουρά, δει δη χρημάτων βλ. δει, έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου βλ. στάση, κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα βλ. κολυμπώ, ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται βλ. κρύβω, πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος βλ. μέτρο [< αρχ. χρῆμα]
  • χρονικό χρο-νι-κό ουσ. (ουδ.) 1. εξιστόρηση γεγονότος κατά τη χρονική σειρά εξέλιξής του: αυτοβιογραφικό/σύντομο/φωτογραφικό ~. (στον δημοσιογραφικό λόγο, συνήθ. για δημιουργία εντύπωσης:) Το ~ της καταστροφής/πορείας των διαπραγματεύσεων.|| (κυρ. παλαιότ.) Διηγούμαι το ~ της εισβολής/της επανάστασης. Πβ. ιστορικό. 2. ΦΙΛΟΛ. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) χρονολογική αφήγηση ιστορικών συμβάντων ή της ιστορίας ενός τόπου: βυζαντινό/μεσαιωνικό ~. Συγγραφή ~ών. Πβ. χρονογραφία.|| Το Α'/Β' ~ών (: ιστορικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης). 3. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ. (συνήθ. με κεφαλ. Χ) περιοδική στήλη ή εκπομπή με πληροφορίες για την επικαιρότητα. Βλ. χρονογράφημα. 4. {στον πληθ.} (συνήθ. με κεφαλ. Χ) περιοδικό που εκδίδεται από επιστημονική ένωση και αποσκοπεί στην ενημέρωση για τις εξελίξεις στο γνωστικό της πεδίο: άρθρο δημοσιευμένο στα Ιατρικά/Φιλολογικά ~ά. Βλ. δελτίο, επετηρίδα.|| (για την ιστορία, τη γλώσσα, τις παραδόσεις ενός συγκεκριμένου τόπου:) Κρητικά/Μικρασιατικά ~ά. ● ΦΡ.: στα/για τα χρονικά: στο σύνολο των επίσημα καταγεγραμμένων παρατηρήσεων που αφορούν κάποιον τομέα· συνήθ. για πρωτόγνωρο γεγονός: υπόθεση πρωτοφανής για τα ελληνικά/ιατρικά ~. Περίπτωση σπάνια στα κλινικά ~. Είναι η πρώτη φορά στα αθλητικά ~ που ... Ποτέ στα διεθνή/ιστορικά/παγκόσμια ~ δεν έχει αναφερθεί/ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. [< 1,2: μτγν. τά χρονικά 3,4: γαλλ. chronique, αγγλ. chronicle]
  • χρονογραφικός , ή, ό χρο-νο-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τη χρονογραφία ή τον χρονογράφο: (ΦΙΛΟΛ.) ~ό: είδος/έργο.|| (ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) ~ή: στήλη.
  • ψαλίδι ψα-λί-δι ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο κοπής που αποτελείται από δύο μεταλλικές λεπίδες, ενωμένες στη μέση, με λαβή για τα δάχτυλα στο πάνω άκρο τους: κοφτερό ~. Επαγγελματικά/παιδικά ~ια. ~ γραφείου/κουζίνας/κουρέματος/ραπτικής. Έκοψε το σχοινί/χαρτί με το ~. Βλ. τροχιστήρι.|| Ηλεκτρικό ~ (π.χ. υφασμάτων).|| ~ αέρος (κλαδευτικό)/κλαδέματος/μπορντούρας. Βλ. φρέζα.|| (Υδραυλικά) ~ια λαμαρίνας (: για την κοπή των φύλλων της).|| Χειρουργικό ~. 2. ΤΕΧΝΟΛ. (κατ' επέκτ.) εργαλείο ή εξάρτημα αντίστοιχης μορφής: ~ μαλλιών (: ~ ισιώματος ή/και για μπούκλες). Πβ. ισιωτής.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ., εξάρτημα της ανάρτησης, το οποίο συνδέει τον τροχό με το πλαίσιο του αυτοκινήτου:) Διπλά ~ια. ~ια βάσης. Βλ. σινεμπλόκ.|| (ΟΙΚΟΔ.) Τα ~ια της στέγης. 3. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) περικοπές: ~ στις δαπάνες (των υπουργείων)/στα επιδόματα. Έρχεται/θα πέσει ~ σε μισθούς και συντάξεις. Πβ. ψαλίδισμα.|| Το ~ της λογοκρισίας. 4. ΑΘΛ. κίνηση των ποδιών ή των χεριών που μιμείται το άνοιγμα και το κλείσιμο των λεπίδων του ψαλιδιού: τεχνική άλματος (εις ύψος) σε στιλ ~. ● Υποκ.: ψαλιδάκι: σημ. 1, 4: ~ νυχιών (ή για τα νύχια)/παρανυχίδων.|| (ΓΥΜΝ.) Κάνω ~ια (: κάθομαι, σηκώνω τα πόδια και τα σταυρώνω εναλλάξ· τεντώνω τα χέρια μπροστά και τα σταυρώνω εναλλάξ). ● ΣΥΜΠΛ.: (ανάποδο) ψαλίδι & ψαλιδάκι: ΑΘΛ. ενέργεια ποδοσφαιριστή κατά την οποία κλοτσά την μπάλα προς τα πίσω με ψαλιδωτή κίνηση των ποδιών του, ενώ βρίσκεται στον αέρα με την πλάτη στραμμένη στο έδαφος: καταπληκτικό γκολ με ~ ~. Έστειλε με ~ ~ την μπάλα στα δίχτυα. Βλ. κεφαλιά-ψαράκι. [< 1: μεσν. ψαλίδι 2-4: αγγλ. scissors]
  • ψαλιδίζω ψα-λι-δί-ζω ρ. (μτβ.) {ψαλίδι-σε, ψαλιδί-σει, -στηκε, -στεί, ψαλιδίζ-οντας, ψαλιδι-σμένος} (προφ.) 1. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) μειώνω, περικόπτω: ~ονται μισθοί και συντάξεις. ~στηκαν τα κέρδη (στο ΧΑΑ). ~σμένος ο προϋπολογισμός. ~σμένες αποδοχές. ~σμένα: επιδόματα.|| ~σμένες προσδοκίες.|| (περιορίζω την έκταση:) Το κείμενο ~στηκε (βλ. λογοκρίνω). ~στηκαν (= κόπηκαν) σκηνές απ' την ταινία.|| (ΑΘΛ.) Η ομάδα κατάφερε να ~σει (= ροκανίσει) τη διαφορά και να προηγηθεί. 2. κόβω, συνήθ. τις άκρες, με ψαλίδι: Του ~σε (ενν. ο κουρέας) το μουστάκι. Πβ. ξακρίζω. ● ΦΡ.: κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου βλ. φτερό
  • ψαλίδισμα ψα-λί-δι-σμα ουσ. (ουδ.) (προφ.) 1. (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) μείωση, περικοπές: Αποφασίστηκε γερό/νέο ~ των δαπανών/στα επιδόματα. Πβ. κόντεμα, ψαλίδι. 2. κόψιμο με ψαλίδι: ~ των μαλλιών. Πβ. ξάκρ-, τριμάρ-ισμα, ψαλιδιά.
  • ψυγείο [ψυγεῖο] ψυ-γεί-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. ηλεκτρική συσκευή με τη μορφή θαλάμου εξοπλισμένου με ψυκτικό μηχανισμό, για τη συντήρηση και κατάψυξη προϊόντων, κυρ. τροφίμων και ποτών: δίπορτο/εντοιχιζόμενο/επαγγελματικό/οικιακό/οικολογικό ~. ~ με καταψύκτη (= ψυγειοκαταψύκτης). ~-βιτρίνα/ντουλάπα. ~ ενεργειακής κλάσης Α/υγραερίου/χωρητικότητας ... λίτρων. Ο θερμοστάτης/τα ράφια του ~ου. Μαγνητάκια ~ου. Γλυκά/είδη ~ου (: διατηρούνται εντός ~ου). Βάζω το κρέας/τα λαχανικά/το τυρί στο ~ (: για να μη χαλάσει). Βάζω νερό από το ~ (= κρύο). Αφήνουμε το μείγμα στο ~, να παγώσει. (παλαιότ.) ~ πάγου (= παγωνιέρα). Βλ. από-, κατά-ψυξη, λευκές συσκευές, ψυκτήρας.|| (συνεκδ., το περιεχόμενό του:) Έφαγε όλο το ~!|| (μτφ.-κυρ. ΔΗΜΟΣΙΟΓΡ.) Θέματα ~ου (= ανεπίκαιρα· ΑΝΤ. φρέσκος). 2. (μτφ.-προφ.) ψυχρός χώρος: Κλείσε κανένα παράθυρο, το δωμάτιο είναι ~! ΑΝΤ. φούρνος. 3. ΤΕΧΝΟΛ. ψυκτικός θάλαμος για τη συντήρηση και συνήθ. μεταφορά προϊόντων που αλλοιώνονται εύκολα: αυτοκίνητο/φορτηγό-~. Πλοίο-~.|| Αποθήκες-~α (κρεάτων). 4. ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή ή σύστημα ψύξης, που προστατεύει τις μηχανές εσωτερικής καύσης από την ανάπτυξη υψηλών θερμοκρασιών: το ~ του αυτοκινήτου. Ανεμιστήρας/(αντιψυκτικό) υγρό (= παραφλού) ~ου. ~α λαδιού/νερού. Βλ. εναλλάκτης, συμπυκνωτής. ● Υποκ.: ψυγειάκι (το): συνήθ. στη σημ. 1: μίνι/φορητό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: σαλάμι ψυγείου βλ. σαλάμι ● ΦΡ.: στο ψυγείο/στην κατάψυξη & σε βαθιά κατάψυξη (μτφ.-προφ.) 1. για κάτι που παραμένει στάσιμο· για πρόσωπο που τίθεται στο περιθώριο: Το θέμα έχει μπει ~ ~ (: στο αρχείο/ντουλάπι).|| Τον έχουν βάλει ~ ~.|| ~ ~ οι σχέσεις των δύο χωρών (= παγωμένες, ψυχραμένες). ΣΥΝ. στον πάγο 2. για επικράτηση πολύ χαμηλών θερμοκρασιών: ~ ~ η χώρα λόγω του χιονιά. [< 1: γαλλ. au réfrigérateur] [< μτγν. ψυγεῖον 'αγγείο για την ψύξη του νερού' 1: γαλλ. réfrigérateur, frigo, 1915, frigidaire, 1920, αγγλ. refrigerator, fridge, 1926 4: αγγλ. radiator, γαλλ. radiateur]

αντιπρόσωπος

αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]

άντληση

άντληση [ἄντληση] ά-ντλη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΤΕΧΝΟΛ. εξαγωγή συνήθ. υγρού με αντλία: ~ λυμάτων/πετρελαίου/φυσικού αερίου. ~ νερού (από γεώτρηση). Σταθμός ~ης (πβ. αντλιοστάσιο). Πβ. αναρρόφηση, τράβηγμα.|| Γεωθερμική ~ θερμότητας.|| (στην ελεύθερη κατάδυση:) Η τεχνική της πνευμονικής ~ης (: εξαγωγής αέρα από τους πνεύμονες). Βλ. απ~. 2. (μτφ.) απόκτηση, λήψη: ~ πληροφοριών/στοιχείων. ● ΣΥΜΠΛ.: άντληση κεφαλαίων & (σπάν.) πόρων/ποσού/χρημάτων: ΟΙΚΟΝ. εύρεση, συγκέντρωση κεφαλαίων από μετόχους, τράπεζες και γενικότ. κεφαλαιαγορές, συνήθ. για μακροπρόθεσμες επενδύσεις. [< αγγλ. fund-raising, 1940] [< μτγν. ἄντλησις, γαλλ. puisement]

απο- & από- & απ- & αφ-

απο- & από- & απ- & αφ- πρόθημα που δηλώνει 1. απομάκρυνση, αφαίρεση: απο-γείωση (ΑΝΤ. προσ-)/~κέντρωση. Από-πλους.|| Απο-φλοίωση. 2. απώλεια χαρακτηριστικού, συνήθ. θετικού: απο-διοργάνωση/~δόμηση/~συντονισμός. Απ-αισιόδοξος.|| Απο-αποικιοποίηση/~ενοχοποίηση/~συμφόρηση. 3. ολοκλήρωση, λήξη: απo-γαλακτισμός/~περάτωση/~φοίτηση. Απ-εγκλωβισμός. 4. επίταση στον απόλυτο βαθμό: (με αρνητ. συνυποδ.) απο-θηριώνω/~θρασύνω/~τελειώνω. Απο-γίνομαι (πβ. παρα-). Απ-αθλίωση (πβ. εξ-).|| Aπο-δεικνύω (πβ. κατα-). 5. υστερόχρονο: απο-μεσήμερο. Από-βραδο.|| Από-γονος (πβ. επί-). 6. υπόλοιπο: απο-μεινάρι. Από-σταγμα. 7. εκτροπή κάθε έννοιας από το αληθινό της περιεχόμενο: αποπολιτικοποίηση της πολιτικής.

-γραφία

-γραφία {-γραφιών} λεξικό επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. σύνταξη κειμένων συγκεκριμένου είδους και συνεκδ. το σύνολό τους· κατάλογος έργων· κειμενικό είδος: δημοσιο~/ειδησεο~/επιφυλλιδο~. Αλληλο~/αρθρο~.|| Βιβλιο~/φιλμο~.|| Βιο~/διηγηματο~/ηθο~/ιστοριο~/πεζο~/χρονο~. 2. γνωστικό αντικείμενο, επιστήμη: γεω~/εθνο~/λαο~/λεξικο~/παλαιο~/πετρο~/στρωματο~/χαρτο~/ωκεανο~. 3. τρόπο γραφής: κακο~/καλλι~/ορθο~. Στενο~.|| (ΛΟΓΙΣΤ.) Απλο~/διπλο~.|| (ΙΑΤΡ.) Α~/δυσ~. 4. τεχνική ή τέχνη αποτύπωσης, εκτύπωσης και κατ' επέκτ. το ίδιο το δημιούργημα: ελαιο~/λιθο~/ξυλο~/υδατο~/χαλκο~. Ξηρο~/τυπο~/φωτο~. Σκηνο~.|| Γελοιο~/θαλασσο~/ιχνο~/προσωπο~/τοιχο~/τοπιο~. Χορο~.|| Αγιο~/εικονο~. 5. ιατρική εξέταση και ειδικότ. διαγνωστική απεικόνιση: αγγειο~ (πβ. -γράφημα)/αρτηριο~/μαστο~.

δει

δει [δεῖ] ρ. (απρόσ.): κυρ. στις ● ΦΡ.: δει δη χρημάτων (αρχαιοπρ.): κινητήριος μοχλός είναι το χρήμα· χρειάζεται να δοθούν χρήματα: ~ ~ για αντιπυρική προστασία., όπου δει βλ. όπου [< απρόσ. δεῖ ‘υπάρχει ανάγκη’ του ρ. δέω]

δελτίο

δελτίο δελ-τί-ο ουσ. (ουδ.) 1. μικρό έντυπο, συνήθ. καρτέλα, με καταγεγραμμένα στοιχεία: βιβλιογραφικό/ηλεκτρονικό/μηχανογραφικό/στατιστικό ~. Ετήσιο/μηνιαίο/συγκεντρωτικό ~. ~ απογραφής/αποστολής/ατομικών στοιχείων/παραγγελίας/παραλαβής/προόδου/συμμετοχής. ~ ΠΡΟ-ΠΟ. ~α κοινωνικού τουρισμού. Ατομικό ~ υγείας.|| (συνοπτική έκθεση Αρχής:) Ιατρικό ~. Έκδοση ~ου τεχνικού ελέγχου οχημάτων (βλ. ΚΤΕΟ). 2. (με κεφαλ. Δ) τίτλος άρθρων εφημερίδας και γενικότ. περιοδική έκδοση με μελέτες ειδικού περιεχομένου: εμπορικό/ενημερωτικό/οικονομικό ~. Το ~ του συλλόγου. ● ΣΥΜΠΛ.: δελτίο ειδήσεων: τηλεοπτική ή ραδιοφωνική παρουσίαση των πρόσφατων σημαντικών γεγονότων: αναλυτικό/απογευματινό/βραδινό/έκτακτο/κεντρικό/μεσημβρινό/πρωινό/σύντομο/τοπικό ~ ~.|| (προφ.) Το δελτίο των οχτώ. ΣΥΝ. ειδήσεις [< αγγλ. news bulletin, 1915] , δελτίο καιρού/μετεωρολογικό δελτίο: πρόγνωση της Μετεωρολογικής Υπηρεσίας: ~ ~ για τους αγρότες. [< γαλλ. bulletin météorologique] , δελτίο παροχής υπηρεσιών: ΟΙΚΟΝ. μπλοκ με σφραγισμένα στελέχη που εκδίδεται από ελεύθερους επαγγελματίες ή επιχειρήσεις για παροχή υπηρεσιών: Αμείβομαι/εργάζομαι με ~ ~. Κόβω ~ ~. Πβ. μπλοκάκι., δελτίο ταυτότητας: επίσημο έντυπο με το οποίο πιστοποιούνται τα στοιχεία του κατόχου του: αστυνομικό (= αστυνομική ταυτότητα)/υπηρεσιακό ~ ~. Βλ. ΑΔΤ. [< γαλλ. carte d'identité] , δελτίο τιμών: ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που εκδίδεται από αρμόδια δημόσια υπηρεσία και περιέχει τις ενδεικτικές ή υποχρεωτικές τιμές για ορισμένες κατηγορίες προϊόντων: ημερήσιο ~ ~. ~ ~ συναλλάγματος/φαρμάκων., δελτίο Τύπου: σύντομο κείμενο, που εκδίδει και διανέμει στον Τύπο επίσημος φορέας ή συλλογικό όργανο, με το οποίο γνωστοποιείται ένα γεγονός και δίνονται οι απαραίτητες πληροφορίες για αυτό. Πβ. ανακοίνωση Τύπου. [< αγγλ. press release, 1958] , τεχνικό δελτίο (έργου): το οποίο υποβάλλεται προς έγκριση, παρέχοντας στοιχεία για τον τεχνικό προσδιορισμό ενός έργου (είδος, σκοπιμότητα, χρονοδιάγραμμα, κόστος, εμπλεκόμενοι φορείς)., δελτίο θυέλλης βλ. θύελλα ● ΦΡ.: με το δελτίο: σε πολύ μικρή ποσότητα, με οικονομία: ~ ~ τα καύσιμα/το νερό. Τα τρόφιμα μοιράζονταν ~ ~. [< αρχ. δελτίον, γαλλ. billet, bulletin, carnet]

εναλλάκτης

εναλλάκτης [ἐναλλάκτης] ε-ναλ-λά-κτης ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την αλλαγή της θερμοκρασίας ενός ρευστού: γεωθερμικός ~. ~ τζακιού. ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλάκτης θερμότητας: συσκευή για μετάδοση θερμότητας από ένα υγρό σε άλλο, με εφαρμογές κυρ. σε συστήματα θέρμανσης, ψύξης και κλιματισμού. [< αγγλ. heat exchanger, 1902] , εναλλάκτης ρεύματος (επίσ.): ΗΛΕΚΤΡ. ινβέρτερ. [< πβ. μτγν. ἐναλλάκτης ‘αυτός που αντιστρέφει τη φυσική τάξη’ ]

θηλασμός

θηλασμός θη-λα-σμός ουσ. (αρσ.) & θήλασμα (το): διατροφή βρέφους με γάλα από τη θηλή του μαστού· κατ' επέκτ. πιπίλισμα: ο ~ του μωρού. Πβ. γαλουχία. Βλ. απογαλακτισμός, απο~.|| Τεχνητός ~ κουταβιών (: με μπιμπερό).|| ~ του δακτύλου. ΣΥΝ. βύζαγμα (1) ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός (μητρικός) θηλασμός: σίτιση βρέφους μόνο με μητρικό γάλα, χωρίς συμπληρώματα από άλλη υγρή ή στερεή τροφή, συνήθ. κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του. [< μτγν. θηλασμός]

κολυμπώ

κολυμπώ [κολυμπῶ] κο-λυ-μπώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κολυμπ-ά κ. -άει ... | κολύμπ-ησα, -ήσω, -ώντας} & κολυμπάω 1. επιπλέω ή μετακινώ το σώμα μου στο νερό, με συντονισμένες κινήσεις των χεριών και των ποδιών, κάνω κολύμπι: ~ήσαμε στα καταγάλανα νερά/στην πισίνα/στο ποτάμι. ~ με βατραχοπέδιλα/μάσκα και αναπνευστήρα/μπρατσάκια. ~ά(ει) σαν δελφίνι/ψάρι (: είναι δεινός κολυμβητής). Δεν ξέρει (ακόμη)/τώρα μαθαίνει να ~άει (: δεν ξέρει μπάνιο). ~ησε ανάσκελα/κόντρα στο ρεύμα/μέχρι την ακτή/προς το μέρος μας. Μην ~άς με γεμάτο στομάχι! Πήγαμε ~ώντας μέχρι τον βράχο.|| (ΑΘΛ.) ~ κρόουλ/πεταλούδα/πρόσθιο/ύπτιο.|| (κατ' επέκτ., για ζώο) Οι σκύλοι μπορούν να ~ούν. 2. για θαλάσσιο οργανισμό που κινείται στο νερό, συνήθ. σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι, χρησιμοποιώντας φυσικά όργανα κολύμβησης (ουρά, πτερύγια). 3. {κυρ. στο γ' πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) διαθέτω άφθονη ποσότητα από κάτι: ~άει στο πετρέλαιο (: για περιοχή ή χώρα).|| Η εταιρεία ~ούσε στα χρέη (: ήταν καταχρεωμένη). ΣΥΝ. πλέω (3) 4. {κυρ. στο γ΄πρόσ.} (μτφ.-εμφατ.) είμαι βουτηγμένος σε υπέρμετρα μεγάλη ποσότητα υγρού: Τα φασολάκια ~άνε στο λάδι!|| ~άει στον ιδρώτα (= είναι μούσκεμα). ΣΥΝ. πλέω (4) ● ΦΡ.: κολυμπάει στο χρυσάφι/στο χρήμα & στα πλούτη/στα λεφτά (προφ.): είναι πολύ πλούσιος. Πβ. το/τα φυσάει., κολυμπάει/έπεσε σε βαθιά νερά/στα βαθιά (νερά) & βούτηξε στα βαθιά (νερά) (μτφ.-προφ.): αντιμετωπίζει μια δύσκολη κατάσταση, ασχολείται με κάτι απαιτητικό: Βρέθηκε ξαφνικά/έμαθε να κολυμπάει ~. Βούτηξε/έπεσε από μικρός στα ~ της δημοσιογραφίας. [< μεσν. κολυμπώ]

κόστος

κόστος κό-στος ουσ. (ουδ.) {κόστ-ους | σπάν. κόστη} 1. ΟΙΚΟΝ. το απαιτούμενο χρηματικό ποσό για την απόκτηση ή παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, τη διεκπεραίωση ενός έργου: άμεσο/αρχικό/βιομηχανικό/ελάχιστο/έμμεσο/ετήσιο/καθαρό/λειτουργικό/μειωμένο/μηδενικό/μηνιαίο/μισθολογικό/οριακό/πραγματικό/πρόσθετο/σταθερό/συμπληρωματικό/συνολικό/τελικό/υψηλό/χαμηλό ~. ~ αγοράς/αποστολής (παραγγελίας)/διαμονής/διανομής/διατήρησης (αποθεμάτων)/εγγραφής/εγκατάστασης/εκτύπωσης/επεξεργασίας/εργασιών/κατασκευής/των καταστροφών/κεφαλαίου/(τηλεφωνικής) κλήσης/κτήσης (πληροφοριακών συστημάτων)/λειτουργίας/μεταφοράς (βλ. ναύλος)/μονάδας/παραγωγής/πρόσβασης/πωλήσεων/σπουδών/συμμετοχής/συντήρησης/σχεδιασμού/υγείας/φοίτησης/χρήσης (αυτοκινήτου). ~-απόδοση/ζημία/όφελος. Ανάλυση/αύξηση/εκτίμηση (πβ. κοστολόγηση)/κάλυψη/κατανομή/κέντρα/μείωση/παράγοντες/περικοπές/συνάρτηση/υπολογισμός ~ους. ~ σε ευρώ. Διαχειριστικά ~η. Πβ. αξία, τιμή. ΑΝΤ. κέρδος (1) 2. (μτφ.) οι δυσάρεστες συνέπειες απόφασης, επιλογής, πράξης: ανυπολόγιστο/κοινωνικό/οικολογικό ~. Ψυχικό και σωματικό ~. Πβ. τίμημα. ● ΣΥΜΠΛ.: εργατικό κόστος: ΟΙΚΟΝ. οι μισθοί (ημερομίσθια ή/και ωρομίσθια) και οι εισφορές των εργοδοτών στα διάφορα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης: φθηνό ~ ~., κόστος ζωής: οι συνολικές δαπάνες οι οποίες απαιτούνται για την αγορά βασικών ειδών ή υπηρεσιών (φαγητό, ενδυμασία, στέγη) που εξασφαλίζουν ικανοποιητικό επίπεδο ανθρώπινης διαβίωσης: δείκτης ~ους ~. Αυξημένο το ~ ~ στις τουριστικές περιοχές. Πβ. επίπεδο τιμών.[< αγγλ. cost of living, γαλλ. le coût de la vie] , μέσο κόστος: ΟΙΚΟΝ. το συνολικό ποσό που απαιτείται για την παραγωγή προϊόντων διαιρούμενο με την αντίστοιχη ποσότητα που παράχθηκε., πολιτικό κόστος: αρνητική επίπτωση στη δημοφιλία κομμάτων ή προσώπων που ασκούν εξουσία για αποφάσεις ή ενέργειές τους: Αναλαμβάνω/δεν με ενδιαφέρει το ~ ~. Το βαρύ ~ ~ των κυβερνητικών μεταρρυθμίσεων. Πάταξη της διαφθοράς παρά το (όποιο) ~ ~., τιμή κόστους & κόστος: ΟΙΚΟΝ. η αξία ενός προϊόντος που συμπίπτει με τη δαπάνη παραγωγής του, χωρίς δηλ. να αφήνει κέρδος: Διατίθεται σε ~ ~. Πωλείται κάτω του ~ους., το κόστος του χρήματος: ΟΙΚΟΝ. το κέρδος που προκύπτει από το αρχικό κεφάλαιο δανεισμού και το τελικό πληρωτέο ποσό, όπως διαμορφώνεται από τα επιτόκια τη δεδομένη χρονική στιγμή, ο τόκος δανεισμού από χρηματοπιστωτκό οργανισμό., κόστος ανάπτυξης βλ. ανάπτυξη, κόστος ευκαιρίας βλ. ευκαιρία, πληθωρισμός κόστους βλ. πληθωρισμός ● ΦΡ.: μετράω το κόστος βλ. μετρώ [< ιταλ. costo, αγγλ. cost, γαλλ. coût]

κρύβω

κρύβω κρύ-βω ρ. (μτβ.) {έκρυ-βα, έκρυ-ψα, κρύ-ψει, -φτηκα, -μμένος, κρύβ-οντας} 1. βάζω, τοποθετώ κάποιον ή κάτι σε μέρος κρυφό, αθέατο ή/και μυστικό, ώστε να μην είναι ορατό(ς) ή να μην μπορεί να εντοπιστεί· καλύπτω, σκεπάζω: ~ψε τα κοσμήματα κάτω από το κρεβάτι/στο υπόγειο (πβ. καταχωνιάζω). ~ψαν τον δραπέτη (πβ. υποθάλπω). Πού έχει ~ψει τον θησαυρό/τα κλοπιμαία; ~εται από την αστυνομία. Κρύψου μέσα στην ντουλάπα/πίσω από την πόρτα. Χρειάστηκε να ~φτούν, για να σωθούν.|| Κάτσε πιο εκεί, γιατί μου ~εις (= κόβεις) τη θέα. ~ψε το πρόσωπό της μέσα στις παλάμες. Σκεπάστηκε, για να ~ψει τη γύμνια της. Ο ήλιος είχε ~φτεί πίσω από τα σύννεφα. 2. (μτφ.) δεν αποκαλύπτω, αποφεύγω να δημοσιοποιήσω, να εκφράσω κάτι που γνωρίζω ή αισθάνομαι, δεν εκδηλώνομαι: Κάτι μου ~εις εσύ, αλλά θα το μάθω. ~ουν επιμελώς το πραγματικό τους πρόσωπο. ~ψε την θλίψη/τις σκέψεις/τα συναισθήματά/τα σχέδιά του. Μας ~ψε την αλήθεια. Δεν ~ψε την ενόχληση/την ικανοποίηση/τον προβληματισμό της. Δεν σου ~ ότι ... (πβ. ομολογώ). Προσπαθεί να ~ψει τα χρόνια του. Δεν έχει τίποτα να ~ψει (: είναι άμεμπτος). Τι ~εται πίσω από το αινιγματικό της χαμόγελο; Δεν ~φτηκε, αλλά δήλωσε ξεκάθαρα ότι ... Πβ. αποκρύπτω, αποσιωπώ.|| Αρχαιότητες/μεταλλεύματα που ~ονται στο υπέδαφος (: δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί). ΑΝΤ. εξωτερικεύω, φανερώνω ● κρύβει (μτφ.) 1. επιφυλάσσει: Η αναζήτηση εργασίας ~ ευκαιρίες αλλά και παγίδες. Το παιχνίδι ~βε δυσκολίες/εκπλήξεις/προβλήματα. 2. (για κάτι που δεν γίνεται εύκολα αντιληπτό) εμπεριέχει, υποκρύπτει: Η πρότασή του ~ δόλο και υστεροβουλία. Σιωπή που ~βε αμηχανία/ενοχή. Πβ. ενέχει. ● ΦΡ.: ας μην κρυβόμαστε! (συνήθ. στην αρχή περιόδου, λόγου): κάτι γνωστό ή φανερό δεν μπορεί να καλυφθεί: ~ ~, όλοι έχουμε ανάγκη από αγάπη., κρύβει μέσα του 1. για συναίσθημα που δεν φανερώνεται, για χαρακτηριστικό γνώρισμα που βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση ή δεν προβάλλεται: ~ ~ θυμό. Κατάφερε να απελευθερώσει τη δημιουργικότητα που ~ ~. ~ ~ έναν έφηβο. 2. για ό,τι εμπεριέχεται σε κάτι άλλο: Κάθε καλός στίχος ~ ~ μουσική., ο έρωτας κι ο βήχας δεν κρύβονται & ο έρωτας, ο βήχας και το χρήμα δεν κρύβονται (παροιμ. έκφρ.): για προφανή κατάσταση ή συναισθήματα που δεν μπορούν εύκολα να κρατηθούν μυστικά., βάζω/κρύβω/σπρώχνω κάτω απ' το χαλί βλ. χαλί, κάτι εγκυμονεί/κρύβει κινδύνους βλ. κίνδυνος, κρατώ κλειστά/κρύβω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, κρύβε λόγια βλ. λόγια, κρύβομαι πίσω από το δάχτυλό μου βλ. δάχτυλο [< μτγν. κρύβω]

κύκλος

κύκλος κύ-κλος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΕΩΜ. σχήμα που ορίζεται από κλειστή, καμπύλη γραμμή της οποίας όλα τα σημεία έχουν την ίδια απόσταση από ένα σταθερό σημείο, το κέντρο του: εγγεγραμμένος/περιγεγραμμένος/τριγωνομετρικός ~. Ακτίνα/διάμετρος/εμβαδόν/περίμετρος/περιφέρεια/τόξο/χορδή ~ου. Ορθογώνιοι ~οι. Ευθεία που εφάπτεται στον/τέμνει τον ~ο. Έκανε/σχεδίασε/χάραξε έναν τέλειο ~ο με τον διαβήτη.|| Σημειώστε με ~ο (= κυκλώστε) τη σωστή απάντηση. 2. (κατ' επέκτ.) ό,τι έχει κυκλικό σχήμα: μαύροι ~οι γύρω/κάτω από τα μάτια (: μελανά σημάδια λόγω αϋπνίας, κούρασης· σακούλες). Ο τσάμικος χορεύεται σε ~ο. Οι ομάδες σχημάτισαν ~ο. Τα παιδιά κάθονται σε ~ο. Βλ. ημικύκλιο.|| Ολυμπιακοί ~οι (: οι πέντε διαφορετικού χρώματος ~οι που συμβολίζουν τους Ολυμπιακούς Αγώνες). Βλ. δακτύλιος.|| (ΑΣΤΡΟΝ.) Μέγιστοι ~οι της ουράνιας σφαίρας (: οι νοητοί ~οι που διέρχονται από τους πόλους της). Βλ. ουράνιος μεσημβρινός.|| (για κίνηση, πορεία, τροχιά) Ο ~ του ρολογιού (βλ. ώρα). Το αεροπλάνο έκανε ~ους πάνω από τον διάδρομο προσγείωσης. Η Σελήνη διαγράφει έναν (πλήρη) ~ο γύρω από τη Γη. Βλ. δίσκος. 3. για φαινόμενα, καταστάσεις, γεγονότα που παρουσιάζουν περιοδικότητα· η διάρκειά τους: ο ~ των εποχών (βλ. έτος).|| (ΒΙΟΛ.-ΙΑΤΡ.) Αναπαραγωγικός ~ (συνήθ. ζώων). Ο ~ του ύπνου στα νεογέννητα είναι σύντομος. Ο ορμονικός ~. (ειδικότ., εμμηνόρροια, περίοδος) Ο ~ μου είναι κάθε είκοσι οκτώ/τριάντα μέρες. Έχω άστατο (βλ. καθυστέρηση)/σταθερό ~ο.|| Η ίωση θα κάνει τον ~ο της και σύντομα θα γίνεις καλά.|| Η ιστορία κάνει ~ους (: επαναλαμβάνεται). Έκλεισε οριστικά/ολοκληρώθηκε/συνεχίζεται ο ~ βίας και αίματος. Πβ. ανακύκληση.|| (ΜΗΧΑΝΟΛ.) Αστικός/μικτός/συνδυασμένος ~ (κατανάλωσης καυσίμου) ... λίτρα ανά 100 χλμ.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Ημερήσιος λειτουργικός ~. Εβδομαδιαίος ~ των Ακολουθιών.|| (ΟΙΚΟΝ.) Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οι.|| Βλ. μεγάκυκλοι. 4. σύνολο δραστηριοτήτων ή έργων, κυρ. πνευματικού, καλλιτεχνικού χαρακτήρα, που σχετίζονται με ορισμένο θέμα ή πεδίο: νέος ~ διαλόγου (για την παιδεία)/επισκέψεων (του πρωθυπουργού στην Ευρώπη)/προβολών/συναντήσεων/συναυλιών (του συγκροτήματος)/συνομιλιών (πβ. γύρος). Εγκαινιάζεται ο εκπαιδευτικός/θεματικός ~ ... Η έναρξη του ~ου (= της σειράς) μαθημάτων θα γίνει στις ... του μηνός. Άρχισε/ξεκίνησε/ολοκληρώθηκε/πραγματοποιείται/συνεχίζεται ο (εισαγωγικός/πρώτος/τελευταίος) ~ διαλέξεων/ομιλιών/σεμιναρίων με θέμα ...|| (ΜΟΥΣ.) ~ τραγουδιών για πιάνο και φωνή. Το έργο ανήκει στον ~ο των κουαρτέτων για κρουστά.|| (ειδικότ. σε εκπαιδευτικά ιδρύματα) Βασικός/(μετα/προ)πτυχιακός/τετραετής ~ σπουδών. Έγινε δεκτός/εγγράφηκε/φοιτά στον επόμενο ~ο (βλ. εξάμηνο, έτος).|| (ΤΗΛΕΟΡ.) Νέος ~ επεισοδίων.|| Κάτι (δεν) εμπίπτει/εντάσσεται στον ~ο των ενδιαφερόντων/καθηκόντων της. Πβ. εύρος, σφαίρα, φάσμα.|| (ΦΙΛΟΛ., έμμετρες ή πεζές αφηγήσεις που αφορούν συγκεκριμένο ήρωα, μύθο) Ακριτικός/αργοναυτικός/τρωικός ~. 5. {συνηθέστ. στον πληθ.} ομάδα ατόμων που συνδέονται με συγγενική, φιλική, επαγγελματική ή άλλου είδους κοινωνική σχέση· περιβάλλον, περίγυρος: Ο γάμος έγινε σε κλειστό/στενό οικογενειακό και φιλικό ~ο. Έχει μεγάλο ~ο (: γνωρίζει πολύ κόσμο). Με το διαδίκτυο μπορεί να διευρύνει τον ~ο των γνωριμιών του. Είναι ιδιαίτερα γνωστή στους καλλιτεχνικούς και λογοτεχνικούς ~ους. Σύμφωνα με (έγκυρους) εισαγγελικούς/εκκλησιαστικούς/κυβερνητικούς/οικονομικούς ~ους ... Ακαδημαϊκοί/διπλωματικοί/εκπαιδευτικοί/νομικοί/στρατιωτικοί/τραπεζικοί ~οι κάνουν λόγο για ... ~οι της αντιπολίτευσης/του υπουργείου αναμένουν/αναφέρουν/δηλώνουν/επιμένουν/θεωρούν/σχολιάζουν/υποστηρίζουν ότι ...|| (για ανώτερη συνήθ. κοινωνική τάξη) Δεν ανήκει/προσπαθεί να μπει στον ~ο μας. Κάνει παρέα μόνο με άτομα του ~ου της. Βλ. κλίκα, σινάφι, φάρα, φατρία. 6. φυσική διαδικασία ή φαινόμενο αποτελούμενο από διαδοχικές φάσεις που ολοκληρώνονται επιστρέφοντας στην αρχική κατάσταση και επαναλαμβάνονται συνέχεια: (ΓΕΩΧ.) ο ~ του αζώτου/άνθρακα/θείου/νερού (= υδρολογικός ~)/οξυγόνου/φωσφόρου. Ο ~ της ύλης.|| Αναπνευστικός (βλ. εισπνοή, εκπνοή)/καρδιακός (βλ. συστολή, διαστολή) ~. 7. ΦΙΛΟΛ. σχήμα λόγου κατά το οποίο μια περίοδος, πρόταση ή ένας στίχος αρχίζει και τελειώνει με την ίδια λέξη ή φράση. ● Υποκ.: κυκλάκι (το): κυρ. στις σημ. 1, 2. ● ΣΥΜΠΛ.: βιολογικός κύκλος: ΒΙΟΛ. τα στάδια από τα οποία περνά ένας ζωικός ή φυτικός οργανισμός μέχρι τον θάνατο (π.χ. γέννηση, ανάπτυξη): Ο ~ ~ του παρασίτου διαρκεί από τέσσερις ως σαράντα μέρες. [< αγγλ. biological cycle] , δημοσιογραφικοί κύκλοι: όρος που χρησιμοποιείται για να αποφύγει κάποιος να κατονομάσει τη δημοσιογραφική πηγή πληροφόρησης: Όπως εκτιμούν ~ ~ ..., έμμηνος/καταμήνιος/γεννητικός/εμμηνορροϊκός κύκλος & ο κύκλος (της γυναίκας): ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την κυκλική μεταβολή των ορμονών του φύλου κατά την αναπαραγωγική ηλικία της γυναίκας και συνήθ. διαρκεί είκοσι οκτώ μέρες: φυσιολογικός ~ ~. Ανωμαλίες/διαταραχές/ρύθμιση του ~ού ~ου. Βλ. οιστρογόνα, προγεστερόνη, ωορρηξία., κύκλος επαφών: σειρά συναντήσεων, συνομιλιών ή δραστηριοτήτων: ευρύς ~ ~. Αρχίζει νέος ~ ~ με τους επιστημονικούς φορείς. Ολοκληρώθηκε ο (πρώτος) ~ ~ του ..., κύκλος εργασιών: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των εσόδων, πωλήσεων επιχείρησης σε ορισμένη χρονική περίοδο: αύξηση/ενίσχυση/μείωση/πτώση του ετήσιου ~ου ~. Η εταιρεία διευρύνει τον ~ο ~ της. Ο ενοποιημένος ~ ~ του ομίλου για την τριμηνία ανήλθε στα ... εκατομμύρια ευρώ/σημείωσε άνοδο ... %/υποχώρησε κατά ... %. Πβ. τζίρος.|| (παλαιότ.) Φόρος ~ου ~. Πβ. ΦΠΑ., κύκλος ζωής 1. τα στάδια από την παραγωγή ενός προϊόντος μέχρι το τέλος της χρησιμότητάς του: ο ~ ~ επιχειρησιακού προγράμματος/λογισμικού/συστήματος. Ανάλυση ~ου ~ (: εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων προϊόντος, διεργασίας ή δραστηριότητας). Οχήματα τέλους ~ου ~ (: αυτά που τίθενται εκτός κυκλοφορίας). 2. & ο κύκλος της ζωής: η πορεία ενός οργανισμού από τη γέννηση ως τον θάνατο. [< αγγλ. life cycle] , κύκλος ποιότητας: ομάδα υπαλλήλων εταιρείας που συνήθ. εθελοντικά πραγματοποιούν τακτικές συναντήσεις με σκοπό την επίλυση προβλημάτων ποιότητας και τη βελτίωση της απόδοσης των ίδιων και των συναδέλφων τους. [< αγγλ. quality circle, 1980] , αρκτικός κύκλος βλ. αρκτικός1, βιογεωχημικός κύκλος βλ. βιογεωχημικός, έγκυροι κύκλοι βλ. έγκυρος, έκκεντροι κύκλοι βλ. έκκεντρος, επικός κύκλος βλ. επικός, ζωδιακός (κύκλος)/ζωδιακή ζώνη βλ. ζωδιακός, ηλιακός κύκλος βλ. ηλιακός, θερμοδυναμικός κύκλος βλ. θερμοδυναμικός, θηβαϊκός κύκλος βλ. θηβαϊκός, κατακόρυφος κύκλος βλ. κατακόρυφος, κύκλος (του) αίματος βλ. αίμα, οικονομικός κύκλος βλ. οικονομικός, ομόκεντροι κύκλοι βλ. ομόκεντρος, παράλληλος (κύκλος) βλ. παράλληλος, σεληνιακός κύκλος/κύκλος του Μέτωνα βλ. σεληνιακός, τροπικός (κύκλος) βλ. τροπικός, ψυκτικός κύκλος βλ. ψυκτικός, ωριαίος κύκλος βλ. ωριαίος ● ΦΡ.: κύκλοι (ανά δευτερόλεπτο): ΦΥΣ. (στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων) μονάδα μέτρησης της συχνότητας: Το ανθρώπινο αυτί αντιλαμβάνεται ήχους από 20 ως 20.000 ~ους ~. ΣΥΝ. χερτζ, του κύκλου τα γυρίσματα (προφ.): για να δηλωθεί το ευμετάβλητο της ζωής, της τύχης. Πβ. έχει ο καιρός γυρίσματα., ανοίγει ο κύκλος βλ. ανοίγω, κύκλος/γύρος συζητήσεων βλ. συζήτηση, μη μου τους κύκλους τάραττε! βλ. ταράζω, τετραγωνίζω τον κύκλο βλ. τετραγωνίζω, τετραγωνισμός του κύκλου βλ. τετραγωνισμός, φαύλος κύκλος βλ. φαύλος [< 1: αρχ. κύκλος 2,3,4,5,6: γαλλ. cycle, cercle, αγγλ. cycle, πβ. γερμ. Zyklus 7: μτγν. ~]

λογιστικός

λογιστικός, ή, ό λο-γι-στι-κός επίθ. 1. ΟΙΚΟΝ. -ΛΟΓΙΣΤ. που σχετίζεται με τον λογιστή ή τη λογιστική: ~ός: έλεγχος/προσδιορισμός (καθαρού εισοδήματος)/χειρισμός (αμοιβών). ~ή: αξία (μετοχής)/ενημέρωση/κατάσταση/μέθοδος (βλ. απλο-, διπλο-γραφία)/οργάνωση (επιχείρησης)/χρήση (ή περίοδος). ~ό: αποτέλεσμα (: κέρδος ή ζημία)/σφάλμα. ~οί: κανόνες. ~ές: αρχές (π.χ. η αρχή της συσχέτισης εσόδων-εξόδων)/εγγραφές/εφαρμογές/υπηρεσίες. ~ά: συστήματα. ~ό φοροτεχνικό γραφείο. Βλ. εξω~. 2. κατάλληλος για υπολογισμούς: ~ή: μέθοδος/μηχανή. Πβ. υπο~. ● Ουσ.: λογιστικά (τα): λογιστική., λογιστικό (το): λογιστική. ● ΣΥΜΠΛ.: δημόσιο λογιστικό: ΝΟΜ. κλάδος του δημοσιονομικού δικαίου που αφορά τον κρατικό προϋπολογισμό, απολογισμό, γενικό ισολογισμό και τις δημόσιες δαπάνες. Βλ. φορολογικό δίκαιο., Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (ακρ. ΔΛΠ): ΛΟΓΙΣΤ. Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης. [< αγγλ. International Accounting Standards - IAS] , λογιστικά βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. για καταγραφή και έλεγχο της οικονομικής κατάστασης επιχείρησης σε ορισμένο χρονικό διάστημα: ενημέρωση/τήρηση ~ών ~ων. Βλ. μηχανογράφηση. [< γαλλ. livres comptables] , λογιστική μονάδα: ΟΙΚΟΝ. σταθερή νομισματική μονάδα υπολογισμού της αξίας αγαθών, υπηρεσιών και περιουσιακών στοιχείων: (με κεφαλ. το αρχικό Λ κ. Μ, παλαιότ.) Ευρωπαϊκή ~ ~. Βλ. εκιού. [< αγγλ. unit of account] , λογιστικό σχέδιο: ΛΟΓΙΣΤ. πρότυπο τυποποίησης της λογιστικής εργασίας το οποίο περιλαμβάνει το σύνολο των λογαριασμών, μεθοδικά τακτοποιημένων: Ελληνικό Γενικό ~ ~. Κλαδικό ~ ~ ασφαλιστικών επιχειρήσεων. [< γαλλ. plan comptable] , λογιστικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. επιταγές, εμβάσματα, τραπεζικές κάρτες. Πβ. τραπεζικό χρήμα. Βλ. ηλεκτρονικό χρήμα., λογιστική πράξη βλ. πράξη, υπολογιστικό/λογιστικό φύλλο βλ. φύλλο [< αρχ. λογιστικός, γαλλ. comptable]

μέτρο

μέτρο μέ-τρο ουσ. (ουδ.) 1. ΜΕΤΡΟΛ. βασική μονάδα μέτρησης του μήκους (συντομ. μ., σύμβ. m)· συνεκδ. επιμήκης ταινία ή όργανο μήκους ενός μέτρου για μέτρηση αποστάσεων, διαστάσεων: το γαλλικό ~. Δύο ~α βάθος/πλάτος/ύψος. Το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο οκτακοσίων ~ων. Εκατό ~α ύπτιο. Βλ. δεκά-, εκατοστό-, χιλιό-, χιλιοστό-μετρο.|| Μεταλλικό/ξύλινο/πλαστικό ~. Πβ. κορδέλα, μεζούρα, μετροταινία. Βλ. βυθό-, γωνιό-, μικρό-, νανό-, τηλέ-μετρο. 2. (γενικότ.) κάθε μονάδα μέτρησης ενός φυσικού μεγέθους: ~ στερεών/υγρών/χωρητικότητας (βλ. λίτρο).|| (ΓΕΩΜ.) ~ τόξου (: ο θετικός αριθμός που εκφράζει πόσες φορές το τόξο περιέχει τη μοίρα). 3. {συνήθ. στον πληθ., μέτρα} οργανωμένες ενέργειες που γίνονται για συγκεκριμένο σκοπό: αντισυνταγματικά/διοικητικά/διαρθρωτικά/διορθωτικά/δρακόντεια/έκτακτα/επείγοντα/κατασταλτικά/νομοθετικά/οικονομικά/ορθά/πειθαρχικά/περιοριστικά/προληπτικά/πρόσθετα/προσωρινά/προτεινόμενα/ρυθμιστικά/σκληρά/στοχευμένα/συμπληρωματικά/συνοδευτικά ~α. ~α βελτίωσης (των συνθηκών)/δημοσιονομικής εξυγίανσης/ελάφρυνσης (δανειοληπτών)/ελέγχου/λιτότητας/πρόνοιας/προστασίας (του καταναλωτή)/στήριξης (της οικονομίας). Εξαγγελία/λήψη ~ων. Άρση/επιβολή/εφαρμογή/καθιέρωση/κατάργηση/προκήρυξη ενός ~ου. Αυξημένα ~α για τη φοροδιαφυγή/κατά της τρομοκρατίας. Απέδωσαν τα νέα ~α της κυβέρνησης. Αντισταθμιστικό ~ για την υλοποίηση του έργου. ~α-ασπιρίνες.|| (ΝΟΜ.) Προσωρινά και συντηρητικά ~α (: για εξασφάλιση και διατήρηση έννομων δικαιωμάτων αντίστοιχα). Βλ. ημίμετρα. 4. (μτφ.) τα λογικά όρια, ο μέσος όρος: υπέρβαση του ~ου. Στη ζωή χρειάζεται αρμονία και ~. Μη χάνουμε το ~. Αλόγιστη χρήση του υπολογιστή, χωρίς ~. Εγχείρημα που ξεπερνάει τα ανθρώπινα ~α. Το ~ (= το ανώτατο όριο) της ελευθερίας/της δημοκρατίας. Πβ. ρέγουλα. Βλ. ακρότητα. 5. (μτφ.) οτιδήποτε μπορεί να αποτελέσει πρότυπο, βάση, κριτήριο αξιολόγησης: Μην κρίνεις τους άλλους με τα δικά σου ~α. Μαγεύτηκα με αυτό το βιβλίο, αλλά δεν είμαι εγώ το ~. Η κοινωνική θέση των ατόμων δεν δίνει το ~ της αξίας τους. 6. ΜΕΤΡ. σύνολο βραχειών και μακρών συλλαβών (στην αρχαία μετρική) ή άτονων και τονισμένων (στη νεότερη), η επανάληψη του οποίου σχηματίζει τον στίχο· γενικότ. ο στίχος: αρχαίο/δακτυλικό/ελεγειακό/ιαμβικό/τροχαϊκό ~. Πβ. μετρικός πους/πόδας. 7. ΜΟΥΣ. (σε μια σύνθεση) καθένα από τα ισόχρονα μικρά μουσικά μέρη που βρίσκονται μεταξύ δύο διαστολών στο πεντάγραμμο: απλά και σύνθετα ~α. ~ 3/4. Πβ. ρυθμός. 8. βήμα ή κίνηση που γίνεται στον ρυθμό της μουσικής. 9. ΜΑΘ. απόλυτη τιμή κάθε πραγματικού αριθμού. ● μέτρα (τα): διαστάσεις: τα ~ του δωματίου. Κουστούμι ραμμένο ακριβώς στα ~ μου. ● ΣΥΜΠΛ.: αίσθηση του μέτρου βλ. αίσθηση, ασφαλιστικά μέτρα βλ. ασφαλιστικός, κυβικό μέτρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. κυβικός, μέτρα ασφαλείας βλ. ασφάλεια, μέτρο σύγκρισης βλ. σύγκριση, τετραγωνικό μέτρο/χιλιόμετρο/εκατοστό/δεκατόμετρο/χιλιοστόμετρο βλ. τετραγωνικός, τρέχον μέτρο βλ. τρέχων ● ΦΡ.: εν τινι μέτρω (αρχαιοπρ.): ως ένα βαθμό, σημείο., λαμβάνω/παίρνω μέτρα (μτφ.): ενεργώ κατάλληλα για την αντιμετώπιση προβλήματος, την αποτροπή κινδύνου: Ελήφθησαν όλα τα αναγκαία/απαραίτητα ~. Η κυβέρνηση θα πάρει αυστηρά ~ για το ... [< γαλλ. prendre des mesures] , λαμβάνω/παίρνω τα μέτρα μου: προνοώ για κάτι ή προφυλάσσομαι από αυτό: Έλαβαν τα ~ τους. Όφειλε να έχει πάρει τα ~ του., με μέτρο: εντός λογικών ορίων, χωρίς υπερβολές: Όλα ~ ~!, μέτρα και σταθμά (μτφ.) : κριτήρια: Δεν μπορούμε να κρίνουμε τους πάντες με τα ίδια ~ ~. Οι ιθύνοντες επιβάλλουν τα δικά τους ~ ~., μέτρον άριστον & παν μέτρον άριστον (αρχ. γνωμ.): το καλύτερο είναι να αποφεύγει κάποιος τα άκρα, την υπερβολή. ΣΥΝ. μηδέν άγαν, παίρνω τα μέτρα (κάποιου): μετρώ τις διαστάσεις του σώματός του: Η μοδίστρα μού πήρε ~.|| (αργκό) Του ~ουν μέτρα (= περιμένουν να πεθάνει)., πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος: ΦΙΛΟΣ. (κριτήριο για όλα τα πράγματα είναι ο άνθρωπος:) για να δηλωθεί ότι αποτελεί την υπέρτατη αξία., στα μέτρα μου/σου/του (μτφ.): για καθετί προσαρμοσμένο στις ανάγκες, στις δυνατότητες, στο συμφέρον κάποιου: Ο ρόλος ήταν κομμένος και ραμμένος ~ της. Η αντίπαλη ομάδα ήταν ~ μας (: μπορούσαμε να την αντιμετωπίσουμε)., στα μέτρα/στο μέτρο των δυνάμεων/των δυνατοτήτων (κάποιου): σύμφωνα με τις ανάγκες, επιθυμίες ή δυνατότητές του: πρόγραμμα διατροφής στα μέτρα σας. Θα βοηθήσουμε στο μέτρο των δυνατοτήτων μας., στο μέτρο/στον βαθμό που: μέχρι του σημείου που: Τροποποίηση των κανονισμών επιτρέπεται ~ ~ (= εφόσον) αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο., φέρνω κάτι στα μέτρα μου (μτφ.): το διαμορφώνω, το προσαρμόζω στις δικές μου ανάγκες, επιθυμίες, δυνατότητες: Η ομάδα ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη και έφερε το παιχνίδι στα ~ της.|| (σπάν. για πρόσ.) Προσπαθεί να τη φέρει στα ~ του, αλλά τίποτα. Πβ. φέρνω κάποιον στα νερά μου., δύο μέτρα και δύο σταθμά βλ. σταθμά, κατά το δυνατό(ν)/όσο είναι δυνατό(ν)/στο μέτρο του δυνατού/(μέσα) στα όρια/πλαίσια του δυνατού βλ. δυνατός, στήνω κάποιον στα έξι/τρία μέτρα βλ. στήνω, στο μέτρο/στον βαθμό του εφικτού βλ. εφικτός, στον βαθμό/στο μέτρο που μου αναλογεί βλ. βαθμός [< αρχ. μέτρον, γαλλ. mètre, mesure, αγγλ. measure]

μόνο

μόνο μό-νο επίρρ. δηλώνει 1. αποκλειστικότητα ή περιορισμό: ~ για μέλη/παιδιά/σένα. ~ για επαγγελματική/προσωπική/σχολική χρήση. ~ εσένα εμπιστεύομαι/εσύ το ξέρεις. Σκέφτεται ~ τον εαυτό του. ~ αυτόν ακούει (: κανέναν άλλο). ~ η Μαρία δεν ήρθε. Αυτός ~ με καταλαβαίνει. Εγώ ~ Αγγλικά ξέρω. ~ το απόγευμα είμαστε ανοιχτά. ~ με χρήση αντιολισθητικών αλυσίδων γίνεται η κυκλοφορία των οχημάτων. ~ άκου, μη μιλάς. ~ να κοιτάς, δεν χρειάζεται να κάνεις κάτι άλλο. Αυτό ~ έχω, δεν φτάνει; Όταν είσαι ήρεμος, τότε ~ μπορείς να αποφασίσεις σωστά. Πρόσεχε ~ (να) μη σε καταλάβουν. Γράφω ~ όταν έχω κάτι να πω.|| ~ (: μακάρι) να μπορούσα να έρθω! Αχ, και ~ να 'ξερες! (απειλητ.) ~ να τον δω μπροστά μου, θα δει τι έχει να πάθει. Πβ. μονάχα. 2. ανώτατο αριθμητικό όριο ή ελάχιστη ποσότητα ή ιδιότητα: Το ασανσέρ χωράει ~ τρία άτομα. ~ πέντε λεπτά θα σας απασχολήσω. Θέλω ~ μισό κιλό (: όχι παραπάνω). ~ οι δυο μας ήμασταν. ~ μια φορά, ποτέ ξανά. Κράτηση ~ για δυο άτομα. Έναν μήνα ~ θα λείψω. -Πέντε ευρώ πλήρωσα. -~ (: τόσο λίγο); Τρεις μέρες ~ έμειναν.|| (αόριστα) ~ ένας τρελός θα δεχόταν. 3. αντίθεση ή εξαίρεση: Μπορείς να μείνεις, ~ φασαρία μην κάνεις. Καθάρισα όλο το σπίτι, ~ με τον κήπο δεν ασχολήθηκα (: εκτός από). 4. (σε σχήμα λιτότητας) μετριασμό αρνητικής άποψης: ~ ευγενικός δεν ήταν (: κάθε άλλο παρά, καθόλου)/ωραίο δεν το λες. Δεν είναι ~ για να ... 5. προϋπόθεση, όρο: Πες ό,τι έχεις να πεις, ~ μη φωνάζεις. Μπορείτε να μπείτε στο μαγαζί ~ αν έχετε κλείσει τραπέζι. Να αργήσεις όσο θες, ~ (: αρκεί, φτάνει) να με ειδοποιήσεις/να μη με στήσεις. Η είσοδος επιτρέπεται ~ εφόσον έχετε σχετική άδεια. Η συσκευή λειτουργεί ~ όταν είναι στην πρίζα. Το προϊόν μπορεί να επιστραφεί ~ σε περίπτωση που είναι αλλοιωμένο. ● ΦΡ.: απλώς/απλά και μόνο/αποκλειστικά και μόνο/μόνο και μόνο (εμφατ.): για κανέναν άλλο λόγο ή σκοπό, τίποτα άλλο: Δεν θα τον προσλάβω ~ ~ επειδή είναι φίλος (ενν. χωρίς να πληροί άλλες προϋποθέσεις). Θα το κάνω ~ ~ επειδή το ζήτησες. Ήρθε ~ ~ για να περάσει την ώρα του! (συχνότ. καταχρ.) Δεν τον ενδιαφέρει απλά και μόνο να κάνει ένα ρεκόρ.|| Εισάγει αποκλειστικά και μόνο βιολογικά προϊόντα., και μόνο: για ιδιαίτερη έμφαση σε αυτό που αναφέρεται: Τρομάζω ~ ~ με την ιδέα/στη σκέψη ότι ... Από την έκφρασή του ~ ~ κατάλαβα ότι έλεγε ψέματα. Μ' αυτή ~ ~ μ' αυτή την κάρτα επιτρέπεται να μπεις μέσα. ~ ~ που τον είδα, εκνευρίστηκα., και όχι μόνο: για να υποδηλώσει ότι αυτό που μόλις αναφέρθηκε αφορά ή περιλαμβάνει και άλλους ή άλλα: για συλλέκτες ~ ~. Μουσικό-~ ~- τριήμερο. Στην ιστοσελίδα θα βρείτε συνταγές μαγειρικής ~ ~., μόνο που (σύνδ.): αλλά, όμως: Τον συμπαθώ, ~ ~ συχνά με εξοργίζει. Θα ερχόμουν, ~ ~ έχω κανονίσει. Θα το αγόραζα, ~ ~ δεν έχω χρήματα. Μοιάζουν πολύ, ~ ~ (: με τη διαφορά ότι) αυτός είναι λίγο πιο ψηλός., μόνο που δεν (+ αόρ.) (προφ.): λίγο έλειψε να, παρά λίγο, σχεδόν: ~ ~ μας έβρισε/χτύπησε.|| (εμφατ.) Μόνο την αστυνομία (που) δεν μας έφεραν!, τόσος μόνο: πολύ μικρός ή λίγος: ~ο ~ μου αρκεί. ~οι ~ έμειναν στο τέλος., αν και μόνο αν βλ. αν, μόνο αφού βλ. αφού, μόνο έτσι/έτσι μόνο βλ. έτσι, όχι μόνο ..., αλλά και βλ. όχι, παρά μόνο βλ. παρά, παρά μόνο αν βλ. παρά [< αρχ. μόνον]

ξέπλυμα

ξέπλυμα ξέ-πλυ-μα ουσ. (ουδ.) 1. καλό πλύσιμο για την αφαίρεση σαπουνάδας, απορρυπαντικού: ~ ενός δοχείου/μιας επιφάνειας/ενός χαλιού.|| (συνεκδ.) ~ύματα (= απόνερα) από βιομηχανίες. ΣΥΝ. ξέβγαλμα 2. πρόχειρο πλύσιμο, συνήθ. με σκέτο νερό: Έκανε ένα πολύ γρήγορο ~ με το λάστιχο. Πβ. πλύση. 3. (μτφ.) (κυρ.. για ποτό ή φαγητό) άνοστο ή νερουλό: Αυτό το τσάι είναι (σαν) ~. 4. (μτφ.) ηθική αποκατάσταση: ~ της ντροπής. 5. (μτφ.) νομιμοποίηση παρανομιών: ~ αρχαιοτήτων (πβ. αρχαιοκαπηλία)/προϊόντων εγκλήματος. ● ΣΥΜΠΛ.: ξέπλυμα χρήματος: προσπάθεια συγκάλυψης παράνομης πηγής εσόδων: ~ ~ από λαθρεμπόριο καυσίμων/όπλων. Μέτρα για την καταπολέμηση του ~ύματος βρόμικου/μαύρου ~.

οικονομικός

οικονομικός, ή, ό [οἰκονομικός] οι-κο-νο-μι-κός επίθ. ΟΙΚΟΝ. 1. που αναφέρεται στην οικονομία ή τα οικονομικά: ~ός: απολογισμός/οργανισμός (πβ. τράπεζα)/πόλεμος/προϋπολογισμός/Τύπος/φορέας. ~ή: ανάλυση/ανάπτυξη/ανεξαρτησία/βοήθεια/διάρθρωση/διαφάνεια/διαχείριση/διπλωματία/δυσπραγία/εισφορά/ενημέρωση/εξαθλίωση/εξέλιξη/εξυγίανση/επιστήμη (= οικονομικά)/θεωρία/κρίση/μεταρρύθμιση/πρόοδος/σταθερότητα/συγκυρία/συμφωνία/σύνοδος/ύφεση. ~ό: άνοιγμα/ίδρυμα/κέρδος/κλίμα/κόστος/κραχ/μοντέλο/σκάνδαλο/φόρουμ. ~οί: δείκτες/πόροι. ~ές: δυσκολίες/κυρώσεις/παροχές/συναλλαγές/υπηρεσίες. ~ά: αποτελέσματα/εργαλεία/κίνητρα/συμφέροντα. Εξαμηνιαία/ετήσια ~ή έκθεση του Ομίλου ... ~ή ενίσχυση/στήριξη μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Βρίσκεται σε ~ό αδιέξοδο λόγω χρεών. Περικοπές για ~ούς λόγους. Δημόσια ~ή Υπηρεσία (ακρ. ΔΟΥ). ~ό Επιμελητήριο Ελλάδας (ακρ. ΟΕΕ).|| ~ό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ακρ. ΟΠΑ). ~ά μαθηματικά και στατιστική. Πτυχιούχος ΑΕΙ ~ής κατεύθυνσης. (ως ουσ.) Οι φοιτητές του ~ού.|| (για πρόσ.) ~ός: αναλυτής/διαχειριστής/διευθυντής/ελεγκτής/έφορος. ~ό: επιτελείο (κυβέρνησης)/στέλεχος. Βλ. μακρο~, μικρο~, τεχνο~, χρηματο~. 2. που κοστίζει λίγο, ανέξοδος· που εξοικονομεί ενέργεια: ~ό: γεύμα/εισιτήριο/εστιατόριο/μαγαζί/ξενοδοχείο. ~ές: διακοπές. ~ή λειτουργία εγκατάστασης/συστημάτων ηλεκτρικής ενέργειας. ~ό πακέτο καρτοκινητής τηλεφωνίας. Προσφορά συμφέρουσα από ~ή άποψη. Η ~ότερη λύση/πρόταση της αγοράς για συνεχή πρόσβαση στο ίντερνετ.|| ~ός: κινητήρας/λαμπτήρας. ~ή: συσκευή. ~ό: αυτοκίνητο (: σε κατανάλωση βενζίνης). ΣΥΝ. φτηνός (1) ΑΝΤ. ακριβός (1), αντιοικονομικός, δαπανηρός ● Ουσ.: οικονομικό (το): καθετί που σχετίζεται με χρήματα, το χρηματικό: Έχει τεράστια περιουσία και συνεπώς έχει λύσει το ~ του. Μίλησε στον εργοδότη του για το ~ (: τον μισθό). Δεν την ενδιαφέρει το ~ της υπόθεσης. Το ~ (ενν. πρόβλημα) της χώρας. ● επίρρ.: οικονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστική οικονομική ζώνη (ακρ. ΑΟΖ): ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. ζώνη θαλάσσιας δικαιοδοσίας και δικαιωμάτων (κυρ. εκμετάλλευση των φυσικών πόρων) των παράκτιων κρατών με εύρος μέχρι 200 ναυτικά μίλια από τις ακτές, που περιλαμβάνει τα ύδατα, τον βυθό και το υπέδαφος της περιοχής της, και αρχίζει μετά το τέλος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Βλ. υφαλοκρηπίδα. [< αγγλ. exclusive economic zone, 1975] , οικονομικά αγαθά: τα μέσα για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών που είναι αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας και βρίσκονται σε ανεπάρκεια σε σχέση με τις ανάγκες που καλύπτουν: Τα ~ ~ διακρίνονται στα υλικά και τα άυλα αγαθά ή υπηρεσίες. Βλ. διαρκή, ελεύθερα, καταναλωτικά, κεφαλαιουχικά αγαθά., οικονομικά μεγέθη 1. οποιαδήποτε μεταβλητή υπολογίζεται με αριθμητικούς ή ποσοτικούς όρους: εταιρικά/συνοπτικά ~ ~. Βελτιωμένα/μειωμένα εμφανίζονται τα ~ ~ του ομίλου στο εξάμηνο ... Τα ~ ~ της ζώνης του ευρώ. ~ ~ σε επίπεδο χώρας (π.χ. ΑΕΠ, επιτόκια, βλ. μακροοικονομία). 2. {κυρ. στον εν.} οικονομική συσκευασία. [< 2: αγγλ. economy size, 1950] , οικονομικές επιστήμες: όσες μελετούν την παραγωγή, κατανομή, κατανάλωση και διαχείριση αγαθών και υπηρεσιών: Βραβείο Νόμπελ ~ών ~ών. Βλ. μακρο-, μικρο-οικονομία. ΣΥΝ. οικονομικά (2), οικονομολογία [< γαλλ. sciences économiques] , οικονομικές καταστάσεις: πίνακες αναλυτικής παρουσίασης κατά κατηγορία των δεδομένων που περιγράφουν την οικονομική πορεία μιας εταιρείας σε ορισμένη χρονική περίοδο, οι οποίοι δημοσιεύονται συγκεντρωτικά για τη διεξοδική ενημέρωση των επενδυτών: ενδιάμεσες/ενοποιημένες/εξαμηνιαίες/ετήσιες/περιοδικές/συνοπτικές/τριμηνιαίες ~ ~. Βλ. επαναδημοσίευση, ισολογισμός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες., οικονομική γεωγραφία: ΓΕΩΓΡ. κλάδος που μελετά και αναλύει τα τεχνικά, κοινωνικοπολιτικά και οικονομικά στοιχεία του γεωγραφικού χώρου, καθώς και τη σχέση που διαμορφώνεται μεταξύ του φυσικού περιβάλλοντος και του ανθρώπινου παράγοντα· το αντίστοιχο διδασκόμενο μάθημα. Βλ. ανθρωπογεωγραφία. [< αγγλ. economic geography] , οικονομική ελευθερία: το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συμμετοχής σε οικονομικές συναλλαγές, χωρίς κυβερνητικές παρεμβάσεις ή άλλους εξωτερικούς παράγοντες., οικονομική θέση 1. & τουριστική θέση: χώρος σε Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (αεροπλάνα, πλοία, τρένα), όπου οι επιβάτες εξασφαλίζουν θέση με φθηνότερο εισιτήριο: εισιτήριο/κάθισμα/καμπίνα ~ής ~ης. ΑΝΤ. διακεκριμένη θέση 2. οικονομική κατάσταση: Βρίσκεται σε δύσκολη ~ ~. Σε δεινή ~ ~ περιήλθε ο Όμιλος ... [< 1: αγγλ. economy class, γαλλ. classe économique] , οικονομική μονάδα: κάθε οργανωμένο σύνολο προσώπων και στοιχείων που καθιστούν δυνατή την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας: Δύο αντιπροσωπευτικές ~ές ~ες είναι το νοικοκυριό και η επιχείρηση. [< αγγλ. economic unit] , οικονομική πολιτική: σύνολο μέτρων και αποφάσεων που λαμβάνονται σε κυβερνητικό συνήθ. επίπεδο για τον καθορισμό συγκεκριμένης πορείας στον τομέα της οικονομίας και την επίτευξη οικονομικών στόχων: εθνική/εξωτερική/εσωτερική/κοινοτική/περιοριστική ~ ~. Αλλαγή/χάραξη ~ής ~ής. Σφιχτή ~ ~ για μείωση του ελλείμματος.|| ~ ~ της εταιρείας., οικονομική συσκευασία: συσκευασία προϊόντος που είναι μεγαλύτερη σε μέγεθος ή ποσότητα από τη συμβατική, αλλά φτηνότερη αναλογικά. Βλ. οικογενειακό μέγεθος., Οικονομικό Δίκαιο: ΝΟΜ. οι κανόνες που ρυθμίζουν τις οικονομικές σχέσεις και δραστηριότητες: διοικητικό ~ ~. Κέντρο Διεθνούς και Ευρωπαϊκού ~ού ~ου., οικονομικό έγκλημα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. κάθε παράνομη οικονομική δραστηριότητα (όπως φοροδιαφυγή, υπεξαίρεση χρημάτων): διεθνές/ηλεκτρονικό/οργανωμένο ~ ~. Βλ. ΣΔΟΕ., οικονομικό σύστημα (το): κάθε σύνολο κανόνων στα πλαίσια μιας κοινωνίας που ρυθμίζουν την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών: διεθνές/ευρωπαϊκό/φιλελεύθερο ~ ~. Το ~ ~ του καπιταλισμού., οικονομικοί μετανάστες/πρόσφυγες: πρόσωπα που εγκαταλείπουν τη χώρα τους σε αναζήτηση εργασίας και καλύτερου βιοτικού επίπεδου: νόμιμοι/παράνομοι ~ ~.|| Εσωτερικοί ~ ~. Βλ. ευπαθείς (κοινωνικά) ομάδες. [< αγγλ. economic migrants/refugees] , οικονομικός κύκλος: περιοδική, επαναλαμβανόμενη διακύμανση ύφεσης-ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας: Ανοδική/πτωτική φάση ~ού ~ου. Βραχυχρόνιοι/μακροχρόνιοι/μεσοχρόνιοι ~οί ~οι. [< αγγλ. business/economic cycle] , οικονομικός παράγοντας 1. οτιδήποτε επηρεάζει μια κατάσταση από οικονομικής πλευράς: Ο τουρισμός αποτελεί ζωτικό/σημαντικό ~ό ~α ανάπτυξης του νησιού. 2. πρόσωπο που έχει ισχυρή θέση και ασκεί επιρροή στον επιχειρηματικό κόσμο: κορυφαίος/σημαίνων/τοπικός ~ ~. ~οί ~ες και διαχειριστές μεγάλων κεφαλαίων., οικονομικός/κεντρικός προγραμματισμός/σχεδιασμός: η επίδραση της κεντρικής εξουσίας ενός κράτους ή συνόλου κρατών στη λήψη αποφάσεων καθοριστικής σημασίας στον οικονομικό τομέα., Ευρωπαϊκός Οικονομικός Χώρος βλ. ευρωπαϊκός, οικονομικά στοιχεία και πληροφορίες βλ. στοιχείο, οικονομική ανάπτυξη βλ. ανάπτυξη, οικονομική βία βλ. βία, Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) βλ. ένωση, οικονομική μεγέθυνση βλ. μεγέθυνση, οικονομικό αντικείμενο βλ. αντικείμενο, οικονομικό έτος βλ. έτος, σύνδρομο οικονομικής θέσης βλ. σύνδρομο [< αρχ. οἰκονομικός, γαλλ. économique, αγγλ. economic]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

πιστωτικός

πιστωτικός, ή, ό πι-στω-τι-κός επίθ.: ΟΙΚΟΝ. που σχετίζεται με την πίστωση: ~ός: έλεγχος/οργανισμός/τίτλος. ~ή: κρίση. ~ό: όριο/υπόλοιπο. ~ές: διευκολύνσεις/υπηρεσίες. ~ά: ιδρύματα (π.χ. τράπεζες). Πβ. νομισματο~, χρηματοδοτικός, χρηματο~. ΑΝΤ. χρεωστικός ● ΣΥΜΠΛ.: πιστωτικές μονάδες: μονάδα μέτρησης του φόρτου εργασίας του μέσου φοιτητή για την επίτευξη των μαθησιακών στόχων ενός προγράμματος σπουδών· ισοδυναμεί με 25-30 ώρες εκπαιδευτικής δραστηριότητας, όπως παρακολούθηση διαλέξεων, φροντιστηριακών ασκήσεων ή εργαστηρίων, ιδιωτική μελέτη και συμμετοχή σε εξετάσεις. Πβ. διδακτικές/ακαδημαϊκές μονάδες. [< αγγλ. credit units, credits] , πιστωτική (κάρτα): ΟΙΚΟΝ. κάρτα, συνήθ. με συγκεκριμένο πιστωτικό όριο, που εκδίδεται ονομαστικά από τράπεζα ή επιχείρηση και επιτρέπει στον κάτοχό της να αποκτήσει αγαθά ή να κάνει χρήση υπηρεσιών, πληρώνοντας αργότερα, συχνά με τόκο: αριθμός/έκδοση ~ής ~ας. Αγορές με ~ ~/μέσω ~ών ~ών. Πβ. πλαστικό χρήμα, χρυσή κάρτα. Βλ. χρεωστική (κάρτα). [< αγγλ. credit card, 1888] , πιστωτική αγορά: ΟΙΚΟΝ. η χρηματαγορά και η κεφαλαιαγορά. [< αγγλ. credit market] , πιστωτικό γεγονός: ΟΙΚΟΝ. αποτυχία νομικού προσώπου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του στα πλαίσια σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, με αποτέλεσμα τη μείωση της πιστοληπτικής του αξιοπιστίας. [< αγγλ. credit event] , πιστωτικό χρήμα: ΟΙΚΟΝ. τραπεζογραμμάτια., πιστωτικός κίνδυνος: ΟΙΚΟΝ. κίνδυνος μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που έχει ο αντισυμβαλλόμενος (π.χ. να αποπληρώσει ένα δάνειο ή χρέος) στον οφειλόμενο χρόνο ή οποτεδήποτε μετά τη λήξη αυτού. Βλ. σι ντι ες. [< αγγλ. credit risk] [< μτγν. πιστωτικός ‘βεβαιωτικός’, γαλλ. créditeur, αγγλ. credit]

πλαστικός

πλαστικός, ή, ό πλα-στι-κός επίθ. 1. κατασκευασμένος από πλαστικό: ~ός: δίσκος/κάδος/σωλήνας/χλοοτάπητας (ΑΝΤ. φυσικός). ~ή: θήκη/καρέκλα/κάρτα (= πιστωτική)/μεμβράνη/συσκευασία. ~ό: δοχείο (βλ. τάπερ)/κάλυμμα/μπουκάλι/υλικό/φιλμ. ~ές: σακούλες (ΑΝΤ. οικολογικές)/σφαίρες/τσάντες. ~ά: γάντια/είδη/πέλματα/πόδια επίπλων/προϊόντα/σκεύη/φυτά. Βλ. συνθετικός. 2. που σχετίζεται με τη δημιουργία αισθητικών μορφών από μαλακό ή σκληρό υλικό: ~ός: διάκοσμος. ~ή: αναπαράσταση/απόδοση. ~ές: φόρμες. ~ά: έργα. Πβ. γλυπτός, εικαστικός. 3. που αναφέρεται στην πλαστική χειρουργική: ~ή: ομορφιά. ~ό: στήθος. 4. εύπλαστος, μαλακός: οι ~ές ιδιότητες του ζυμαριού/κεριού.|| ~ή: άργιλος (: που χρησιμοποιείται στην κεραμική).|| (ΜΗΧΑΝ.) ~ή: άρθρωση/κάμψη/ροπή. 5. αρμονικός, καλλίγραμμος: ~ές: κινήσεις. Πβ. συμμετρικός. 6. (μτφ.) επίπλαστος: ~ός: κόσμος. ~ή: ευγένεια/ζωή. ~ές: ιδέες. ~ά: χαμόγελα. Πβ. πλαστός. ΣΥΝ. νάιλον (2) ● Ουσ.: πλαστική (η): γλυπτική. ● ΣΥΜΠΛ.: πλαστικές εκρηκτικές ύλες/πλαστικά εκρηκτικά: εκρηκτικά σε εύκαμπτη ή ελαστική μορφή, για να πλάθονται εύκολα γύρω από το αντικείμενο στο οποίο τοποθετούνται. [< αγγλ. plastic explosive, 1906] , πλαστικές τέχνες: εικαστικές τέχνες. [< γαλλ. arts plastiques, αγγλ. plastic arts] , πλαστικές ύλες: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. καθένα από τα σύνθετα πολυμερή με μεγάλο μοριακό βάρος που μορφοποιούνται με ειδική επεξεργασία σε διάφορα σχήματα. Βλ. ακρυλικό, βακελίτης, νάιλον, πλεξιγκλάς, πολυεστέρες, πολυουρεθάνη, PVC, ρητίνη, σιλικόνη, τεφλόν. [< γαλλ. matières plastiques, 1913] , πλαστική εγχείρηση/επέμβαση & (προφ.) πλαστική: ΙΑΤΡ. χειρουργική επέμβαση για την επανορθωτική ή την αισθητική ανάπλαση, αποκατάσταση ιστών: ~ ~ αυτιών (= ωτοπλαστική)/βλεφάρων (= βλεφαροπλαστική)/βραχιόνων/κοιλίας (= κοιλιοπλαστική)/στήθους/μύτης (= ρινοπλαστική)/προσώπου/σώματος/χειλέων., πλαστική χειρουργική: ΙΑΤΡ. κλάδος της χειρουργικής που έχει ως αντικείμενο τις πλαστικές επεμβάσεις: αισθητική/επανορθωτική ~ ~. Εξειδίκευση στην ~ ~ μαστού (= μαστοπηξία)/περιοδοντίου/προσώπου. [< αγγλ. plastic surgery] , πλαστικό φαγητό (προφ.): τυποποιημένο φαγητό, συνήθ. των φαστ φουντ. Πβ. τζανκ φουντ., πλαστικό χρήμα: πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες. [< αγγλ. plastic money, 1969] , πλαστικό χρώμα & (προφ.) πλαστικό: ΧΗΜ.-ΤΕΧΝΟΛ. χρώμα εσωτερικής και εξωτερικής χρήσης που χαρακτηρίζεται από μεγάλη καλυπτικότητα, φωτεινότητα, αντοχή, ευκολία εφαρμογής, ισχυρή πρόσφυση και γρήγορο στέγνωμα. Βλ. λάτεξ. [< αγγλ. plastic paint, 1925] , πλαστικός - επανορθωτικός χειρουργός & (προφ.) πλαστικός: γιατρός ειδικευμένος στην πλαστική και επανορθωτική χειρουργική. [< αγγλ. plastic surgeon] , πλαστική παραμόρφωση βλ. παραμόρφωση [< 1,3,6: αγγλ. plastic 2,4: αρχ. πλαστικός 5: γαλλ. plastique]

ρευστός

ρευστός, ή, ό [ῥευστός] ρευ-στός επίθ. 1. ΦΥΣ. (για ύλη, σώμα) που έχει την ιδιότητα να ρέει: ~ή: κόλλα/λάβα/μάζα. ~ό: μέταλλο/στοιχείο. Βλ. υπερ~. ΑΝΤ. στερεός (1) 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας, που μεταβάλλεται εύκολα: ~ός: χαρακτήρας (καθεστώτος). ~ή: αγορά. ~ό: αποτέλεσμα/(πολιτικό) κλίμα/πρόγραμμα. ~ές: συνθήκες (της οικονομίας). ~ά: όρια. Η κατάσταση παραμένει ~ή. Πβ. ασαφής, ασταθής, μεταβαλλόμενος. ΣΥΝ. ευμετάβλητος ΑΝΤ. αμετάβλητος, σταθερός (1) ● Ουσ.: ρευστό (το): ΦΥΣ. υγρό ή αέριο σώμα που βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση: μηχανική των ~ών (= ρευστομηχανική). ● ΣΥΜΠΛ.: ρευστό χρήμα & (προφ.) ρευστό: μετρητά χρήματα που μπορούν άμεσα να χρησιμοποιηθούν: καταβολή/πληρωμή σε ~. Βλ. επιταγή, ομόλογα. ΣΥΝ. ζεστό χρήμα (1) [< 1: αρχ. ῥευστός 2: γαλλ. liquide]

σαλάμι

σαλάμι σα-λά-μι ουσ. (ουδ.) {σαλαμ-ιού}: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. αλλαντικό, κυλινδρικού συνήθ. σχήματος, από αλεσμένο χοιρινό και βοδινό κρέας, κομμάτια λίπους και μπαχαρικά, που κόβεται σε λεπτές φέτες: ~ βραστό/καπνιστό/μπίρας/πικάντικο/σκορδάτο. Ψωμί με ~. Βλ. λουκάνικο. ● Υποκ.: σαλαμάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: σαλάμι αέρος: ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. που παραμένει σε ειδικό θάλαμο για ωρίμανση και μερική αφυδάτωση: ~ ~ με πάπρικα/για σάντουιτς., σαλάμι ψυγείου: ΖΑΧΑΡ. κορμός με μπισκότα και σοκολάτα. Πβ. ρολό σοκολάτας. ΣΥΝ. μωσαϊκό (3) ● ΦΡ.: με τη μέθοδο του σαλαμιού (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.): με σαλαμοποίηση. Βλ. κομμάτι κομμάτι. [< ιταλ. salami, γαλλ. ~, 1923]

σινεμπλόκ

σινεμπλόκ σι-νε-μπλόκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΜΗΧΑΝΟΛ. εξάρτημα από ελαστικό υλικό που χρησιμοποιείται στις αναρτήσεις αυτοκινήτου, για να μειώνει τους κραδασμούς και τον θόρυβο: φθαρμένο ~. ~ πολυουρεθάνης/ψαλιδιών. Βλ. αντικραδασμικό, ζαμφόρ. [< γαλλ. εμπορ. ονομασ. silent block, 1928]

στάση

στάση στά-ση ουσ. (θηλ.) 1. προσωρινό σταμάτημα πορείας και (συνεκδ. για μέσα μεταφοράς) το συγκεκριμένο σημείο όπου σταματά ο οδηγός για επιβίβαση ή/και αποβίβαση: (μη) υποχρεωτική ~. Ενδιάμεσες/συχνές ~εις. ~ και επανεκκίνηση. Διαδρομή/πτήση χωρίς ~. Θα κάνω μια ~ για ξεκούραση/φαΐ. Πέντε λεπτά ~. Απαγόρευση/λωρίδες ~ης και στάθμευσης. (προφ.) ~ παρακαλώ! Θέλω να κατέβω.|| ~ λεωφορείου/μετρό ή τρένου (πβ. σταθμός)/προαστιακού σιδηροδρόμου/τραμ/τρόλεϊ. Ονομασία/στέγαστρο ~ης. Περίμενα στη ~ με τις ώρες. Θα κατέβω στην επόμενη/τελευταία ~. Έχασα τη ~ (: δεν κατάφερα να αποβιβαστώ στη σωστή ~).|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Οι ~εις του Επιταφίου.|| (ΙΑΤΡ., διακοπή ή επιβράδυνση της κυκλοφορίας υγρών του σώματος:) ~ αίματος. Φλεβική ~. Βλ. επίσχεση. 2. (μτφ.) τρόπος αντιμετώπισης, αντίδρασης σε ορισμένη κατάσταση, συμπεριφορά: αδιάλλακτη/αδικαιολόγητη/άκαμπτη/αμερόληπτη/αμυντική/ανάρμοστη/αντικοινωνική/αξιοπρεπής/απαξιωτική/απαράδεκτη/απειλητική/αρνητική/άψογη/δυναμική/εγκληματική/εθνική/ενιαία/επιθετική/επιφυλακτική/ευνοϊκή/εχθρική/θετική/κοινώς αποδεκτή/παθητική/προκλητική/σκληρή/σταθερή/φιλική/χλιαρή ~. Διαφοροποίηση/μεταστροφή/σκλήρυνση της ~ης του. Ποια είναι η ~ σας απέναντι σε ...; Έχουν κοινή ~ στο ζήτημα του ... Κράτησε/τήρησε ουδέτερη ~. Δεν μου άρεσε η/εγκρίνω τη ~ του. Απολογούμαι για/εκθέτω/εξηγώ/καθορίζω τη ~ μου. Άλλαξαν ~ στο θέμα της ... Εμμένουν στη/σκληραίνουν τη ~ τους. Ποια/τι ~ θα υιοθετήσει; Πήρε ξεκάθαρη ~ υπέρ/κατά του ... Πβ. φέρσιμο. Βλ. διάθεση, προαίρεση. 3. θέση, τρόπος με τον οποίο στέκεται ή κάθεται κάποιος: άβολη/αναπαυτική/άνετη/βολική/εμβρυϊκή/πρηνής/ύπτια ~. ~ γιόγκα/εκκίνησης/του κεφαλιού/ξεκούρασης/των ποδιών/προσευχής/ύπνου. Ερωτικές ~εις (βλ. κάμα σούτρα). Λάθος/σωστή ~ του σώματος. Άσκηση σε όρθια ~. Άλλαξε ~, δεν μούδιασες; Κοιμάται στην ίδια πάντα ~. Κακή ~ (μπροστά) στον υπολογιστή.|| (ΦΩΤΟΓΡ., κυρ. παλαιότ.) Φιλμ δώδεκα/τριάντα έξι ~εων. Πβ. πόζα. 4. εξέγερση εναντίον νόμιμης Αρχής: ένοπλη ~. ~ κρατουμένων. ~ στο στράτευμα/στις φυλακές. Υποκίνηση ~ης/σε ~. Κατέστειλαν τη ~. Βλ. επανάσταση. ΣΥΝ. ανταρσία 5. (επίσ.) διακοπή ενέργειας, διαδικασίας: ~ εργασιών/λειτουργίας/συναλλαγών. Πβ. αναστολή, παύση. ● ΣΥΜΠΛ.: στάση εργασίας: κινητοποίηση εργαζομένων κατά την οποία διακόπτουν την εργασία τους για διάστημα λιγότερο από μία εργάσιμη μέρα: πανελλαδική/προγραμματισμένη ~ ~. Αναστέλλουν τη/κηρύσσουν ~ ~. Οι εργάτες έκαναν/πραγματοποίησαν δίωρη ~ ~. [< αγγλ. work stoppage, 1943] , στάση ζωής: συνειδητή επιλογή τρόπου αντιμετώπισης των καταστάσεων του βίου: αισιόδοξη/αξιοθαύμαστη/αρνητική/θετική/συντηρητική ~ ~. Ο εθελοντισμός/η οικολογία/η φιλανθρωπία ως ~ ~. , στάση πληρωμών βλ. πληρωμή, στάση προσοχής βλ. προσοχή, υπηρεσία μιας στάσης βλ. υπηρεσία, φώτα θέσης βλ. φως ● ΦΡ.: έλλειψη χρημάτων, στάση εμπορίου: η εμπορική δραστηριότητα διακόπτεται, όταν δεν υπάρχουν χρήματα., εν στάσει (λόγ.): κατά τη διάρκεια που κάποιος ή κάτι (συνήθ. όχημα) δεν κινείται: φορτηγό ~ ~. Όταν έγινε το ατύχημα, ήμασταν ~ ~. ΑΝΤ. εν κινήσει, τηρώ/κρατώ στάση αναμονής βλ. αναμονή [< αρχ. στάσις, γαλλ. stase, αγγλ. stasis]

τροχιστήρι

τροχιστήρι τρο-χι-στή-ρι ουσ. (ουδ.) (προφ.): τροχιστικό εργαλείο: ~ ψαλιδιών. Πβ. λίμα. ΣΥΝ. τροχιστής (2)

φρέζα

φρέζα φρέ-ζα ουσ. (θηλ.) {φρεζών} ΤΕΧΝΟΛ. 1. σκαπτικό και αποψιλωτικό μηχάνημα, με σειρά περιστρεφόμενων λεπίδων: συρόμενη ~. ~ κήπου. Κούρεμα του γκαζόν με τη ~. Τρακτέρ με ~. Πβ. δισκοσβάρνα, μοτοκαλλιεργητής. Βλ. αλέτρι. 2. περιστρεφόμενο κοπτικό εργαλείο: κάθετη ~. Βλ. εργαλειομηχανή, πλάνη2, σβούρα, σμυριδοτροχός, τόρνος. ● Υποκ.: φρεζάκι (το) [< ιταλ. fresa, γαλλ. fraise]

φτερό

φτερό φτε-ρό ουσ. (ουδ.) & (λόγ.) πτερό 1. ΖΩΟΛ. -ΟΡΝΙΘ. καθένας από τους σχηματισμούς που καλύπτουν και προστατεύουν το σώμα των πτηνών και με τη βοήθεια των οποίων μπορούν να πετούν, να επιπλέουν στο νερό και να διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τους· αποτελείται από έναν κεντρικό άξονα, το κάτω μέρος του οποίου είναι γυμνό (κάλαμος), ενώ το επάνω (ράχη) φέρει αριστερά και δεξιά μύστακες που ενώνονται μεταξύ τους: πλουμιστά ~ά. Τα ~ά του παγονιού/της πάπιας/της χήνας. ~ά και πούπουλα (βλ. φτέρωμα). Βλ. πτερόρροια, πτεροφυΐα.|| Πένα από ~. Καπέλο με ~ά. 2. {συνηθέστ. στον πληθ.} φτερούγα: πληγωμένα ~ά. Τα ~ά των πουλιών. Το άνοιγμα των ~ών του αετού.|| Τα ~ά της μύγας/της πεταλούδας.|| Τα ~ά των αγγέλων/του δράκου.|| (μτφ.) Με τα ~ά του έρωτα/της φαντασίας/της ψυχής. 3. (κατ' επέκτ.) ό,τι μοιάζει με φτερό ή φτερούγα: βλάβη στο αριστερό ~ (= πτέρυγα) του αεροσκάφους. Τα ~ά του ανεμιστήρα (= πτερύγια, φτερωτή)/ανεμόμυλου.|| Σερβιέτες με ~ά (προστασίας). 4. τμήμα του αμαξώματος που καλύπτει το επάνω μέρος των τροχών οχήματος: το μπροστινό/πίσω ~ του αυτοκινήτου/της μηχανής. Βαθούλωμα/βούλιαγμα στο ~. ~ά ποδηλάτου. 5. ΑΘΛ. το μπαλάκι του μπάντμιντον. 6. ξεσκονιστήρι. ● ΣΥΜΠΛ.: κατηγορία φτερού 1. ΑΘΛ. (στην πυγμαχία) κατηγορία βάρους στην οποία κατατάσσονται πυγμάχοι που ζυγίζουν από 55 μέχρι 57 κιλά: πρωταθλητής στην ~ ~. 2. (μτφ.-προφ.) για κάποιον πολύ αδύνατο ή κάτι πολύ ελαφρύ., το φτερό της επίθεσης: ΑΘΛ. το άκρο της επιθετικής γραμμής ποδοσφαιρικής ομάδας: Στο αριστερό/δεξί φτερό ~ έπαιζε/ήταν ο ... ● ΦΡ.: ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) (μτφ.) 1. ανεξαρτητοποιούμαι, κάνω μια νέα αρχή: Είναι καιρός να ανοίξεις τα ~ σου και να γνωρίσεις τον κόσμο. 2. επεκτείνω τις δραστηριότητές μου: Η εταιρεία ετοιμάζεται να απλώσει τα ~ της στο εξωτερικό., βάζω φτερά (στα πόδια) (μτφ.) 1. αρχίζω να τρέχω γρήγορα: Έβαλε ~ ~ κι εξαφανίστηκε (= έγινε πύραυλος). 2. εμψυχώνω: Το γκολ έβαλε ~ στα πόδια των γηπεδούχων., βγάζω φτερά (μτφ.-προφ.): φεύγω γρήγορα: Μόλις κατάλαβε τι τον περίμενε, έβγαλε ~ (= την έκανε, έγινε καπνός/Λούης)., δίνω φτερά (σε κάποιον) (μτφ.): ενθαρρύνω: Η επιβράβευση ~ει ~ στους μαθητές να συνεχίσουν την προσπάθεια., κάνει φτερά (μτφ.-προφ.): εξαφανίζεται, συνήθ. λόγω κλοπής: Κοσμήματα ανυπολόγιστης αξίας έκαναν ~.|| Τα λεφτά έχουν κάνει ~ (= εξανεμιστεί)., κόβω/ψαλιδίζω τα φτερά κάποιου (μτφ.): αποθαρρύνω, απογοητεύω: Η αποτυχία τού έκοψε ~. ΣΥΝ. κόβω τη φόρα/τον αέρα/το(ν) βήχα (σε κάποιον), με κομμένα/πεσμένα (τα) φτερά & με τα φτερά κομμένα (μτφ.): αποθαρρυμένος, χωρίς αυτοπεποίθηση: Μετά την ήττα της, η ομάδα συνεχίζει ~ ~., πετώ με τα δικά μου φτερά (μτφ.): στηρίζομαι στις δυνάμεις μου, τα καταφέρνω μόνος μου: Είναι σε ηλικία που μπορεί πια να ~άξει με τα δικά του ~., στο φτερό (προφ.): βιαστικά, πολύ γρήγορα, αμέσως: Συναντιόμαστε πάντα ~ ~. Έκαναν τη δουλειά/πήρα την απόφαση ~ ~ (= στο άψε σβήσε/πι και φι/πιτς-φιτίλι/τάκα-τάκα). ΣΥΝ. στα γρήγορα, στα πεταχτά, φτερό στον άνεμο βλ. άνεμος, φύλλο (και) φτερό βλ. φύλλο [< μεσν. φτερό(ν) < αρχ. πτερόν 3,4: γαλλ. aile]

χρηματαγορά

χρηματαγορά χρη-μα-τα-γο-ρά ουσ. (θηλ.) {συνήθ. στον πληθ.}: ΟΙΚΟΝ. οργανωμένη αγορά όπου διενεργούνται βραχυπρόθεσμες συναλλαγές κινητών αξιών, αγαθών και εμπορευμάτων· κατ' επέκτ. χρηματιστήριο: οι διεθνείς ~ές. Βλ. -αγορά. [< αγγλ. money market, 1950]

χρονογράφημα

χρονογράφημα χρο-νο-γρά-φη-μα ουσ. (ουδ.) (κυρ. παλαιότ.): ΛΟΓΟΤ. είδος έντεχνου πεζού λόγου, σύντομο συνήθ. λογοτεχνικό κείμενο, το οποίο δημοσιεύεται στον Τύπο και σχολιάζει με εύθυμο συνήθ. τρόπο την επικαιρότητα: ηθογραφικό/ιστορικό/πολιτικό/σκωπτικό ~. Στήλη ~ατος. Βλ. άρθρο, -γράφημα, επιφυλλίδα, ευθυμογράφημα, κριτική, χρονικό.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.